Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Ο Παπαδιαμάντης του Δεκαπενταύγουστου....

Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, 
Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου...



Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.

Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.

Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.

* * *


Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;

Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.

Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.

Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.

Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…

Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.

* * *


«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»
Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…

Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.

Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».
Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…

Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…
«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»

Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον

Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.
Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.

Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:
«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».

… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…

Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.

Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…

Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.

Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»

Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:
― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.
― Τί τρέχει, παπά;
ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.
― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα
Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.
― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;
― Βέβαια… πιστεύω,
εἶπεν ὁ παπάς.
* * *


Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.

Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.

Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»
Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. 
Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.

Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.

Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»

Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»

Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.
― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.

Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.

Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:
― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».

Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:
― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».

Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.

* * *



Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.

Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.

Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:
―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά*.

Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:
― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…

Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.

Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.

Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:
― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…

Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.
― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.
―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…
―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.

Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…
Εἶπε καὶ ἀπέθανε.

Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..

Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».

Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον … καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»

Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·
«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,
τῶν αἰωνίων βασάνων…»
(1906)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Η ανάσταση του Λαζάρου-" Έγκλημα και τιμωρία"

 

 «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται’ καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).


του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι


"[...]

Ο Ρασκόνλικοβ σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε κάπου ένα λεπτό. Η Σόνια στεκόταν με τα χέρια πεσμένα, με σκυμμένο το κεφάλι, τρομερά θλιμμένη.

-Και δεν μπορείτε να βάλετε τίποτα στην πάντα για καμιά κακιά ώρα; ρώτησε σταματώντας ξαφνικά μπροστά της.

-Όχι! ψιθύρισε η Σόνια.

-Και βέβαια όχι! Δοκιμάσατε μήπως; πρόσθεσε αυτός σχεδόν κοροϊδευτικά.

-Δοκίμασα.

-Κι αποτύχατε! Μα και βέβαια, εννοείται! Τι κάθομαι και ρωτάω.

Και ξανάρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πέρασε ακόμη ένα λεπτό.

-Δεν έχει δουλειά κάθε μέρα, ε;

Η Σόνια τά’χασε ακόμα περισσότερο και τα μάγουλά της ξανακοκκίνισαν.

-Όχι, ψιθύρισε με βασανιστική προσπάθεια.

-Και με την Πόλετσκα το ίδιο θα γίνει σίγουρα, είπε κείνος ξαφνικά.

-Όχι! Όχι! Δεν μπορεί, όχι! ξεφώνισε δυνατά σαν απελπισμένη η Σόνια, λες και τη χτύπησαν ξαφνικά με μαχαίρι. Ο Θεός, ο Θεός δε θ’ αφήσει να γίνει ένα τόσο φριχτό πράμα!...

-Άλλους αφήνει όμως

-Όχι , όχι! θα την προστατέψει ο Θεός, ο Θεός! έλεγε και ξανάλεγε σαν να μην ήξερε πια τι της γίνεται.

-Μα μπορεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός, απάντησε με κάποια χαιρεκακία ο Ρασκόλνικοβ, γέλασε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της Σόνια, άλλαξε ξάφνου τρομερά: οι σπασμοί το αυλάκωναν. Τού'ριξε ένα βλέμμα ανείπωτης μομφής, κάτι θέλησε να πει, μα δεν μπόρεσε να προφέρει τίποτα και μονάχα, ξαφνικά, έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες∙ έκλεγε πικρά μ’ αναφιλητά.

-Λέτε πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα τά’χει χαμένα, μα βλέπω πως και εσείς δεν πάτε καθόλου πίσω, πρόφερε αυτός ύστερ'από μικρή σιωπή. Περάσανε κάπου πέντε λεπτά. Αυτός όλο και βημάτιζε πέρα-δώθε, σωπαίνοντας και χωρίς να την κοιτάει. Τέλος την πλησίασε. Τα μάτια του αστράφτανε. Ακούμπησε τα χέρια στους ώμους της και την κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του ήταν στεγνό, πυρετώδικο, κοφτερό, τα χείλη του τρέμανε.. ξάφνου έσκυψε, και πέφτοντας στο πάτωμα, φίλησε το πόδι της. Η Σόνια πισωπάτησε με φρίκη , σαν νά’χε μπροστά της κανένα τρελό. Και πραγματικά φαινόταν ολότελα τρελός.

-Τι κάνετε, τι πάθατε; Μπροστά μου! μουρμούρισε αυτή χλομιάζοντας, κι η καρδιά της σφίχτηκε, σφίχτηκε τόσο που πόνεσε.

Αυτός σηκώθηκε αμέσως.

-Δεν προσκύνησα εσένα, μα προσκύνησα όλο τον ανθρώπινο πόνο, είπε άγρια και πήγε στο παράθυρο. Άκου, πρόσθεσε γυρίζοντας κοντά της ύστερ’ από λίγο. Είπα απόψε σ’ ένα φανατισμένο πως δεν αξίζει ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι…και πως έκανα σήμερα τιμή στην αδερφή μου όταν σ’ έβαλα να κάτσεις δίπλα της.

- Αχ, γιατί τους το είπατε αυτό! Και μπροστά της; ξεφώνισε φοβισμένη η Σόνια. Να κάτσει δίπλα μου! Τιμή! Μα εγώ..εγώ μια τέτοια…Αχ, γιατί το είπατε αυτό!

-Δεν το είπα για την ατιμία και την αμαρτία σου, μα το είπα γιατί υπόφερες πολύ. Όσο για τ'ότι είσαι μα μεγάλη αμαρτωλή, ναι, αυτό είναι αλήθεια, πρόσθεσε σχεδόν με έξαρση. Και η μεγαλύτερη αμαρτία σου είναι που νέκρωσες και πρόδωσες άσκοπα τον εαυτό σου. Και βέβαια είναι φριχτό! Και βέβαια είναι φριχτό να ζεις σ’ αυτή τη λάσπη, που τη μισείς τόσο και ταυτόχρονα το ξέρεις κι η ίδια- φτάνει μονάχα ν’ ανοίξεις τα μάτια σου- πως κανένα δε βοηθάς μ’ αυτό, που, και κανένα δε σώζεις από τίποτα! Μα πές μου λοιπόν επιτέλους, πρόφερε σχεδόν παράφορα, πως μπορείς και συνταιριάζεται μέσα σου αυτό το αίσχος και η ποταπότητα μαζί με τ’ άλλα, τ ’ανώτερα και ιερά αισθήματα; Θά'ταν , μα την πίστη μου , πολύ πιο δίκαιο, χίλιες φορές πιο δίκαιο και λογικό να πέσεις στο ποτάμι και να τελειώνεις μεμιάς!

-Και κείνοι τι θ’ απογίνουν; ρώτησε μ’ αδύνατη φωνή η Σόνια και τον κοίταζε μαρτυρικά, ταυτόχρονα όμως σαν να μην απόρησε καθόλου με την πρόταση του.

Ο Ρασκόλνικοβ την κοίταξε παράξενα.

