Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Την οργή των νεκρών να φοβάστε....

 



Ξημερώνει Ψυχοσάββατο... Δυο τρεις μέρες τώρα παλεύει να ντυθεί στα λευκά το τοπίο, μα θαρρείς ούτε τούτο το χιόνι δε δέχεται να καλύψει τις πομπές και τα σκοτάδια μας! Πασπαλίζει τις στέγες στα ψηλά, μα όσο πλησιάζει κι αγγίζει τα χαμηλά στέκεται μοναχά εδώ κι εκεί, φουσκώνει στους χωμάτινους αρμούς του καλντεριμιού, αλλά την πέτρα την αφήνει γυμνή.  Και μόλις θαρρείς φορτσάρει να γεμίσει τα κενά, γίνεται κάτι σαν γκρίζα νερουλιασμένη γρανίτα και χάνεται.

Πασπάλι ζάχαρης στο κόλλυβο, τούτο το χιόνι στη γη. Στο κόλλυβο όλων τούτων των ημερών που οι νεκροί ανασαίνουν.... Κι είναι το στάρι υγρό απ'τα δάκρυα και λεκιάζει με στάμπες την άχνη. Λες και ντράπηκε η ζάχαρη ν'αναμείξει τη γλύκα της με τόσο πόνο και βυθίζεται για να κρυφτεί....

Την οργή των νεκρών να φοβάστε....

Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"

Χορεύουν οι νιφάδες του χιονιού έξω απ'το παράθυρό μου... Πυκνές, αλλά αδύνατες. Δεν είναι εύκολο να αλλάξει το τοπίο... Θέλει στέρεους λυγμούς και ισχυρούς δεσμούς για να κρουσταλλώσουν τα κύτταρά τους... Χοροπηδούν ακόμη στα τυφλά χωρίς κατεύθυνση... Ίσα να σου θυμίσουν πως είναι το λευκό, ίσα να σκεπάσουν λίγο τη βρωμιά μπας κι ανασκαλίσεις λίγο τη μνήμη σου. Μπας και θυμηθείς  και γραπώσεις τούτο το άλφα το ανυπότακτο και κάνεις την λήθη σου ξανά α-λήθεια...

Πώς φτάσαμε ως εδώ; 

Πώς καταλήξαμε νεκροί;

"ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς." (Κατά Ματθαίον η22)


Πώς καταλήξαμε να νιώθουμε ζωή αυτό που ζούμε;

"οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν." (Κατά Ματθαίον η32)


ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς
καὶ κάλει: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο:
Εὐρύλοχος δ᾿ ὑπέμεινεν, ὀισάμενος δόλον εἶναι.
εἷσεν δ᾿ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν

οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα: ἀνέμισγε δὲ σίτῳ
φάρμακα λύγρ᾿, ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾿ ἔπειτα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε

καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος, ὡς τὸ πάρος περ.
ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο, τοῖσι δὲ Κίρκη
πάρ ῥ᾿ ἄκυλον βάλανόν τε βάλεν καρπόν τε κρανείης
ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
(Ομήρου Οδύσσεια κ230-243)


"Τρέχει στὴ θύρα τὴ λαμπρὴ κι ἀνοίγει τότε ἡ Κίρκη,
καὶ τοὺς καλεῖ· καὶ μπήκανε χωρὶς νὰ στοχαστοῦνε·
ὅμως δὲν μπῆκε ὁ Εὐρύλοχος, φοβώντας κάποιο δόλο.
Τοὺς πῆρε καὶ τοὺς κάθισε σὲ θρόνους καὶ καθέδρες·
τυρὶ κι ἀλεύρια καὶ ξανθὸ μέλι τοὺς ἀναδεύει
μὲ κρασὶ Πράμνειο, κι ἔσμιξε κακόχυμα βοτάνια,
ποὺ πίνοντας τὴν πατρικὴ τὴ γῆς τους νὰ ξεχάσουν.
Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ' ἐκείνη
χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεῖ στὶς χοιρομάντρες·
κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι
καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα.
Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη
τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια,
ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε."
(απόδοση:Α.Εφταλιώτη)

[...]
Σουρούπωσε... Το χιονάκι ακόμη πιο ψιλό όσο πέφτει το σκοτάδι. Το κρύο ακόμη πιο δριμύ. Οι καμπάνες σιγήσαν. Οι προσευχές κόπασαν. Οι προσφορές μοιράσθηκαν. Οι κεκοιμημένοι -όσοι δε λησμονήθηκαν ακόμη- αφουγκράστηκαν τα ονόματα και δυο σταλαμίδες δροσιάς... Προσμένουν, τώρα, το ξημέρωμα, να κοινωνήσουν μαζί μας....




Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"

"... και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων.!..."


"...οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς.
νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·..." 
(κατά Ιωάννη ιβ 31)


Το Τριώδιο άνοιξε, οι μάσκες πέσανε. Λιγοστοί περιφέρονται ακόμη -σαν τις άτακτες, αδύναμες νιφάδες που σκορπάει ο άνεμος παντού- να επιμένουν να πιστεύουν σε τούτο το άθλιο Καρναβάλι. Αλλά ξεχνούν, πώς, όσο μεγάλη κι αν είναι τούτη η πομπή, ακόμη κι αν αμέτρητοι -αθώοι κι ένοχοι- συναινούν και συμμετέχουν σε τούτη την παρέλαση,  ΠΑΝΤΟΤΕ στο τέλος της βραδιάς οι ίδιοι είναι που το βασιλιά Καρνάβαλο θα τον κάψουνε. Νυν και αεί η μοίρα του είναι η πυρά.... 

"[...] περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται." (Κατά Ιωάννην ιστ 11)

"... ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις..." (Προς Εφεσίους 6,11)

Οδυσσέα Ελύτη, "Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα 1ο"



Στο πείσμα των εχτρών .... ανάντισα κρατήθηκα ψυχώθηκα κραταιώθηκα....


Σκοτείνιασε για τα καλά. Ξημερώνει Σάββατο των ψυχών. Κι αμέσως μετά ακολουθεί η Κυριακή της Αποκριάς ή, αλλιώς, η Κυριακή της Κρίσεως: 
" ῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. "(Κατά Ματθαίον ΚΕ' 31-46)

- Μα, τελικά, πόσο ταιριαχτά και πόσο ταχτοποιημένα όλα τούτα... Το χιόνι με το κόλλυβο, οι ψυχές με τ'άψυχο κορμί, η Κρίση της περικοπής με έναν κόσμο που ξεψυχά, το βλέμμα της μάνας με την Ανάσταση.  Θαρρείς και μια σιωπηρή κραυγή τα στοίβαξε μεμιάς όλα μαζί μέσα στα συναξάρια... Παραμονές Σαρακοστής, καθώς ανοίγουν οι Πύλες της Μετανοίας...

