Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

γνώση vs πίστη

 

Ἡ ψυχὴ, ἥτις περιπατεῖ τὴν ὁδὸν τῆς πίστεως καὶ ἐξασκεῖ τὰς διαφόρους ἀρετάς, ἐάν στραφῆ πάλι εἰς τοὺς τρόπους τῆς γνώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου συλλογισμοῦ, εὐθὺς χωλαίνει κατὰ τὴν πίστιν καὶ χάνει τὴν νοερὰν αὐτῆς δύναμιν, ἥτις φαίνεται εἰς τὴν καθαρὰν ψυχὴν ἐκ τῆς ἐναλλαγῆς τῶν βοηθειῶν καὶ τῆς μεθ' ἁπλότητος ἀναστροφῆς εἰς πάσας αὐτῆς τὰς ἐργασίας [...]

Ἡ γνώσις ὑπάρχει νόμος τῆς φύσεως, ἥτις φυλάττει αὐτὴν εἰς πάσας αὐτῆς τὰς πράξεις' αλλ' ἡ πίστις ἐνεργεῖ ὑπερφυσικῶς [...] Εἰς τὴν γνῶσιν ἀκολουθεῖ φόβος, εἰς δὲ τὴν πίστιν ἐλπίς. Ὁσον τις ἐνεργεῖ κατὰ τοὺς νόμους τῆς γνώσεως, τοσοῦτον δεσμεύεται ὑπὸ τοῦ φόβου καὶ δὲν δύναται δύναται ν'ἀξιωθῆ τῆς ἑαυτοῦ ἐλευθερίας' ἀλλ' ὅστις ἀκολουθεῖ τὴν πίστιν, ὑπάρχει ἐλεύθερος καὶ αὐτεξούσιος καὶ ὡς υἱὸς τοῦ Θεοῦ μετὰ ἐλευθερίας καὶ έξουσίας μεταχειρἰζεται πάντα τὰ πράγματα. [...]

 


Ἡ γνῶσις πάντοτε ζητεῖ μέσα, διὰ τῶν ὁποίων προφυλάττει τὸν ἔχοντα αὐτήν' ἡ πίστις ὅμως λέγει, ὅτι ἐάν μὴ ὁ Κύριος οἰκοδομήσει οἴκον, καὶ φυλάξη πόλιν, ματαίως αγρυπνεῖ ὁ φυλάσσων, καὶ ματαίως κοπιάζει ὁ οἰκοδομῶν. [...] ἡ γνῶσις πανταχοῦ ἐπαινεῖ τὸν φόβον [...] τί δὲ λέγει καὶ ἡ πίστις; "Ἐφοβήθη λέγει, ὁ Πέτρος, καὶ ἤρχισε νὰ καταποντίζηται" '  καὶ πάλιν, "δὲν ἐλάβατε πνεῦμα δουλείας εἰς φόβον, ἀλλὰ πνεῦμα υἱοθεσίας εἰς ἐλευθερίαν πίστεως καὶ ἐλπίδος Θεοῦ" [...] 

[...] πολλάκις συμβαίνουσιν εἰς τὴν ψυχὴν περιστατικά τινα καὶ ἀφορμαὶ δύσκολοι καὶ πολλαὶ προφάσεις πλήρεις κινδύνων, εἰς τὰ ὁποῖα οἱ γνῶσεις καὶ οἱ τρόποι τῆς ἔξω σοφίας οὐδεμίαν βοήθειαν δύνανται νὰ δώσωσιν' ἡ πίστηι ὅμως δὲν νικᾶταί ποτε ἐξ ἐκεῖνων, τὰ ὁποῖα εἶναι δυσυπόφερτα, καὶ δὲν προλαμβάνονται δι'ὅλης τῆς δυνάμεως τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως' ἐπειδὴ ἡ ἀνθρωπίνη γνώσις δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ βοηθήση εἰς τοὺς φανεροὺς πολέμους, οὔτε νὰ παραταχθῆ ἐναντίον τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν ἤ τῶν ἐνσωμάτων δυνάμεων, καὶ ἄλλων πολλῶν.