Τα διάβασε όλα στο βλέμμα της. Ώστε λοιπόν τό'χε σκεφτεί κι η ίδια. Ίσως να τό'χε σκεφτεί πολλές φορές στα σοβαρά, τις στιγμές της απελπισίας, να τελειώνει μια και καλή, και τό'χε σκεφτεί σοβαρά, που τώρα δεν απόρησε σχεδόν καθόλου με την πρότασή του. Δεν παρατήρησε και τη σκληράδα που είχαν τα λόγια του κι ούτε ένιωσε τη σημασία πού'δινε στις κατηγόριες του και τον ιδιαίτερο τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή. Ο Ρασκόλνικοβ το είδε καθαρά. Κατάλαβε όμως εντελώς ως ποιόν τερατόμορφο πόνο την είχε κατασπαράξει αυτή η σκέψη για τη βρομερή και ντροπιασμένη ζωή της. Τί νά'ταν λοιπόν, τί μπορούσε να τη σταματάει ως τα τώρα απ’ το να τελειώνει μια και καλή; Και τότε μονάχα κατάλαβε ως το τέλος τί σήμαιναν γι’αυτήν εκείνα τα μικρά, φτωχά ορφανά κι εκείνη η αξιολύπητη , μισότρελη Κατερίνα Ιβάνοβνα με το χτικιό της και με τα χτυπήματα του κεφαλιού στον τοίχο.

Παρ’ όλα αυτά όμως, καταλάβαινε πολύ καλά πως η Σόνια με το χαρακτήρα της και τη μόρφωση που είχε πάρει, δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να μείνει έτσι. Ωστόσο απόμενε αναπάντητο το ερώτημα: γιατί μπόρεσε κι έμεινε τόσον καιρό σ’αυτή την κατάσταση και δεν τρελάθηκε, αφού δεν είχε το σθένος να πέσει στο ποτάμι. Αντιλαμβανόταν φυσικά πως η περίπτωση της Σόνιας είναι συμπτωματικό φαινόμενο στην κοινωνία, αν και δυστυχώς, κάθε άλλο παρά μοναδικό. Μα ακριβώς επειδή ήταν συμπτωματικό, επειδή ακριβώς η Σόνια είχε την πνευματική ανάπτυξη που είχε κι έζησε προηγούμενα τη ζωή που έζησε, θα μπορούσε στο πρώτο της βήμα πάνω σ’ αυτό τον αποκρουστικό δρόμο. Τί ήταν λοιπόν αυτό που της έδινε κουράγιο; Όχι βέβαια η διαφθορά! Όλη αυτή η ντροπή ήταν φανερό πως την είχε αγγίξει μονάχα μηχανικά∙ απ’ την πραγματική διαφθορά δεν είχε περάσει ακόμα ούτε μια σταγόνα στην καρδιά της∙ αυτό τό'βλεπε: στεκόταν μπροστά του σαν ολάνοιχτο βιβλίο.

«Τρεις δρόμους έχει ν’ ακολουθήσει, σκεφτότανε. Να πέσει στο κανάλι, να βρεθεί στο φρενοκομείο ή…τέλος να ριχτεί στη διαφθορά, που ναρκώνει το μυαλό και πετρώνει την καρδιά».

Η τελευταία σκέψη ήταν γι’ αυτόν η πιο αποκρουστική: μα ήταν κιόλας σκεπτικιστής, ήταν νέος, τύπος εγκεφαλικός και κατά συνέπεια σκληρός, και γι’αυτό δεν μπορούσε να μην πιστεύει πως η τελευταία διέξοδος, δηλαδή η διαφθορά, ήταν η πιθανότερη απ’ όλες.

« Μα είναι λοιπόν δυνατό νά’ναι αλήθεια αυτό;» ξεφώνισε μέσα του. «Είναι λοιπόν δυνατό κι αυτό το πλάσμα να πέσει στο τέλος συνειδητά σ’ αυτόν το σιχαμερό βούρκο; Είναι δυνατό η πτώση αυτή νά'χει αρχίσει κιόλας, κι είναι τάχα δυνατό να μπόρεσε να τα υποφέρει όλ’ αυτά ως τώρα γιατί η διαφθορά δεν της φαίνεται πια τόσο αποκρουστική; Όχι , όχι , δεν μπορεί νά’ναι έτσι!» αναφωνούσε όπως πριν από λίγο η Σόνια. «Όχι, ως τα τώρα τη συγκρατούσε απ’ το κανάλι η σκέψη της αμαρτίας και κείνοι, εκείνα τα παιδιά …της. Αν δεν τρελάθηκε ως τώρα…Μα ποιος μπορεί να βεβαιώσει πως δεν τρελάθηκε; Μήπως είναι στα καλά της; Είναι δυνατό να μιλάει κανείς όπως μιλάει αυτή; είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς έτσι αν δεν του’χουν σαλέψει; Είναι δυνατόν να κάθεται πάνω απ’ την καταστροφή, πάνω απ’ το βρώμικο βούρκο που την τραβάει κιόλας κα να μη θέλει να δει που βρίσκεται, και να βουλώνει τ’αυτιά της όταν την προειδοποιούν για τον κίνδυνο; Μα τί, μήπως περιμένει κάνα θαύμα; Σίγουρα έτσι θά’ναι. Μήπως τάχα όλ’αυτά δεν είναι σημάδια τρέλας;»

Σταμάτησε με πείσμα σ’αυτήν τη σκέψη. Αυτή η λύση μάλιστα του άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη. Άρχισε να τη εξετάζει πιο προσεχτικά.

-Ώστε προσεύχεσαι πολύ στο Θεό, Σόνια; τη ρώτησε.

Η Σόνια σώπαινε. Αυτός στεκόταν μπροστά της και περίμενε να του απαντήσει.

-Τι θα γινόμαστε χωρίς το Θεό; ψιθύρισε αυτή γρήγορα και ζωηρά και τού'ριξε ένα βλέμμα∙ τα μάτια της φωτίστηκαν ξαφνικά και τού'σφιξε το χέρι.

«Έτσι λοιπόν , καλά το σκέφτηκα!» είπε μέσα του.

-Κι ο Θεός τι σου δίνει σ’ αντάλλαγμα! ρώτησε συνεχίζοντας την ανάκριση.

Η Σόνια έμεινε για κάμποσο σιωπηλή, σαν να μην μπορούσε ν’απαντήσει. Το αδύνατο στήθος της ανεβοκατέβαινε απ’την ταραχή.

-Σωπάστε! Μη με ρωτάτε! Δεν είστε άξιος…ξεφώνισε ξαφνικά κοιτάζοντας τον αυστηρά και θυμωμένα.

«Αυτό είναι ! Αυτό είναι!» έλεγε και ξανάλεγε εκείνος επίμονα μέσα του.

-Όλα μου τα δίνει! ψιθύρισε βιαστικά και χαμήλωσε πάλι τα μάτια.

«Να η διέξοδος λοιπόν! Να κι η εξήγηση της» έβγαλε μέσα του την απόφαση , κοιτάζοντας την μ'αχόρταγη περιέργεια.

Μ’ένα καινούργιο , παράξενο, σχεδόν νοσηρό συναίσθημα, κοίταζε τώρα αυτό το χλομό, αδύνατο , ακανόνιστο και γωνιώδες προσωπάκι, αυτά τα ταπεινά γαλάζια μάτια που μπορούσαν να λάμπουν με τόση φλόγα, με τόση αυστηρή επιθετικότητα, αυτό το μικρό κορμί που έτρεμε ακόμα από αγανάχτηση κι οργή κι ό’ αυτά του φαινόταν όλο και πιο παράξενα, σχεδόν απίθανα. «Βλαμμένη, βλαμμένη!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.

Πάνω στο κομό ήταν ένα βιβλίο. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, την ώρα που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, το κοίταζε∙ τώρα το πήρε και τα’ άνοιξε. Ήταν η Καινή Διαθήκη σε ρούσικη μετάφραση. Το βιβλίο ήταν παλιό , μεταχειρισμένο, με δερμάτινο δέσιμο.

