Η απαραίτητη αυτή ερεθιστική κουζίνα της Τσικνοπέφτης (που τη διαφημίζουν τώρα και οι ταβέρνες των εξωσπιτικών συγκεντρώσεων) έχει κι άλλες σημασίες, εκτός απ'τη γαστρονομική και εναρκτική: Αποβλέπει σε μία υπαρξιακή παρουσία του κάθε σπιτιού, που θα δώσει ένα "παρόν" λειτουργίας και ζωής, τόσο στην όλη κοινότητα ή γειτονιά (οικογενειακό γόητρο, στοιχειωδών δυνατοτήτων) όσο και στα υποτιθέμενα "κακά πνεύματα" (πολέμια της υγείας και της παραγωγής), που μπορεί να επιβουλεύονται την οικογένεια ή να τη θεωρήσουν φτωχή και ευάλωτη. Αυτό δεν είναι ίσως άσχετο με την απαραίτητη κνίσα των αρχαίων κρεατινών θυσιών, που έπρεπε να φτάσει -για ένα αντίδοτο- ως την αίσθηση των θεών.
Σήμερα, η Αποκριά και το Καρναβάλι έχουν χάσει την ετυμολογική έννοιά τους και σημαίνουν γενικότερα τη χρονική περίοδο των μεταμφιέσεων, του γλεντιού και των ελευθεριοτήτων, πριν απ'τη Σαρακοστή. Μασκαρέματα, χοροί, τραγούδια και σάτιρα ήταν παλιότερα δημιουργήματα και χαρές του λαού της υπαίθρου, αυθόρμητες και "ποιητικές". Τώρα τα πήρε στα χέρια της η "πολιτιστική"... Άρπυια και τα έκαμε "φεστιβάλ" αναπαραστάσεων, που νοθεύουν τις παραδοσιακές εμπνεύσεις."
(Δημήτρη Λουκάτου, "Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης", εκδόσεις Φιλιππότη)
~.~
(Γ.Α.Μέγα, "Ήθη και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις Οδυσσέας)
~.~
"Μέχρι και τα μισά του 20ου αιώνα και, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι Απόκριες αποτελούσαν περίοδο επιβεβαίωσης και τόνωσης των συγγενικών δεσμών. Παλιότερα το τελευταίο δεκαπενθήμερο (και σε μεταγενέστερες εποχές το τελευταίο δεκαήμερο) χαρακτηριζόταν από τις επαναλαμβανόμενες συνάξεις συγγενικών ομάδων, τις συνεστιάσεις και τη συμμετοχή σε ευωχικές εκδηλώσεις. [...] Ο κυρίρχος ρόλος των συγγενικών δεσμών εκφραζόταν μέσα από μία μεγάλη σειρά εθίμων και ιεραρχήσεων. [...] Το κρασί λειτουργούσε κατά τις ημέρες αυτές ως σύμβολο της κοινής καταγωγής, του κοινού αίματος, αφού η σχέση ανάμεσα στο κρασί και στο αίμα όχι μόνον είναι έκδηλη, αλλά ενισχύεται και από τη συμβολική μετουσίωση τουοίνου σε αίμα του Χριστού στην εκκλησία. [...]
Η Τσικνοπέμπτη αποτελεί το ουσιαστικό χρονικό ορόσημο από το οποίο αρχίζει η αποκριάτικη ευωχία. Είναι η Πέμπτη της "κρέτινης" εβδομάδας και [...] από αυτήν ξεκινούσαν οι επαναλαμβανόμενες οικογενειακές συνεστιάσεις. [...] Η συνήθως στερημένη αγροτοκτηνοτροφικήγ οικογένεια φρόντιζε να υπάρχουν "του Αβραάμ και Ισαάκ τα καλά", καλομαγειρεμένα και φροντισμένα. Σε περιοχές όπου υπήρχε το έθιμο να σφάζονται χοίροι την παραμονή ή το πρωί της Τσικνοπέμπτης, το τηγανισμένο συκώτι αποτελούσε εθιμικό φαγητό, όπως και άλλα παρασκευάσματα, συνήθως κρέας με βρούβες, που αφθονούν αυτή την εποχή. Το υποχρεωτικό κατά την παράδοση "τσίκνισμα" των φαγητών, όμως, δεν αφορούσε μόνο στο οφτό κρέας αλλά και στις πίτες. Αν έκανε κάποιος μια βόλτα στα κρητικά χωριά μέχρι και τη δεκαετία του 1960, εκτός απ'τις ομάδες των μασκαράδων, θα ξαφνιαζόταν απ'τη μυρωδιά της τηγανισμένης τυρόπιτας, στις κατά τόπους εντυπωσιακές και ευρηματικές εκδοχές της.