"Και το θλιβερότερο, βέβαια, από όλα, ή, για να μιλήσω πιο αληθινά, το πιο βαρύ, που και λέγοντάς το γεμίζω οδύνη, πόσο μάλλον υποφέροντάς το, είναι ο χωρισμός από το Θεό και τις άγιες δυνάμεις του και η συντροφιά με το διάβολο και τους πονηρούς δαίμονες που διαρκεί στον αιώνα και δεν αφήνει να ελπίσουμε καμιά απελευθέρωση από αυτά τα δεινά..." (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού- "Μαξιμιανόν Ταμείον [λήμμα: κόλασις], Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου)

" Τι είναι η κόλαση;
Υποστηρίζω ότι είναι ο πόνος του να μην μπορείς να αγαπάς..."
 (Ντοστογιέφσκυ, "Αδελφοί Καραμαζώφ")

Κοντεύουν μεσάνυχτα και ξαναγυρνώ εδώ. Κι αναρωτιέμαι... Ποιούς τάχα ονοματίζουμε νεκρούς, ποιούς ζωντανούς και ποιούς κεκοιμημένους; 

"...οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ᾿ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν·..." (Κατά Ιωάννην ιδ 30)

Την οργή των νεκρών να φοβάστε.... ζώντων και κεκοιμημένων....



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Βαρσανουφίου και Ιωάννου ερωταποκρίσεις

 

Μνήμη των οσίων Βαρσανούφιου και Ιωάννου

(6 Φεβρουαρίου)

"Κείμενα Διακριτικά και Ησυχαστικά"

Ερωταποκρίσεις (αποσπάσματα)


{ιζ'}

"[...] Πρώτον σε ελέγχω: Ονόμασες τον εαυτό σου αμαρτωλό και στην πράξη δεν τον έχεις για τέτοιο. Διότι αυτός που πιστεύει ότι αμαρτωλός και αίτιος για τα κακά που γίνονται, δεν αντιλέγει σε κανέναν, δε μάχεται, ούτε οργίζεται εναντίον κάποιου, αλλά όλους τους θεωρεί καλύτερους απ'αυτόν. Αν λοιπόν σε χλευάζουν οι λογισμοί ότι είσαι αμαρτωλός, πώς κινούν την καρδιά σου ενάντια στους καλύτερους από σένα; Πρόσεχε αδελφέ' δεν είναι αλήθεια, διότι δεν φθάσαμε ακόμη να θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς.

Αν κάποιος αγαπά αυτόν που τον ελέγχει, είναι σοφός.  Αν λέει πως τον αγαπά και όσα ακούει απ'αυτόν δεν τα κάνει πράξη αυτό φανερώνει ότι, αντί αγάπης, τρέφει στην καρδιά του το μίσος. Εάν είσαι αμαρτωλός, γιατί μέμφεσαι τον πλησίον σου και τον κατηγορείς ότι εξαιτίας του δοκιμάζεις θλίψη; Δεν ξέρεις ότι ο καθένας πειράζεται από τις διεργασίες της δικής του συνείδησης, που κάνει σε κάθε περίπτωση και αυτές του φέρνουν τη θλίψη; Αυτό εννοούσα με αυτό που σου έγραψα για τους αδελφούς, δηλαδή ότι μπορεί να σου δείξουν στα πράγματα ένα κουνούπι και συ να το δεις καμήλα κτλ. Θα έπρεπε δε να κάνεις εντατική προσευχή, ώστε ο Θεός να σε αξιώσει να έχεις πάντοτε τον ίδιο με αυτούς φόβο Θεού. 

Το ότι δε αποκάλεσες τον εαυτό σου ανόητο, μη χλευαστείς πως το πιστεύεις! Ερεύνησε τον εαυτό σου και θα βρεις ότι δεν το ζεις έτσι. Διότι, αν το ζούσες έτσι, όφειλες να μην οργιστείς, αφού ο ανόητος δε μπορεί να διακρίνει αν έγινε καλώς ή κακώς ένα πράγμα. Αλλά ο ανόητος ονομάζεται μωρός. Και ο ανόητος και ο μωρός ερμηνεύεται ανάλατος. Και ο ανάλατος πώς μπορεί να καρυκεύει και να αλατίζει άλλους; Πρόσεχε, αδελφέ, διότι χλευαζόμαστε και λέμε μόνο λόγια, ενώ τα έργα μας δείχνουν τί πραγματικά είμαστε. 

Τότε πάλι που προσπαθούμε να αναιρέσουμε τους λογισμούς μας δεν παίρνουμε δύναμη, επειδή έχουμε δεχτεί εκ των προτέρων την κατάκριση του πλησίον και έτσι χάνει το πνεύμα μας την ουσιαστική του δύναμη. Και μετά κατηγορούμε τον αδελφό μας, ενώ εμείς οι ίδιοι είμαστε οι ένοχοι. Αν γνωρίζεις ότι το παν εξαρτάται από τον ελεήμονα Θεό και δεν είναι ούτε "του θέλοντος ούτε του τρέχοντος", γιατί δεν αποδέχεσαι και δεν αγαπάς τον αδελφό σου με τέλεια αγάπη; Πόσοι, στ'αλήθεια, ήθελαν να συναντήσουν εμάς τους Γέροντες και έκαναν το παν, έτρεχαν, αλλά δεν τους δόθηκε; Και κάποιος άλλος, ενώ καθόταν αμέριμνος, έστειλε εμάς ο Θεός προς αυτόν, και τον έκανε τέκνον μας γνήσιο' διότι ο Θεός αγαπά τη βαθιά και αφανή προαίρεση. [...]"

{ιε'}

"[...] Έχε το νου σου να μη σε ξεγελάσουν οι πονηροί δράκοντες και χύσουν μέσα σου το δηλητήριό τους, διότι είναι θανατηφόρο. Κανένας, ποτέ, δεν επιχειρεί να διορθώσει με το κακό το καλό, διότι ζημιώνεται ο ίδιος, χρησιμοποιώντας το κακό, αλλά με το καλό διορθώνει το κακό. (Ρωμ.12,21) [...]"

{λα'}

"[...] Αγαπήστε τους ως αδελφούς γνήσιους και φροντίστε ώστε ο λογισμός σας να αναπαύσει το δικό τους λογισμό.[...]"

