Κι είναι κάτι στιγμές που η απεγνωσμένη ανάγκη να γίνουν εικόνα οι σκέψεις που κλωθογυρίζουν μέσα σου νικά τις όποιες αναστολές περί ματαιότητας και την κούραση και τη θλίψη και το χρόνο που μετρά αντίστροφα και την νύχτα που κάλυψε εδώ και ώρες με το πέπλο της το βουνό (κι εδώ και μήνες την ψυχή σου...), ακόμη και τα βίτσια του χαλασμένου πλέον υπολογιστή με την επίμονη μπλε οθόνη....
Κι αν ρωτήσεις "ποιά εικόνα ονειρεύτηκες με τόσο πάθος να ζωγραφίσεις"; Αλίμονο, είναι τόσο ταπεινή! Ένα μοναχά παλιό και ξεχασμένο κονσερβοκούτι κάποιου άγιου γέροντα, κατά τον φίλο μου τον Παϊσιο, μοναδικό σκεύος στο καλύβι του για να βράσει το λιγοστό κολατσιό του και να πιει νερό. Πόσο ζήλεψα τη λευτεριά του! Τόσο πολύ που σκέφτηκα να αδειάσω κι εγώ το "καλύβι" μου απ'τα πολλά μπας κι οσφρηστώ για μια στιγμή, έστω και φευγαλέα, το άρωμά της! Και τότε συνέλαβα πόσα πολλά άχρηστα με κρατούσαν στη γη δεμένη, αναίτια, χωρίς να το αποζητώ, από μια, θαρρείς αρρωστημένη ασυνείδητη συνήθεια των σημερινών ανθρώπων, και βάραιναν τόσο δυσβάσταχτα τα φτερά μου. Τελειωμό δεν έχει το ξεσκαρτάρισμα... και πώς ύστερα να ξεσκαρτάρεις την ψυχή όταν δυσκολεύεσαι να ξεσκαρτάρεις ακόμη και τέσσερα ντουβάρια;
Κι έτσι ξεκίνησα την προσπάθεια να απεγκλωβιστώ, εστιάζοντας στο ποθούμενο, το παλιό κονσερβοκούτι, μοναδικό σκεύος μιας γαλήνιας ψυχής που είχε κερδίσει τη λευτεριά της! Τούτη την περιβόητη λευτεριά που άλλοι τη διαφημίζουν με τελάληδες στην αγορά, άλλοι την ανταλλάσσουν με τρύπιες χρυσές δεκάρες, κι άπαντες την εκπορνεύουν και την εξευτελίζουν, νταβατζήδες μιας κοινωνίας που, ενώ παραδόθηκε αμαχητί στη σήψη, βάλθηκε αυθαίρετα κι επιθετικά να βαφτίζει κάθε διαστροφή της ευλογία....
"Μια φορά ήτανε ένας σουλτάνος, γνωστικός και καλός, που αγαπούσε σαν πατέρας τον κόσμο πούχε στην εξουσία του. Είχε κι έναν βεζίρη, σοφόν άνθρωπο, αστρολόγο, και δεν έκανε τίποτα ο σουλτάνος δίχως να πάρει τη γνώμη του.
Μια μέρα, λέγει ο βεζίρης στον σουλτάνο: «Πολυχρονεμένε σουλτάνε, σε δυο-τρεις μήνες ο Αλλάχ θα βρέξει ένα τρελλό νερό, και πρέπει να το γνωρίζεις, για να κάνεις το χρέος σου από τώρα». «Και τι είν’ αυτό το τρελλό νερό, βεζίρ εφέντη;» τον ρώτησε ο σουλτάνος. «Αυτό το νερό, αποκρίθηκε ο βεζίρης, λέγεται τρελλό νερό, επειδής όποιος το πιεί, ή άνθρωπος ή ζωντανό, θα τρελλαίνεται και θα κάνει πράματα παλαβά κι ανάποδα απ’ ό,τι δείχνει στον άνθρωπο η φρονιμάδα που τούδωσε ο Θεός, κι έτσι θα πέσει στον κόσμο μεγάλη ταραχή και δυστυχία. Κι εμείς, οι άρχοντές του, δεν θα μπορέσουμε πια να τον κυβερνήσουμε, γιατί μηδέ ο Αλλάχ δεν μπορεί να κυβερνήσει τρελλούς ανθρώπους». «Το λοιπόν, τι θα κάνουμε, βεζίρ εφέντη;». «Είναι ανάγκη, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, να μαζέψουμε από τώρα από τούτο το καλό νερό που πίνουμε, και να το φυλάξουμε, για να πίνουμε εμείς οι άρχοντες, ώστε να μην τρελλαθούμε κι εμείς μαζί με τους άλλους, και να τους κυβερνούμε καλά και με δικαιοσύνη, αφού ο Αλλάχ τους κρέμασε στο λαιμό μας, και θα δώσουμε απολογία για τη ζωή τους». Ο σουλτάνος το παραδέχθηκε, και πρόσταξε να μαζέψουνε καλό νερό στις στέρνες του παλατιού.
Στον διορισμένον καιρό, που είπε ο βεζίρης, έβρεξε αληθινά ένα νερό τρελλό και πίνοντάς το, τρελλαθήκανε άνθρωποι και ζωντανά, και βγήκανε από τα φρένα τους και τα βλέπανε όλα ανάποδα, το καλό το λέγανε κακό, το γνωστικό το λέγανε τρελλό, το τρελλό το λέγανε σωστό, το δίκιο άδικο, το άδικο δίκιο.