-Που το βρήκατε αυτό; της φώναξε απ’ την άλλη γωνία του δωματίου.

Αυτή στεκόταν στο ίδιο μέρος, τρία βήματα μακριά απ’ το τραπέζι.

-Μου το φέρανε, του απάντησε ανόρεχτα και χωρίς να τον κοιτάξει.

-Ποιός τό'φερε;

-Η Λιζαβέτα∙ της το ζήτησα.

«Η Λιζαβέτα! Παράξενο!» σκέφτηκε αυτός.

Από στιγμή σε στιγμή το κάθε τι της Σόνιας του φαινόταν όλο και πιο παράξενο και πιο θαυμαστό. Έφερε το βιβλίο στο φως κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.

-Που είναι το μέρος που λέει για τον Λάζαρο; ρώτησε ξαφνικά.

Η Σόνια κοίταζε επίμονα το πάτωμα και δεν απαντούσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στο τραπέζι.

-Που είναι το μέρος για την ανάσταση του Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.

Αυτή τον κοίταξε απ’το πλάι.

-Δεν είναι εκεί που ψάχνετε…στο τέταρτο Ευαγγέλιο…πρόφερε αυστηρά , χωρίς να τον πλησιάσει

-Βρές το και διάβασέ μου το, είπε αυτός και κάθισε∙ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι , στήριξε το πιγούνι στην παλάμη και βάλθηκε να κοιτάει βλοσυρά στα πλάγια, έτοιμος ν’ακούσει.

«Σε δυο-τρείς βδομάδες θα βρίσκομαι κιόλας στο δρόμο για την εξορία, αν δε γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.

-Μα τι; Δεν τό'χετε διαβάσει; ρώτησε αυτή κοιτάζοντάς τον απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού κάτω απ’ τα φρύδια της.

Η φωνή γινόταν όλο και πιο τραχιά.

-Είναι καιρός…Όταν πήγαινα σχολείο. Διαβάστε!

-Και στην εκκλησία; Δεν τ’ακούσατε;

-Εγώ…δεν πάω. Εσύ πας συχνά;

-Ο-ο-όχι , ψιθύρισε η Σόνια.

Ο Ρασκόλνικοβ χαμογέλασε ειρωνικά.

-Καταλαβαίνω…ώστε δε θα πας στην κηδεία του πατέρα σου;

-Θα πάω. Είχα πάει και την περασμένη εβδομάδα, έκανα μνημόσυνο.

-Για ποιον;

-Για την Λιζαβέτα. Τη σκοτώσανε με τσεκούρι.

Τα νεύρα του ερεθίζονταν όλο και πιο πολύ. Άρχισε να ζαλίζεται.

-Είχες φιλίες με τη Λιζαβέτα;

-Ναι…Ήταν δίκαιη…ερχόταν εδώ…σπάνια…δεν ήταν σωστό…Διαβάζαμε μαζί και κουβεντιάζαμε. Θα πάει στον Παράδεισο.

Ηχούσαν παράξενα στ’ αυτία του αυτά τα λόγια∙ κι ύστερα, άλλο και τούτο πάλι: κάτι μυστηριώδεις συναντήσεις με τη Λιζαβέτα…κι οι δυο τους βλαμμένες.

«Εδώ μπορούν να σου στρίψουν και σένα! Είναι κολλητικό!» σκέφτηκε.

-Διάβασε! φώναξε ξαφνικά επίμονα και νευριασμένα.

Η Σόνια δεν τα’ αποφάσιζε. Η καρδιά της χτυπούσε. Σαν να μην τολμούσε να του διαβάσει. Αυτός κοίταζε σχεδόν υποφέροντας τη «δυστυχισμένη τρελή».

-Τί σας χρειάζεται; Αφού δεν πιστεύετε, ψιθύρισε σιγά, ανασαίνοντας δύσκολα.

-Διάβασε! Έτσι θέλω! Επέμενε αυτός. Της Λιζαβέτας της διάβαζες.

Η Σόνια άνοιξε το βιβλίο και βρήκε το χωρίο. Τα χέρια της τρέμανε, η φωνή της έβγαινε βραχνή. Δυο φορές έκανε ν’αρχίσει κι όλο δεν τα κατάφερνε να προφέρει λέξη.

«Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας» , πρόφερε επιτέλους με προσπάθεια, μα ξαφνικά, στην Τρίτη κιόλας λέξη, η φωνή της υψώθηκε κι έσπασε σαν παρατεντωμένη χορδή. Το στήθος της σφίχτηκε.

Ο Ρασκόλνικοβ καταλάβαινε ως ένα σημείο γιατί δεν τ’αποφάσιζε η Σόνια να του διαβάσει κι όσο πιο πολύ το καταλάβαινε, τόσο επέμενε όλο και πιο νευριασμένος. Καταλάβαινε πολύ καλά πόσο οδυνηρό της ήταν τώρα να παραδώσει και να ξεσκεπάσει ό,τι δικό της. Καταλάβαινε πως τα συναισθήματα αυτά ήταν από καιρό τώρα το πιο κρυφό μυστικό της, από τότε ίσως που ζούσε ακόμα με την οικογένειά της, μαζί με το δύστυχο πατέρα και την τρελή απ’ τα βάσανα μητριά, μαζί με τα πεινασμένα παιδία, μέσα σε σιχαμερούς καβγάδες και βρισιές. Ταυτόχρονα όμως έμαθε τώρα στα σίγουρα πως μ’ όλο που φοβόταν τρομερά κάτι που κι αυτή δεν ήξερε καλά-καλά τι ήταν, τώρα που άρχισε να διαβάζει, είχε κι η ίδια τη βασανιστική επιθυμία να διαβάσει, παρ’ όλο το σπαραγμό της και παρ’ όλο το φόβο της και το δίχως άλλο γι’ αυτόν , για να τ’ακούσει αυτός και το δίχως άλλο τώρα, κι ας γίνει ό,τι γίνει ύστερα!...Αυτό ο Ρασκόλνικοβ το διάβασε στα μάτια της , το κατάλαβε απ’ την ταραγμένη της έξαρση. Η Σόνια υπερνίκησε τον εαυτό της, έπνιξε το σπασμό που έκοψε στην αρχή της φράσης της και συνέχισε το διάβασμα απ’ το ενδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην. Έφτασε έτσι ως το κεφ. ια΄, 19ο εδάφιο:

«…καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός».

Εδώ σταμάτησε και πάλι όλο ντροπαλοσύνη, γιατί προαιστάνθηκε πως φωνή της θα τρεμουλιάσει και θα κοπεί ξανά…

«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ·»

(Και σαν να’παιρνε με πόνο την ανάσα της η Σόνια πρόφερε καθαρά, λες κι έκανε ομολογία πίστης μπροστά στον κόσμο):

«Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος»

Έκανε να σταματήσει, έκανε να σηκώσει βιαστικά τα μάτια της να κοιτάξει αυτόν, μα υπερνίκησε αμέσως τον εαυτόν της και συνέχισε το διάβασμα. Ο Ρασκόλνικοβ καθόταν κι άκουγε ακίνητος, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Φτάσανε στο εδάφιο 32.

«ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;»

Ο Ρασκόλνικοβ γύρισε και την κοίταξε ταραγμένος. Ναι, έτσι είναι! Έτρεμε κιόλας σύγκορμη από πραγματικό πυρετό. Ο Ρασκόλνικοβ το περίμενε αυτό. πλησίαζε στο μέρος όπου γινόταν λόγος για το μεγαλύτερο και πρωτάκουστο θαύμα, κι ένα αίσθημα μεγάλου θριάμβου την έζωνε από παντού. Η φωνή της έγινε ηχερή σαν μέταλλο∙ ο θρίαμβος κι η χαρά ηχούσαν μέσα της και τη δυνάμωνε. Οι γραμμές χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της, γιατί τα μάτια της σκοτάδιζαν, μα ήξερε απ’ όξω αυτό που διάβαζε. Στον τελευταίο στίχο-«οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ»…χαμήλωσε τη φωνή της και μετέδωσε με θέρμη και πάθος την αμφιβολία, τον ψόγο και το χλευασμό των απίστων, των τυφλών Ιουδαίων, που τώρα αμέσως, ύστερ’ από’να λεπτό, θα πέσουν σαν να τους χτύπησε κεραυνός, θα βάλουν τα κλάματα, και τους λυγμούς και θα πιστέψουν… «Κι αυτός, αυτός επίσης είναι τυφλωμένος και άπιστος , κι αυτός θ’ ακούσει επίσης και θα πιστέψει κι αυτός, ναι! Ναι! Τώρα αμέσως!» αυτά ονειρεύονταν και τρεμούλιαζε από ευτυχισμένη προσμονή

«᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι».

Τόνισε ιδιαίτερα το  τεταρταῖος ∙ «λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω∙ καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς…»

Διάβαζε δυνατά, ριγόντας και τρέμοντας απ’ την έκσταση , λες και τά'βλεπε ολ'αυτά μπρος στα μάτια της.

«…δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν»

Η Σόνια δεν μπορούσε να διαβάσει άλλο, έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της.

-Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά και με κομμένη φωνή και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη , μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σαν νά’χε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο σαμντάνι έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβηνε, φωτίζοντας αχνά, μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο, το φονιά και την πόρνη που είχαν συναντηθεί τόσο παράξενα στο διάβασμα του αιωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτά , ίσως και περισσότερα….

[...]"

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, "Εγκλημα και τιμωρία"
(μετάφραση: Άρη Αλεξάνδρου, εκδόσεις: Γκοβόστη, πηγή: Τάλαντο)


Καλή κι Ευλογημένη Μεγαλοβδομάδα...
Καλή Ανάσταση!

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον! (Όσιος Μάρκος ο Ασκητής)

«Προτιμότερον να σε βλάπτουν οι άνθρωποι παρά να σε εξουσιάζουν οι δαίμονες»
- Άγιος Μάρκος ο Ασκητής
 (430μ.Χ.)

> "(30) Ο νόμος της ελευθερίας (δηλ. του Ευαγγελίου) διδάσκει όλη την αλήθεια. Και οι πολλοί τον διαβάζουν μόνο για να λάβουν μια γνώση του' λίγοι όμως τον εννοούν, ανάλογα με την εκτέλεση των εντολών."

> "(31) Μην ζητάς την τελειότητα αυτού του νόμου σε ανθρώπινες αρετές, γιατί τέλειος σε αυτές δεν υπάρχει' η τελειότητά του είναι κρυμμένη στο Σταυρό του Χριστού."

> "(40) Κάθε αρετής προέλευση είναι ο Θεός, όπως του καθημερινού φωτός ο ήλιος."

> "(45) Εκείνος που προσεύχεται για εκείνους που τον αδικούν, χτυπά με ορμή τους δαίμονες. Εκείνος που αντιστέκεται σε εκείνους που τον αδικούν πληγώνεται από τους δαίμονες."

> "(47) Κάθε καλό έρχεται από τον Κύριο κατ'οικονομίαν. Αυτό διαφεύγει με τρόπο μυστικό από τους αχάριστους και αγνώμονες και τους οκνηρούς."

> "(50) Η άγνοια κάνει τον άνθρωπο να αντιλέγει στα ωφέλιμα. Και όταν αποθρασύνεται αυξάνει την προϋπάρχουσα κακία."

> "(62) Άδης είναι η άγνοια, γιατί και τα δύο δε φαίνονται. Απώλεια είναι η λησμοσύνη, γιατί χάσαμε κάτι που είχαμε."

> "(66) Μην πεις ότι απόκτησες αρετή χωρίς θλίψη' γιατί είναι αδοκίμαστη η αρετή που απόκτησες με άνεση."

> "(67) Κάθε αθέλητης θλίψεως να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα, και θα βρεις σ'αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας."

> "(77) Από τη φιληδονία έρχεται η αμέλεια και από την αμέλεια η λησμοσύνη των καλών. Γιατί ο Θεός έχει χαρίσει σε όλους τη γνώση εκείνων που μας συμφέρουν."

> "(78) Ο άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον του καθώς γνωρίζει. Ο Θεός πάλι ενεργεί σ'αυτόν που ακούει κατά την πίστη του."

> "(94) Τα μικρά αμαρτήματα ο διάβολος τα δείχνει μηδαμινά επειδή διαφορετικά δεν μπορεί να φέρει τον άνθρωπο στα μεγαλύτερα κακά."

> "(95) Ρίζα της αισχρής επιθυμίας είναι ο ανθρώπινος έπαινος, όπως και της σωφροσύνης ο έλεγχος της κακίας, όχι όταν τον ακούμε μόνο, αλλά όταν τον παραδεχόμαστε."

> "(101) Τυφλώνεται ο νους με τα τρία αυτά πάθη, τη φιλαργυρία, την κενοδοξία και την ηδονή."

> "(103) Η γνώση και η πίστη που είναι σύντροφοι της ανθρώπινης φύσεως, από τίποτε άλλο, παρά από τις ανωτέρω κακίες εξασθένησαν. 

> "(110) Εκείνος που δεν γνωρίζει την αλήθεια, ούτε μπορεί να πιστεύει αληθινά. Γιατί η γνώση φυσικά προηγείται της πίστεως."

> "(119) Αν αμαρτήσεις, μην κατηγορείς την πράξη, αλλά την ιδέα. Γιατί αν δεν πήγαινε μπροστά ο νους, δεν θα ακολουθούσε το σώμα."

> "(133) Εκείνος που μετανοεί σωστά, περιπαίζεται από τους ανόητους ανθρώπου. Και αυτό είναι σημάδι ότι ευαρεστεί το Θεό."

> "(151) Εκείνος που μισεί τον έλεγχο έχει παραδοθεί θεληματικά στο πάθος. Εκείνος που δέχεται τον έλεγχο, είναι φυσικό ότι παρασύρεται στο πάθος από προηγούμενη κακή συνήθεια."

> "(152) Μη θέλεις να ακούς ξένες πονηρίες, γιατί έτσι σου εντυπώνονται και τα περιστατικά και χαρακτηριστικά των ξένων πονηριών."

> "(153) Όταν ακούσεις κακά λόγια, να οργίζεσαι εναντίον του εαυτού σου και όχι εναντίον εκείνου που τα είπε. Γιατί αν πονηρά ακούσεις, πονηρά θα αποκριθείς."

> "(175) Στον καιρό της θλίψεως να προσέχεις την προσβολή της ηδονής, γιατί εύκολα γίνεται παραδεκτή επειδή παρηγορεί τη θλίψη." 

 > "(176) Μερικοί λέγουν φρόνιμους εκείνους που μπορούν να διακρίνουν και να αναλύουν τα αισθητά πράγματα. Φρόνιμοι όμως είναι εκείνοι που εξουσιάζουν τα κακά τους θελήματα."

