Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Νυχτερινό 4ο... ("Κλωστή από βελούδο")

(στη Μάνια...)



"Είσαι σα μια κλωστή από βελούδο..." μού'λεγε ο τσοπάνης μου κι όπως τον κοίταξα απορημένα τη σχημάτισε με τα δυο χέρια του... "Είναι γερές αυτές, ξέρεις. Αν κάποιος την τραβήξει απότομα θα κοπεί και θα ματώσει" είπε και τίναξε παραστατικά το δάχτυλό του... "Θέλει κανείς σιγά-σιγά να την τραβήξει, απαλά... να έτσι..." συνέχιζε να μου δείχνει καθώς παρακολουθούσα τις παλάμες του να τραβολογούν, μια έτσι, μια αλλιώς, την αόρατη βελούδινη κλωστή... 
Παρόλο που κατά βάθος καταλάβαινα τί πάσχιζε να μου πει, δε μπόρεσα να μην το ξεφουρνίσω: "Ποιός θα ματώσει; Αυτός ή εγώ;" "Εσύ!", απάντησε σαν νά'ταν κάτι αυτονόητο. Και νάσου περασμένα μεσάνυχτα να μου τριβελίζει το μυαλό μια βελούδινη κλωστή και ν'αναρωτιέμαι πως μπορεί νά'μαι και κλωστή και να ματώνω και να μη ματώνει το δάκτυλο εκείνου που πασχίζει να τη σπάσει! Θα μου πεις, άλλο ήθελε να πει ο ποιητής... Εκείνος εστίαζε στη μέθοδο κι εγώ στις σταγονίτσες αίμα πού'σταζε, εικόνα που ζωγραφίστηκε μεμιάς μπροστά μου καθώς η αόρατη κλωστή χαράκωνε εκείνο το δάχτυλο. Όχι πολύ, ίσα για να μη σ'αφήσει να κάνεις τη δουλειά σου! Γι'αυτό και πάντα τό'λεγα, κι ας ήμουν καλή στα λογοτεχνικά, αυτές οι αναλύσεις ποιημάτων στο σχολείο, μέγα λάθος! Ποτέ δεν ξέρεις τί θέλει να πει ο ποιητής, ο καθένας πάντα βλέπει τα δικά του.. Εδώ μπορεί να μην ξέρεις άλλα κι άλλα, ούτε τί θες ο ίδιος να πεις, στον ποιητή που τα καμουφλάρει και με το νόμο -ποιητική αδεία- θα βρεις άκρη; Κι αν ρε δάσκαλε είχε άλλο κατά νου, πώς εσύ μας σερβίρεις για δικό του αποκλειστικά εκείνο που η δική σου ψυχή αντιλαμβάνεται ή, ακόμη χειρότερα, κείνο που οι "επίσημοι" κριτικοί κατοχύρωσαν ως "ειδήμονες" στην "αδιαμφισβήτητη" φιλολογική τους ανάλυση για να το παπαγαλίζουν εξακολουθητικά, γενεές γενεών μαθητούδια και καθηγητάδες; Κάπως έτσι στα δεκαεφτά μου αποφάσισα για πρώτη φορά στη μαθητική μου καριέρα να σηκώσω χέρι στην τάξη. Ήθελα έντονα να διαμαρτυρηθώ, καθώς μου βάζαν, αυθαίρετα, άλλα στο νου του "Καραγάτση μου" και για τη σκέψη του ήταν μακριά νυχτωμένοι! Μια ολάκερη τάξη γύρισε και με κοίταξε με απορία για το γεγονός κι εγώ τότε μίλησα για τη δικιά μου βελούδινη κλωστή που είχαν υφάνει περίτεχνα τα εφηβικά μου εκείνα διαβάσματα...
