Με το έμπα του Χειμώνα, που λες, θαρρείς κι η φύση αποκοιμιέται σαν υπερήλικας γέροντας, χορτασμένος απ'τα άνθη και τους καρπούς της ζωής, που θέλησε πια να ξαποστάσει... Ο Πλούτωνας κράτησε στα κρυφά υπόγεια παλάτια του την Περσεφόνη κι η Γη Μητέρα την αναζητά, αλλά δε θα την εύρει, προτού φανεί η Άνοιξη. Τότε απ'τη χαρά της τα φωλιασμένα σπόρια στα χώματά της θα δώσουν μπόι, τα έρημα κλαράκια θα πετάξουν πρασινωπά πέταλα και μπούκια, τ'αγριολούλουδα θα προβάλουν να χαμογελάσουν πλατιά στο βασιλιά Ήλιο που επέστρεψε απ'το ταξίδι του στη μυστική χώρα των Υπερβορείων κι ο Πλούτωνας θ'απομείνει μονάχος με τα φαντάσματα μέχρι να ξαναγυρίσει ο τροχός, μέχρι ο αέναος κύκλος ν'ανταμώσει στην τροχιά του το γερο-Δεκέμβρη.
Κι απομένει για συντροφιά μας τούτες τις άγονες μέρες και κρυερές ο τρελο-Διόνυσος με τον οίνο να ζεσταίνει τις καρδιές μας, τα κούτσουρα - απομεινάρια της πρότερης ζωής- να θερμαίνουν τα σπιτικά μας κι ένα άσπρο πέπλο νυφιάτικο να στολίζει το βλέμμα μας και να επικυρώνει τους γάμους της Κόρης στον Κάτω Κόσμο.
Κι όμως, καθώς οι σταγόνες κρυσταλλώνουν στο διάβα τους για τη Γη, κάποιοι μικροί επαναστάτες ξυπνούν και σηκώνοντας μπαϊράκι δικό τους, ξέχωρο κι ανατρεπτικό, παλεύουν να διαλαλήσουν την ομορφιά της δημιουργίας, πως τίποτα δεν έχει χαθεί, πως η Άνοιξη θα κοντοφτάσει... Λιλιπούτειοι άγρυπνοι φύλακες της ζωής σε μια φύση ναρκωμένη, διαλέγουν την εξαίρεση που γεννάει ο κανόνας, εγείρουν το μνημονικό και χρωματίζουν με τις δικές τους πινελιές το μεγαλείο της Υπέρβασης... Όλα τούτα, μοναχά αν κοντοσταθείς και δεν απαξιώσεις να τους ρίξεις μια αδελφική ματιά, ακόμα και σ'αυτή τη ρημάδα την εποχή που η πληροφορία προσπερνά τον άνθρωπο κι ο άνθρωπος τις στιγμές της ζωής του...
Χρόνια τώρα, θρησκείες παλιές, θρησκείες καινούριες του ίδιου Δημιουργού, σε τούτα τα χώματα, αγκάλιασαν κάθε τι αειθαλλές, κάθε τι που προβάλει τα κλωνάρια του θάλλοντα με επιμονή, σ'όλο τούτο τον κύκλο της σπείρας του Χρόνου. Θαύμασε ο άνθρωπος τη λεβεντιά τους και ένιωσε πως τ'αγάπησαν κι οι ίδιοι οι θεοί, σαν τη Δάφνη, την νύμφη που ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας και στόλισε με τα κλωνάρια της το ιερό του, τη Δάφνη που διάλεξε κι η Ορθοδοξία για να υποδεχτεί το Χριστό την Κυριακή των Βαϊων. Θαύμασε ο άνθρωπος το λιόπουρνο με τον κόκκινο καρπό που επιμένει να ωριμάζει μες στο καταχείμωνο και το έμπασε στο σπίτι του σα σύμβολο δύναμης κι αθανασίας για να υποδεχτεί την καινούρια χρονιά με το ευνοϊκότερο τρόπο.
Αγάπησε το έλατο που δε σκιάζεται από χιόνια και παγετούς και διακόσμησε τα φουντωτά κλαρούδια του μ'ό,τι λαμπρό και φωτεινό έκρυβε στις κασέλες του νου του. Όσο για την περίφημη τροφοδότρα ελιά, που αν κι ως θηλυκιά πιο ευαίσθητη στο τσουχτερό κρύο, επιμένει να κρατεί τ'ασημιά της φύλλα στα κλαριά όλο τον χειμώνα και να προσφέρει τον καρπό της απλόχερα στον τόπο μας, πολυτιμότερο όλων, μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, αυτή κι αν την έχρισε βασίλισσα ο άνθρωπος κι ο παλιός κι ο καινούριος κι ο ερχόμενος...