> "(179) Όταν δεις εκείνα που βρίσκονται μέσα σου σταθερά, να κινούνται και να προκαλούν τον νου, που είναι ήσυχος, σε κάποιο πάθος, να γνωρίζεις ότι ο νους σου κάποτε προηγήθηκε και έφερε σε πράξη και τα έβαλε μέσα στην καρδιά."

> "(186) Η συνείδηση είναι ένα βιβλίο που το έχουμε από τη φύση μας. Εκείνος που το μελετά στην πράξη δέχεται θεία βοήθεια."

Αγίου Μάρκου του Ασκητού- "Περί πνευματικού Νόμου"
Φιλοκαλία, τόμος Α', εκδόσεις: Το περιβόλι της Παναγίας



"...Γιατί κάποτε, ενώ ησύχαζε, πλησίασε αυτόν μια ύαινα που είχε το παιδί της τυφλό, με ταπεινή στάση σαν να παρακαλούσε να την ευσπλαχνισθεί για την τύφλωση του μικρού της. Και ο Όσιος, αφού κατάλαβε, έπτυσε στα μάτια του ζώου και αυτό βρήκε την όρασή του. Μετά από ημέρες ήλθε πάλι η ύαινα στον Άγιο, μεταφέροντάς του το δέρμα ενός μεγάλου κριαριού ως ανταπόδοση για την θεραπεία. Αυτός όμως δεν δεχόταν να το λάβει, προτού το θηρίο υποσχεθεί να μην βλάπτει πια τα πρόβατα των πτωχών." 



"Μετά το βάπτισμα, ούτε ο Θεός, ούτε ο Σατανάς παραβιάζουν το θέλημα του ανθρώπου. Άραγε δεν άκουσαν ότι οι εντολές του Χριστού που δόθηκαν για μετά το βάπτισμα, είναι ο νόμος της ελευθερίας μας; Η ίδια η Γραφή το λέγει, "Οὕτως ποιεῖτε, καἲ οὕτως λαλεῖτε, ὡς διἂ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι"(Ιακ.2,12) [...] η κάθαρσις, που χαρίζει το βάπτισμα γίνεται μυστικά, αλλά την ευρίσκουμε φανερή όταν τηρώνται οι εντολές. Γιατί εάν βαπτισθήκαμε και δεν ελευθερωθήκαμε από την προγονική αμαρτία, τότε είναι φανερό ότι ούτε τα έργα της ελευθερίας έχουμε τη δύναμη να πράξωμε. Εάν όμως έχωμε αυτή τη δύναμη να πράξωμε τα έργα της ελευθερίας, τότε γίνεται φανερό, ότι μυστικά έχωμε ελευθερωθεί από την δουλεία της αμαρτίας."

"Εάν όμως έχεις την δύναμη να νικήσεις τα πάθη σου, γνώριζε ότι δεν εξουσιάζεσαι δια της βίας, αλλά λόγω του θελήματός σου. Όσα λοιπόν αναφέρει η Θεία Γραφή περί καθάρσεως, τα συμβουλεύει επειδή είμαστε ελεύθεροι. Να μη στρεφόμαστε, δηλαδή, σε τέτοιους μολυσμούς, αλλά να αγαπάμε την ελευθερία, γιατί έχουμε την εξουσία να στραφούμε σε όποιο θέλουμε, είτε στο αγαθό, είτε στο κακό."

"Ο άνθρωπος ελευθερώνεται με την δωρεά του Χριστού. Ως προς το θέλημά του όμως παραμένει σε εκείνο που αγαπά, έστω κι αν βαπτίσθηκε, λόγω του ότι το αυτεξούσιον είναι απαραβίαστον. Όταν λοιπόν λέγει ότι "Βιασταὶ ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν." (Ματθ. 11,12) το λέγει για το δικό μας θέλημα, με σκοπό να βιάσει ο καθένας μας τον εαυτό του μετά το βάπτισμα να μην παρεκτρέπεται στο κακό, αλλά να παραμένει στο αγαθό. Διότι εάν υφίστατο βία ο άνθρωπος από την κυριαρχία των πονηρών πνευμάτων, οπωσδήποτε θα μπορούσε ο Θεός που μας ελευθέρωσε, να μας κάνει αμετάτρεπτους και αυτός με τη βία. Εδώ όμως δε συμβαίνει αυτό. Ο Θεός μας ελευθέρωσε από τη βία της δουλείας με το βάπτισμα, αφού εκατήργησε την αμαρτία πάνω στο σταυρό και ενομοθέτησε εντολές ελευθερίας. Την επιλογή δε του να παραμένωμε ή όχι στις εντολές, την επαραχώρησε στο αυτεξούσιο θέλημά μας. Επομένως, όσο εργαζόμαστε με επιμέλεια τις εντολές, τόσο φανερώνεται η αγάπη μας προς αυτόν που μας ελευθέρωσε. Όσο δε τις παραμελούμε, ή τις εγκαταλείπουμε, τόσο αποκαλύπτεται η προσκόλλησή μας στις ηδονές."

"Δεν είναι αμαρτία η προσβολή του [πονηρού] λογισμού, αλλά η φιλική συνομιλία του νου με αυτόν. Εάν δεν τον αγαπάμε, τότε για ποιό λόγο τον αφήνουμε να χρονίζει μέσα μας;"

"Η μόνη εξουσία που του επετράπηκε [του Σατανά] είναι στην πρώτη κίνηση του νου να υποδεικνύει με έναν απλό λογισμό τα πονηρά πράγματα με σκοπό να δοκιμάσει την προαίρεσή μας προς τα πού κλίνει, είτε προς την αποβολή εκείνου, είτε προς την εντολή του Κυρίου, επειδή αυτά τα δύο μεταξύ τους είναι αντίθετα."

"Έτσι, έχει πάλι την εξουσία ο νους να προσέχει την καρδιά και με κάθε τρόπο να προστατεύει την καθαρότητά της δια της προσευχής, αγωνιζόμενος να εισέλθει στον εσώτατον χώρον της, όπου τίποτα δεν μπορεί να τον ενοχλήσει. Εκεί δεν υπάρχουν οι άνεμοι των πονηρών λογισμών, που σπρώχνουν με βία την ψυχή και το σώμα στους γκρεμνούς της ηδυπαθείας και βυθίζουν σε βόθρους ακαθαρσίας. Ούτε πάλι υπάρχει κάποιος πλατύς και ευρύχωρος δρόμος στρωμένος με λόγια και περίτεχνα σχήματα της κοσμικής σοφίας που δελεάζει όσους τον ακολουθούν, έστω κι αν είναι πολύ συνετοί. Διότι ο εσωτερικός και πεντακάθαρος χώρος της ψυχής και η οικία του Χριστού υποδέχονται τον νουν μόνον όταν είναι γυμνός, χωρίς να φέρει μαζί του τίποτε από τον κόσμον αυτόν, ούτε κατά φύση λογισμό, ούτε παρά φύση λογισμό, παρά μόνον αυτά τα τρία που είπε ο Απόστολος, την πίστην, την ελπίδα και την αγάπην."

Αγίου Μάρκου του Ασκητού- "Το Άγιον Βάπτισμα, Η ελευθερία της θείας Χάριτος"
Έκδοσις Ιερού Κελλίου Αγίων Αρχαγγέλων, Άγιο Όρος - Μοναχός Παϊσιος Καρεώτης



* "Ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής είναι ένας από τους πλέον επιφανείς ασκητικούς συγγραφείς των μέσω βυζαντινών χρόνων και ο δημοφιλέστερος δάσκαλος του ασκητικού βίου, ώστε οι βυζαντινοί ασκητικοί χριστιανοί να λένε'  "πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον".