Έτσι, λοιπόν, μετά από τρία εικοσπενταράκια -που προηγήθηκαν της κλωστής- και ύστερα από ένα καφεδάκι -που της έκανε συντροφιά- και μια τελευταία βότκα -που ακολούθησε καθώς επέστρεψα στο χωριό μου- βρέθηκα ξημερώματα να κάθομαι να συλλογιέμαι τη "βελούδινη κλωστή" του τσοπάνη μου. (Ναι, σήμερα το βουρλόκοψα, μετά από μέρες, και μη με ρωτήσει κανείς τί σημαίνει τούτη λέξη, γιατί και τούτη τη διαβάζεις καταπώς θες! Ο τσοπάνης μου πάντως την συνδυάζει με την κρασοκατάνυξη. "Λάθος με μαθαίνεις τις λέξεις! Δεν είναι το πιώμα το "βουρλόκωμα"!", πήγα να του βάλω χέρι! "Τί λες καλέ; Και τί είναι δηλαδή;" "Να... στα χαμένα... να κλωθογυρίζεις και να μην κάνεις τίποτα της προκοπής όλη μέρα." "Ε, ναι! Τί σου λέω εγώ; Γιατί, μπορείς να κάνεις τίποτα μετά από ένα γερό πιώμα;"απάντησε, χωρίς να αφήσει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης.)
Ξεκουνήθηκα, λοιπόν, σήμερα να βγω, παρ'όλο πού'μαι στις κλειστές μου, γιατί ήξερα τί αναποδιά θα μ'έπιανε αν μας κατσικώνονταν τα χιόνια τα σιβηρικά και πολικά κι αγιοβασιλιάτικα -που, μέρες τώρα, μας διαλαλούν οι τρομολάγνοι ότι καταφθάνουν- χωρίς να έχω κάνει μια γύρα στα λημέρια μου! Εμ έτσι κι αισθανθώ εγκλωβισμό, τότε θέλω ν'αλωνίσω τον κόσμο όλον...
Κι έτσι γύρισα νυσταλέα και κατεψυγμένη στο σπιτάκι μου λίγο πριν τα μεσάνυχτα κι άραξα στον καναπέ μήπως ξαναβρώ τη θερμοκρασία μου, καμαρώνοντας τη σόμπα που ντουμάνιαζε απέναντι, καθώς οι φλόγες τυλίγανε το τεράστιο κουτσουμπάνι που μόλις κατόρθωσα μετά βίας να στριμώξω μέσα, το οποίο και ευθύνεται πλήρως, μαζί με τα συντρόφια του, για τις αλλεπάλληλές μου τενοντίτιδες! "Θα χιονίσει;" "Δε θα χιονίσει;". Θα μας "πιάσει" ή θα μας "προσπεράσει"; Όλη μέρα συζητούσαν για αυτά τα χιόνια, σαν να επρόκειτο για τους βαρβάρους του αλεξανδρινού... Το απογευματάκι σκόρπισε κάτι νιφάδες -"Να, σας τά'λεγα εγώ!"- κι ύστερα πάλι ξαστεριά. Αγέρας τρελός και ψύχος δριμύ να τσουρουφλάει. "Βρε, μπας και τη γλιτώσουμε;", οι μαγαζάτορες που τρέμουν τις ακυρώσεις με το φόβο του χιονιά για τρίτη συνεχόμενη Πρωτοχρονιά ."Στις δώδεκα τη νύχτα έρχεται..." τους έλεγε με σιγουριά ο τσοπάνης μου γελώντας. "Δική σου πρόγνωση ή τα μίντια;" τον πείραξα για κείνη την άλλη φορά: "Εγώ θα ερωτευτώ με τον καινούριο χρόνο! Το 2017, λέει, όποιος ερωτευτεί δε θα χωρίσει." "Σώπα! Και ποιός το λέει αυτό;" "Να μωρέ... αυτά... τα... πώς τα λένε;... Τα... μίντια!"



Κι όπως πάλευα να ζεσταθώ και να ξεδιαλύνω τη βελούδινη κλωστή μου, το άκουσα. Σκληρό, σπυρωτό κροτάλιζε στα μεταλλικά τραπεζάκια. Άνοιξα να δω. "Θα το στρώσει άραγε αυτό;" Ξαναχώθηκα στη ζεστασιά μου. Λίγο μετά ξαναγύρισα να κρυφοκοιτάξω. "Να που το στρώνει τελικά..." Γέλασα, πού'κανε πάλι το δικό του, δίχως να μας λογαριάσει! Καλωσόρισες! Οι δυο πολύχρωμες αγγλιές χορεύαν πασπαλισμένες μ'άχνη ζάχαρη κι η μικρή αυλή μού'μοιαζε χαρούμενη και γιορτινή έτσι ντυμένη στα λευκά. Βγήκα τουρτουρίζοντας και ξεκάλτσωτη να φωτογραφίσω. Κι ύστερα, ξαναθυμήθηκα την βελούδινη κλωστή... Μα, τώρα που το σκέφτομαι, "υπάρχουν άραγε κλωστές από βελούδο;"...