29 Μαϊου 1453, Η άλωσις της Κωνσταντινούπολης...
"...[...].. Στις 25 Μαϊου ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία στον Κωνσταντίνο με την ακόλουθη πρόταση: να του παραδώσει την Πόλη και σε αντάλλαγμα να μεταβεί στην Πελοπόννησο, όπου θα έχει περισσότερα εδάφη, για να ζήσει σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας. Η απάντηση του Κωνσταντίνου, όπως την παραθέτει ο Δούκας, είναι όντως Λεωνίδειος: "Την δε πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστιν ούτε άλλου των κατοικούντων. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως (με τη θέλησή μας) αποθανούμεν εν ταύτη και ου φεισόμεθα της ζωής ημών."
Βέβαια, σε σύσκεψη του Κωνσταντίνου με τους επιτελείς του είχε συζητηθεί το σχέδιο φυγής του αυτοκράτορα στη Δύση για να οργανώσει εκεί σταυροφορία για την σωτηρία της Ανατολής. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν εννοεί να εξευτελιστεί, όπως ο πατέρας του και ο αδελφός του. Έχει κατανοήσει αυτό που θα γράψει ο Σολωμός:
"Δεν είν' εύκολες οι θύρες
όταν η χρεία (ανάγκη) τες κουρταλεί (χτυπά)"
Ο Μωάμεθ, μη βλέποντας άλλη λύση, αρχίζει την ετοιμασία για την τελική έφοδο. Το στρατόπεδό του είναι σε συνεχή πυρετό. Στις 28 Μαϊου τα πάντα είναι έτοιμα. Ο σουλτάνος υπόσχεται στους στρατιώτες τριήμερη λεηλασία, αν καταλάβουν την Πόλη. Αυτοί πέφτουν για ύπνο νωρίς, για να είναι έτοιμοι για την επίθεση που θ'αρχίσει πριν την αυγή. Την ίδια ημέρα ο Κωνσταντίνος λειτουργήθηκε στην Αγία Σοφία, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων κι εξεφώνησε μνημειώδη λόγο προς τους πιστούς συμμαχητές του:
Στις 3 μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης, 29 Μαϊου 1453, εκδηλώθηκε η επίθεση των Τούρκων και από τη θάλασσα (τα θαλάσσια τείχη ήσαν πιο ευπρόσβλητα) και από την ξηρά. Αλλά τα αποτελέσματα στην αρχή ήσαν αρνητικά. Το ξημέρωμα βρήκε τους υπερασπιστές να είναι νικητές. Είχαν αναχαιτήσει τρεις επιθέσεις. Κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος περιχαρής κραύγασε: " Η νίκη ελπίζω εις τον Θεόν του είναι ημετέρα". Αλλά δυο ατυχή περιστατικά ανέτρεψαν την κατάσταση. Ανάμεσα στις 8 και 9 το πρωί, όταν η μάχη άκριτη έβραζε, ο Ιουστινιάνης, που ήταν ο στύλος της άμυνας, τραυματίστηκε από βέλος σοβαρά και αποχώρησε. Οι σύντροφοί του τον μετέφεραν κρυφά σ'ένα πλοίο, αλλά καθ'οδόν προς τη Χίο εξέπνευσε. Η αποχώρησή του προκάλεσε μούδιασμα στους υπερασπιστές που μάχονταν στην Πύλη του Ρωμανού. Ο σουλτάνος που παρακολουθούσε από κοντά την εξέλιξη της μάχης, κατάλαβε την κάμψη και άρχισε κι αυτός, κατά τη μαρτυρία του Κριτόβουλου, να κραυγάζει: "Έχομεν, ο φίλοι, την Πόλην, έχομεν...