Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Της Τσικνοπέμπτης η δωρά... στον ουρανό ανεβαίνει!


"Στην κυριολεξία "αποκριά" σημαίνει το σταμάτημα της κρεωφαγίας (όπως και το λατινικό Καρναβάλι (carnem levare ή carnis levamem) και το Κυπριακό "Σήκωσες", που σημαίνουν να σηκώσουμε το κρέας από το τραπέζι). Αυτό θα γίνει, με το κλείσιμο της εβδομάδας το βράδυ της Κυριακής. Όλη τη βδομάδα αυτή η κρεωφαγία είναι στο αποκορύφωμά της, ιδιαίτερα το βράδυ της Πέμπτης, που γίνονται οι πρώτες οικογενειακές ή φιλικές συγκεντρώσεις και απαραίτητα τσικνίζεται και τσιγαρίζεται το κρέας και τα μεζεδάκια του σφαχτού για να αρχίσει το διαρκές γλέντι.
Η απαραίτητη αυτή ερεθιστική κουζίνα της Τσικνοπέφτης (που τη διαφημίζουν τώρα και οι ταβέρνες των εξωσπιτικών συγκεντρώσεων) έχει κι άλλες σημασίες, εκτός απ'τη γαστρονομική και εναρκτική: Αποβλέπει σε μία υπαρξιακή παρουσία του κάθε σπιτιού, που θα δώσει ένα "παρόν" λειτουργίας και ζωής, τόσο στην όλη κοινότητα ή γειτονιά (οικογενειακό γόητρο, στοιχειωδών δυνατοτήτων) όσο και στα υποτιθέμενα "κακά πνεύματα" (πολέμια της υγείας και της παραγωγής), που μπορεί να επιβουλεύονται την οικογένεια ή να τη θεωρήσουν φτωχή και ευάλωτη. Αυτό δεν είναι ίσως άσχετο με την απαραίτητη κνίσα των αρχαίων κρεατινών θυσιών, που έπρεπε να φτάσει -για ένα αντίδοτο- ως την αίσθηση των θεών.
Σήμερα, η Αποκριά και το Καρναβάλι έχουν χάσει την ετυμολογική έννοιά τους και σημαίνουν γενικότερα τη χρονική περίοδο των μεταμφιέσεων, του γλεντιού και των ελευθεριοτήτων, πριν απ'τη Σαρακοστή. Μασκαρέματα, χοροί, τραγούδια και σάτιρα ήταν παλιότερα δημιουργήματα και χαρές του λαού της υπαίθρου, αυθόρμητες και "ποιητικές". Τώρα τα πήρε στα χέρια της η "πολιτιστική"... Άρπυια και τα έκαμε "φεστιβάλ" αναπαραστάσεων, που νοθεύουν τις παραδοσιακές εμπνεύσεις."

(Δημήτρη Λουκάτου, "Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης", εκδόσεις Φιλιππότη)
~.~

"Αλλά η αρχή του Τριωδίου γίνεται κυρίως αισθητή την Πέμπτη της Κρεατινής, τη λεγόμενη Τσικνοπέφτη. Είναι η ημέρα που καθένας, και ο πιο φτωχός, "θα τσικνώσει τη γωνιά του", όπως λένε ' κάτι θα ψήσει στη φωτιά κι η τσίκνα απ'το ψημένο κρέας, χοιρινό ή άλλο, θα μοσχοβολήσει τον αέρα. Εκείνο το βράδυ, όπως και το Σάββατο βράδυ και την Κυριακή της Κρεατινής, οι συγγενείς τρώγουν όλοι μαζί. Κάθε οικογένεια ή μαγειρεύει σπίτι της κι έπειτα πηγαίνουν όλοι οι συγγενείς και τρώγουν στο ίδιο σπίτι, ή μαγειρεύουν σ'ένα σπίτι όλοι. Άμα φάγουν και πιουν, γίνονται μασκαράδες, χορεύουν και τραγουδούν. Και σαν μια οικογένεια, μαστόροι και καλφάδες διασκεδάζουν με τον ίδιο τρόπο την Τσικνοπέφτη στην Ήπειρο ' στο τραπέζι μάλιστα, που οι μαστόροι την ημέρα αυτή κάνουν στους μαθητές τους, μαστόροι και μαθητές θεωρούνται ίσοι."
(Γ.Α.Μέγα, "Ήθη και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις Οδυσσέας)
 ~.~