{κα'}

"[...] Αν πάλι υπάρξει ανάγκη να δώσεις μια διαταγή σε κάποιον, εξέτασε τον εαυτό σου μήπως προκειται να βγει η διαταγή από μέσα σου αναμεμειγμένη με εμπάθεια. Και αν σου φανεί ότι δεν θα ωφελήσει, κρύψε το λογισμό σου κάτω απ'τη γλώσσα σου, ενθυμούμενος αμέσως εκείνον που είπε: "Τί έχει να ωφεληθεί ο άνθρωπος εάν κερδίσει όλον τον κόσμο και βλάψει την ψυχή του;" (Ματθαίος 16,26). Μάθε δε τούτο, αδελφέ μου, ότι κάθε λογισμός, ο οποίος, πριν να φανερωθεί, δεν έχει τη γαλήνη της ταπεινώσεως, δεν είναι κατά Θεό, αλλά φανερά προέρχεται από τα αριστερά. Διότι ο Κύριός μας έρχεται πάντα με γαληνότητα, ενώ όλα όσα κάνει ο αντίδικος γίνονται με ταραχή και ακαταστασία. Έστω κι αν φαίνονται ότι φορούν ένδυμα προβάτων, όμως από την ταραχή που υπάρχει φανερώνονται ότι είναι μέσα τους λύκοι αρπακτικοί. Διότι λέει: "Από τους καρπούς τους,θα τους γνωρίζετε." (Ματθαίος 7,16). Είθε να δώσει ο Θεός σε όλους σύνεση, για να μην πλανηθούν από τις αρετές τους, "αφού όλα είναι γυμνά και ξεσκεπασμένα μπροστά στα μάτια Του" (Εβρ. 4,13)." 

{λα'}

"[...] Μικροψυχείς στις θλίψεις σαν ένας σαρκικός άνθρωπος, επειδή δεν αποδέχτηκες ότι "θλίψεις θα είναι απλωμένες μπροστά σου." (Πραξ.20,23), όπως το Πνεύμα είπε και στον απόστολο Παύλο. Και μ'αυτό τον ικάνωσε να προσκαλεί αυτούς που ήταν μαζί στο πλοίο να μην χάνουν τη χαρά τους (Πραξ.27,22). Δεν γνωρίζεις ότι "είναι πολλές οι θλίψεις των δικαίων" (Ψαλ.33,19) και σ'αυτές οι δίκαιοι δοκιμάζονται όπως το χρυσάφι στη φωτιά; Αν λοιπόν είμαστε δίκαιοι, ας δοκιμαστούμε με τις θλίψεις. Αν πάλι είμαστε αμαρτωλοί, ας τις υπομένουμε ως άξιοι για αυτές, διότι η δοκιμασία οδηγεί λίγο-λίγο στην υπομονή. (Ρωμ.5,3)."

{λε'}

"[...] Αδελφέ, η απόκριση σε αυτούς τους τρεις λογισμούς, για τους οποίους με ρωτάς, είναι μία. Μη βιάζεις την προαίρεση κανενός, αλλά σπείρε με ελπίδα. Διότι και ο Κύριός μας δεν ανάγκασε κανέναν, αλλά ευαγγελιζόταν και όποιος ήθελε Τον άκουγε."

* Βαρσανούφιου και Ιωάννου"Κείμενα Διακριτικά και Ησυχαστικά" (Ερωταποκρίσεις), εκδόσεις "Ετοιμασία" (Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέας)

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Στον Άγιο Διονύσιο του Ολύμπου τον θαυματουργό!



Άγιος Διονύσιος Ολύμπου θεωρείται από τους χριστιανούς και κυρίως από τους παρολύμπιους κατοίκους θαυματουργός και «Βροχοφόρος». Οι κάτοικοι του Κοκκινοπλού ως παρολύμπιοι και γεωργοκτηνοτρόφοι (υψόμετρο 1250) πίστευαν βαθιά στη βοήθειά του και στα θαύματά του γι’ αυτό και είχαν ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Σε περιόδους ανομβρίας έστελναν στο μοναστήρι δυο τρεις εθελοντές, οι οποίοι δανείζονταν κάποια από τα λείψανα του Αγίου. Ύστερα από τρεις συνολικά μέρες ταξιδιού, μέσα από δύσβατα μονοπάτια του Ολύμπου επέστρεφαν στο χωριό, έχοντας μαζί τους τον αγαπημένο τους Άγιο. Η υποδοχή λάμβανε χώρα έξω από το χωριό από εκατοντάδες κατοίκους σε ένα κλίμα συγκινητικό και θρησκευτικής κατάνυξης. Ύστερα από μια σύντομη ιεροτελεστία τα λείψανα του Αγίου περνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά και από σπίτι σε σπίτι σε όλο σχεδόν το χωριό μένοντας στο κάθε νοικοκυριό ένα 24ωρο. Αφού περνούσαν αρκετές μέρες, τα λείψανα έπαιρναν και πάλι το δρόμο της επιστροφής, αφού πρώτα λάμβανε χώρα η σχετική, επίσης συγκινητική ιεροτελεστία της αποχώρησης, και αφού ο θαυματουργός Άγιος Διονύσιος είχε κάνει ήδη το θαύμα της βροχόπτωσης. [...]



[...] Τον παλιό καιρό (αρκετές φορές και στη σύγχρονη εποχή), όταν υπήρξε παρατεταμένη ανομβρία, ή «πειραγμένη» (χαλασμένη) σοδειά, ή όταν τα κοπάδια δεν πήγαιναν καλά, οι Κοκκινοπλίτες κατέφευγαν στον Άγιο Διονύσιο Ολύμπου και ζητούσαν τη μεσολάβησή του για βοήθεια. Έτσι, αφού πρώτα πραγματοποιούσαν μια μικρή συνέλευση στην εκκλησία του χωριού αποφάσιζαν να στείλουν δύο ή και τρεις εθελοντές στη μονή του Αγίου Διονυσίου Ολύμπου για να πάρουν κάποια από τα θαυματουργά λείψανα του Αγίου και να τα φέρουν στο χωριό.

Ύστερα από όλα αυτά, οι εθελοντές ξεκινούσαν με τα άλογα μέσα από γνωστό, αλλά δύσβατο μονοπάτι του Ολύμπου και πήγαιναν στο Μοναστήρι που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ολύμπου (ανατολικά) στο φαράγγι του Ενιπέα. Εκεί τους υποδέχονταν οι μοναχοί με κωδωνοκρουσίες και τους φιλοξενούσαν μέχρι να ξεκουραστούν αυτοί και τα ζώα τους.

Στη συνέχεια λάμβανε χώρα μια σύντομη ιεροτελεστία «παράδοσης και χρέωσης του Αγίου». Παρέδιδαν δηλαδή οι μοναχοί στους πιστούς ένα ασημένιο σεντουκάκι, βάρους ενός κιλού περίπου, στο οποίο μέσα φυλάσσονταν κάποιο λείψανο του Αγίου Διονυσίου. Έτσι οι απεσταλμένοι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής, ενώ κατά την αναχώρηση χτυπούσαν και πάλι οι καμπάνες της μονής.[...]