(...).. ολίγον πόνον έτι και η πόλις εάλω". Το δεύτερο ατυχές συμβάν ήταν η παραβίαση της Κερκόπορτας, μιας βοηθητικής θυρίδας, από τις λεγόμενες κρυφές, που είτε από άγνοια, είτε από αμέλεια, είτε από προδοσία (ο λαός αυτό πίστευε και πιστεύει) βρέθηκε ανοιχτή και από αυτήν εισέδυσαν αρχικά 50 γενίτσαροι που άνοιξαν μια μεγαλύτερη πύλη από την οποία χύμηξε ορμητικά ο τουρκικός στρατός. Γίνεται μάχη φοβερή σώμα με σώμα. Όλοι οι μαχόμενοι γύρω απ'τον Κωνσταντίνο πέφτουν νεκροί κι ο αυτοκράτορας μένει μόνος του. Ορμά κι αυτός κραυγάζοντας: "Η πόλις αλίσκεται και εγώ ζω έτι; Ουκ έστι τις των Χριστιανών λαβείν την κεφαλήν εμού;" Ο Πασπάτης γράφει για το ηρωικό τέλος του: "Τότε Τούρκος έπληξε τον βασιλέα κατά πρόσωπον, κι άλλος όπισθεν έδωσεν ετέραν πληγήν. Κατέπεσεν ο βασιλεύς εκ του ίππου και εξέπνευσεν επί των αυτόθι πτωμάτων φίλων και εχθρών...[...]"
(* Συγκινητική ήταν η σκηνή, όταν ο Κωνσταντίνος μετά την Αγία Σοφία πήγε στο παλάτι και κάλεσε όλο το προσωπικό και του ζήτησε συγχώρεση για ότι κακό είχε κάνει. "Ει και από ξύλου άνθρωπος ή εκ πέτρας ην ουκ ηδύνατο μη θρηνήσαι", γράφει ο Σφραντζής.)"
(απόσπασμα του Σαράντου Ι. Καργάκου, "Μαθήματα Νεώτερης Ιστορίας")
Τη λαϊκή παράδοση για το Μαρμαρωμένο Βασιλιά, καταγράφει ο λαογράφος μας Νικόλαος Γ.Πολίτης στο δίτομο έργο του "Παραδόσεις":
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος- πίνακας Θεοφίλου Χατζημιχαήλ |
"...[...].. Στις 25 Μαϊου ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία στον Κωνσταντίνο με την ακόλουθη πρόταση: να του παραδώσει την Πόλη και σε αντάλλαγμα να μεταβεί στην Πελοπόννησο, όπου θα έχει περισσότερα εδάφη, για να ζήσει σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας. Η απάντηση του Κωνσταντίνου, όπως την παραθέτει ο Δούκας, είναι όντως Λεωνίδειος: "Την δε πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστιν ούτε άλλου των κατοικούντων. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως (με τη θέλησή μας) αποθανούμεν εν ταύτη και ου φεισόμεθα της ζωής ημών."
Βέβαια, σε σύσκεψη του Κωνσταντίνου με τους επιτελείς του είχε συζητηθεί το σχέδιο φυγής του αυτοκράτορα στη Δύση για να οργανώσει εκεί σταυροφορία για την σωτηρία της Ανατολής. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν εννοεί να εξευτελιστεί, όπως ο πατέρας του και ο αδελφός του. Έχει κατανοήσει αυτό που θα γράψει ο Σολωμός:
"Δεν είν' εύκολες οι θύρες
όταν η χρεία (ανάγκη) τες κουρταλεί (χτυπά)"
