Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

ανάσες καλοκαιριού...

αφιερωμένο...



... Έτσι, σε μια γωνιά αραγμένη, πετούσα ψίχουλα στα καβούρια, κι από κανένα, πιο μακριά, στα ψάρια. Ένα κοριτσάκι, ίσαμε πέντε -άντε έξι το πολύ- χρονών ήρθε και κάθησε στο φυσικό βράχινο πεζούλι πάνω από τη λιμνούλα. Ροκάνιζε αργά και με ευλάβεια ένα μεγάλο μπισκότο. Κάποια στιγμή με κοίταξε. Του χαμογέλασα. Συνέχιζα να πετάω ψίχουλα στα ψαράκια. Τα κοίταζε. Το μπισκότο τελείωσε και το κοριτσάκι σηκώθηκε. Με ξανακοίταξε. Του ξαναχαμογέλασα. Μου χαμογέλασε κι εκείνο αμυδρά κι έφυγε.


Σε λίγο μετακινήθηκα εγώ στο άδειο βράχινο πεζουλάκι, με το τελευταίο κομμάτι του ψωμιού. Ξάφνου ένιωσα μια παρουσία να στέκεται ακίνητη από πίσω μου. Δε γύρισα να κοιτάξω. Απλώς μαζεύτηκα πιο δίπλα, έκανα χώρο και περίμενα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά αποφάσισε να καθήσει, αμίλητα, σιωπηλά, όπως πριν. Τότε το κοίταξα και του χαμογέλασα και πάλι. Στα μικροσκοπικά του χεράκια κρατούσε σφικτά άλλο ένα μπισκότο κι ένα σάντουιτς. Συνέχισα να ταΐζω τα ψάρια κι αναρωτιόμουνα αν κι εκείνο θα τους πετούσε κανένα ψίχουλο. Σκεφτόμουνα πως εγώ στην ηλικία του ίσως πετούσα και το μισό μου σάντουιτς για να φάνε τα μικρά ψαράκια. Εκείνο τίποτα, καμία κίνηση προς το παρόν. Αμίλητο μασουλούσε. Μια γυναίκα προσπέρασε βιαστικά και του φώναξε «Τι κάνεις κοριτσάκι;». Το κοριτσάκι δεν απάντησε. Και τι να απαντήσει δηλαδή; Μήπως εκείνη που το ρώτησε περίμενε καμιά απάντηση; Το παιδί το ένιωσε, χωρίς να το ξέρει, και παρέμεινε σιωπηλό. Δεν το κοιτούσα ... παρατηρούσα μόνο τη σκιά του με την άκρη των ματιών μου ... και τάιζα τα ψάρια ...σιγά σιγά ...για να του δώσω χρόνο ... Μου πέρασε από το νου να του δώσω κι ένα κομμάτι από το ψωμί που κρατούσα. Ύστερα, όμως, σκέφτηκα ότι καλύτερα θά'ταν να μάθει να προσφέρει απ'το δικό του...
Ένιωσα μια κίνηση ... Ένα ψίχουλο είχε πέσει ντροπαλά προς τα κάτω ... εκεί που το νερό ίσα που έγλυφε το βράχο. Σε λίγο ένα άλλο ψιχουλάκι προσγειώθηκε λίγο πιο μακριά ... Ύστερα παύση ... Αναρωτιόμουν μήπως φοβόταν ότι δεν είχε τη δύναμη να τα πετάξει πιο μακριά, ότι τα ψάρια δε θα τα έφταναν και για τούτο ντρεπόταν και δίσταζε ... Δεν κοιτούσα ... Λίγο αργότερα ένα ακόμη προσγειώθηκε λίγο πιο βαθιά κι ένα ψαράκι τολμηρό κατάφερε να το πλησιάσει. Την κοίταξα και της χαμογέλασα ...με κοίταξε κι εκείνη και μου χαμογέλασε δειλά κι ένα ίχνος χαράς για την επιτυχία της φώτισε το συνεσταλμένο της βλέμμα ... Σε λίγο κι άλλο ψίχουλο πιο μακριά ...κι άλλα, τρία μαζί, προσγειώθηκαν στο νερό. Ήξερα ... αμέσως γύριζε το κεφαλάκι προς τα εμένα και περίμενε το σιωπηλό μου χαμόγελο ...όπως κι εγώ περίμενα το δικό της ... Κι έτσι για λίγα λεπτά ... μέχρι να τελειώσει το σάντουιτς και το μισόκιλο ψωμί, δυο ψυχές ανταμώσανε κάτω απ' τον ήλιο του καλοκαιριού, ταΐζοντας ψαράκια ...