Παλαιά Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω


[...] Όλη η πομπή πήγαινε πρώτα στο παρεκκλήσι του χωριού, όπου ο ιερέας διάβαζε διάφορες ευχές για βροχόπτωση, βλάστηση, καρποφορία και κυρίως την εξής: «… την δε γην κατεκόσμησας χλόη και χόρτων και ποικιλία σπερμάτων σπορίμων κατά γένος, και πάσιν άνθεσι μορφώσας εις ευκοσμίαν, και ευλογήσας αυτήν. Αυτός και νυν, Δέσποτα, επίβλεψον εξ Αγίου κατοικητηρίου σου, επί το κτήμα τούτο και ευλόγησον αυτόν, και διαφύλαξον από πάσης φαρμακείας και επαοιδίας και παντός κακού περιεργείας τε πονηρίας, και πανουργίας ανθρώπων πονηρών…». [...]


Παλαιά Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω


[...] Στη συνέχεια και με προκαθορισμένη σειρά, κάθε οικογένεια έπαιρνε για ένα 24ωρο τον Άγιο στο σπίτι. Ανάλογα με την οικονομική της επιφάνεια, αλλά και την ευχαρίστησή της έδινε κάτι στον Άγιο. Από το συνολικό ποσό των χρημάτων που συγκεντρώνονταν, ένα μέρος έπαιρνε το μοναστήρι και ένα μέρος το χωριό (κυρίως για έργα της εκκλησίας).

Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία ο Άγιος (τα λείψανα) έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής περίπου με την ίδια διαδικασία. Να σημειωθεί ότι πάντοτε πήγαιναν να πάρουν τον Άγιο άνδρες, ενώ μια φορά (στα τέλη της δεκαετίας του ‘60) το έκαναν αυτό τέσσερες τολμηρές και πολύ πιστές γυναίκες από τα Καλύβια (το νέο χωριό των Κοκκινοπλιτών), οι οποίες πραγματοποίησαν την δύσκολη, επίπονη και επικίνδυνη αυτή αποστολή, όχι με άλογα, αλλά με γαϊδουράκια."

Βασίλειος Καϊμακάμης, Αναπλ. καθηγητής ΤΕΦΑΑ-ΑΠΘ





Εκεί, στους πρόποδες του ξακουστού Ολύμπου, βρίσκεται η Μονή του Αγίου Διονυσίου, του εν Ολύμπω:

> Η πολύπαθη παλαιά Μονή της Αγίας Τριάδος που είχε ιδρυθεί από τον Άγιο Διονύσιο (16ος αιώνας):

Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἔγινε ἀδιάσπαστο κομμάτι τῆς μακραίωνης ἱστορίας, τῆς κοινωνίας καὶ τῆς παιδείας τοῦ τόπου. Ὑπῆρχε συγκροτημένο ἁγιογραφικὸ ἐργαστήριο καί κέντρο ἀντιγρα-φῆς χειρογράφων, χάρη στὸ ὁποῖο διασώθηκαν πολλὰ πα-λαιὰ κείμενα. Στὸ Σχολεῖο τῆς Μονῆς φοίτησαν πολλοί μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ μεγάλοι ὁπλαρχηγοὶ τῆς περιοχῆς, ἴσως καί ὁ Ρήγας Φεραῖος.
Ἔμελλε ὡστόσο τὸ Μοναστήρι νὰ πληγεῖ. Νὰ ὑποστεῖ βαρὺ τίμημα γιὰ τὴ συμβολή του στὴν ἐκπαίδευση τῶν πιστῶν, στὴν προστασία τῶν παραδόσεων. Τὸ 1821, πυρπολήθηκε ἀπὸ τὸν Βελῆ Πασᾶ, γιὸ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Μετὰ ἀπὸ τριήμερη μάχη ὁ ἡγούμενος Μεθόδιος Παλιούρας κρεμάστηκε μαζὶ μὲ 12 ἀκόμη μοναχοὺς στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς Λάρισας. Στὴν Ἐπανάσταση τοῦ Ὀλύμπου τὸ 1878, ἡ Μονὴ συμμετεῖχε καὶ πάλι ἐνεργά: προσφέροντας καταφύγιο στὰ γυναικόπαιδα τοῦ Λιτόχωρου, κατέλυσε τὸ ἄβατο τῶν γυναικῶν γιὰ πρώτη φορά. Τὸ Μετόχι στὴν Σκάλα χρησιμοποιήθηκε σὰν σταθμὸς ἀνεφοδιασμοῦ καὶ ἀποβιβάσεως τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, ὑπῆρξε ἐκ νέου καταφύγιο ἀγωνιστῶν καὶ σταθμὸς ἀνεφοδιασμοῦ.
Παρόλες ὅμως τὶς ἀλλεπάλληλες φυσικὲς ἤ ἠθελημένες καταστροφὲς καὶ τὶς ἀδιάκοπες λεηλασίες, ἡ Μονὴ συνέχισε νὰ προστατεύει τοὺς κατοίκους τοῦ Ὀλύμπου μὲ τὴν ἱερὴ σκιὰ της.
Στὶς 29 Ἀπριλίου, ἡμέρα Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, πεζοπόρα τμήματα Γερμανῶν ἀνέβηκαν στὸ Μοναστῆρι καὶ μὲ ἐκρηκτικὰ τὸ κατέστρεψαν.
Σήμερα μετὰ ἀπὸ δεκαετίες ἐρημώσεως, ἡ ἀγάπη τῶν μοναχῶν καὶ τῶν πιστῶν γιὰ τὸν Ἅγιο, ἀγκαλιάζουν ξανὰ τὸ Μοναστῆρι. Ὁ κυρίως Ναός, τό Καθολικό, ἀποκαταστάθηκε σύμφωνα μέ τό ἀρχικό σχέδιό του. Κύριο μέλημα ὅλων ὡστόσο, ἡ πλήρης ἀναστήλωση τοῦ πληγωμένου μοναστηριοῦ.

 

Νέα Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω


> Και το νέο ανδρικό Μοναστήρι με Καθολικό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου (το οποίο βρίσκεται στον χώρο του αβάτου) και με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω (επισκέψιμο από όλους τους προσκυνητές).