"Μέχρι και τα μισά του 20ου αιώνα και, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι Απόκριες αποτελούσαν περίοδο επιβεβαίωσης και τόνωσης των συγγενικών δεσμών. Παλιότερα το τελευταίο δεκαπενθήμερο (και σε μεταγενέστερες εποχές το τελευταίο δεκαήμερο) χαρακτηριζόταν από τις επαναλαμβανόμενες συνάξεις συγγενικών ομάδων, τις συνεστιάσεις και τη συμμετοχή σε ευωχικές εκδηλώσεις. [...] Ο κυρίρχος ρόλος των συγγενικών δεσμών εκφραζόταν μέσα από μία μεγάλη σειρά εθίμων και ιεραρχήσεων. [...] Το κρασί λειτουργούσε κατά τις ημέρες αυτές ως σύμβολο της κοινής καταγωγής, του κοινού αίματος, αφού η σχέση ανάμεσα στο κρασί και στο αίμα όχι μόνον είναι έκδηλη, αλλά ενισχύεται και από τη συμβολική μετουσίωση τουοίνου σε αίμα του Χριστού στην εκκλησία. [...]
Η Τσικνοπέμπτη αποτελεί το ουσιαστικό χρονικό ορόσημο από το οποίο αρχίζει η αποκριάτικη ευωχία. Είναι η Πέμπτη της "κρέτινης" εβδομάδας και [...] από αυτήν ξεκινούσαν οι επαναλαμβανόμενες οικογενειακές συνεστιάσεις. [...] Η συνήθως στερημένη αγροτοκτηνοτροφικήγ οικογένεια φρόντιζε να υπάρχουν "του Αβραάμ και Ισαάκ τα καλά", καλομαγειρεμένα και φροντισμένα. Σε περιοχές όπου υπήρχε το έθιμο να σφάζονται χοίροι την παραμονή ή το πρωί της Τσικνοπέμπτης, το τηγανισμένο συκώτι αποτελούσε εθιμικό φαγητό, όπως και άλλα παρασκευάσματα, συνήθως κρέας με βρούβες, που αφθονούν αυτή την εποχή. Το υποχρεωτικό κατά την παράδοση "τσίκνισμα" των φαγητών, όμως, δεν αφορούσε μόνο στο οφτό κρέας αλλά και στις πίτες. Αν έκανε κάποιος μια βόλτα στα κρητικά χωριά μέχρι και τη δεκαετία του 1960, εκτός απ'τις ομάδες των μασκαράδων, θα ξαφνιαζόταν απ'τη μυρωδιά της τηγανισμένης τυρόπιτας, στις κατά τόπους εντυπωσιακές και ευρηματικές εκδοχές της. 
Στις παραδοσιακές κοινωνίες της Κρήτης τη θεωρούσαν πολύ σημαντική ημέρα και οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν ως χρέος τους τη διανομή φαγητού σε όσους είχαν ανάγκη. Η συνήθεια αυτή ξεκινά απ'τη συναίρεση του χρόνου (παρελθόν-παρόν), μια και η συνεστίαση ξεκινούσε απ'την ενθύμιση των προγόνων: "Καλώς εσμίξαμε κι εφέτος κι ο Θεός να συγχωρέσει τσ' αποθαμένους μας." 
Ακόμη και το κοινό τραπέζι διατηρούσε τα βασικά στοιχεία ενός μνημοσύνου. Σήκωναν τα ποτήρια "στη μακαρία ντως", θυμίαζαν το φαγητό και μοίραζαν ένα ή περισσότερα πιάτα σε φτωχές οικογένειες. Η πανελλήνια σχεδόν συνήθεια διανομής φαγητού ήταν περίπου τελετουργική στην Κρήτη. Ακόμη κι αν η οικογένεια- αποδέκτης του φαγητού δεν είχε ανάγκη, όφειλε να το δεχτεί με ευχαρίστηση, αφού γνώριζε ότι δινόταν για συγχώρηση των απόντων μελών της οικογένειας που το πρόσφερε. Φαίνεται πως υπήρχε παλαιότερα και η συνήθεια της ανταλλαγής των φαγητών, δηλαδή η οικογένεια που προσέφερε γινόταν ταυτόχρονα και αποδέκτης. Σε γενικές γραμμές και σε πολλά χωριά, το έθιμο διανομής φαγητού είχε προσλάβει καθολικό χαρακτήρα. Όλοι έδιναν σε όλους και έπαιρναν από όλους σε ένα σκηνικό έμπρακτης συγχώρεσης και ενότητας:
"Την Τσικνοπέμπτη ανοίγαμε τσι κουρούπες απού 'χαμε στο χώμα χωσμένες με την ξινομυτζήθρα. Κάνανε πίτες όλα τα σπίτια. Λένε πως πρέπει να δίνεις εκείνη τη μέρα στους φτωχούς. Και επειδή όλοι είναι περίπου το ίδιο και κανείς δε θέλει να τον νομίζουν φτωχό, δίνανε ο ένας στον άλλο. Όλα τα σπίτια μοίραζαν πίτες αναμεταξύ τους. Αν κοίταζες το απόγευμα στους δρόμους του χωριού θα έβλεπες μόνο γυναίκες να κουβαλούν πιάτα με μυζηθρόπιτες." (Γιάννης Σταματάκης, Καπετανιανά)
Μια πανελλήνια παροιμία που διασώζεται σε πολλές παραλλαγές δείχνει τη βαθύτερη σημασία του εθίμου:
"Της Τσικνοπέμπτης η δωρά και της Μεγάλης Πέμπτης
και της ημέρα της Λαμπρής, στον ουρανό ανεβαίνει."
Στην Κρήτη: 
"Της Τσικνοπέμπτης το Σταυρί και της Μεγάλης Πέμπτης
και της ημέρας της Λαμπρής εις τσ' ουρανούς εβρέθη."
"Τση Τσικνοπέφτης το μιστό και τση Μεγάλης Πέφτης
και του Μεγάλου Σάββατου στον ουρανό εβρέθη."
(μιστό= η αγαθοεργία, η ανιδιοτελής προσφορά, η ευεργεσία)
Η λειτουργία της εθιμικής δωρεάς, λοιπόν, ανάγεται στα νεκρικά έθιμα. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι στη βάση του αρχικού πυρήνα, αλλά και των μεταγενεστέρων επιβιώσεων, υπήρχε η ανάγκη του "συγχωρεμού". Οι ψυχές των νεκρών είναι παρούσες και μπορούν να απολαύσουν μία πράξη που γίνεται ειδικά σε αυτές. Εκείνος που έπαιρνε ένα πιάτο με φαγητό απαντούσε αμέσως με την ευχή του μνημοσύνου: "Ο Θεός να τως-ε συγχωρέσει". "
(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)
~.~

