Έλα, όμως, που τούτη η ρούχλα κι η βαριεστημάρα που μ'έπιασε σήμερα, όλο έστηνε εμπόδια: "Κάτσε, να φάμε πρώτα κατιτίς...", κι ύστερα "Νωρίς είναι ακόμη... τα Νυχτερινά μου εξάλλου πάντοτε μεταμεσονύχτια είναι..." κι έπειτα "Ποιός σηκώνεται από τον καναπέ με την ξυλόσομπα να χουρχουρίζει δίπλα του για να πάει στο γραφείο ν'αρχίσει το νταραβέρι με τον πανάρχαιο υπολογιστή; Καλύτερα να πάρω στο χέρι το βιβλίο..." Και πέρασαν τα μεσάνυχτα για τα καλά, και με μισή καρδιά βρέθηκα τελικά μπροστά στην οθόνη μπας και με ξανασυνεπάρει η έμπνευση της στιγμής, χωρίς καν να έχω αποφασίσει αν θα γράψω κάτι ή δε θα γράψω!
Όσο το σκέφτομαι, ξέρω τί μου φταίει... Ήταν πολύ σύντομη η διαδρομή. Τόσο σύντομη που διέκοψε τις σκέψεις μου εν τη γενέσει. Τις άφησε μετέωρες στη θαλπωρή του ξύλου που σιγόκαιγε να σβαρνίζονται νωχελικά στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Κι άντε από κει να ξαναπιάσεις μετά το νήμα που θα σε φέρει στις εικόνες της κατάλευκης παγωνιάς! Μα, δεν πρόλαβα καν να νιώσω το κρύο! Μοναχά μου μείναν οι φωτογραφίες στο μυαλό. Οι διάδρομοι στο λευκό τοπίο, τ'ανοιχτά μονοπάτια που κουτάλιζαν το κάτασπρο στρώμα σαντιγύς, εκείνο το χέρι το παιδικό που μ'ένα κέρμα έξυσε τους ασβεστωμένους τοίχους κι από κάτω φανερώνονταν παλιές ζωγραφιές... Όπως και να το κάνεις, ήταν εντυπωσιακό!
Αγριεμένος ο χιονιάς τούτη τη φορά! Καμιά σχέση με τις Γαλήνιες Νιφάδες του Γενάρη. Φάνηκε με το ξημέρωμα προχθές το πρωί κι οι διαθέσεις του μαρτυρούσαν ολοκάθαρα τη συνέχεια. Ο αγέρας λυσσομανούσε απειλητικά, βούιζε και βρυχόταν και σου ξεσκέπαζε μονομιάς το κεφάλι, ριπές χιονιού μαστίγωναν το πρόσωπο να μη βλέπεις ούτε να προχωρήσεις μπροστά, ο ουρανός βαρύς, σκοτεινός κι ανταριασμένος, και τα φώτα της ανθρώπινης τεχνολογίας να παραδέρνουν με το μάνιασμα της φύσης και ν'αναβοσβήνουν κάθε πέντε λεπτά! Ευτυχώς, σε κανα δίωρο, το ρεύμα κόπηκε οριστικά, οπότε γλιτώσαμε τουλάχιστον από την αγωνία: "Ποιά συσκευή δε θα αντέξει και θα καεί!" κι από το καίριο διπλό δίλημμα: "Να βγάλω το ψυγείο από την πρίζα ή να μην το βγάλω; Να ξαναβάλω το ψυγείο στην πρίζα ή να μην το ξαναβάλω;" και απομείναμε με το ρητορικό: "Υπάρχει περίπτωση να φτιάξουν τη βλάβη με αυτή τη θεομηνία;"... Οπότε, συνεχίσαμε αναπόσπαστοι τις εργασίες μας. Κι αποφασίζοντας να μαγειρέψω, αντί, η καλή σου, να προσαρμοστώ στα δεδομένα και στις δυνατότητες της αγαπητής ξυλόσομπας με το φουρνάκι, εγώ επέμενα να εκτελέσω τη συνταγή που μου είχε καρφωθεί στο μυαλό (πάντα έτσι προκύπτουν οι συνταγές μου -εμπνεύσεις γαρ) η οποία προϋπόθετε τσιγάρισμα! Έτσι μπόρεσα να απασχοληθώ αρκετές ώρες, περιμένοντας να βράσει το νερό, αλλά και ξεκαπνίζοντας το ντουμάνι που -αναμενόμενα- προέκυψε από τις φαεινές ιδέες μου κι επιπλέον γκρινιάζοντας για αυτές... (Πάλι καλά που το φαγητό ήταν απολαυστικότατο!)