Ακολουθώντας το πανέμορφο μονοπάτι από το παλιό μοναστήρι , μπορεί να επισκεφτεί κανείς το ασκηταριό του Αγίου Διονυσίου. Μια διαδρομή μαγευτική, όπως και όλη η πορεία πλάι στο φαράγγι του μυθικού Ενιπέα ποταμού καθώς ανηφορίζεις στους πρόποδες του Ολύμπου, οδηγεί στη μικρή σπηλιά που διάλεξε να ασκητέψει ο Άγιος. Το λιλιπούτειο ασκηταριό, ένα μικροσκοπικό ξωκλήσι και τα βράχια που αναβλύζει ασταμάτητα το αγίασμα συνθέτουν μια παραδεισένια εικόνα που συγκινεί κάθε προσκυνητή... Μια ευωδιά από αιώνων προσευχές, μια αίσθηση ειρήνης συνοδεύουν τούτη την εικόνα, τουλάχιστον σε όποιον καλοπροαίρετο στέκεται να αφουγκραστεί....

Αλλά κι ο αγαπημένος κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν παρέλειψε να τιμήσει τούτο τον θαυματουργό Άγιο που πανηγυρίζουμε σήμερα (23/1) την μνήμη του:


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Άπαντα" τόμος πέμπτος, εκδόσεις Δόμος



Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Άνθρωπος που δεν είναι ταπεινός, δεν μπορεί να αγαπήσει.. (Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης)

 

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης (Λίβισι Μ.Ασίας 5/11/1920 - Εύβοια 21/11/1991)

"Μα είχε τόσο θερμή αγάπη και αφοσίωση στους αγίους και τον Θεό, που γέμιζε, πλημμύριζε ολόκληρος. Δεν έμενε στο νου και την καρδιά του ούτε τόση δα γωνίτσα να χωθεί ο πειρασμός. Η αγάπη του αυτή τον θέρμαινε και τον απορροφούσε τόσο, που λησμονούσε τη σωματική ασθένεια και τη φοβερή κόπωση. Όλος γινότανε πνεύμα. Μιλούσε με τους αγίους, γύρω του φτερούγιζαν άγγελοι, ευφροσύνη κυριαρχούσε στο είναι του ολόκληρο. Η μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών ήτανε μερικά εδώ, στο κελί του εκλεκτού σκεύους, δηλαδή στην καρδιά και το νου του πατρός Ιακώβου. [...]

Όπου λειτουργούσε -στα χωριουδάκια- κι όπου πήγαινε με την κάρα του οσίου Δαβίδ, θέλανε δε θέλανε οι χριστιανοί εντυπωσιάζονταν. Κάτι τους μετέδιδε, κάτι τους ενέπνεε κι ας μην έβγαζε λόγους. Εκείνο το ιλαρό και γεμάτο καθαρή αγάπη πρόσωπο, το φωτισμένο του μέτωπο, τα μάτια που αγκαλιάζανε τον άνθρωπο και η θωπευτική επιβλητικότητα της φωνής του... όλα παραξενεύανε τους ανθρώπους. Έπρεπε νά'ναι από πέτρα κανείς ή πορωμένος, για να μη νιώσει ότι κάτι αλλιώτικο είναι ο μοναχός τούτος. Κι αυτό το αλλιώτικο δε μπορεί παρά να είναι θείο, αφού κι αγάπη εκπέμπει και ειρήνη φέρνει γύρω του.

Πράγματι, όταν καθόσουνα κοντά του, μίλαγε δε μίλαγε, ασυναίσθητα, ειρήνευες. Σου μετέδιδε ηπιότητα, εσωτερική ησυχία, ειρήνη. Το δώρο τούτο το διαθέτουνε μόνο οι άνθρωποι του Θεού, τα εκλεκτά του σκεύη, αυτοί που τον αγαπούν πολύ και τον διακονούν με αφοσίωση. " (*1)




"Με τον καιρό, ο Γέροντας έβλεπε τον κόσμο να αυξάνεται. Δεν ερχόντουσαν πλέον οι κάτοικοι των γύρω περιοχών μόνο, αλλά κατέφθαναν επισκέπτες κι από μακριά. Και μαζί με τον απλό κόσμο, ερχόντουσαν και αξιωματούχοι, ή πρόσωπα με κάποια, όπως λέμε, "κοινωνική επιφάνεια": αρχιερείς, καθηγητές πανεπιστημίου, γιατροί διάσημοι, επιφανείς δικηγόροι, αρεοπαγίτες κι ένα σωρό άλλοι. Κι ο Γέροντας μου έλεγε:

-Πάτερ μου, τί βρίσκουν σ'εμένα τον χοϊκό Ιάκωβο; Τί έρχονται να κάνουν τόσοι επιστήμονες σε μένα τον αγράμματο; 

Κι έβλεπες ότι τα λόγια του τα εννοούσε. Η απορία του ήταν ειλικρινής κι ανυπόκριτη. Ποτέ του δεν περηφανεύτηκε για το πλήθος του κόσμου που συνέρρεε να τον δει, ούτε για τα "υψηλά πρόσωπα" που τον επισκέπτονταν. Ποτέ δεν κόμπιασε για την ικανότητά του να παραστέκεται στους ανθρώπους και να τους λύνει τα προβλήματα, να τους "αναπαύει". Ποτέ δεν καυχήθηκε που οι άνθρωποι έφευγαν από το μοναστήρι αλλαγμένοι, αναπαυμένοι, ενθουσιασμένοι. Ήταν γεμάτος ταπείνωση και γεμάτος αγάπη!" (*2)




"Πρόσεχε πολύ τη στεναχώρια στους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Ήξερε καλά ότι αυτή αποτελούσε την οδυνηρή αρρώστια του κόσμου. Του το είχε πει ο ίδιος ο όσιος Δαβίδ μια μέρα, που τον είδε να βγαίνει απ'την εικόνα του και να λέει: "Η μεγαλύτερη αρρώστια σήμερα είναι η στεναχώρια."

Όταν τον έβλεπες τον γέροντα χαρούμενο, παρά τις φοβερές ανίατες αρρώστιες του, τότε καταλάβαινες ότι είχε νικήσει τον κόσμο και τη στεναχώρια του. Άλλωστε, το έλεγε συχνά, χωρίς να το εξηγεί θεολογικά: "Εμένα, είναι περιβόλι η καρδιά μου!"

Πώς ήτανε περιβόλι με τόσα βάσανα, το ήξερε μόνο εκείνος, ο όσιος Δαβίδ και ο Θεός. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο πνευματικής απάθειας, που θλιβότανε για τον πόνο των άλλων και δε λυπότανε για τον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον άκουσαν, στο βαρύ χειμώνα, που ιδιαίτερα υπέφερε πολύ, να μιλάει σ'ένα πουλάκι: "Πόσο σε λυπάμαι που κρυώνεις. Εγώ φοράω κάλτσες, έχω και σκεπάσματα και θέρμανση. Αχ, να μπορούσα να σας μάζευα όλα τα πουλάκια σε ένα δωμάτιο, να σας έριχνα και τροφή και να σας είχα και θέρμανση... αλλά, βλέπετε, με φοβόσαστε...".