"Η Πέμπτη της δευτέρας εβδομάδος της Κρεατινής, των Απόκρεων λέγεται Τσικνοπέμπτη και κατά πατροπαράδοτον έθιμο, κατ' αυτήν κάθε οικογένεια εύπορος ή πτωχή ψήνει εις την φωτιάν κρέας [...] του οποίου η "τσίκνα" * ευωδιάζει και μοσχομυρίζει τον αέρα της περιοχής [...] Εις το περιοδικόν "Λαογραφία", Τ.ΣΤ, σ.256, ο Χ. Κορύλλος γράφει: "Τσικνοπέφτη παρ'ημίν καλείται η Πέμπτη της απολυτής λεγομένης εβδομάδος των Απόκρεων. Καλείται δε ούτως, ως Πέμπτη της τσίκνας διότι την ημέραν εκείνην συνήθως σκοτώνουν [...] τα θρεφτάρια, τους οικόσιτους χοίρους. Επειδή δε ως ως επί το πολύ το κρέας αυτό τρώγεται εψημένον επί των ανθράκων ή επί σχάρας ή εις οβελίσκους και ψημένος αναδίδει τσίκναν, ωνομάσθη εκ τούτου η ημέρα Τσικνοπέφτη."
Παλαιότερον συνηθίζετο το βράδυ της "Τσικνοπέφτης" ως και το Σάββατον και την Κυριακήν της Κρεατινής, κάθε οικογένεια να πηγαίνει με τα φαγητά της μετημφιεσμένη εις το σπίτι άλλης οικογενείας, συγγενικής ή φιλικής, δια να διασκεδάσουν από κοινού και να συσφίγξουν έτσι και τους μεταξύ των δεσμούς. [...] Μετά το φαγητόν οι εορτασταί ήρχιζαν την διασκέδασιν και το γλέντι και με τα τραγούδια των τους χορούς, τα σκώμματα και τα αλληλοπειράγματα διήρχοντο την βραδιά των σκορπίζοντες το γέλιο, την χαράν και την ευθυμίαν."
* Ο Όμηρος λέγει:"κνίση δ'οὐρανόν ἵκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῶ" (Α317), ήτοι ονομάζει την "τσίκναν" "κνίσαν".
(Φίλιππου Βρετάκου, "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των")
~.~