Ο Μωάμεθ, μη βλέποντας άλλη λύση, αρχίζει την ετοιμασία για την τελική έφοδο. Το στρατόπεδό του είναι σε συνεχή πυρετό. Στις 28 Μαϊου τα πάντα είναι έτοιμα. Ο σουλτάνος υπόσχεται στους στρατιώτες τριήμερη λεηλασία, αν καταλάβουν την Πόλη. Αυτοί πέφτουν για ύπνο νωρίς, για να είναι έτοιμοι για την επίθεση που θ'αρχίσει πριν την αυγή. Την ίδια ημέρα ο Κωνσταντίνος λειτουργήθηκε στην Αγία Σοφία, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων κι εξεφώνησε μνημειώδη λόγο προς τους πιστούς συμμαχητές του:
Στις 3 μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης, 29 Μαϊου 1453, εκδηλώθηκε η επίθεση των Τούρκων και από τη θάλασσα (τα θαλάσσια τείχη ήσαν πιο ευπρόσβλητα) και από την ξηρά. Αλλά τα αποτελέσματα στην αρχή ήσαν αρνητικά. Το ξημέρωμα βρήκε τους υπερασπιστές να είναι νικητές. Είχαν αναχαιτήσει τρεις επιθέσεις. Κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος περιχαρής κραύγασε: " Η νίκη ελπίζω εις τον Θεόν του είναι ημετέρα". Αλλά δυο ατυχή περιστατικά ανέτρεψαν την κατάσταση. Ανάμεσα στις 8 και 9 το πρωί, όταν η μάχη άκριτη έβραζε, ο Ιουστινιάνης, που ήταν ο στύλος της άμυνας, τραυματίστηκε από βέλος σοβαρά και αποχώρησε. Οι σύντροφοί του τον μετέφεραν κρυφά σ'ένα πλοίο, αλλά καθ'οδόν προς τη Χίο εξέπνευσε. Η αποχώρησή του προκάλεσε μούδιασμα στους υπερασπιστές που μάχονταν στην Πύλη του Ρωμανού. Ο σουλτάνος που παρακολουθούσε από κοντά την εξέλιξη της μάχης, κατάλαβε την κάμψη και άρχισε κι αυτός, κατά τη μαρτυρία του Κριτόβουλου, να κραυγάζει: "Έχομεν, ο φίλοι, την Πόλην, έχομεν...(...).. ολίγον πόνον έτι και η πόλις εάλω". Το δεύτερο ατυχές συμβάν ήταν η παραβίαση της Κερκόπορτας, μιας βοηθητικής θυρίδας, από τις λεγόμενες κρυφές, που είτε από άγνοια, είτε από αμέλεια, είτε από προδοσία (ο λαός αυτό πίστευε και πιστεύει) βρέθηκε ανοιχτή και από αυτήν εισέδυσαν αρχικά 50 γενίτσαροι που άνοιξαν μια μεγαλύτερη πύλη από την οποία χύμηξε ορμητικά ο τουρκικός στρατός. Γίνεται μάχη φοβερή σώμα με σώμα. Όλοι οι μαχόμενοι γύρω απ'τον Κωνσταντίνο πέφτουν νεκροί κι ο αυτοκράτορας μένει μόνος του. Ορμά κι αυτός κραυγάζοντας: "Η πόλις αλίσκεται και εγώ ζω έτι; Ουκ έστι τις των Χριστιανών λαβείν την κεφαλήν εμού;" Ο Πασπάτης γράφει για το ηρωικό τέλος του: "Τότε Τούρκος έπληξε τον βασιλέα κατά πρόσωπον, κι άλλος όπισθεν έδωσεν ετέραν πληγήν. Κατέπεσεν ο βασιλεύς εκ του ίππου και εξέπνευσεν επί των αυτόθι πτωμάτων φίλων και εχθρών...[...]"
(* Συγκινητική ήταν η σκηνή, όταν ο Κωνσταντίνος μετά την Αγία Σοφία πήγε στο παλάτι και κάλεσε όλο το προσωπικό και του ζήτησε συγχώρεση για ότι κακό είχε κάνει. "Ει και από ξύλου άνθρωπος ή εκ πέτρας ην ουκ ηδύνατο μη θρηνήσαι", γράφει ο Σφραντζής.)"
(απόσπασμα του Σαράντου Ι. Καργάκου, "Μαθήματα Νεώτερης Ιστορίας")
Τη λαϊκή παράδοση για το Μαρμαρωμένο Βασιλιά, καταγράφει ο λαογράφος μας Νικόλαος Γ.Πολίτης στο δίτομο έργο του "Παραδόσεις":