Χαμογελούν οι χειμωνανθοί.... Μια ντροπαλή ρόδινη καμέλια έγειρε τον πρώτο ανθό της μες στο χιόνι...
Κι απομένει για συντροφιά μας τούτες τις άγονες μέρες και κρυερές ο τρελο-Διόνυσος με τον οίνο να ζεσταίνει τις καρδιές μας, τα κούτσουρα - απομεινάρια της πρότερης ζωής- να θερμαίνουν τα σπιτικά μας κι ένα άσπρο πέπλο νυφιάτικο να στολίζει το βλέμμα μας και να επικυρώνει τους γάμους της Κόρης στον Κάτω Κόσμο.
Κι όμως, καθώς οι σταγόνες κρυσταλλώνουν στο διάβα τους για τη Γη, κάποιοι μικροί επαναστάτες ξυπνούν και σηκώνοντας μπαϊράκι δικό τους, ξέχωρο κι ανατρεπτικό, παλεύουν να διαλαλήσουν την ομορφιά της δημιουργίας, πως τίποτα δεν έχει χαθεί, πως η Άνοιξη θα κοντοφτάσει... Λιλιπούτειοι άγρυπνοι φύλακες της ζωής σε μια φύση ναρκωμένη, διαλέγουν την εξαίρεση που γεννάει ο κανόνας, εγείρουν το μνημονικό και χρωματίζουν με τις δικές τους πινελιές το μεγαλείο της Υπέρβασης... Όλα τούτα, μοναχά αν κοντοσταθείς και δεν απαξιώσεις να τους ρίξεις μια αδελφική ματιά, ακόμα και σ'αυτή τη ρημάδα την εποχή που η πληροφορία προσπερνά τον άνθρωπο κι ο άνθρωπος τις στιγμές της ζωής του...
Χρόνια τώρα, θρησκείες παλιές, θρησκείες καινούριες του ίδιου Δημιουργού, σε τούτα τα χώματα, αγκάλιασαν κάθε τι αειθαλλές, κάθε τι που προβάλει τα κλωνάρια του θάλλοντα με επιμονή, σ'όλο τούτο τον κύκλο της σπείρας του Χρόνου. Θαύμασε ο άνθρωπος τη λεβεντιά τους και ένιωσε πως τ'αγάπησαν κι οι ίδιοι οι θεοί, σαν τη Δάφνη, την νύμφη που ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας και στόλισε με τα κλωνάρια της το ιερό του, τη Δάφνη που διάλεξε κι η Ορθοδοξία για να υποδεχτεί το Χριστό την Κυριακή των Βαϊων. Θαύμασε ο άνθρωπος το λιόπουρνο με τον κόκκινο καρπό που επιμένει να ωριμάζει μες στο καταχείμωνο και το έμπασε στο σπίτι του σα σύμβολο δύναμης κι αθανασίας για να υποδεχτεί την καινούρια χρονιά με το ευνοϊκότερο τρόπο.
Αγάπησε το έλατο που δε σκιάζεται από χιόνια και παγετούς και διακόσμησε τα φουντωτά κλαρούδια του μ'ό,τι λαμπρό και φωτεινό έκρυβε στις κασέλες του νου του. Όσο για την περίφημη τροφοδότρα ελιά, που αν κι ως θηλυκιά πιο ευαίσθητη στο τσουχτερό κρύο, επιμένει να κρατεί τ'ασημιά της φύλλα στα κλαριά όλο τον χειμώνα και να προσφέρει τον καρπό της απλόχερα στον τόπο μας, πολυτιμότερο όλων, μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, αυτή κι αν την έχρισε βασίλισσα ο άνθρωπος κι ο παλιός κι ο καινούριος κι ο ερχόμενος...
Χαμογελούν οι χειμωνανθοί.... Μια ντροπαλή ρόδινη καμέλια έγειρε τον πρώτο ανθό της μες στο χιόνι...
Χειμώνιασε για τα καλά στο βουνό των Κενταύρων. Μετά το χιόνι, η παγωνιά. Κι όμως κάποια λουλούδια μισοκρυμμένα ξεγελούν τον Πλούτωνα!
Ξεπρόβαλαν μήπως καθησυχάσουν τη Γη Μητέρα που δε σταμάτησε ν'αναζητά την απαχθείσα Κόρης της...
Του Άη-Γιαννιού σήμερα... Χρόνια πολλά απ'το λευκοντυμένο βουνό του σοφού Χείρωνα...
Ξεπρόβαλαν μήπως καθησυχάσουν τη Γη Μητέρα που δε σταμάτησε ν'αναζητά την απαχθείσα Κόρης της...
Του Άη-Γιαννιού σήμερα... Χρόνια πολλά απ'το λευκοντυμένο βουνό του σοφού Χείρωνα...