Ο σουλτάνος κι ο βεζίρης πίνανε από το καλό νερό, κι έτσι είχανε σωστά τα φρένα τους, και κυβερνούσανε δίκαια και γνωστικά τον τρελλό κόσμο.
Μα ο κόσμος, ενώ αγαπούσε πρωτύτερα τον σουλτάνο και τον βεζίρη, τώρα, με το στριμμένο μυαλό του, ένοιωθε το δίκιο για άδικο, και φώναζε καταπάνω τους, πώς γινήκανε άδικοι και κακούργοι.
Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, περνούσε ο καιρός, κι ο κόσμος ολοένα αγρίευε καταπάνω στον σουλτάνο.
Τότε βλέποντας ο σουλτάνος πως θα τον σκοτώνανε, φώναξε μια μέρα τον βεζίρη και του λέγει: «Βεζίρ-εφέντη, βλέπω πως δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μ’ αυτούς τους παλαβούς και στο τέλος θα μας σκοτώσουνε. Το λοιπόν, ή πρέπει να περιμένουμε ένα τέτοιο τέλος, κυβερνώντας τους δίκαια και καλά, ή να πιούμε κι εμείς από το τρελλό νερό, για να γίνουμε τρελλοί σαν κι αυτούς, και μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Ο Αλλάχ θα μας συγχωρέσει που θα χαθεί η αλήθεια, μ’ αυτό που θα κάνουμε».
Έτσι κ’ έγινε. Ο σουλτάνος κι ο βεζίρης ήπιανε από το νερό και τρελλαθήκανε, και κάνανε κακουργήματα και παράλογα πράγματα, μα ο λαός τους δόξαζε και τους πολυχρόνιζε και τους έλεγε πατεράδες του και φύλακες της δικαιοσύνης και της αλήθειας.
Άραγε, εμείς που δεν ήπιαμε το τρελλό νερό που έχουνε πιεί οι σημερινοί άνθρωποι, και γι’ αυτό μας έχουνε για τρελλούς, άραγε θα βαστάξουμε, ή θα πιούμε κι εμείς στο τέλος, να τρελλαθούμε, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε με τους άλλους τρελλούς, μέσα σε τούτο το φρενοκομείο του σημερινού «πολιτισμού»;" -Φώτης Κόντογλου "Μυστικά Άνθη"
Περασμένα μεσάνυχτα κι αγναντεύω το σκοτάδι. Η πνιγηρή ζέστη που δένει τόσο με τη πνιγηρή ατμόσφαιρα που αναδύεται από παντού, δε σου δίνει και πολλά περιθώρια να δραπετεύσεις. Μοναχά τούτο το κονσερβοκούτι τριβελίζει στη σκέψη μου σα μυστική διέξοδος. Ναι, διέξοδος προς το ξαλάφρωμα και τη λευτεριά -κορόιδευε εσύ, δε θα πειραχτώ! μοναχά θα ευχόμουν τόσο να μπορούσες κι εσύ να καταλάβεις...- προς το λυτρωμό από την ρημάδα την ανάγκη που πολλαπλασιάζεται, ίδια Λερναία Ύδρα, όσο την τροφοδοτείς, αλλά κι ακόμη περισσότερο προς το λυτρωμό από το φόβο που στοιχειώνει όλες τούτες τις πλαστές ανάγκες....
Με τα σημερινά κοσμικά κριτήρια ο γέροντας τούτος θα χαρακτηριζόταν λοξός ή θεόχαζος, με τα θρησκευτικά ίσως άγιος αναχωρητής... εγώ απλά απόψε βλέπω μοναχά τη λευτεριά που κέρδισε με τούτο το κονσερβοκούτι, όσα πάθη κι αν κουβαλούσε η ψυχή του. Τη λευτεριά που χάνω κι ίσως θα μπορούσα παλεύοντας να αξιωθώ να ψηλαφίσω κι εγώ. Μέσα σε τούτη την νύχτα να ρουφήξω μιαν ανασαιμιά της! Εξάλλου η λευτεριά ποτέ δε χαρίζεται, ούτε εξαγοράζεται, ούτε τιμολογείται -μην ακούς τους περίφημους πλασιέ και τελάληδες της εποχής! Ανήκει σε κείνες τις έννοιες τις ανώτερες, τις νοητές, που χλευάζουν οι "προοδευτικοί" τεχνοκράτες μας, γιατί δε χωράει και δε στέκεται στον πάγκο του μπακάλη, στην οθόνη του υπολογιστή ή στο μικροσκόπιο να τη δουν και να την μετρήσουνε. Γιατί γεννάει ήρωες, και τούτοι δεν κατοικούν στα θλιβερά τεφτέρια τους κι είναι πολύ μεγάλοι για να στριμωχτούν στη χλωμή ζωγραφιά του όποιου μυαλού τους. Είναι όμως τόσο ταπεινή που, χωράει, αν κι εσύ την αποζητήσεις, ακόμη και σ'ένα σκουριασμένο τενεκεδάκι. Έστω και σα νυχτερινή σκέψη δική μου, σα μικρή ελπίδα, σαν κάποιος πρωτόγνωρος τρόπος σωτηρίας ή διαφυγής....