Δὲν εἶναι κατηγορημένη ἡ ἀνθρώπινη γνῶσις, ἀλλ' ἡ πίστις ὑπάρχει ὑψηλοτέρα αὐτῆς' καὶ δὲν μεμφόμεθα τὴν γνῶσιν, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ λέγομεν ταῦτα, ἵνα διακρίνομεν τοὺς διαφόρους παρηλλαγμένους τρόπους, διὰ τῶν ὁποίων ἡ γνῶσις ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον [...] Ἀλλὰ καὶ αύτὴ ἡ γνῶσις διὰ τῆς πίστεως τελειοῦται, καὶ ἀποκτᾶ δύναμιν, καὶ ὑψοῦται πρὸς τὰ ἄνω, καὶ αἰσθάνεται έκεῖνο τὸ ὁποῖον ὑπάρχει ὑπὲρ πᾶσαν αἴσθησιν, καὶ βλέπει ἐκείνην τὴν αὐγὴν τὴν άκατάληπτον καὶ εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν τῶν κτισμάτων. ἡ γνῶσις εἶναι βαθμὶς διὰ τῆς ὁποίας ἀνέρχεταί τις εἰς τὸ ὕψος τῆς πίστεως, καὶ ὅταν φθάση πλησίον αὐτῆς, δὲν ἔχει πλέον χρείαν τῆς γνώσεως [...]


Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη γνῶσις ἀκολουθῆ τὴν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν, τότε ἐξ ἀνάγκης ἐπασχολεῖται εἰς τὰ ἐξῆς, εἰς τὸν πλοῦτον, εἰς τὴν κενοδοξίαν, εἰς τὸν στολισμὸν, εἰς τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ σώματος, εἰς τὴν σπουδὴν τῆς ἔξω σοφίας, ἥτις κυβερνᾶ τὰ τοῦ κόσμου, καὶ εφευρίσκει ανανεώσεις τῶν τεχνών καὶ ἐπιστημῶν, καὶ ἐν γένει εἰς πάντα ὅσα στολίζουσι τὸ σῶμα εἰς τοῦτον τὸν ὁρατὸν κόσμον. Ὅταν ἡ γνῶσις ἐπασχολεῖται εἰς ταῦτα τὰ εἴδη, γίνεται ἐναντία εἰς τὴν τελείαν πίστιν, καὶ ὀνομάζεται ψιλὴ γνῶσις' καθότι ὐπάρχει γυμνὴ ἀπὸ πᾶσαν θείαν φροντίδα, καὶ φέρει εἰς τὴν διάνοιαν ἄλογόν τινα ἀδυναμία ἐπειδὴ ἐξουσιάζεται ὑπὸ τοῦ σώματος, καὶ πᾶσα αὐτῆς ἡ φροντὶς ἀφορᾶ εἰς τὰ τοῦ κόσμου τούτου.

[...] καὶ ὅμως μεθ'ὅλην αὐτῆς τὴν εἰς τὰ τοιαῦτα σπουδὴν δὲν δύναται νὰ μένη χωρὶς διηνεκῆ φροντίδα καὶ φόβον περὶ τοῦ σώματος' καὶ διὰ τοῦτο τοὺς τοιούτους γνωστικοὺς κυριεύει ἡ ὀλιγοψυχία, ἡ λύπη, ἡ ἀπόγνωσις, ὁ φόβος τῶν δαιμόνων, ἡ δειλία, ἡ περί ληστῶν φήμη, ἡ ἀκοὴ τῶν διαφόρων θανάτων, ἡ φροντὶς περὶ ασθενείας, ἡ μέριμνα τῆς πτωχεύσεως, ὁ φόβος τοῦ θανάτου, τῶν παθῶν καὶ τῶν θηρίων, καὶ πάντα τα τούτοις παρόμοια, τὰ ὁποῖα συμβαίνουσιν εἰς τὴν θάλασσαν τῆς παρούσης ζωῆς, ἥτις ταράττεται νύκτα καὶ ἡμέρα ὑπό τῶν τοιούτων κυμάτων, καὶ ἀναβράζει ταῦτα ἐναντίον αυτῶν. [...]