"Κυρίως οι αποκριές με τις μεταμφιέσεις και τους χορούς άρχιζαν από την Τσικνοπέμπτη και μετά. Έτσι την ημέρα ετοίμαζαν τις κολοκυθόπιττες και τα φαγητά για το τραπέζι [...] Μαζεύονταν δε σε ένα σπίτι όλο σχεδόν το σόι και μετά το φαγητό άρχιζαν το χορό στον οποίο κυριαρχούσαν τα παλιά ωραία αποκριάτικα που τα χόρευαν μονότονα και κάθε τόσο χτυπούσαν τα πόδια στο πάτωμα, όταν επαναλάμβαναν τον στίχο, τον οποίο έλεγε ο πρώτος του χορού. Από την Τσικνοπέμπτη άρχιζαν να βγαίνουν και οι "μτσούνες', οι μασκαράδες δηλαδή, που ήταν κυρίως παιδιά τα οποία φορούσαν παλιά ρούχα και βάζαν στα πρόσωπά τους μαντήλια, ενώ κρεμούσαν κρεμμύδια, κουδούνια, κλπ [...] Βγαίνανε τα βράδια και επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού..."
(π.Κωνσταντίνου Καλλιανού, "Σεργιάνι σε ξεχασμένα μονοπάτια", έκδοση πολιτιστικού συλλόγου Νέου Κλήματος)
~.~

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Σαλάτα πορτοκάλι!


Χτυπάει το τηλέφωνο και για πολλοστή φορά διακρίνω στην αναγνώριση τον αριθμό του ΟΤΕ! Κι εκεί που για πολλοστή, και πάλι, φορά αρνούμαι να το σηκώσω, αναρωτιέμαι μήπως έχει λήξει το διετές μου "συμβόλαιο" -κι έτσι εξηγείται ο καταιγισμός των κλήσεων τούτων των ημερών- και κινδυνεύω ο επόμενος λογαριασμός να μου εμφανιστεί ημιδιπλασιασμένος καθώς δεν ανανέωσα με κάποιο από τα περίφημα πακέτα προσφορών τους. Οπότε αποφασίζω να το σηκώσω κι αναγκαστικά να ακούσω την αναμενόμενη περίφημη προσφορά τους με τα μυριάδες "μεγκα-πι-πι-ές" τους -που όσο και να πασχίζουν να με πείσουν δε φτάνουν "ακέραια" εδώ στο χωριουδάκι μας, αλλά και να φθάσουν δεν ανταποκρίνεται σε αυτά ο παλαιολιθικός υπολογιστής μου που παραμένει στους δικούς του ρυθμούς- κι ύστερα να ρωτήσω, κλασικά, πιο είναι το πιο φθηνό πακέτο με δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο και δωρεάν σταθερή τηλεφωνία.
Αφού, λοιπόν, ενημερώνομαι ότι είμαι ένας από τους προνομιούχους πελάτες τους που επέλεξαν για μια μοναδική προσφορά που δε θα τη δω να υφίσταται ούτε στην ιστοσελίδα τους ούτε πουθενά αλλού κι αρχίζω ενστικτωδώς να τρομοκρατούμαι αναλογιζόμενη ποιόν τρόπο βρήκανε πάλι να μου φάνε παραπάνω λεφτά, ο νεαρός με πληροφορεί πως με τα ίδια χρήματα που πληρώνω και τώρα συν ένα και μόνο ευρώ το μήνα θα έχω αναβάθμιση σταθερού, αναβάθμιση ταχύτητας στο διαδίκτυο, δωρεάν κλήσεις σε εικοσιτέσσερις χώρες του εξωτερικού, δωρεάν ώρες σε κινητά και εντελώς δωρεάν "κοσμοτέ τβ" με δωρεάν όλο τον ασύρματο εξοπλισμό, κλπ, κλπ. Ε, αυτή η προσφορά με ξεπερνούσε! Ενώ ήμουν προετοιμασμένη να του πω ευγενικά πως δε με ενδιαφέρουν τα παραπάνω "μεγκα-πι-πι-ές", ξέμεινα άξαφνα από επιχειρήματα και σιώπησα.
"Έχετε ξανακούσει τέτοια προσφορά; Και στην ίδια τιμή μάλιστα! Μέχρι τώρα σας τηλεφωνούσαν μόνο για πακέτα αναβάθμισης ταχύτητας και μάλιστα είκοσι ευρώ ακριβότερα, έτσι δεν είναι;" συνέχισε εκείνος το στενό μαρκάρισμα.
"Ναι, οπότε τώρα κάποιο λάκκο έχει η φάβα και ψάχνω να τον βρω!" απάντησα αυθόρμητα.
Τότε εκείνος ξαναπήρε μπροστά κι άρχισε να με βεβαιώνει ότι όλα αυτά ισχύουν και πως θα επιβεβαιωθούν με μέιλ που θα μου αποσταλεί και ότι μπορώ να κρατήσω το όνομά του και να τον καταγγείλω εάν πληρώσω έστω και πάνω από ένα ευρώ, κλπ, κλπ.
"Δε μπορώ να σας απαντήσω τώρα.", αποκρίθηκα.
"Μα τί σκέφτεστε; Το ένα ευρώ; Και με δωρεάν κοσμοτέ τβ; Μόνο με ένα ευρώ παραπάνω από όσα πληρώνετε τώρα!" είχε μείνει έκπληκτος με την επιμονή μου εκείνος.
"Δε με ενδιέφερε ποτέ το "κοσμοτέ τβ", ούτε με ενδιαφέρει η τηλεόραση γενικότερα."...
Έκλεισα το τηλέφωνο κι αναρωτιόμουν κι εγώ γιατί δε δέχτηκα την προσφορά. Το ένα ευρώ φυσικά δεν ήταν εκείνο που με απασχολούσε. Σίγουρα δε μου αρέσει να αποφασίζω υπό πίεση και στην όποια πίεση αντιδρώ. Σίγουρα όλες τούτες οι προσφορές που μας πλασάρουν από παντού με βρίσκουν δύσπιστη. Αλλά στην προκειμένη δεν νομίζω ότι μπορούσε νά'ναι αλλιώς, απλώς πουλάνε έτσι το πακέτο για να σε βάλουν στο τρυπάκι μιας μελλοντικής συνδρομής, να διατηρήσεις δηλαδή την παροχή κι όταν οι τιμές δε θά'ναι ίδιες. Οπότε, "Γιατί αρνήθηκες;", αναρωτήθηκα, "Τί φοβίες σ'έπιασαν; Επειδή σου τη δίνει η νοοτροπία αυτή που δε σου αφήνει το περιθώριο να σκεφτείς; Αφού σε συνέφερε! Μπορεί νά'βλεπες και καμιά καλή ταινία έτσι. Βρε μπας κι είσαι τελικά βλαμμένη; Γιατί είπες όχι;" προβληματίστηκα προς στιγμήν. "Μα ήθελα πρώτα να σκεφτώ αν θα με ενδιέφερε να παρακολουθώ την κοσμοτέ τβ..." φρόντισα αμέσως να μου δικαιολογηθώ. Κι ύστερα, ξαφνικά, φωτίστηκα "Για ένα ευρώ μου πουλάνε κάτι που δε χρειάζομαι. Μου το χαρίζουν τζάμπα. Μα δεν το χρειάζομαι... Αν έχω χρόνο προτιμώ να διαβάσω. Γιατί να πάρω κάτι που δεν το χρειάζομαι; Καθόλου βλαμμένη δεν είμαι λοιπόν. Υγιέστατη είμαι! Απέρριψα κάτι που απλά δεν το χρειάζομαι! Ας το χαρίσουν αλλού, σε εκείνους που το χρειάζονται!" .Ένα κύμα ανακούφισης με πλημμύρισε....


