Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης (Λίβισι Μ.Ασίας 5/11/1920 - Εύβοια 21/11/1991) |
"Μα είχε τόσο θερμή αγάπη και αφοσίωση στους αγίους και τον Θεό, που γέμιζε, πλημμύριζε ολόκληρος. Δεν έμενε στο νου και την καρδιά του ούτε τόση δα γωνίτσα να χωθεί ο πειρασμός. Η αγάπη του αυτή τον θέρμαινε και τον απορροφούσε τόσο, που λησμονούσε τη σωματική ασθένεια και τη φοβερή κόπωση. Όλος γινότανε πνεύμα. Μιλούσε με τους αγίους, γύρω του φτερούγιζαν άγγελοι, ευφροσύνη κυριαρχούσε στο είναι του ολόκληρο. Η μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών ήτανε μερικά εδώ, στο κελί του εκλεκτού σκεύους, δηλαδή στην καρδιά και το νου του πατρός Ιακώβου. [...]
Όπου λειτουργούσε -στα χωριουδάκια- κι όπου πήγαινε με την κάρα του οσίου Δαβίδ, θέλανε δε θέλανε οι χριστιανοί εντυπωσιάζονταν. Κάτι τους μετέδιδε, κάτι τους ενέπνεε κι ας μην έβγαζε λόγους. Εκείνο το ιλαρό και γεμάτο καθαρή αγάπη πρόσωπο, το φωτισμένο του μέτωπο, τα μάτια που αγκαλιάζανε τον άνθρωπο και η θωπευτική επιβλητικότητα της φωνής του... όλα παραξενεύανε τους ανθρώπους. Έπρεπε νά'ναι από πέτρα κανείς ή πορωμένος, για να μη νιώσει ότι κάτι αλλιώτικο είναι ο μοναχός τούτος. Κι αυτό το αλλιώτικο δε μπορεί παρά να είναι θείο, αφού κι αγάπη εκπέμπει και ειρήνη φέρνει γύρω του.
Πράγματι, όταν καθόσουνα κοντά του, μίλαγε δε μίλαγε, ασυναίσθητα, ειρήνευες. Σου μετέδιδε ηπιότητα, εσωτερική ησυχία, ειρήνη. Το δώρο τούτο το διαθέτουνε μόνο οι άνθρωποι του Θεού, τα εκλεκτά του σκεύη, αυτοί που τον αγαπούν πολύ και τον διακονούν με αφοσίωση. " (*1)
"Με τον καιρό, ο Γέροντας έβλεπε τον κόσμο να αυξάνεται. Δεν ερχόντουσαν πλέον οι κάτοικοι των γύρω περιοχών μόνο, αλλά κατέφθαναν επισκέπτες κι από μακριά. Και μαζί με τον απλό κόσμο, ερχόντουσαν και αξιωματούχοι, ή πρόσωπα με κάποια, όπως λέμε, "κοινωνική επιφάνεια": αρχιερείς, καθηγητές πανεπιστημίου, γιατροί διάσημοι, επιφανείς δικηγόροι, αρεοπαγίτες κι ένα σωρό άλλοι. Κι ο Γέροντας μου έλεγε:
-Πάτερ μου, τί βρίσκουν σ'εμένα τον χοϊκό Ιάκωβο; Τί έρχονται να κάνουν τόσοι επιστήμονες σε μένα τον αγράμματο;
Κι έβλεπες ότι τα λόγια του τα εννοούσε. Η απορία του ήταν ειλικρινής κι ανυπόκριτη. Ποτέ του δεν περηφανεύτηκε για το πλήθος του κόσμου που συνέρρεε να τον δει, ούτε για τα "υψηλά πρόσωπα" που τον επισκέπτονταν. Ποτέ δεν κόμπιασε για την ικανότητά του να παραστέκεται στους ανθρώπους και να τους λύνει τα προβλήματα, να τους "αναπαύει". Ποτέ δεν καυχήθηκε που οι άνθρωποι έφευγαν από το μοναστήρι αλλαγμένοι, αναπαυμένοι, ενθουσιασμένοι. Ήταν γεμάτος ταπείνωση και γεμάτος αγάπη!" (*2)
"Πρόσεχε πολύ τη στεναχώρια στους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Ήξερε καλά ότι αυτή αποτελούσε την οδυνηρή αρρώστια του κόσμου. Του το είχε πει ο ίδιος ο όσιος Δαβίδ μια μέρα, που τον είδε να βγαίνει απ'την εικόνα του και να λέει: "Η μεγαλύτερη αρρώστια σήμερα είναι η στεναχώρια."