Κατόπιν είδε το πουλάκι που έχωνε το κεφαλάκι του στα φτερά του και συνέχισε: "Έχει φροντίσει και για σας ο Θεός... Σας έχει δώσει τα φτερά..."." (*1)



"Όσο προχωρούσε το 1990, τόσο οι δυσκολίες μεγάλωναν. Και η λίγη κίνηση του δημιουργούσε φοβερά προβλήματα. [...] Δε σταματούσε να λέει την ευχή μα ένιωθε πολύ άσκημα, για αυτό και, μόλις συνερχόταν, σηκωνότανε, φορούσε το πετραχηλάκι, γονάτιζε κι άρχιζε Παρακλήσεις και προσευχή. Η προσευχή του ήταν απλή. Κρατούσε το κομποσκοίνι στο αριστερό χέρι, έγερνε λίγο δεξιά το κεφάλι, ακούμπαγε συχνά τον δεξί του αγκώνα στο ξύλινο ερμάρι, και, ώρες ατελείωτες, έλεγε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.".  

Εκεί τον άκουγε ο μοναχός να λέει με πάθος την ευχή. Να βγαίνει από μέσα του με βία, λες και ξεκολλούσε το είναι του ολόκληρο. Άλλοτε όμως, ανοίγοντας διακριτικά την πόρτα, τον έβλεπε που η ευχή έβγαινε ήρεμα, εύκολα, ανακουφιστικά, λες και απολάμβανε τις λέξεις. Τότε τον έβλεπε διαφορετικόν. Τα μάτια, το μέτωπο... είχανε ιλαρότητα και χαρά... και τα πλούσια γένια του ολόλευκα, στιλπνά... Στεκόταν και απολάμβανε ντροπαλά ο μοναχός. Το καταλάβαινε ο γέροντας και στρεφόταν: "Μην προσέχεις, παιδί μου, μια απλή ικεσία έκανα!". Πιο συχνά όμως το έκρυβε κι αυτό ο γέροντας. [...]

Τηλεφωνικά ή παρόντες απ'έξω, ζητούσανε την προσευχή του γέροντα, στον οποίο εξηγούσε ο μοναχός την περίπτωση του καρκινοπαθή, του ατέκνου, του ψυχοπαθή, του βαριά άρρωστου, του απελπισμένου... Τότε ο γέροντας σήκωνε ψηλά τα χέρια: "Μνήσθητι, Κύριε, του δούλου σου, αυτός που έχει την κακιά αρρώστια στο Λονδίνο... ξέρεις εσύ πως είναι το όνομά του!"

Παραξενευότανε ο μοναχός με τον τρόπο τούτο, δεν τού'λειπε η τόλμη, και ρώτησε μια μέρα: "Καλά, γέροντα, έτσι κάνεις προσευχή;"

"Παιδί μου, ο Θεός δε θέλει βαττολογίες, καρδιά καθαρή θέλει και απλότητα!"."  (*1)



 

(*1): Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, "Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης", εκδόσεις Ουρανός

(*2): Παύλου Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης, "Άνθρωπος που δεν είναι ταπεινός δεν μπορεί να αγαπήσει. Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης όπως τον έζησα.", εκδόσεις Εν πλω


Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Αββά Δωροθέου λόγοι πολύτιμοι...


"Αντίπαλο ονομάζει τη συνείδηση. Γι’αυτό και στο Ευαγγέλιο λέει:

«Να έχεις καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο περπατάτε ακόμα μαζί στο δρόμο, μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή και ο κριτής στους υπηρέτες  και σε βάλουν φυλακή. Αληθινά, σου λέω, δεν θα βγεις από εκεί μέχρις ότου ξεπληρώσεις και την τελευταία δεκάρα του χρέους σου». (Ματθ.5, 25-26).

Γιατί όμως ονομάζει τη συνείδηση αντίπαλο;  Αντίπαλος λέγεται, επειδή εναντιώνεται πάντοτε στο κακό θέλημά μας και μας ελέγχει γι’αυτά που πρέπει να κάνουμε και δεν τα κάνουμε, μας κατηγορεί δε γι’αυτά που κάνουμε, ενώ δεν πρέπει να τα κάνουμε. Γι’αυτό την ονομάζει αντίπαλο και μας παραγγέλει  λέγοντας: « Να έχεις καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο περπατάτε ακόμα μαζί στο δρόμο». 

Ο δρόμος είναι, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αυτός ο κόσμος."  (Γ' Διδασκαλία, σελ.147) 



"Αυτή η ίδια η κακία δεν είναι τίποτα, δεν έχει ούτε ουσία, ούτε υπόσταση.  Αλλοίμονο και αν δεν ήταν έτσι! Αλλά, να τι συμβαίνει. Η ψυχή, με το να ξεφύγει από τη βασιλική οδό της αρετής, αποκτά εμπάθεια και τελεσιουργεί το κακό. Στη συνέχεια λοιπόν τιμωρείται απ’αυτό το ίδιο το κακό, γιατί χάνει την ανάπαυση που έβρισκε ζώντας φυσικά μέσα στην αρετή. […] Κατά τον ίδιο τρόπο κι ο χαλκός. Ο ίδιος γεννάει τη σκουριά και αυτός πάλι καταστρέφεται από τη σκουριά. […]

Έτσι και η ίδια η ψυχή κάνει το κακό εις βάρος της, χωρίς αυτό να έχει προηγουμένως καμιά ουσία και υπόσταση. Και στη συνέχεια, η ίδια η ψυχή τιμωρείται απ’αυτό το κακό. […] Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα αρρωστημένα σώματα. Όταν κανείς δεν προσέξει και δε φροντίσει τον εαυτό του στα θέματα της υγείας, προκύπτει στον οργανισμό ή πλεονασμός ή έλλειψη και απ’αυτό ο άνθρωπος χάνει την υγεία του. Ώστε πριν απ’αυτό δεν υπήρχε καμιά αρρώστια ούτε τίποτε άλλο συνέβαινε. Και πάλι, αφού γιατρευθεί το σώμα, δεν υπάρχει πουθενά η αρρώστια. Κατά τον ίδιο τρόπο και η κακία είναι αρρώστια της ψυχής, γιατί μ’αυτην η ψυχή χάνει τη φυσική κατάσταση της υγείας της, που δεν είναι άλλη παρά η αρετή.  Γι’αυτό είπαμε ότι οι αρετές βρίσκονται στη μέση, π.χ. η ανδρεία βρίσκεται μεταξύ της δειλίας και της θρασύτητας.  Η ταπεινοφροσύνη βρίσκεται μεταξύ της υπερηφάνειας και της ανθρωπαρέσκειας. Παρόμοια ο σεβασμός βρίσκεται μεταξύ της ντροπής και της αναίδειας. Έτσι, με την ίδια αναλογία και οι άλλες αρετές. […] 