Γεννήθηκε τον πέμπτο αιώνα, υπήρξε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και σε μεγάλη ηλικία κατέφυγε σε μια Έρημο, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω σε βαθύτατο γήρας. Τα έργα του όμως επέζησαν ανά τους αιώνες και επηρέασαν αποφασιστικά τη μοναχική σκέψη και εμπειρία. 

[...]

Τα 226 κεφάλαια που αναφέρονται σ'εκείνους που νομίζουν  ότι σώζονται από τα έργα τους, είναι ομολογουμένως ένα σύνολο παρατηρήσεων με οξυδερκή πνευματικό οφθαλμό στις ποικίλες ενέργειες και πράξεις του πνευματικού ανθρώπου και αποβλέπουν στη μόρφωση ταπεινού και αληθινού φρονήματος. Κι έτσι ούτε ο Καθολικισμός αποδεικνύεται ότι βρίσκεται σε σωστό δρόμο, τονίζοντας την αξία καθ'εαυτή των έργων, ούτε ο Προτεσταντισμός ορθοποδεί που φρονεί ότι η σωτηρία συντελείται με μόνη την πίστη."
(Φιλοκαλία, τόμος Α', εκδόσεις: Το περιβόλι της Παναγίας)

Η εκκλησία του Χριστού τιμά την μνήμη του στις 5 Μαρτίου...

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

'Ελα φως... (Εφραίμ Κατουνακιώτης)


"Οι καθηγητές μας....Πόσα μας δίδαξαν!... Όλα ωφέλιμα. Όλα χρειάζονται. Αρκεί να έχεις ταπείνωση και πίστη. Εάν έχεις ταπείνωση, όσα διαβάζεις και γνωρίζεις σε ταπεινώνουν περισσότερο. Εάν έχεις πίστη, όσα γνωρίζεις σε κάνουν να πιστέψεις θερμότερα. Έτσι είναι η γνώση. Θα ενισχύσει ή την ταπείνωσή σου ή τον εγωισμό σου' ή την πίστη σου ή την απιστία σου. 
[...] Ξέρεις, η γνώση από αλαζονεία είναι επικίνδυνη και για αυτόν που την κατέχει και για τους άλλους. Να έχεις γνώση. Άμα, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις, να πούμε, το κακό απ'το καλό; Εάν δε μπορείς να διακρίνεις το ψέμα απ'την αλήθεια, το φως απ'το σκοτάδι, την αμαρτία απ'την αρετή; Εάν δε μπορείς να ξεχωρίσεις την προσωρινότητα απ'την αιωνιότητα; Σε τί μπορεί να σε ωφελήσει η γνώση; Σε τί θα σε βοηθήσει; Εισιτήριο είναι αυτό που έχεις στην ψυχή.
Είδες, παιδί μου; Πολλοί σήμερα οι μορφωμένοι, λίγοι όμως οι ευτυχισμένοι. Γιατί; Γιατί το γεμάτο μυαλό και η άδεια ψυχή δε σου δίνουν χαρά. Τη χαρά πρέπει να κατέβεις στην ψυχή να την πάρεις. Σου πουλάει και το μυαλό αλλά μέχρι να βγεις από το μαγαζί του έλιωσε. Η γνώση του λόγου, της παρουσίας, της αγάπης, του ελέους, της σοφίας, του θελήματος του Θεού ωφελούν, χαροποιούν, σώζουν τον άνθρωπο. Καλή η γνώση που σε βοηθά, που σε οδηγεί στην αυτογνωσία, στη Θεογνωσία. Υπάρχει και γνώση φιλοτάραχος, δαιμονοφιλής, θεοστυγής". Ο Θεός να φυλάξει τα παιδιά μας. Πάντως, η γνώση είναι φως. Χρειάζεται. Ό,τι μάθει ο άνθρωπος καλό είναι. Αρκεί να έχει ψυχή. Είναι φως η γνώση, μα μόνο το φως του Θεού μπορεί να φωτίσει τα σκοτάδια μας. Ε, τώρα, άλλο ο ήλιος και άλλο ο φακός. Το ίδιο είναι;"


"Άγριο πράγμα ο πόλεμος. Μήπως κι ο πνευματικός, ο αόρατος, εύκολος είναι; Ακήρυχτος πόλεμος, να πούμε. Αόρατος ο εχθρός, κάθε λεπτό μια μάχη ισχυρή. Εκεί που χτυπά το λογισμό και τρέχουν οι ενισχύσεις, επιτίθεται στο σώμα, κυριεύει την επιθυμία, πυροβολεί την υπομονή, βομβαρδίζει με την αμέλεια, σε ρίχνει στο χαντάκι της ακηδίας. Χρησιμοποιεί ο εχθρός τα όπλα που του έδωσες, τα πάθη σου. [...] Όταν έρχονται εδώ στο καλυβάκι μας άνθρωποι από τον κόσμο, το πρώτο που τους ρωτώ είναι αν εξομολογούνται, αν προσεύχονται και κοινωνούν. Για να δω αν είναι άοπλοι ή οπλισμένοι."


"... η ανησυχητική απουσία του πατέρα μου στο μέτωπο και η βαριά παρουσία του παππού στο σπίτι έφεραν τη μητέρα μου σε απελπισία. "Τί θα κάνω αν σκοτωθεί ο άνδρας μου στον πόλεμο με δυο παιδιά μέσα σε τόση σκληρότητα; Πώς θα ζήσω;" σκέφτηκε.
Βλέπεις, η απελπισία τρυπώνει σαν το φίδι πρώτα στο λογισμό. Ξέρεις πώς την ονομάζει ο άγιος Νεκτάριος; "Μέλαινα θυγατέρα του Άδη"! Μάλιστα, κόρη του Άδη, τη λέει. Γεννήθηκε για να καταστρέψει την ύπαρξη των ανθρώπων και να τους εξαφανίσει από προσώπου της γης. Όπου αντηχήσει το όνομά της, εκεί η φθορά και η καταστροφή ιδρύουν το κράτος τους. Η ερήμωση και ο αφανισμός ακολουθούν τα ίχνη της. Είναι άρνηση των πάντων. Άρνηση της ελπίδας, άρνηση του ουρανού, άρνηση της πρόνοιας και της παντοδυναμίας του Θεού. Τίποτα χειρότερο από την απόγνωση. Μέσα στην απελπισία σου δεν βλέπεις τίποτα. Ομίχλη πηχτή.
Έτσι, η μητέρα μου θεώρησε την εγκυμοσύνη της κόλαση. Από το παραθύρι της απογνώσεως να πούμε, μόνο κόλαση βλέπεις. Έκανε βαριές δουλειές χωρίς να είναι προσεκτική. Αλλά όσο και να θέλει ο άνθρωπος, αν δε θέλει ο Θεός, τίποτα δε γίνεται. Όταν πέρασαν τα χρόνια και ήρθα στο καλυβάκι μας, έλεγε η μητέρα μου: "Αυτό το παιδί έλεγα ότι θα είναι η κόλασή μου. Έγινε, όμως, με την καλογερική του και την προσευχή του ο παράδεισός μου, η σωτηρία μου"."