Όταν τον έβλεπες τον γέροντα χαρούμενο, παρά τις φοβερές ανίατες αρρώστιες του, τότε καταλάβαινες ότι είχε νικήσει τον κόσμο και τη στεναχώρια του. Άλλωστε, το έλεγε συχνά, χωρίς να το εξηγεί θεολογικά: "Εμένα, είναι περιβόλι η καρδιά μου!"
Πώς ήτανε περιβόλι με τόσα βάσανα, το ήξερε μόνο εκείνος, ο όσιος Δαβίδ και ο Θεός. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο πνευματικής απάθειας, που θλιβότανε για τον πόνο των άλλων και δε λυπότανε για τον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον άκουσαν, στο βαρύ χειμώνα, που ιδιαίτερα υπέφερε πολύ, να μιλάει σ'ένα πουλάκι: "Πόσο σε λυπάμαι που κρυώνεις. Εγώ φοράω κάλτσες, έχω και σκεπάσματα και θέρμανση. Αχ, να μπορούσα να σας μάζευα όλα τα πουλάκια σε ένα δωμάτιο, να σας έριχνα και τροφή και να σας είχα και θέρμανση... αλλά, βλέπετε, με φοβόσαστε...".
Κατόπιν είδε το πουλάκι που έχωνε το κεφαλάκι του στα φτερά του και συνέχισε: "Έχει φροντίσει και για σας ο Θεός... Σας έχει δώσει τα φτερά..."." (*1)
"Όσο προχωρούσε το 1990, τόσο οι δυσκολίες μεγάλωναν. Και η λίγη κίνηση του δημιουργούσε φοβερά προβλήματα. [...] Δε σταματούσε να λέει την ευχή μα ένιωθε πολύ άσκημα, για αυτό και, μόλις συνερχόταν, σηκωνότανε, φορούσε το πετραχηλάκι, γονάτιζε κι άρχιζε Παρακλήσεις και προσευχή. Η προσευχή του ήταν απλή. Κρατούσε το κομποσκοίνι στο αριστερό χέρι, έγερνε λίγο δεξιά το κεφάλι, ακούμπαγε συχνά τον δεξί του αγκώνα στο ξύλινο ερμάρι, και, ώρες ατελείωτες, έλεγε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.".
Εκεί τον άκουγε ο μοναχός να λέει με πάθος την ευχή. Να βγαίνει από μέσα του με βία, λες και ξεκολλούσε το είναι του ολόκληρο. Άλλοτε όμως, ανοίγοντας διακριτικά την πόρτα, τον έβλεπε που η ευχή έβγαινε ήρεμα, εύκολα, ανακουφιστικά, λες και απολάμβανε τις λέξεις. Τότε τον έβλεπε διαφορετικόν. Τα μάτια, το μέτωπο... είχανε ιλαρότητα και χαρά... και τα πλούσια γένια του ολόλευκα, στιλπνά... Στεκόταν και απολάμβανε ντροπαλά ο μοναχός. Το καταλάβαινε ο γέροντας και στρεφόταν: "Μην προσέχεις, παιδί μου, μια απλή ικεσία έκανα!". Πιο συχνά όμως το έκρυβε κι αυτό ο γέροντας. [...]
Τηλεφωνικά ή παρόντες απ'έξω, ζητούσανε την προσευχή του γέροντα, στον οποίο εξηγούσε ο μοναχός την περίπτωση του καρκινοπαθή, του ατέκνου, του ψυχοπαθή, του βαριά άρρωστου, του απελπισμένου... Τότε ο γέροντας σήκωνε ψηλά τα χέρια: "Μνήσθητι, Κύριε, του δούλου σου, αυτός που έχει την κακιά αρρώστια στο Λονδίνο... ξέρεις εσύ πως είναι το όνομά του!"
Παραξενευότανε ο μοναχός με τον τρόπο τούτο, δεν τού'λειπε η τόλμη, και ρώτησε μια μέρα: "Καλά, γέροντα, έτσι κάνεις προσευχή;"
"Παιδί μου, ο Θεός δε θέλει βαττολογίες, καρδιά καθαρή θέλει και απλότητα!"." (*1)
(*1): Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, "Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης", εκδόσεις Ουρανός
(*2): Παύλου Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης, "Άνθρωπος που δεν είναι ταπεινός δεν μπορεί να αγαπήσει. Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης όπως τον έζησα.", εκδόσεις Εν πλω