Το σούρουπο είδαμε ξανά το φως το αληθινόν, αλλά άμεσα επανήλθαμε στο πρωινό δίλημμα! Κάθε τόσο άρχιζαν τα φωτορυθμικά! Το δίλημμα, άρχισε να εμπλουτίζεται και να γίνεται πιο αγωνιώδες: "Να βγάλω τον καταψύκτη από την πρίζα ή να τον αφήσω μέχρι να ξανακοπεί; Γιατί δεν βλέπω γιατρειά.. Κι αν ξεπαγώσουν και πάνε χαμένα τόσα τρόφιμα (και, μάλιστα, βιολογικά και του κήπου μου!);". Τελικά έβγαλα το ψυγείο κι άφησα τον καταψύκτη. Και φυσικά, μετά τα μεσάνυχτα το ρεύμα ξανακόπηκε! Τώρα πια, όλο το χωριό ήτανε στο σκοτάδι...
Ξημέρωσε με τα ανεμοσούρια νά'χουν σκεπάσει τα πάντα. Όσους διαδρόμους είχα ανοίξει, είχανε σκεπαστεί ξανά. Ούτε πατημασιά γάτας δε φαινόταν... Αλλού το χιόνι έφτανε το μισό μέτρο, αλλού τους εξήντα πόντους, αλλού αρκετά περισσότερο! Καταπού βόλευε τον αγέρα να το παραχώσει! το σήκωνε από δω, τό'φερνε από κει... Θερμοκρασίες, ευτυχώς, γύρω στο μηδέν κι έτσι παντού παρέμενε ζηλευτό κι αφράτο. Βγήκα ξανά με το φτύαρι! Κι ύστερα αποφάσισα ν'ανεβώ στην πλατεία, να ξεχιονίσω το αυτοκίνητο που θά'χε καταντήσει παγωμένη τούρτα χιονιού. Ψυχή δεν είχε περάσει από το καλντερίμι κι ας κόντευε έντεκα. Απάτητα, παρθένα όλα... Βούλιαζα και, καθώς το χιόνι ξεπερνούσε τις γαλότσες μου, νιφάδες παγωνιάς τρυπώναν μέσα... Ο χιονιάς, όμως, είχε αρχίσει να κοπάζει. Τελικά, μετά το ξεχιόνισμα, κατέληξα παγωμένη στην πλατεία του χωριού να στοιβάζω τσιπουράκια! Αναμένοντας το φως... και με πλήρη πληροφόρηση για τους πυλώνες και τα πλατάνια που γκρεμίστηκαν! Αυτά είναι! Κόπηκε το ρεύμα και μαζεύτηκε -έστω λίγος- κόσμος μέσα στο χιονιά! Όπως τις παλιές καλές εποχές, που δε λουφάζαν όλοι στα σπιτικά τους, μπροστά σε οθόνες κι οθονίτσες και πίναμε και κανένα τσίπουρο έτσι στ'απρογραμμάτιστα...
Σκαλιστά μονοπάτια... Να, τώρα μού'ρθε στο νου: Σα γλυπτά που λαξεψε το ταπεινό φτυάρι και το πονεμένο μπράτσο στο χιονιά... Απλά, σεμνά, σιωπηλά γλυπτά.. Τα σημάδια μιας πορείας μέσα στην απέραντη φύση... τα βήματά μας... τ'αποτυπώματά μας... οι διακλαδώσεις κι οι διάδρομοι... εδώ εγώ, εσύ εκεί...
Μοναχά για ν'ανοίξει ο δρόμος, να μη σταματήσεις να περπατάς, να μη βουλιάξεις... να βγαίνει η ανάσα λιγότερο ζόρικη..
Φεγγοβολάει τριγύρω η πλάση στο σκοτάδι και εσύ χαράσσεις διαδρομές...