Πόσα θέλουμε; Πόσα ακόμη θέλουμε για να μας δένουν καθημερινά με ακόμη περισσότερες ανάγκες; Μας κάνουν πιο ευτυχισμένους όλα τούτα; Ή πιο ελεύθερους;  Όλα γίνονται σιγά-σιγά απαραίτητα κι ανάγκες... Σε φάση μεγάλης κούρασης και δη ψυχικής, τις προάλλες, αργά το βράδυ, πέτυχα μια εκπομπή μαγειρικής και ηλιθιωδώς χαζολόγησα. Κι απορούσα... Για ποιό λόγο, για να μαγειρέψει κάποιος και να πάρει τον περίφημο τίτλο του σεφ -που στις μέρες μας, μαζί με όλα τα άλλα παράλογα, προσδίδει τέτοιο μεγαλείο σ'αυτόν που τον κατέχει, που δεν είχαν ούτε οι πρίγκηπες των αλλοτινών καιρών- πρέπει να ανακατεύει τα πιο παράξενα υλικά και να προσθέτει άγνωστα κι εξωτικά αρωματικά, προσπαθώντας απλά και μόνο να πρωτοτυπήσει, ώστε να καταξιωθεί στα μάτια των κριτών και του κόσμου! Και το λέω εγώ που, μονίμως, στην κουζίνα αυτοσχεδιάζω! Για ποιόν λόγο αν δεν έχει βάλει ποτέ στο μενού του αποξηραμένα φύκια, παύει αυτόματα νά'ναι και καλός μάγειρας και η κουζίνα του απορρίπτεται; Αρκεί, φυσικά, να μην παραλείψει την καλλιτεχνική πινελιά σε ένα πιάτο για ανορεξικούς που δε θα μπορούσε να δελεάσει ούτε πεινασμένο σκύλο!