Εἰς ταύτην τὴν γνῶσιν ὑπάρχει πεφυτευμένον τὸ ξύλον τῆς γνώσεως τῶν καλῶν καὶ κακῶν, τὸ ὁποῖον ἐκριζοῖ τὴν ἀγάπην. Αὕτη ἡ γνῶσις ἐρευνᾶ καὶ ἐξετάζει τὰ μικρὰ σφἀλματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, καὶ τὰς αἰτίας καὶ τὰς άδυναμίας αυτῶν. Αὕτη ἡ γνῶσις κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ δογματίζη, καὶ νὰ ἐναντιῆται εἰς τοὺς λόγους τῶν ἄλλων, καὶ νὰ δολιεύηται διὰ μηχανημάτων καὶ πανουργιῶν καὶ διὰ ἄλλων τρόπων ἅτινα ἀτιμάζουσι τὴν ἀνθρωπότητα. Αὕτη ἡ γνῶσις παρευρίσκεται πανταχοῦ, καὶ εἰς αὐτὴν υπάρχει ἐν ἀληθείᾳ ὑψηλοφροσύνη καὶ ὑπερηφάνεια' καθότι αὕτη πάντα τὰ καλὰ ἀποδίδει εἰς ἑαυτήν, καὶ ὄχι εἰς τὸν Θεόν. [...]

Ἡ γνῶσις τῆς αληθείας διὰ τῆς ταπεινώσεως τελειοποιεῖ τὴν ψυχὴ ἐκείνων, οἵτινες ἀπέκτησαν αὐτήν [...] ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη γνῶσις πρεπόντως ὑπερηφανεύεται έπειδὴ περιπατεῖ στο σκότος καὶ δὲν γνωρίζει ὅτι ὐπάρχει τι ἀνώτερον αὐτῆς. Πάντες οἱ τοιοῦτοι γνωστικοὶ κυριεύονται ἀπὸ ἔπαρσιν καὶ ὑπερηφάνειαν' ἐπειδὴ εἶναι προσηλωμένοι εἰς τὴν γῆν, καὶ πολιτεύονται κατὰ τὰ θελήματα τῆς σαρκός καὶ ἐπιστηρίζονται εἰς τὰ ἴδια αὐτῶν ἔργα, χωρὶς ποσῶς νὰ συλλογίζονται τὰ θεῖα [...]


Ὅταν ἡ πρώτη γνῶσις ὑψωθῆ ἐκ τῶν γηίνων καὶ ἐκ τῆς φροντίδος τῆς ἐργασίας αὐτῶν καὶ ἀρχίσει διὰ τῶν νοερῶν αὐτῆς ὀφθαλμῶν νὰ παρατηρῆ καὶ νὰ ἐξετάζη τοὺς λογισμοὺς αὐτῆς καὶ νὰ καταφρονῆ τὰ πράγματα ἐκείνα ἐκ τῶν ὁποίων πηγάζει ἡ κακία τῶν παθῶν, καὶ ὑψώσει αὐτὴν πρὸς τὰ ἄνω [...] τότε ἡ πίστις καταπίνει αὐτὴν καὶ στραφεῖσα γεννᾶ αὐτὴν ἐξ ἀρχῆς  ὥστε νὰ γίνη ὅλως πνεῦμα.

 


Οὕτοί εἰσιν οἱ τρεῖς τρόποι τῆς γνώσεως, εἰς τοὺς ὁποίους συγκεντροῦται ἅπας ὁ δρόμος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου κατὰ τὸ σῶμα, κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, καὶ ἐντεῦθεν ἄρχεταί τις νὰ διακρίνη τὸ καλὸν καὶ το κακόν' καὶ μέχρις οὗ ἐξέλθη ὁ ΄ἄνθρωπος ἐκ τούτου τοῦ κόσμου, εἰς αὐτοὺς τοὺς τρεῖς τρόπους περιστρέφεται ἡ ψυχή, καὶ ἐργάζεται διὰ τῶν ρηθέντων τριῶν τρόπων τὸ πλήρωμα πάσης ἀδικίας καὶ ἀσεβείας, καὶ τὸ πλήρωμα πάσης ἀρετῆς, καὶ τὸ νὰ ἐρευνᾶ τὸ βάθος ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ πνεύματος, καὶ εἰς αὐτὴν τὴν γνῶσιν κινεῖται πάντοτε ο νοῦς ὅταν ἀνεβαίνη καὶ κατεβαίνη εἰς τὰ καλὰ ἤ κακὰ ἤ μάταια [...] Ταῦτα εἶναι τὰ τρία πλάγια, εἰς τὰ ὁποῖα ἀνεβαίνει καὶ κατεβαίνει ἡ μνήμη τῆς ψυχῆς, ὅταν ἐργάζεταί τις τὴν ἀρετὴν φυσικῶς, ἤ ὑπερφυσικῶς, ἤ ἀπέρχεται νὰ βοσκήση χοίρους ὡς ὁ ἄσωτος υἱός. 