"Οι κλειστές πόρτες της ζωής. Άργησα, αλλά κατάλαβα. Η αγάπη του Θεού άλλες πόρτες ανοίγει και άλλες κλείνει. Όταν σου ανοίγει, ευχαρίστησε, δοξολόγησε και προχώρα. Όταν βρίσκεις κλειστή πόρτα μην παίρνεις το λοστό του θελήματός σου να τη σπάσεις, να τη διαρρήξεις. Δεν είναι εκεί για σένα, δεν το καταλαβαίνεις; Σπάμε πόρτες και μπαίνουμε σε μία κόλαση και διαμαρτυρόμαστε στο Θεό που προσπάθησε να μας εμποδίσει. Πόσοι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους μπροστά σε μια πόρτα, προσπαθώντας να την ανοίξουν, τη στιγμή που ο Θεός τους έχει ανοίξει την πόρτα και το δρόμο που τους αξίζει. Ό,τι ορίζει ο Θεός αξίζει για τον άνθρωπο."


"...Ο κόσμος δε χωρά στην πόρτα του Αγίου Όρους. Είδες τις πορτούλες εδώ; Όλες στενές και χαμηλές είναι. Είναι πολύ μικρός ο κόσμος για να χωρέσει το μεγαλείο του Θεού. Όποιος θελήσει να φέρει τον κόσμο εδώ, μένει κι αυτός απ'έξω. Θα μου πεις, πώς φέρνω τον κόσμο εδώ; Σαν το μικρόβιο τρυπώνει στο θέλημα, καλύπτεται με τη διάθεσή του, κρύβεται κάτω απ'τις αισθήσεις σου. Γι'αυτό με την υπακοή καθαρίζεις το θέλημα, με την ταπείνωση θεραπεύεις τη διάθεση και με την άσκηση ελευθερώνεις τις αισθήσεις."


"Στο Άγιο Όρος είναι ατελείωτες οι διαδρομές. Μπορεί με σύμμαχο το χρόνο και σύντροφο τον κόπο να τις περπατήσεις. Ναι, το Όρος μπορεί και να το περπατήσεις. Το Άγιον, απέραντο. Απεριόριστο. Ανεξάντλητο. Εκεί, ο άγριος λογισμός ημερεύει. Η καρδιά κρατά άλλο ήχο, κατανυκτικό, χαμηλό, ταπεινό. Εκεί χορταίνει την ειρήνη. Στο Όρος μπορεί να δεις πολλά. Στο Άγιον να μη δεις τίποτα. Γιατί το Άγιον κρύβεται από τα μάτια των ανθρώπων και έτσι συναντά το βλέμμα του Θεού. Στο Όρος πατάς γη. Στο Άγιον, τον ουρανό. Στο Όρος να πας για να συναντήσεις το Άγιον.
Μια άγρια χαράδρα τα Κατουνάκια. Σαν ένα τραύμα στο σώμα του Άθωνα. Μα και οι κάτοικοι, οι ασκητές από τους πρώτους που ήρθαν από την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο κυνηγημένοι από του Άραβες, μέχρι τους σημερινούς, για το τραύμα ήρθαν. Το τραύμα που λέγεται άνθρωπος. Αυτόν ήρθαν να θεραπεύσουν, ψάχνοντας την πηγή της ίασης, που είναι μια πληγή. Η λογχισμένη του Κυρίου πλευρά. Θανάσιμο το τραύμα. Ζωοδόχος η πληγή.
Όταν ανεβαίνεις το μονοπάτι, πρέπει να σιωπήσεις. Μέσα σου. Επιτίμησε το λογισμό. Ας σταματήσει για λίγο. Μάλωσε την επιθυμία. Ενός λεπτού εσωτερικής σιωπής. Τότε θα ακούσεις βόλια να πέφτουν, άρματα να βροντούν. Ιαχές μάχης να ακολουθούν. Μα, πού ήρθα; θα πεις. Πολλές οι μάχες και δυνατές. Εδώ κονταροχτυπήθηκαν η Ανάσταση με το θάνατο, το πνεύμα με την ύλη, η σάρκα με την ψυχή, ο άνθρωπος με το Θεό. Αυτές τις μάχες δεν τις έγραψε η ιστορία, μα η σωτηρία στο βιβλίο της αλήθειας. Αυτό που το Άγιο χέρι του Θεού κρατά."



"...Ο προσευχόμενος άνθρωπος γίνεται θυσιαστήριο που αναπαύεται ο Θεός. Εκεί που βρίσκει ανάπαυση ο Θεός, βρίσκουν και οι άνθρωποι. Γι'αυτό τρέχουν στους αγίους. Εκεί ο Θεός αναπαύεται. Εκεί βρίσκουμε κι εμείς ανάπαυση."



"Κάνοντας κομποσκοινάκι για τον αδελφό, στρέφεις το βλέμμα του Θεού στον άνθρωπο. Όταν Του λες με αγάπη, με αγωνία, με πόνο για τον άλλον "ελέησον", Του λες "κοίταξέ τον, φώτισέ τον, βοήθησέ τον, σώσε τον, παρηγόρησέ τον, θεράπευσέ τον, αγκάλιασέ τον, Θεέ μου"."



"...Πάντως, πας να δώσεις και παίρνεις. Πας να προσφέρεις και κερδίζεις. Πας να σώσεις με τη Χάρη του Θεού και σώζεσαι. "



"Αυτός που σκανδαλίζει έχει φθόνο. Αυτός που σκανδαλίζεται έλλειψη αγάπης. Να έρχεται το σκάνδαλο και να σβήνει, να πεθαίνει στον καλό σου λογισμό, στην καθαρή σου καρδιά και στην πολλή σου προσευχή. [...] Η πτώση του άλλου πόνος να γίνεται και στην ψυχή και στην προσευχή και όχι σκάνδαλο."


"... Μετά από αυτό ξέρετε τί έλεγε ο γέροντας: "Προσέχετε τεκνία Χριστού. Προσέχετε μην σκληρύνεσθε. Όπου σκληρότης υπερηφάνεια, εκεί παρακοή και τα σκάνδαλα." Όταν το έλεγε αυτό ο γέροντας, ερχόταν στο λογισμό μου ο Αββάς Ποιμένας. Κάποτε τον επισκέφθηκαν κάποιοι γέροντες και τον ρώτησαν: "Αν δούμε τους αδελφούς να νυστάζουν, πιστεύεις ότι πρέπει να τους ξυπνήσουμε για να προσέχουν την αγρυπνία;". Εκείνος ο μακάριος τους απάντησε: "Δεν ξέρω. Δεν είμαι ικανός να σας συμβουλέψω. Αν με ρωτάτε τί θα έκανα εγώ, αν έβλεπα τον αδελφό να νυστάζει ή να κοιμάται στην ακολουθία, σας λέω ότι θα έβαζα το κεφάλι του στα γόνατά μου για να τον ξεκουράσω..."."

27η Φεβρουαρίου: Μνήμη Οσίου Εφραίμ Κατουνακιώτου

* αποσπάσματα από το βιβλίο: "Έλα Φως..." - "Συνάντηση με τον Όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη" του π.Σπυρίδωνα Βασιλάκου, εκδόσεις: Θεσβίτης, Θήρα 2022

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Την οργή των νεκρών να φοβάστε....

 



Ξημερώνει Ψυχοσάββατο... Δυο τρεις μέρες τώρα παλεύει να ντυθεί στα λευκά το τοπίο, μα θαρρείς ούτε τούτο το χιόνι δε δέχεται να καλύψει τις πομπές και τα σκοτάδια μας! Πασπαλίζει τις στέγες στα ψηλά, μα όσο πλησιάζει κι αγγίζει τα χαμηλά στέκεται μοναχά εδώ κι εκεί, φουσκώνει στους χωμάτινους αρμούς του καλντεριμιού, αλλά την πέτρα την αφήνει γυμνή.  Και μόλις θαρρείς φορτσάρει να γεμίσει τα κενά, γίνεται κάτι σαν γκρίζα νερουλιασμένη γρανίτα και χάνεται.