Θα ξανακάνω κι απόψε σαλάτα πορτοκάλι... Με πορτοκάλια ζουμερά κι αψέκαστα απ'την πορτοκαλιά μου. Την πορτοκαλιά του βαρελιού, που βρίσκεται προφυλαγμένη απ'το χειμώνα του βουνού στο υπόστεγο. Θα ψήσω κρεμμύδια και πατάτες στην ξυλόσομπα. Θα ξεκουκουτσιάσω κι ελιές ζαρωμένες από κείνες που μάζεψα κι έφτιαξα με τα χεράκια μου.  Θα περιχύσω με το αρωματικό παρθένο αγουρέλαιο που πληρώθηκα για τον κόπο μου... Θα την απολαύσω και θα χαζολογήσω τις φλόγες που φτερουγίζουν θαρρείς τυλίγοντας τα κουτσουμπάνια και αυθόρμητα θα ευχαριστήσω το Θεό που είμαι καλά και που αξιώνομαι την απαράμιλλη γεύση της απλότητας και που αυτή τη στιγμή δε χρειάζομαι καμία "τηλεφωνική προσφορά" για να περάσει κι αυτή η νύχτα....


Υ.Γ. Η σαλάτα πορτοκάλι, παλιό και σχεδόν ξεχασμένο παραδοσιακό έδεσμα της περιοχής. Τότε που ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους ανακαλύπτοντας γεύσεις και δεν αναζητούσαν γεύσεις απλά για να δημιουργήσουν νέες επίπλαστες ανάγκες... (αν με εννοεί κανείς...)Συνηθίζεται και με πατάτα ψητή ή με κρεμμύδι ψητό (πάντα στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα) και από πάνω τον νοστιμότατο ντόπιο πελτέ ντομάτας. Εγώ την "πειράζω" κατά καιρούς! Την έχω δοκιμάσει και με φύλλα άγριας ρόκας από τον κήπο μου, ελιές ζαρωμένες και κρεμμύδι. Απαραίτητο, προφανώς, το αλατάκι. Και σκέτη την αγαπώ, μοναχά αλατισμένη και με καλό ελαιόλαδο. Μια νότα δροσιάς ως συνοδευτικό...
Υ.Γ.2 Στις φωτογραφίες οι πατάτες από τις λιγοστές του κήπου μου... Με το φλούδι και ξεματιστές να τραβήξουν τ'αλατάκι και το αγουρέλαιο...

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Της Παναγιάς της Μυλιαργούσας (λαογραφικά της Υπαπαντής)

"... ο Ιωσήφ και η Μαρία πήραν το μικρό Χριστό σαράντα μέρες μετά τη γέννησή του και τον πήγαν στον ναό στα Ιεροσόλυμα αφ'ενός για να τον αφιερώσουν στο Θεό κι αφ'ετέρου για να τελέσουν τη θυσία καθαρμού της λεχώνας. Εκεί συνάντησαν τον Συμεών, ένα γέροντα ο οποίος γνώριζε εξ αποκαλύψεως ότι δε θα πέθαινε πριν δουν τα μάτια του τον Μεσσία. Κι αυτή ήταν η μοναδική έγνοια και προσμονή του. Στο πρόσωπο του Ιησού αναγνώρισε τον Αναμενόμενο... Η φράση του "νυν απολύεις τον δούλον Σου, Δέσποτα" πέρασε από την εκκλησιαστική παράδοση στο λαϊκό λόγο και σκιαγράφησε το ανθρώπινο δέος μπροστά στις ενορατικές μαρτυρίες που επαληθεύονται. Η "υπάντηση" (συνάντηση) με τον Συμεών εορτάζεται από τον χριστιανικό κόσμο ως Υπαπαντή.[...] Η βρεφοκρατούσα Παναγιά, η αγιογραφική αποτύπωση της αιώνιας μάνας, εμπνέει το σεβασμό και το δέος, ιδιαίτερα των γυναικών που συχνά ταυτίζονται με το θεϊκό πρότυπό τους.", καταγράφει ο Νίκος Ψιλάκης στο εξαιρετικό πόνημά του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" (εκδόσεις Καρμάνωρ).