Ἡ πρώτη τάξις τῆς γνώσεως ψυχραίνει τὴν ψυχὴν, καὶ ἐμποδίζει αὐτὴν ἀπὸ τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα τῆς ἀρετῆς' ἡ δευτέρα θερμαίνει αὐτὴν καὶ τὴν κάμνει νὰ προχωρεῖ εἰς τὰ ἔργα τῆς πίστεως' ἡ δὲ τρίτη εἶναι ἀνἀπαυσις' ἐπειδὴ διὰ μονης τῆς φροντίδος τῆς διάνοιας ἐντρυφᾶ ἡ ψυχὴ εἰς τὰ μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰώνος. 


ἀποσπάσματα:

 Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, "Ἀσκητικά" 

(ἐκδόσεις: Μ.Ρηγοπούλου)

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

μια χούφτα σκέψεις στις ράγες του τραίνου...

Άνοιξα τα παραθυρόφυλλα. Σκοτεινιά... Τί παράξενο να μη μπορώ να γράψω με τα παραθυρόφυλλα σφραγισμένα, κι ας είναι νύχτα πια. Θαρρώ πως θα κοντανασαίνω, πως οι σκέψεις μου θ'αμπαρωθούν κι αυτές ασφυκτικά μες στους τέσσερις τοίχους κι έτσι θα μείνουν ακίνητες, ανίκανες να ζωγραφίσουν εικόνες... Πώς ούτε καν σε μένα δε θα μπορούν να φτάσουν κι ο καμβάς του νου θα ξεμείνει δίχως χρώματα και πινέλα. Ίσως γιατί τις έχω μαθημένες λεύτερες να τραγουδούν καθεμιά το δικό της σκοπό, ίσως, πάλι, γιατί έχουν κείνες μαθημένο το βλέμμα μου να προτιμά να πλανάται έστω και στο σκοτάδι και τ'αγνωστο τ'ουρανού, παρά στη θαλπωρή και την ασφάλεια του μανταλωμένου παραθυρόφυλλου.


Σήμερα, λοιπόν, τις ταξίδεψα στις ράγες του τραίνου. Ένας ήλιος χειμωνιάτικος αναζωογονητικός κι εγώ να περπατώ να φτάσω στο λημέρι μου να μαζέψω μυρωδάτα άγρια χόρτα. Κι εκείνες, εκεί, ν'ακροβατούν στις σκουριασμένες ράγες και σταματημό να μην έχουν! Να σκαρφαλώνουν στα βράχια που περπάταγα παιδί προσπαθώντας να αποφύγω τα ορμητικά νερά του καταρράκτη και να στεναχωριούνται για τα σημερινά παιδιά που δε θα νιώσουν ποτέ τούτη τη συγκίνηση... Να γραπώνουν και να σπρώχνουν γελώντας το γιγάντιο μοχλό που αλλάζει την πορεία της αμαξοστοιχίας και να θέλουν σώνει και καλά να διαλέξουν κατεύθυνση όταν η διαδρομή τούτου του τραίνου έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει...



