... Έτσι, σε μια γωνιά αραγμένη, πετούσα ψίχουλα στα καβούρια, κι από κανένα, πιο μακριά, στα ψάρια. Ένα κοριτσάκι, ίσαμε πέντε -άντε έξι το πολύ- χρονών ήρθε και κάθησε στο φυσικό βράχινο πεζούλι πάνω από τη λιμνούλα. Ροκάνιζε αργά και με ευλάβεια ένα μεγάλο μπισκότο. Κάποια στιγμή με κοίταξε. Του χαμογέλασα. Συνέχιζα να πετάω ψίχουλα στα ψαράκια. Τα κοίταζε. Το μπισκότο τελείωσε και το κοριτσάκι σηκώθηκε. Με ξανακοίταξε. Του ξαναχαμογέλασα. Μου χαμογέλασε κι εκείνο αμυδρά κι έφυγε.
Σε λίγο μετακινήθηκα εγώ στο άδειο βράχινο πεζουλάκι, με το τελευταίο κομμάτι του ψωμιού. Ξάφνου ένιωσα μια παρουσία να στέκεται ακίνητη από πίσω μου. Δε γύρισα να κοιτάξω. Απλώς μαζεύτηκα πιο δίπλα, έκανα χώρο και περίμενα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά αποφάσισε να καθήσει, αμίλητα, σιωπηλά, όπως πριν. Τότε το κοίταξα και του χαμογέλασα και πάλι. Στα μικροσκοπικά του χεράκια κρατούσε σφικτά άλλο ένα μπισκότο κι ένα σάντουιτς. Συνέχισα να ταΐζω τα ψάρια κι αναρωτιόμουνα αν κι εκείνο θα τους πετούσε κανένα ψίχουλο. Σκεφτόμουνα πως εγώ στην ηλικία του ίσως πετούσα και το μισό μου σάντουιτς για να φάνε τα μικρά ψαράκια. Εκείνο τίποτα, καμία κίνηση προς το παρόν. Αμίλητο μασουλούσε. Μια γυναίκα προσπέρασε βιαστικά και του φώναξε «Τι κάνεις κοριτσάκι;». Το κοριτσάκι δεν απάντησε. Και τι να απαντήσει δηλαδή; Μήπως εκείνη που το ρώτησε περίμενε καμιά απάντηση; Το παιδί το ένιωσε, χωρίς να το ξέρει, και παρέμεινε σιωπηλό. Δεν το κοιτούσα ... παρατηρούσα μόνο τη σκιά του με την άκρη των ματιών μου ... και τάιζα τα ψάρια ...σιγά σιγά ...για να του δώσω χρόνο ... Μου πέρασε από το νου να του δώσω κι ένα κομμάτι από το ψωμί που κρατούσα. Ύστερα, όμως, σκέφτηκα ότι καλύτερα θά'ταν να μάθει να προσφέρει απ'το δικό του...
Ένιωσα μια κίνηση ... Ένα ψίχουλο είχε πέσει ντροπαλά προς τα κάτω ... εκεί που το νερό ίσα που έγλυφε το βράχο. Σε λίγο ένα άλλο ψιχουλάκι προσγειώθηκε λίγο πιο μακριά ... Ύστερα παύση ... Αναρωτιόμουν μήπως φοβόταν ότι δεν είχε τη δύναμη να τα πετάξει πιο μακριά, ότι τα ψάρια δε θα τα έφταναν και για τούτο ντρεπόταν και δίσταζε ... Δεν κοιτούσα ... Λίγο αργότερα ένα ακόμη προσγειώθηκε λίγο πιο βαθιά κι ένα ψαράκι τολμηρό κατάφερε να το πλησιάσει. Την κοίταξα και της χαμογέλασα ...με κοίταξε κι εκείνη και μου χαμογέλασε δειλά κι ένα ίχνος χαράς για την επιτυχία της φώτισε το συνεσταλμένο της βλέμμα ... Σε λίγο κι άλλο ψίχουλο πιο μακριά ...κι άλλα, τρία μαζί, προσγειώθηκαν στο νερό. Ήξερα ... αμέσως γύριζε το κεφαλάκι προς τα εμένα και περίμενε το σιωπηλό μου χαμόγελο ...όπως κι εγώ περίμενα το δικό της ... Κι έτσι για λίγα λεπτά ... μέχρι να τελειώσει το σάντουιτς και το μισόκιλο ψωμί, δυο ψυχές ανταμώσανε κάτω απ' τον ήλιο του καλοκαιριού, ταΐζοντας ψαράκια ...
Ένιωσα μια κίνηση ... Ένα ψίχουλο είχε πέσει ντροπαλά προς τα κάτω ... εκεί που το νερό ίσα που έγλυφε το βράχο. Σε λίγο ένα άλλο ψιχουλάκι προσγειώθηκε λίγο πιο μακριά ... Ύστερα παύση ... Αναρωτιόμουν μήπως φοβόταν ότι δεν είχε τη δύναμη να τα πετάξει πιο μακριά, ότι τα ψάρια δε θα τα έφταναν και για τούτο ντρεπόταν και δίσταζε ... Δεν κοιτούσα ... Λίγο αργότερα ένα ακόμη προσγειώθηκε λίγο πιο βαθιά κι ένα ψαράκι τολμηρό κατάφερε να το πλησιάσει. Την κοίταξα και της χαμογέλασα ...με κοίταξε κι εκείνη και μου χαμογέλασε δειλά κι ένα ίχνος χαράς για την επιτυχία της φώτισε το συνεσταλμένο της βλέμμα ... Σε λίγο κι άλλο ψίχουλο πιο μακριά ...κι άλλα, τρία μαζί, προσγειώθηκαν στο νερό. Ήξερα ... αμέσως γύριζε το κεφαλάκι προς τα εμένα και περίμενε το σιωπηλό μου χαμόγελο ...όπως κι εγώ περίμενα το δικό της ... Κι έτσι για λίγα λεπτά ... μέχρι να τελειώσει το σάντουιτς και το μισόκιλο ψωμί, δυο ψυχές ανταμώσανε κάτω απ' τον ήλιο του καλοκαιριού, ταΐζοντας ψαράκια ...