Ο Νίκος Ψιλάκης παρατηρεί, ανατρέχοντας στην αρχαιότητα: "Η εκροή αίματος, ακόμα και εκείνου της γέννας, δημιουργεί ένα πλαίσιο απομάκρυνσης από την έννοια του ιερού. Σύμφωνα με τις πανάρχαιες δοξασίες, κάθε μορφής επαφή με το χυμένο αίμα αποτελεί μίασμα που πρέπει να εξαλειφθεί μέσα από καθαρτήριες πρακτικές και τελετουργίες. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο είχε καθιερωθεί μια τελετή καθαρμού τόσο του βρέφους και της μητέρας όσο και όλων των υπολοίπων που είχαν έρθει σε επαφή με το αίμα της γέννας. Στην ουσία επρόκειτο για μια τελετουργία "περάσματος", μία μυητική διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα τη μετάβαση από ένα αρχικό στάδιο σε ένα άλλο. Τα ελληνικά "Αμφιδρόμια" αναδεικνύαν την ιερότητα και την καθαρτήρια δύναμη της πυράς' η μητέρα και το παιδί στην αγκαλιά της, αλλά και όλοι όσοι είχαν μιανθεί με το αίμα της γέννας, έτρεχαν γύρω από την εστία του σπιτικού. Σαράντα μέρες μετά τη γέννηση μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι στο σπίτι που είχε αποκτήσει παιδί και η γιορτή αυτή (το "τεσσαρακοσταίον") σηματοδοτούσε την πλήρη κάθαρση της γυναίκας από τα απεκκρίματα του τοκετού. Εν ολίγοις ο ιερός αριθμός σαράντα αποτελούσε σταθμό στη ζωή της λεχώνας και της οικογένειας." Όσο για τον "εβραϊκό κόσμο": "Η λεχώνα έπρεπε να θυσιάσει ένα αρνί ή, αν δεν είχε τους πόρους, να προσφέρει "....ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών". Επιπλέον, υπήρχε: "η υποχρέωση κάθε εβραϊκής οικογένειας να προσφέρει στο Θεό το πρωτότοκο αρσενικό παιδί της (με τη γέννηση του οποίου ανοιγόταν η μήτρα)." [...] "Η εικόνα της Θεοτόκου που παραδίδει το μικρό Χριστό στο γέροντα Συμεών δεν απέχει από την οικεία προς τους Έλληνες εικόνα της κουροτρόφου."


"Η δεσποτική αυτή γιορτή έχει πάρει, στη λαϊκή παράδοση, θέση θεομητορικής. Λένε συνήθως: "Της Παναγίας της Παπαντής".... ενώ πρόκειται για την υπαπαντή, δηλ. υποδοχή του μικρού Χριστού στον ναό. Είναι όμως και πρωταρχικός ο ρόλος της Παναγίας στη σκηνή αυτή της Υπαπαντής, αφού "σαραντίζει", ύστερα από τη λοχεία της.", σημειώνει ο λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος ("Συμπληρωματικά της Άνοιξης και του Χειμώνα", εκδόσεις Φιλιππότη) και συνεχίζει: "Η γιορτή λέγεται λαϊκά: Παπαντή, Αποπαντή και Παπαντούλα. Στην Καππαδοκία την έλεγαν και "Αγκάλη Συμεών" από τα σχετικά τροπάρια."
Ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις Οδυσσέας) συμπληρώνει: "Η Υπαπαντή... στη γλώσσα του λαού έγινε "Αποπαντή" και τέλος "Πακουή" ή "Πακού", δηλ. η αγία που ακούει, η Παναγία. Λέγεται και Παναγία η "Μυλιαργούσα", επειδή οι μύλοι αργούν' "και να τους βάλεις μπροστά, σταματούν και δεν αλέθουν" (Κρήτη). Οι γεωργοί τιμούν τη γιορτή: τη "φυλάνε για το χαλάζι" (Αιτωλία) και κάμνουν "προβλέψεις σχετικά με τον καιρό". Π.χ. Ό,τι καιρό κάνει της Υπαπαντής, θα κάνει σαράντα μέρες ύστερα (Αιτωλία) ή όλον τον Φεβρουάριο (Μάτραι Θράκης)..."
Ενώ ο Δημήτριος Λουκάτος αναφέρει σχετικά: "Εποχικά η ημέρα της Υπαπαντής ανήκει στις γεωργικές γιορτές, που τις προσέχουν και τις σέβονται οι αγρότες. Εύχονται την καλή βλάστηση και φοβούνται το χαλάζι, γι'αυτό και τηρούν την αργία της με αυστηρότητα: "Κι οι μύλοι αργούν κι οι δούλοι αργούν κι οι γαϊδάροι σχόλην έχουν". Απ'αυτό η Παναγία της ημέρας λέγεται και "Μυλιαργούσα".