"... Τα άλογα λοιπόν των θεών και οι ηνίοχοι είναι όλοι καλοί κι από καλή γενιά, ενώ στους άλλους είναι ανακατωμένα. Και πρώτα-πρώτα ο δικός μας αρματηλάτης βαστάει με τα χαλινάρια ένα μονάχα ζυγάρι άλογα, κι απ'τα άλογα αυτά το ένα είναι όμορφο κι ευγενικό κι από καλή γενιά, ενώ το άλλο είναι απ'αντίθετη κι αντίθετο. Έτσι η ηνιόχηση είναι σ'εμάς απ'την ίδια τη μοίρα δύσκολη κι επίπονη..." (Πλάτωνος, "Φαίδρος" 246, απόδοση: Ι.Ν. Θεοδωρακοπούλου)

Ξεκίνησα μ'ένα σακίδιο στον ώμο κι ένα μαχαίρι. Το βουητό του νερού ακουγόταν εκκωφαντικό μετά από τις τόσες βροχές. Τα δάχτυλά μου περονιασμένα από την παγωνιά. Ούτε ένα τσιγάρο για συντροφιά. Τα παράτησα στο αυτοκίνητο, έτσι για να τη σπάσω στο "επιθυμητικό" που συνεχώς ζητάει! Τούτο το σώμα μας που δεν αποκάμει να γυρεύει κάτι: ποτό, φαγητό, τσιγάρο, ανάπαυση, σοκολάτα και κάθε είδους ηδονή και γούστο. Είπα λοιπόν κι εγώ να παλέψω να βαστήξω τα δυό μου άλογα γερά, καθώς θα τό'θελε ο Πλάτωνας ή ακόμη κι ο Μάξιμος της Ορθοδοξίας...

"Τί λοιπόν θα έπρεπε να πει κανείς για αυτούς; Όχι πως υπάρχει μες στην ψυχή τους κάτι που τους προστάζει και κάτι άλλο που τους εμποδίζει να πιουν, και πως αυτό το άλλο είναι διαφορετικό από το πρώτο και το νικά; ... Και μήπως άραγε εκείνο που σ'αυτή την περίσταση εμποδίζει, παρουσιάζεται μέσα στην ψυχή όταν παρουσιάζεται, εξ αφορμής του λογισμού, ενώ εκείνα που την τραβούν και τη σέρνουν είναι αποτελέσματα από τίποτα παθήματα και νοσήματα;... Δε θα ήταν λοιπόν παράλογο να ισχυριστούμε πως είναι δύο και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα αυτά, το ένα που την κάνει να στοχάζεται και το λέμε λογικό και το άλλο που ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίχνεται σαν παραλογιασμένο στις τέτοιες άλλες επιθυμίες, αλόγιστο και επιθυμητικό, σύντροφό της σε κάποιες απολαύσεις και ηδονές... Ας το πάρουμε λοιπόν πια για ορισμένο, πως δύο αυτά τα είδη υπάρχουν μες στην ψυχή' όσον αφορά τώρα το θυμό και τη δύναμη που μας κάνει να θυμώνουμε, να είναι τάχα τρίτο είδος....; [...]" (Πλάτωνος "Πολιτεία" 439c-e, απόδοση: Ιωάννου Γρυπάρη)

 


" Άλλα πάθη είναι σωματικά, άλλα ψυχικά. Και τα μεν σωματικά έχουν την αρχή τους στο σώμα' ενώ τα ψυχικά έχουν την αρχή τους στα εξωτερικά πραγματα. Και τα δύο τα αποκόπτει η αγάπη και η εγκράτεια' η μία τα ψυχικά, η άλλη τα σωματικά. Άλλα πάθη είναι του συναισθηματικού (θυμικού) μέρους της ψυχής και άλλα του επιθυμητικού. Και τα δύο ενεργοποιούνται μέσω των αισθήσεων κι η ενεργοποίηση αυτή συμβαίνει όταν η ψυχή απομακρύνεται από την αγάπη και την εγκράτεια. Τα πάθη του συναισθηματικού μέρους της ψυχής πολεμούνται πιο δύσκολα απ'του επιθυμητικού' γι'αυτό και το φάρμακο για το συναισθηματικό (θυμικό) μέρος δόθηκε από τον Κύριο πιο δυνατό: η εντολή της αγάπης." (Μάξιμου Ομολογητού, "Κεφάλαια περί αγάπης" 64-66, απόδοση: Βασιλείου Μπετσάκου)