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

το περιβόλι με τα χρυσά μήλα



του Νέστορα Μάτσα

"[...] Θυμάμαι το λόγο ενός ευλογημένου τρελού, που συναπάντησα στη Βίτσα, στο Ζαγόρι.
Μου είπε:- "Οι μυαλωμένοι ζουν στην κόλαση. Οι τρελοί σα λόγου μου στην Παράδεισο."
Και μου ιστόρησε με το δικό του τρόπο, πως οι λογικοί περνάν το βίο τους σ'ένα στάβλο με λογής βρωμιές. Μα οι κουζουλοί - ας είναι βλογημένοι- ζουν σ'ένα περβόλι ολάνθιστο με μηλιές φορτωμένες με χρυσά μήλα. Κάθε χρυσό μήλο κι ένα παραμύθι. Απλώνουν το χέρι τους, το κόβουν κι ευφραίνονται.
Στο ίδιο περιβόλι με τις χρυσές μηλιές ζουν κι οι απλοί άνθρωποι, αυτοί που έχουν γύρω τους στήσει έναν όμορφο κόσμο κι είναι στολισμένοι, καθώς τόσο σωστά το λέγει ο Φώτης Κόντογλου, "με την αρχαία απλότητα".
Για τούτους τους δεύτερους, δώστε μου τη χαρά να διαβάσουμε μαζί ένα σπουδαίο κείμενο του σεμνού δασκάλου της Ρωμιοσύνης, του Κόντογλου, που σ'ολάκερη τη ζωή του κράτησε τη στέγη αυτού του τόπου με την πίστη του και την καθαρή καρδιά του.
Λέγω πως τούτο το κείμενο πρέπει να περάσει στ'αναγνωστικά, να το διαβάζουν τα παιδιά μας και να φωτίζονται:




_"Προ εκατό διακόσια χρόνια, όλη η οικουμένη είχε πολλά σχολειά σε κάθε χώρα, και σπουδάζανε οι άνθρωποι. Σπουδάζανε και καλά πράγματα, αφού και το Ευαγγέλιο με ψηφιά είνε γραμμένο, μα κοντά στα λίγα καλά, μαθαίνανε πιο πολλά κακά, επειδής ο διάβολος μέσα στο σιτάρι σπέρνει τα ζιζάνια. Λοιπόν πονήρεψε ο κόσμος κι έχασε την αρχαία απλότητα και κείνη τη σεμνότητα που τον στόλιζε. Μοναχά η Ελλάδα απόμεινε αγράμματη, περιζωμένη από έθνη που είχανε χάσει την παρθενικιά τούτη απλότητα. Θάρεψε κανένας πως ήτανε μαντρωμένη μ'ένα φράχτη, για να μη μπούνε μέσα στον παράδεισό της τα πονηρά δαιμόνια, και πως τη φύλαγε το Χερουβείμ με το πυρωμένο σπαθί. Οι άνθρωποι εδώ πέρα ζούσανε σαν νάτανε χίλια χρόνια πίσω, στα χρόνια του Μεγαλέξαντρου και στου Χριστού τα χρόνια, σε καιρό που δίπλα τους η Ιταλία κ' η Γαλλία και τάλλα τα έθνη είχανε γίνει σχεδόν όπως είναι σήμερα. Και μολαταύτα, εδώ πέρα, στα βουνά και στις κλεισούρες που ζούσανε άνθρωποι μισοάγριοι, άνθιζε ακατάλυτο το αρχαίο δέντρο της Δωδώνης, και λαλούσε ολοένα η βρύση πούχε πιει ο Όμηρος κι ο Ησίοδος κι ο Σοφοκλής κι ο Ρωμανός ο Μελωδός κι ο Μηνάς ο Καλλικέλαδος. Δίχως χαρτί και δίχως μελάνι τραγουδιώντανε όσα τραγουδιούνται, το πως έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος, το πως αγαπά, το πως πεθαίνει. Ποιά φυλή άλλη στόλισε τη ζωή της με τέτοια αμάραντα κι αγνά λουλούδια; Σε ποιά χώρα όλοι τραγουδούσανε και ψέλνανε από τον μικρό ως τον μεγάλο; Που τεχνουργέψανε, σαν με κάποιο κοφτερό σμιλάρι, τέτοια τραγούδια παλληκαρίσσια, τέτοια ερωτικά, τέτοια νανουρίσματα, τέτοια μοιρολόγια, που να ραγίζει η γης από την πίκρα; Πουθενά! Γιατί, όπως λέγει το Ευαγγέλιο, αυτοί που δεν πήγανε στο σχολειό, γενήκανε δάσκαλοι σε κείνους που το ξεσκολίσανε. Κανένας δεν ήξερε να γράψει τόνομά του σε τούτο τον παρθένο τόπο, και μολαταύτα σαν μαγνήτης έσερνε τους σπουδαγμένους της γης, και ζέσταινε την καρδιά τους πούχε παγώσει από την πολλή σπουδή, και βρίσκανε ξεκούραση κουβεντιάζοντας με τους τσοπαναρέους οι κουρασμένοι κ'οι φορτωμένοι την ταφόπετρα της σοφίας και της επιστήμης, κι αλλάζανε τα καθαρά στενοβράκια τους με τη λερή παληοκαπότα, για να απογευτούνε την αληθινή ζωή και να πιούνε από τις βρυσούλες και να κοιμηθούνε στα σκληρά γιατάκια των κλεφτών. Θαρείς πως η πλάση στ'άλλα μέρη είχε στερέψει, και πως δε γύριζε πια μηδέ ο ήλιος μηδέ το φεγγέρι, και πως η γης είχε γίνει ξέρακας και πως μοναχά στη μαγκούφα Ελλάδα βαστούσε ακόμη σαν και πρώτα η γλυκειά τάξη του κόσμου. Ο Φτωχός ο Λάζαρος καθότανε μακάριος στην αγκαλιά του Αβραάμ, κι ο πλούσιος τον παρακαλούσε να πάγει να τον δροσίσει με το βρεμένο δάχτυλό του. Αν ετούτο δεν λέγεται ζωή, τότε ποιά είναι η ζωή; Ρωτώ να μάθω. Και το πιο παράξενο είνε πως ο πιο παμπάλειος λαός πούχε ζήσει ζιλιάδες χρόνια πριν από τους άλλους, ο παπούς κι ο προπάπός τους, ήτανε κοντά τους ο πιο νιος, παλληκάρι απάνω στ'άνθος του, τριγυρισμένος από ψυχές μαραζιάρικες και αγουρογερασμένες, ρουπάκι καμμένο από τ'αστροπελέκια, που πέταγε καινούργια φύτρα και χρυσοπρασίνιζε και λουλούδιζε ανάμεσα σε κλαριά ξερά, κι ας ήτανε χτεσινά και προχτεσινά φυτουργήματα." (Φώτη Κόντογλου, "Τα έμορφα τραγούδια μας")_



Είναι τόσο μεστό σε νοήματα και Ρωμιοσύνη αυτό το κείμενο, που τίποτε δε μένει (και δεν πρέπει) να προσθέσουμε εμείς. Κι αν κάτι πρέπει να ξεχωρίσουμε από τούτο το θησαυρό, είναι η φράση: "Σε ποιά χώρα όλοι τραγουδούσανε και ψέλνανε απ'τον μικρό ως τον μεγάλο;"
Το πικρό ερώτημα που μας καίει σα φωτιά και σαν πυρωμένο σίδερο, αν ακόμη τραγουδάν σε τούτη τη χώρα... Μα σίγουρα, όσο κι αν ρωτάμε, κανένας, κανένας δε θα βρεθεί να μας αποκριθεί."
(
Νέστορας Μάτσας, "Το περιβόλι με τα χαμένα παραμύθια", εκδ.Εστίας)



Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

καβουράκια



Παραμονεύουν κάτω από τα βραχάκια, διστακτικά και φοβισμένα.. Ύστερα ξεστρατίζουνε στις πέτρες που λαμπυρίζουν ήλιο. Και μόλις αντιληφθούν τον ίσκιο σου, τσουπ, ξανατρυπώνουν να φυλαχτούν! Μια μπουκίτσα ψωμί τους δελεάζει.. Κάνεις ένα βήμα και τρέχουνε να τη γραπώσουν! Κι αμέσως μετά εξαφανίζονται στις βράχινες φωλιές τους! Κάποιοι πιο τολμηροί σε αφήνουνε να τους παρατηρείς καθώς μασουλούν, ψίχουλο-ψίχουλο που κόβουνε με τις δαγκάνες τους, μισοκρυμμένοι κάτω απ’τη σκιά.. Κάποιοι άλλοι, χάνονται μέσα στα μεγάλα βότσαλα να γευματίσουν με ασφάλεια.. Είναι κι ένας που στέκεται ακίνητος, αναποφάσιστος θαρρείς, προσμένοντας την επόμενη κίνησή σου… Κι ένας μάγκας που βιάζεται ν’αρπάξει τη μπουκιά του διπλανού του και να το σκάσει παρέα της.
Δυο πιτσιρίκια, με απόχη, καραδοκούν να τους βουτήξουν. Εκείνοι χώνονται πιο βαθιά, κάτω από τις πλάκες… Οι μικρότεροι βυθίζονται βιαστικά στα πετραδάκια τριγύρω.. Ένας περιδιαβαίνει αγέρωχος και, τελευταία στιγμή, τη γλιτώνει…



Μια μικρή κοινότητα στα λιμνάζοντα θαλασσινά νερά σε μια γωνιά της παραλίας. Πάντοτε περνώ να τους καλημερίσω με μια φέτα ψωμί κι ένα παιδιάστικο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Το ρεύμα σέρνει την ψίχα μακριά, ξεχύνονται οι λιλιπούτειες γαριδούλες ν’αγκιστρωθούνε πάνω του τσιμπολογώντας… Πιο μακριά… Μικρά ψαράκια τώρα το περιτριγυρίζουν… Χάνεται…



Ο κάβουρας αρπάζει τον επόμενο σβώλο ψωμιού που προσγειώθηκε πλάι του από τον ουρανό, ξαναγυρίζει γρήγορα στην ορθάνοιχτη είσοδο του σπιτικού του - που αν και δεν έχει πόρτα, ούτε κλειδωνιά, δε θα μπορούσα να διαβώ ποτέ μου - με αφουγκράζεται και με κοιτάζει ερωτηματικά καθώς συνεχίζει λαίμαργα το γεύμα του…



Μια μικρή ολοζώντανη κοινότητα, εκεί δίπλα που ξεδιπλώνουμε τις πετσέτες μας κι αράζουμε τα κορμιά μας κάτω από τις ηλιαχτίδες.. Εκεί που νομίζουμε πως η ακτή έγινε σπιτικό μας κι η θάλασσα περιβόλι μας…

Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

άγονη πλήξη...


Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω...

και για σένα Γιωτάκι...




Δεν είμαι'γω..



Δεν είμαι ‘γω το γαλάζιο που θωρείς στη θάλασσα
δεν είμαι ‘γω
εγώ ‘μαι ο πράσινος βυθός της
Βλέπεις τον ουρανό και σκιάζεσαι
τα σύννεφα και θαρρείς πως με γνωρίζεις
Δεν είμαι ‘γω
εγώ ‘μαι μοναχά μια βρεγμένη ηλιαχτίδα..

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

μικρή Δονούσα

Ένας μικρός Παράδεισος κρυμμένος στις βαθυγάλαζες θάλασσες του Αιγαίου...



Ένα φιλόξενο λιμανάκι που συγκεντρώνει τους περισσότερους από τους λιγοστούς κατοίκους του νησιού.. Μια απίστευτη παραλία με πεντακάθαρα κρυστάλλινα νερά, εκεί δίπλα που δένει το καράβι. Κάπως έτσι, φαντάζομαι, θά'τανε τα μετέπειτα λιμάνια των νησιών μας, χρόνια πριν... Κι η αμμουδιά, κεντρικός άξονας που ενώνει τους οικισμούς του λιμανιού.. να βουλιάζεις ως τον αστράγαλο μέσα της για να φτάσεις στο αντικρινό ταβερνάκι...



Τ'άλλα τρία χωριά του νησιού, με τους, μετρημένους στα δάκτυλα, κατοίκους, φωλιασμένα σε μια φύση σχεδόν ανέγγιχτη...



Μια Ελλάδα από το παρελθόν, μια Ελλάδα πανέμορφη, ανθρώπινη, ακαταμάχητη...



Η θάλασσα διάφανη, καταγάλανη, μεθυστική...



Κι η ταμπέλα στο μαγαζάκι της Μερσίνης με τη μαγευτική θέα να μας θυμίζει τους στίχους του Βάρναλη:

"Να σ' αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ' το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.

[...]

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και νά 'ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι' αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι' από τους μαύρους κολασμένους"

Κ.Βάρναλης