Στην Κρήτη, όμως, η γιορτή της Υπαπαντής γιορτάζεται και με την παράξενη επωνυμία "Παναγιά η Αρκουδιώτισσα"! Ο Νίκος Ψιλάκης  ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ) μας πληροφορεί σχετικά με τη "λαϊκή παράδοση, που έχει συνδέσει την ημέρα της Υπαπαντής με την αρκούδα":  "Στις δύο Φεβρουαρίου, λένε, οι αρκούδες βγαίνουν από τη φωλιά τους και, αν είναι καλή μέρα, αυτό αποτελεί προμήνυμα κακοκαιρίας ("Καλοκαιριά της Παπαντής, Μαρτιάτικος χειμώνας"). Τότε βγαίνουν κι από τη φωλιά τους τα αρκουδάκια για να λιαστούν. Στην Κύπρο σύμφωνα με παράδοση που κατέγραψε το 1938 ο Ξενοφών Φαρμακίδης, λένε πως "εις ταις δύο του Φεβράρη γίνεται το ήλιασμαν της αρκού(δ)ας". Στα χωριά των Χανίων λένε πως αυτή τη μέρα ήταν λιακάδα και καθόταν η Παναγιά στην πόρτα ενός σπηλαίου. Στα χέρια της κρατούσε το μικρό Χριστό. Πέρασε ο Άι Γιάννης και της είπε "Μέσα το αρκουδάκι σου", εννοώντας πως ο υπόλοιπος μήνας θα ήταν βροχερός. Στη Σητεία λένε πως η "αρκούδα λιάζεται στις δύο Φεβρουαρίου."."
Μεταξύ πολλών άλλων πολύτιμων πληροφοριών, αναφέρει ακόμη: "Οι μετεωρολογικές παρατηρήσεις αποτελούν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εορτής: "Όντον είναι καλή μέρα της Υπαπαντής έχει πολύ χειμώνα πίσω". [...] Στην Κουνουπίτσα Κισάμου: "Την ημέρα της Παναγιάς της Αρκουδιώτισσας λιάζαμε τα παπλώματα και τα άλλα χειμωνιάτικα ρούχα. [...] Η γιαγιά μου η Θεανώ κρεμούσε το μποξά της πάνω σε ένα αθάνατο. Μου έλεγε: Πάρε το μποξά μου να τον απλώσεις στον ήλιο να λιαστεί, να λιάσει κι η αρκούδα το αρκουδάκι της, να λιαστεί κι η Παναγιά. Εκείνη τη μέρα τρώγαμε πάντα μέλι. Η μάνα μου έκανε μυζηθρόπιτες με κουρουπιαστή μυζήθρα, εκείνη που την έκρυβε στο χώμα το καλοκαίρι και την άφηνε εκεί κρυμμένη μέχρι το χειμώνα...". Από την άλλη, "αν βρέχει της Υπαπαντής θα γίνουν καλύτερα τα σπαρτά: "Παπαντή καλοβρεμένη κι η κοφίνα γεμισμένη."."

Παραδόσεις για την Υπαπαντή, όμως, μας μεταφέρει κι ο Δημήτριος Λουκάτος στα "Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών" (Ακαδημία Αθηνών), όπου για την εικόνα της παραδίδεται ότι "σε έναν τράφο μέσα ήτανε λόγγος και εφύλαε γίδες κάποιος κι εβρεχόντανε το μούσι τση γίδας από νερό, που δίψαε κι αυτός ο βοσκός, και κοίταε να δει, γιατί βρέχεται η γίδα και την παρακολούθησε σε μία σγούρνα πό'πινε, κι εκεί έβρηκε την εικόνα τση Παπαντής. Την πήγανε στον Αγι'Αντρέα τση Λάκκας, μα η εικόνα έφυε και πήγε πάλι στη θέση της, εκεί που βρίσκεται τώρα." Επίσης, λέγεται ότι "για την καλή γέννα, φέρνουν από την Παπαντή γαρούφαλλο από το θρόνο της (το βάνουνε στο νερό κι αυτό ανοίγει)."

[* Οι εικόνες από το βιβλίο "Εκφρασις της Ορθοδόξου εικονογραφίας" υπό Φωτίου Κόντογλου]