«Ἄπιθι, τέκνον, τῷ δοτῆρι γενήθητι καὶ ἀνάθημα καὶ εὐῶδες θυμίαμα. Εἴσελθε εἰς τὰ ἄδυτα, καὶ γνῶθι μυστήρια, καὶ ἑτοιμάζου γενέσθαι τοῦ Ἰησοῦ οἰκητήριον τερπνὸν καὶ ὡραῖον.»(β΄ τροπάριον Ἀποστίχων τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων)
να ταϊζουν ή να νίβουν τη βρύση με σπόρια "για να γέννουνται καλά τα σπαρτά", δηλαδή παίρνουν πολυσπόρια (σιτάρι, καλαμπόκι, κουκιά, φασόλια, κτλ) και πάνε στη βρύση, τα ρίχνουν μέσα και λένε: Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει και το βιο. Κατόπιν παίρνουν νερό από τη βρύση και γυρίζουν. (Αιτωλία)
Είναι προσφορά των πρώτων καρπών που, όπως και κατά την αρχαιότητα, γίνεται την περίοδο της συγκομιδής. Βρασμένο σιτάρι με διάφορους καρπούς είναι και τα πολυσπόρια ή κόλλυβα, που τα βράζουμε τις ημέρες των ψυχών ως προσφορά στους νεκρούς. Τα πολυσπόρια λέγονται σε μερικές περιοχές και με το αρχαίο τους όνομα πανσπερμιά. Όπως είναι γνωστό, οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν πανσπερμία στη Δήμητρα και στους άλλους θεούς της ευφορίας της γης, στις ψυχές των νεκρών [...] και την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων, στους λεγόμενους Χύτρους, όταν ο Άδης ήταν ανοιχτός. Επίσης στα Πυανέψια, γιορτή της συγκομιδής των καρπών των δέντρων, τον μήνα Πυανεψιώνα (Οκτώβριο-Νοέμβριο), μοίραζαν κουκιά (βλ. και: Λαογραφικά και μυθολογικά του Οκτώβρη!, του Άη-Γιώργη του φτωχού, του Μεθυστή, του Σποριάρη..)." (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις: Οδυσσέας)
"Μεσοσπορίτισσα όπου λένε, το είπαν με το να μεσιάζει τότε η πρώιμη σπορά τους. Κι αυτή τη μέρα βασιλεύει η Πούλια, αν τύχει ξαστεριά. Κι όπως θα κάμει αυτήν την ημέρα, θα κάμει και τις σαράντα κατοπινές μέρες." (Δημήτρης Λουκόπουλος, "Γεωργικά της Ρούμελης", εκδόσεις "Δωδώνη")
"Υπάρχει μάλιστα εις την Μακεδονίαν η γνώμη, ότι τα σπαρτά, τα οποία σπείρονται μέχρι τις 21 Νοεμβρίου, φυτρώνουν αμέσως, ενώ εκείνα που σπείρονται κατόπιν, δια να φυτρώσουν, πρέπει να παρέλθουν 40 ημέραι." (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις: Οδυσσέας)
"Γιορτή-ορόσημο στον κύκλο του χρόνου. Η εκκλησία γιορτάζει τα Εισόδια της Θεοτόκου και ο ζυγολάτης τη μέση ή το τέλος της σποράς. Μεσοσπορίτισσα ή Αποσπορίτισσα η Παναγιά του Νοέμβρη χρωστά την προσωνυμία της στις αγροτικές δουλειές του φθινοπώρου και στη φάση στην οποία ευρίσκονται. Η ίδια η ονομασία αποτελεί και προειδοποίηση. Στις πρώιμες περιοχές ο αγρότης έπρεπε να έχει τελέψει με τη σπορά των δημητριακών καρπών. Στις άλλες έπρεπε να έχει σπείρει τα μισά του χωράφια και να τελειώσει τη σπορά μέχρι το τέλος του;ς φθινοπώρου. Σε γενικές γραμμές πίστευαν ότι η γιορτή της Παναγίας αποτελεί ορόσημο για όλες τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου.
Βρέχει τση Μεσοσπορίτισσας, όλο το χρόνο βρέχει.
Στις περισσότερες περιοχές του νησιού ήταν ημέρα αργίας. Κι όποιος την παραβίαζε θα γνώριζε τη θεϊκή τιμωρία, θα έπαιρνε μόλις το.... μισό καρπό από αυτόν που θα έσπερνε στο χωράφι, το μισό σπόρο. [...]
Στην ύπαιθρο παλιότερα η ημέρα των Εισοδίων ήταν μεγάλη γιορτή. [...] Φαίνεται πως υπήρχε κάποια παλιά, ξεχασμένη τώρα και δεκαετίες, συνήθεια να ευλογούνται στις εκκλησίες βρασμένοι δημητριακοί καρποί (πολυσπόρια), αλλά οι πληροφορίες που έχουν διασωθεί είναι συγκεχυμένες. Πιθανότατα απήχηση παλαιοτέρων εθιμικών προσφορών να αποτελεί η συνήθεια που επεβίωσε και μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα στο Πισκοπιανό της Χερσονήσου, όπου όλες σχεδόν οι οικογένειες του χωριού μαγείρευαν φασουλόρυζο την ημέρα της Παναγιάς. [...] Οι Πισκοπιανοί, λοιπόν, τιμούσαν κατά το πρόσφατο παρελθόν μ'αυτόν τον ξεχωριστό τρόπο την πολιούχο τους Παναγιά. Ήταν τόσο διαδεδομένο και τόσο γνωστό το εθιμικό φαγητό της γιορτής της ώστε με τον καιρό ταυτίστηκε με την ίδια την εορτή της Θεοτόκου. Η φράση "πάμε στην Παναγία στο φασουλόρυζο" που ακουγόταν στα γυροχώρια μας δείχνει την ειδική σχέση της μεγάλης γιορτής του Νοεμβρίου με ένα έθιμο που μεταφέρει στο επίκεντρο του εορτασμού τον απόηχο των ξεχασμένων εθιμικών απαρχών. [...]" (Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)
"Στα Φάρασα της Καππαδοκίας συνήθιζαν να βράζουν σιτάρι, αραποσίτι, ρεβύθια σ'ένα καζάνι, έβαζαν μέσα και σταφίδες, τσίκουδα και σπόρους από ρόδι. Απ'αυτό το βρασμένο πολυσπόρι μοίραζαν σ'όλα τα σπίτια του χωριού για το καλό. Στη Λευκάδα, την παραμονή της Μεσοσπορίτισσας, μουσκεύουν σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, μπιζέλια, φακές, κουκιά, ρεβύθια και ανήμερα της γιορτής τα βράζουν. Γίνεται νηστίσιμη σούπα. Τα λένε πολυσπόρια ή πολυκούκια της Μεσοσπορίτισσας. Αλλού τα λένε μπόλια ή μπούλια, αλλού μπουσμπουρέλια. Τα μπόλια των Σαρακατσάνων μαγειρεύονται στα Εισόδια της Θεοτόκου και στις 30 Νοεμβρίου στη γιορτή του Αγίου Ανδρέα. Έβραζαν καλαμπόκι, σιτάρι, σταφίδες, φασόλια και τα έτρωγαν με ζάχαρη. [...]" (Νίκου & Μαρίας Ψιλάκη, "Το ψωμί των Ελλήνων και τα γλυκίσματα της λαϊκής μας παράδοσης", εκδόσεις Καρμάνωρ)