 


Είχαν περάσει δυο-τρεις ώρες απ' όταν ξεκίνησα δίχως να το καταλάβω. Γύρω μου ακούγονταν μονάχα τα πτηνά του ουρανού και τα βήματά μου. Το βλέμμα βυθισμένο σε καυκαλήθρες και λαγομούστακα, η μύτη πασαλειμένη με χώμα κι οι πρότινες σκέψεις μου ξεχασμένες κάπου βαθιά μες στη λερωμένη παλάμη μου... Σιγά-σιγά ξύπνησες κι εσύ να μου ζητάς πιεστικά μια τζούρα τσιγαράκι και "τί όμορφα θα ήταν εδωνά να σταθείς να ξαποστάσεις να κάνεις δυο και τρεις ρουφηξιές αγναντεύοντας τη θέα"! Κι έπειτα, καθώς το συλλογίστηκες περισσότερο "κι ένα σφηνάκι τσίπουρο, δε θά'ταν καθόλου άσκημο!" κι ίσως και "λίγη καλή παρέα κι ένας μεζές"... Ανάθεμά σε που με τίποτα δε φχαριστιέσαι άνθρωπε! Κι η τόση ομορφιά του Θεού, δε σού'ναι αρκετή! Κι ύστερα μου λένε να μη ζηλεύω τους αγίους που όλα τούτα τά'χουν μέσα τους ταχτοποιημένα και αποζητούν μονάχα την ευλογία και το έλεος του Θεού... 

Πόσο δρόμο έχω ακόμη...

Πόσα εμπόδια να διαβώ...

 


Κίνησα για το δρόμο της επιστροφής. Με τον νου μου καρφωμένο σε μια τζούρα τσιγάρο και το βλέμμα να αναζητά ακόμη μια διέξοδο διαφυγής! Ο δρόμος της επιστροφής πάντα μακρύτερος... πάντα πιο αργός... Στη μια στροφή ξεπρόβαλλε ο ήλιος κι ο φωτισμένος Παγασητικός, στην επόμενη η άγρια βλάστηση σκίαζε τα πάντα. Κοίταζα την ξερολιθιά που ένωνε τ'αποκομένα βράχια κι έδενε τόσο μαζί τους πού'μοιαζε έργο της ίδιας της πλάσης κι αναρωτιόμουν αν οι παλιοί μερεμετίζαν το περιβάλλον τους τόσο ταπεινά για να μην το προσβάλουν με παράταιρες φανταχτερές πρωτοτυπίες όπως οι συγκαιρινοί μου ή αν η ίδια η πλάση με τον καιρό έχει το χάρισμα ν'αφομοιώνει τόσο ταιριαστά τ'ανθρώπινα καμώματα...


Ώρα να σφαλίσω τα παραθυρόφυλλα. Τούτο το μαραφέτι βογγάει και σταματά και κολλά και ζουζουνίζει ασταμάτητα, τόσο που κοντεύει να σκεπάσει τη βοή της ρεματιάς και κινδυνεύω να στοιχειώσει τα όνειρά μου. Έχω να ξεφυλλίσω και τα λόγια κανά-δυο μακρινών κι αγνώστων φίλων μου που με συντροφεύουν πριν κοιμηθώ, να τα κρατήσω για νανούρισμα.



Εκεί στο βουνό των Κενταύρων, που λέτε, υπάρχουν εδώ και χρόνια, οι ράγες ενός τραίνου. Που μια σωπαίνει, μια μιλά. Αν πλησιάσεις το αυτί στην ανάσα τους, θ'αφουγκραστείς πολλά. Ίσως να βρεις κρυμμένες και τις σκέψεις μου, ίσως και δικά σου μυστικά. Δοκίμασε να ελευθερώσεις την ανάσα σου κι όπως διαβαίνεις, επιτέλους να θυμηθείς τί αποζητούσες και τί αποζητάς. Μοναχά, πρόσεξε, αν συναντήσεις τη σπηλιά του Κενταύρου, φρόντισε τούτη νά'ναι του Χείρωνα....