Πασπάλι ζάχαρης στο κόλλυβο, τούτο το χιόνι στη γη. Στο κόλλυβο όλων τούτων των ημερών που οι νεκροί ανασαίνουν.... Κι είναι το στάρι υγρό απ'τα δάκρυα και λεκιάζει με στάμπες την άχνη. Λες και ντράπηκε η ζάχαρη ν'αναμείξει τη γλύκα της με τόσο πόνο και βυθίζεται για να κρυφτεί....

Την οργή των νεκρών να φοβάστε....

Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"

Χορεύουν οι νιφάδες του χιονιού έξω απ'το παράθυρό μου... Πυκνές, αλλά αδύνατες. Δεν είναι εύκολο να αλλάξει το τοπίο... Θέλει στέρεους λυγμούς και ισχυρούς δεσμούς για να κρουσταλλώσουν τα κύτταρά τους... Χοροπηδούν ακόμη στα τυφλά χωρίς κατεύθυνση... Ίσα να σου θυμίσουν πως είναι το λευκό, ίσα να σκεπάσουν λίγο τη βρωμιά μπας κι ανασκαλίσεις λίγο τη μνήμη σου. Μπας και θυμηθείς  και γραπώσεις τούτο το άλφα το ανυπότακτο και κάνεις την λήθη σου ξανά α-λήθεια...

Πώς φτάσαμε ως εδώ; 

Πώς καταλήξαμε νεκροί;

"ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς." (Κατά Ματθαίον η22)


Πώς καταλήξαμε να νιώθουμε ζωή αυτό που ζούμε;

"οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν." (Κατά Ματθαίον η32)


ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς
καὶ κάλει: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο:
Εὐρύλοχος δ᾿ ὑπέμεινεν, ὀισάμενος δόλον εἶναι.
εἷσεν δ᾿ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν

οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα: ἀνέμισγε δὲ σίτῳ
φάρμακα λύγρ᾿, ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾿ ἔπειτα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε

καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος, ὡς τὸ πάρος περ.
ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο, τοῖσι δὲ Κίρκη
πάρ ῥ᾿ ἄκυλον βάλανόν τε βάλεν καρπόν τε κρανείης
ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
(Ομήρου Οδύσσεια κ230-243)


"Τρέχει στὴ θύρα τὴ λαμπρὴ κι ἀνοίγει τότε ἡ Κίρκη,
καὶ τοὺς καλεῖ· καὶ μπήκανε χωρὶς νὰ στοχαστοῦνε·
ὅμως δὲν μπῆκε ὁ Εὐρύλοχος, φοβώντας κάποιο δόλο.
Τοὺς πῆρε καὶ τοὺς κάθισε σὲ θρόνους καὶ καθέδρες·
τυρὶ κι ἀλεύρια καὶ ξανθὸ μέλι τοὺς ἀναδεύει
μὲ κρασὶ Πράμνειο, κι ἔσμιξε κακόχυμα βοτάνια,
ποὺ πίνοντας τὴν πατρικὴ τὴ γῆς τους νὰ ξεχάσουν.
Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ' ἐκείνη
χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεῖ στὶς χοιρομάντρες·
κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι
καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα.
Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη
τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια,
ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε."
(απόδοση:Α.Εφταλιώτη)

[...]
Σουρούπωσε... Το χιονάκι ακόμη πιο ψιλό όσο πέφτει το σκοτάδι. Το κρύο ακόμη πιο δριμύ. Οι καμπάνες σιγήσαν. Οι προσευχές κόπασαν. Οι προσφορές μοιράσθηκαν. Οι κεκοιμημένοι -όσοι δε λησμονήθηκαν ακόμη- αφουγκράστηκαν τα ονόματα και δυο σταλαμίδες δροσιάς... Προσμένουν, τώρα, το ξημέρωμα, να κοινωνήσουν μαζί μας....




Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"

"... και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων.!..."


"...οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς.
νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·..." 
(κατά Ιωάννη ιβ 31)


Το Τριώδιο άνοιξε, οι μάσκες πέσανε. Λιγοστοί περιφέρονται ακόμη -σαν τις άτακτες, αδύναμες νιφάδες που σκορπάει ο άνεμος παντού- να επιμένουν να πιστεύουν σε τούτο το άθλιο Καρναβάλι. Αλλά ξεχνούν, πώς, όσο μεγάλη κι αν είναι τούτη η πομπή, ακόμη κι αν αμέτρητοι -αθώοι κι ένοχοι- συναινούν και συμμετέχουν σε τούτη την παρέλαση,  ΠΑΝΤΟΤΕ στο τέλος της βραδιάς οι ίδιοι είναι που το βασιλιά Καρνάβαλο θα τον κάψουνε. Νυν και αεί η μοίρα του είναι η πυρά.... 

"[...] περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται." (Κατά Ιωάννην ιστ 11)

"... ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις..." (Προς Εφεσίους 6,11)

Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"



Στο πείσμα των εχτρών .... ανάντισα κρατήθηκα ψυχώθηκα κραταιώθηκα....


Σκοτείνιασε για τα καλά. Ξημερώνει Σάββατο των ψυχών. Κι αμέσως μετά ακολουθεί η Κυριακή της Αποκριάς ή, αλλιώς, η Κυριακή της Κρίσεως: 
" ῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. "(Κατά Ματθαίον ΚΕ' 31-46)

- Μα, τελικά, πόσο ταιριαχτά και πόσο ταχτοποιημένα όλα τούτα... Το χιόνι με το κόλλυβο, οι ψυχές με τ'άψυχο κορμί, η Κρίση της περικοπής με έναν κόσμο που ξεψυχά, το βλέμμα της μάνας με την Ανάσταση.  Θαρρείς και μια σιωπηρή κραυγή τα στοίβαξε μεμιάς όλα μαζί μέσα στα συναξάρια... Παραμονές Σαρακοστής, καθώς ανοίγουν οι Πύλες της Μετανοίας...

"Και το θλιβερότερο, βέβαια, από όλα, ή, για να μιλήσω πιο αληθινά, το πιο βαρύ, που και λέγοντάς το γεμίζω οδύνη, πόσο μάλλον υποφέροντάς το, είναι ο χωρισμός από το Θεό και τις άγιες δυνάμεις του και η συντροφιά με το διάβολο και τους πονηρούς δαίμονες που διαρκεί στον αιώνα και δεν αφήνει να ελπίσουμε καμιά απελευθέρωση από αυτά τα δεινά..." (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού- "Μαξιμιανόν Ταμείον [λήμμα: κόλασις], Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου)

" Τι είναι η κόλαση;
Υποστηρίζω ότι είναι ο πόνος του να μην μπορείς να αγαπάς..."
 (Ντοστογιέφσκυ, "Αδελφοί Καραμαζώφ")

Κοντεύουν μεσάνυχτα και ξαναγυρνώ εδώ. Κι αναρωτιέμαι... Ποιούς τάχα ονοματίζουμε νεκρούς, ποιούς ζωντανούς και ποιούς κεκοιμημένους; 

"...οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ᾿ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν·..." (Κατά Ιωάννην ιδ 30)

Την οργή των νεκρών να φοβάστε.... ζώντων και κεκοιμημένων....