Στις παραδοσιακές κοινωνίες της Κρήτης τη θεωρούσαν πολύ σημαντική ημέρα και οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν ως χρέος τους τη διανομή φαγητού σε όσους είχαν ανάγκη. Η συνήθεια αυτή ξεκινά απ'τη συναίρεση του χρόνου (παρελθόν-παρόν), μια και η συνεστίαση ξεκινούσε απ'την ενθύμιση των προγόνων: "Καλώς εσμίξαμε κι εφέτος κι ο Θεός να συγχωρέσει τσ' αποθαμένους μας."
Ακόμη και το κοινό τραπέζι διατηρούσε τα βασικά στοιχεία ενός μνημοσύνου. Σήκωναν τα ποτήρια "στη μακαρία ντως", θυμίαζαν το φαγητό και μοίραζαν ένα ή περισσότερα πιάτα σε φτωχές οικογένειες. Η πανελλήνια σχεδόν συνήθεια διανομής φαγητού ήταν περίπου τελετουργική στην Κρήτη. Ακόμη κι αν η οικογένεια- αποδέκτης του φαγητού δεν είχε ανάγκη, όφειλε να το δεχτεί με ευχαρίστηση, αφού γνώριζε ότι δινόταν για συγχώρηση των απόντων μελών της οικογένειας που το πρόσφερε. Φαίνεται πως υπήρχε παλαιότερα και η συνήθεια της ανταλλαγής των φαγητών, δηλαδή η οικογένεια που προσέφερε γινόταν ταυτόχρονα και αποδέκτης. Σε γενικές γραμμές και σε πολλά χωριά, το έθιμο διανομής φαγητού είχε προσλάβει καθολικό χαρακτήρα. Όλοι έδιναν σε όλους και έπαιρναν από όλους σε ένα σκηνικό έμπρακτης συγχώρεσης και ενότητας:
"Την Τσικνοπέμπτη ανοίγαμε τσι κουρούπες απού 'χαμε στο χώμα χωσμένες με την ξινομυτζήθρα. Κάνανε πίτες όλα τα σπίτια. Λένε πως πρέπει να δίνεις εκείνη τη μέρα στους φτωχούς. Και επειδή όλοι είναι περίπου το ίδιο και κανείς δε θέλει να τον νομίζουν φτωχό, δίνανε ο ένας στον άλλο. Όλα τα σπίτια μοίραζαν πίτες αναμεταξύ τους. Αν κοίταζες το απόγευμα στους δρόμους του χωριού θα έβλεπες μόνο γυναίκες να κουβαλούν πιάτα με μυζηθρόπιτες." (Γιάννης Σταματάκης, Καπετανιανά)
Μια πανελλήνια παροιμία που διασώζεται σε πολλές παραλλαγές δείχνει τη βαθύτερη σημασία του εθίμου:
"Της Τσικνοπέμπτης η δωρά και της Μεγάλης Πέμπτης
και της ημέρα της Λαμπρής, στον ουρανό ανεβαίνει."
Στην Κρήτη:
"Της Τσικνοπέμπτης το Σταυρί και της Μεγάλης Πέμπτης
και της ημέρας της Λαμπρής εις τσ' ουρανούς εβρέθη."
"Τση Τσικνοπέφτης το μιστό και τση Μεγάλης Πέφτης
και του Μεγάλου Σάββατου στον ουρανό εβρέθη."