Καλό ξημέρωμα, γειτόνοι!


Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

Μικρό οδοιπορικό...

Ένα πασπάλι μοναχά... Ίσα να λευκοντυθεί το τοπίο, αχνά, μ'ένα αραχνοΰφαντο, εύθραυστο νυφικό κι οι νιφάδες σκόρπιες, ασύνταχτες, θαρρείς αποπροσανατολισμένες, να γυροφέρνουν φλερτάροντας με τις διαθέσεις του αγέρα. Έτσι ξημέρωσε χτές... Μετά από κείνα τα ποτάμια βροχής που ξεπλύναν τις σκόνες και τις αμαρτίες μας, μετά από κείνους τους τρελούς αγέρηδες που σκορπίσαν κλωνάρια και ξεχασμένα υπάρχοντα καταγής... Κι ακολούθησε μια παγωνιά που τό'φτιαξε κριτσανιστό να ραγίζει σε κάθε πάτημα στην πέτρα του καλντεριμιού. Δεν πήγα πουθενά... Μοναχά στο μπακάλικο.

Σήμερα μου κακοφάνηκε και ξεκίνησα να περπατώ προς τα ψηλά να το συναπαντήσω. 

Αναζητώντας την ανάσα της κίνησης και καμιά ζωγραφιά να μου τραβήξει τη σκέψη και τη ματιά.

Όσο ανηφόριζα, το χιόνι πιο πυκνό στο τοπίο. Ξάφνου, έστριψα στο μονοπάτι, με πόθο ν'αντικρύσω το μικρό ξωκλήσι μου χιονοσκεπασμένο. Ο ήλιος ήδη μαλάκωνε το παγωμένο λευκό πέπλο κι ο σχιστόλιθος δάκρυζε στα κρυφά για όλα τα ανομολόγητα...


Έλυσα την πορτοκαλιά κορδέλα, έσκυψα να διαβώ και χαιρέτησα την εικόνα του. Πόσο γλυκός κι όμορφος μου φάνηκε εκεί. Λες και δεν την είχα ξαναδεί! Ποιός τον ζωγράφισε; Ποιός σκάλισε τόσο "παιδικά" το όνομά του; Πόσο παράξενο... σαν να ξανασυστηνόμαστε μετά από τόσα χρόνια...


Ένα μικρό μεταλλικό τάμα, πρασινισμένο από την υγρασία, πεσμένο παραδίπλα. Το σήκωσα. Ποιός ξέρει τί προσευχές έκρυβε φυλαγμένες; 

Το βλέμμα μου καρφώθηκε στις χαρακιές της παλιάς ξύλινης πόρτας. Λες και καθρέφτιζε τις πληγές αιώνων. Σαρακοφαγωμένη εδώ κι εκεί να θυμίζει θαρρείς το σαράκι που μαραίνει τη γενιά μας...


Έριξα μια τελευταία ματιά στα βιαστικά -έτσι κι αλλιώς σήμερα βάδιζα λιγουλάκι σα μετέωρη κι υπνωτισμένη- και στράφηκα προς στην έξοδο. Ένα κατώφλι χαμηλό, ίσα με το μπόι ενός παιδιού, να σου σιγοψιθυρίζει πως στο κατώφλι του Θεού πλησιάζουν μοναχά οι ταπεινοί...


Ανηφόρισα, μέχρι να μπορέσει ν'απλωθεί όλο το βλέμμα μου στη θάλασσα... Μια θάλασσα που ο εκθαμβωτικός ήλιος της χάριζε ξανά το διάφανο φόρεμά της! Ν' αποκοπεί από τη γη και τα χρώματα κι όλους εμάς που μπουσουλάμε άχαρα στο βυθό της και να ενωθεί με τα ουράνια...


Ακολούθησα τα χνάρια της γάτας με τη ματιά και μου φάνηκαν πάνω στη στέγη σαν όμορφη ζωγραφιά. Ίσως γιατί αποτύπωναν μια, έστω, φευγαλέα εικόνα ελευθερίας που, δυστυχώς, δεν αντικρύζω σχεδόν πουθενά πια...

Καλό ξημέρωμα άνθρωποι!