(μιστό= η αγαθοεργία, η ανιδιοτελής προσφορά, η ευεργεσία)
Η λειτουργία της εθιμικής δωρεάς, λοιπόν, ανάγεται στα νεκρικά έθιμα. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι στη βάση του αρχικού πυρήνα, αλλά και των μεταγενεστέρων επιβιώσεων, υπήρχε η ανάγκη του "συγχωρεμού". Οι ψυχές των νεκρών είναι παρούσες και μπορούν να απολαύσουν μία πράξη που γίνεται ειδικά σε αυτές. Εκείνος που έπαιρνε ένα πιάτο με φαγητό απαντούσε αμέσως με την ευχή του μνημοσύνου: "Ο Θεός να τως-ε συγχωρέσει". "
(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)
~.~
"Η Πέμπτη της δευτέρας εβδομάδος της Κρεατινής, των Απόκρεων λέγεται Τσικνοπέμπτη και κατά πατροπαράδοτον έθιμο, κατ' αυτήν κάθε οικογένεια εύπορος ή πτωχή ψήνει εις την φωτιάν κρέας [...] του οποίου η "τσίκνα" * ευωδιάζει και μοσχομυρίζει τον αέρα της περιοχής [...] Εις το περιοδικόν "Λαογραφία", Τ.ΣΤ, σ.256, ο Χ. Κορύλλος γράφει: "Τσικνοπέφτη παρ'ημίν καλείται η Πέμπτη της απολυτής λεγομένης εβδομάδος των Απόκρεων. Καλείται δε ούτως, ως Πέμπτη της τσίκνας διότι την ημέραν εκείνην συνήθως σκοτώνουν [...] τα θρεφτάρια, τους οικόσιτους χοίρους. Επειδή δε ως ως επί το πολύ το κρέας αυτό τρώγεται εψημένον επί των ανθράκων ή επί σχάρας ή εις οβελίσκους και ψημένος αναδίδει τσίκναν, ωνομάσθη εκ τούτου η ημέρα Τσικνοπέφτη."
Παλαιότερον συνηθίζετο το βράδυ της "Τσικνοπέφτης" ως και το Σάββατον και την Κυριακήν της Κρεατινής, κάθε οικογένεια να πηγαίνει με τα φαγητά της μετημφιεσμένη εις το σπίτι άλλης οικογενείας, συγγενικής ή φιλικής, δια να διασκεδάσουν από κοινού και να συσφίγξουν έτσι και τους μεταξύ των δεσμούς. [...] Μετά το φαγητόν οι εορτασταί ήρχιζαν την διασκέδασιν και το γλέντι και με τα τραγούδια των τους χορούς, τα σκώμματα και τα αλληλοπειράγματα διήρχοντο την βραδιά των σκορπίζοντες το γέλιο, την χαράν και την ευθυμίαν."
* Ο Όμηρος λέγει:"κνίση δ'οὐρανόν ἵκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῶ" (Α317), ήτοι ονομάζει την "τσίκναν" "κνίσαν".
(Φίλιππου Βρετάκου, "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των")
~.~
"Κυρίως οι αποκριές με τις μεταμφιέσεις και τους χορούς άρχιζαν από την Τσικνοπέμπτη και μετά. Έτσι την ημέρα ετοίμαζαν τις κολοκυθόπιττες και τα φαγητά για το τραπέζι [...] Μαζεύονταν δε σε ένα σπίτι όλο σχεδόν το σόι και μετά το φαγητό άρχιζαν το χορό στον οποίο κυριαρχούσαν τα παλιά ωραία αποκριάτικα που τα χόρευαν μονότονα και κάθε τόσο χτυπούσαν τα πόδια στο πάτωμα, όταν επαναλάμβαναν τον στίχο, τον οποίο έλεγε ο πρώτος του χορού. Από την Τσικνοπέμπτη άρχιζαν να βγαίνουν και οι "μτσούνες', οι μασκαράδες δηλαδή, που ήταν κυρίως παιδιά τα οποία φορούσαν παλιά ρούχα και βάζαν στα πρόσωπά τους μαντήλια, ενώ κρεμούσαν κρεμμύδια, κουδούνια, κλπ [...] Βγαίνανε τα βράδια και επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού..."
(π.Κωνσταντίνου Καλλιανού, "Σεργιάνι σε ξεχασμένα μονοπάτια", έκδοση πολιτιστικού συλλόγου Νέου Κλήματος)
~.~