Αν όμως δεν παρακολουθεί κανείς με άγρυπνο μάτι τον εαυτό του και δεν τον προφυλάσσει, εύκολα ξεστρατίζει στα δεξιά ή στα αριστερά, δηλαδή ή στην υπερβολή ή στην έλλειψη και γεννά την αρρώστια που είναι η κακία." (Ι' Διδασκαλία, σελ.274) 


"Έλεγε και ο Ευάγριος: «Εκείνος που προσεύχεται να φύγει γρηγορότερα από αυτόν τον κόσμο, ενώ ακόμη είναι γεμάτος πάθη, μοιάζει με άνθρωπο που παρακαλεί τον ξυλουργό να κομματιάσει  το κρεβάτι του αρρώστου για να τον γλυτώσει από την αρρώστια». Γιατί μ’αυτό το σάρκινο σώμα ξεφεύγει λίγο η ψυχή απ’τα πάθη της και βρίσκει παρηγοριά. Τρώει, πίνει, κοιμάται, ζει κοντά με τους άλλους, συντροφεύεται από αγαπητά της πρόσωπα. Όταν όμως χωριστεί από το σώμα μένει μόνη η ψυχή με τα πάθη της και τιμωρείται πάντοτε απ’αυτά, παραμένοντας μ’αυτά και υποφέροντας από την ενόχλησή τους, σαν να βρίσκεται σε καμίνι. Και καταξεσκίζεται απ’αυτά, ώστε να μην μπορεί να φέρνει στον νου της ούτε τον ίδιο τον Θεό.[…]

Θέλετε να σας πω ένα παράδειγμα, για να εννοήσετε τι θέλω να πω μ’αυτό; Ας έρθει κάποιος από σας να τον κλείσω σε σκοτεινό κελί’ και να μη φάει, να μην πιει, να μην κοιμηθεί, να μην συναντήσει κανέναν, να μην ψάλει, να μην προσευχηθεί , ούτε να θυμηθεί καθόλου τον Θεό για τρεις μόνο μέρες. Τότε θα μάθει τι του κάνουν τα πάθη. Κι αυτό συμβαίνει εφόσον ακόμα βρισκόμαστε εδώ. Πόσο μάλλον όταν χωριστεί η ψυχή από το σώμα και παραδοθεί σ’αυτά και μείνει μόνη μ’αυτά."  (ΙΒ' Διδασκαλία, σελ.313)




"Γιατί καθένας ωφελείται ή βλάπτεται απ'την ίδια την κατάστασή του. [...] Γιατί όπως υπάρχουν οργανισμοί αδύνατοι και φιλάσθενοι και κάθε τροφή που παίρνουν, και αν ακόμα είναι ωφέλιμη, τη μεταβάλλουν σε αρρώστια- δε βρίσκεται βέβαια η αιτία στην τροφή, αλλά στο ίδιο το σώμα, όπως είπα, είναι φιλάσθενο και ανάλογα με την κράση του μεταβάλλει και αλλοιώνει τις τροφές- έτσι και η ψυχή που υποφέρει από πνευματική καχεξία, βλάπτεται από καθετί. Και αν ακόμα πρόκειται για κάτι ωφέλιμο, αυτή βλάπτεται. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα δοχείο με μέλι και του βάζουμε μέσα ένα κομμάτι αψιθιά. Δεν καταστρέφει το μικρό εκείνο κομμάτι όλο το δοχείο με το μέλι; Δεν κάνει όλο το μέλι πικρό; Το ίδιο κάνουμε και εμείς. Βγάζουμε λίγη απ'την πικράδα μας και εξαφανίζουμε το καλό του πλησίον, βλέποντάς το ανάλογα με την κατάστασή μας και αλλοιώνοντάς το ανάλογα με την πνευματική καχεξία μας.
Όσοι όμως είναι πνευματικά δυνατοί μοιάζουν με εκείνον που έχει σώμα εύρωστο. Αυτός, και αν ακόμα φάει κάτι βλαβερό το μεταβάλλει ανάλογα με την κράση του σε θρεπτικό συστατικό και δεν τον βλάπτει ούτε και αυτή η κακή τροφή." (Α' Επιστολή, σελ.421)

Αββά Δωροθέου, "Έργα Ασκητικά", εκδόσεις: "Ετοιμασία"- Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέας

* 13η Αυγούστου: Μνήμη Δωροθέου Οσίου και Ασκητού (6ος αι.μ.Χ.)

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Τα θαυματουργά μήλα της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου...

Η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας κι από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Κι ενώ ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη ως υποψήφια νύφη για τον υιό του αυτοκράτορα Θεοφίλου και της Θεοδώρας, Μιχαήλ Γ', κατέληξε, με τις ευχές του προφητικού Οσίου Ιωαννικίου,  μοναχή και τελικά ηγουμένη στην Ιερά Μονή Χρυσοβαλάντου, αφού μοίρασε όλα τα πλούτη της στους φτωχούς...


Συνήθως εικονίζεται να βαστάει τρία μήλα, ενώ στέκεται δίπλα σε μια λυγισμένη κορφή κυπαρισσιού. Στο βίο της καταγράφεται πως, καθώς ολονυχτίς έβγαινε και προσευχόταν με τόση θέρμη, υψωνόταν κι έμενε μετέωρη και τότε τα δυο κυπαρίσσια στο προαύλιο της Μονής γέρναν προς το μέρος της σαν να την προσκυνούσαν... Όσο για τούτα τα τρία θαυματουργά μήλα, εις ανάμνηση των οποίων μέχρι και σήμερα ευλογούνται, τεμαχίζονται και διανέμονται στους πιστούς μήλα ως ευλογία, η παράδοση είναι η εξής:

Ἡ Ἁγία διανύουσα τόν μοναχικόν αὐτῆς δίαυλον ἐπί τῆς γῆς, ἕνεκα τῶν πνευματικῶν της ἀγώνων εὗρε μεγίστην πρός Θεόν παρρησίαν καί ἀξιώθηκε νά λάβη ἀπό τόν Θεόν ὡς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς, τήν ὁποίαν θά ἀπελάμβανε εἰς τούς οὐρανούς μετά θάνατον, τρία Παραδείσια μῆλα μέσα σ’ ἕνα χρυσοΰφαντον μανδήλιον.
Τά μῆλα αὐτά τά ἔφερεν εἰς αὐτήν κάποιος ναύτης ὁ ὁποῖος καί ἐδιηγήθη εἰς τήν Ὁσίαν ὅτι ἦτο ναύτης ἀπό τήν νῆσον Πάτμον καί ἐμβῆκε εἰς πλοῖον τό ὁποῖον ταξίδευε ἀπό τήν Πάτμον εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τήν ὁποίαν ἤρχετο καί ἐκεῖνος διά κάποιαν ὑπηρεσίαν του. Καθώς δέ ἀπέπλευσε τό πλοῖον –εἶπε πρός τήν Ὁσίαν ὁ ναύτης– καί ἐπερνούσαμε ἀπό τό ἀκατοίκητον μέρος τῆς νήσου εἶδον ὡραῖον καί θεοειδῆ γέροντα, ὁ ὁποῖος μᾶς διέταξε νά τόν περιμένουμε. Ἐπειδή ὄμως ὁ τόπος ἦτο κρημνώδης καί ὁ ἄνεμος καλός δέν ἐσταματήσαμε· τότε ἐκεῖνος ἐφώναξε δυνατώτερα προστάζοντας τό πλοῖον νά σταματήση. Καί ἀμέσως –ὦ τοῦ θαύματος– ἐστάθη τό πλοῖον ἕως ὅτου ἦλθε πρός ἡμᾶς ὁ γηραιός ἐκεῖνος περιπατῶν ἐπάνω στά κύματα.
Ἐμείναμε τότε ὄλοι ἄφωνοι καί ἔμφοβοι πρό τοῦ ἐξαισίου τούτου θαύματος καί ἐπιστεύσαμε ὅτι πρόκειται περί ἁγίου ἀνδρός. Ὅταν δέ ἐπλησίασε τό πλοῖον ὁ θεοειδής ἐκεῖνος γέροντας ἔδωσε εἰς ἐμέ τά μῆλα αὐτά μέ τήν ἐντολήν νά φέρω αὐτά εἰς τήν ἁγιωσύνη σου καί μοῦ εἶπε: «Χάρισε αὐτά εἰς τήν Ἡγουμένην τοῦ Χρυσοβαλάντου Εἰρήνην καί εἰπέ εἰς αὐτήν: Φάγε ἀπό αὐτά πού ἐπεθύμησεν ἡ καλή σου ψυχή· ὅτι τώρα ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἰωάννης ἔρχομαι ἀπό τόν Παράδεισον φέρων αὐτά διά λόγου σου».
Αὐτά ἀφοῦ μᾶς εἶπε καί μᾶς ηὐχήθη ἀμέσως τό πλοῖον ξεκίνησε, ἐκεῖνος δέ ἔγινεν ἄφαντος. Ἡ Ὁσία Εἰρήνη ἀκούσασα ταῦτα ἀπό τήν χαράν της ἐδάκρυσε καί πολλάς εὐχαριστίας ἀπέδωσε πρός τόν ἠγαπημένον μαθητήν τοῦ Χριστοῦ καί Ἀπόστολον Ἰωάννην τόν Θεολόγον.
Ὁ μέν λοιπόν ναύτης λαβών ἀπό τήν Ἁγίαν εὐλογίαν ἀνεχώρησε, ἐκείνη δέ ἐνήστευσε μίαν ἑβδομάδα εὐχαριστοῦσα τόν Κύριον εἰς τήν δωρεάν αὐτήν ὅπου τῆς ἔστειλε διά μέσου τοῦ δούλου του Ἰωάννου.
Ἔπειτα εἰς δόξαν αὐτοῦ ἄρχισε νά τρώγη ἀπό τό ἕνα μῆλον καθ’ ἡμέραν ὁλίγον χωρίς νά γευθῆ ἄρτον ἤ λάχανα ἤ ἄλλο τι βρώσιμον οὔτε κἄν ὕδωρ ἔπινε καί ἐπέρασε νῆστις μέ τήν δύναμη τοῦ μήλου αὐτοῦ σαράντα ὁλοκλήρους ἡμέρας καί τόση εὐωδία ἔβγαινε ἀπό τό στόμα της πού γέμιζε τάς ὀσφρήσεις τῶν ἀδελφῶν καί ὅλο τό Μοναστήριον εὐωδίαζε τόσον πού ἦταν σάν νά ἐκατασκεύαζαν καθ’ ἡμέραν μύρα πολύτιμα καί ἀρώματα.
Τό δεύτερο μῆλο ἐτεμάχισε καί ἐμοίρασε εἰς τάς μοναχάς εὐλογίας ἕνεκεν καί τό τρίτον ἐφύλαξε ὠς φυλακτήριον ἔνθεον δι’ ἑαυτήν καί τό διετήρησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της.
Προγνωρίσασα δέ τόν θάνατόν της, τάς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς της εἶχεν ὡς τροφήν τόν παραδείσιον τοῦτον καρπόν. (πηγή:  Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου)
(πηγή φωτογραφίας: Δόγμα)

Τα μήλα τούτα μοιράζονται ως ευλογία σε προβλήματα υγείας, ιδιαιτέρως όμως σε προβλήματα ατεκνίας ή σε δύσκολες εγκυμοσύνες -και μάλιστα με την προϋπόθεση πριν φαγωθούν να προηγηθεί μια τριήμερος νηστεία- για αυτό και η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου θεωρείται η κατεξοχήν προστάτιδα της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Πλήθος παιδιών έχουν το όνομά της, καθώς ζευγάρια που δυσκολεύονταν να αποχτήσουν τέκνα τα είχαν τάξει στην αγία.
Στους περισσότερους ναούς της, που είναι διάσπαρτοι σε όλη την Ελλάδα, η μνήμη της εορτάζεται πανηγυρικά με λιτανείες, αρτοκλασίες, ευλογημένα μήλα, αλλά και πλούσια κεράσματα ή ακόμη και συμπόσια κοινά.


(Καμάρι Σαντορίνης, πηγή φωτογραφίας: Αρμενιστής)


(πηγή φωτογραφίας: Αρμενιστής)

 Βέβαια, το γεγονός ότι στην πλούσια λαογραφική βιβλιοθήκη μου δε βρίσκω αναφορές στην αγία (για αυτό και τόσα χρόνια παρέλειψα να κάνω κάποια ανάρτηση προς τιμήν της) με κάνει να συμπεραίνω ότι μάλλον τις τελευταίες δεκαετίες διαδόθηκε τόσο πολύ η φήμη της ως θαυματουργή ώστε να γίνει τόσο αγαπητή και γνωστή στο λαό μας. Όπως και νά'χει, καθώς τη θεωρώ κι εγώ προστάτιδα κι αγαπημένη, όφειλα κάποτε να κάνω εδώ, στο διαδικτυακό μου σπιτικό, έστω και μια μικρή λαογραφική αναφορά στη χάρη της.

Χρόνια πολλά κι ευλογημένα!

(*Υ.Γ. Όσο για το συμβολισμό των μήλων, και μάλιστα τριών, ο καθείς μπορεί να κάνει τους συνειρμούς του....)

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Μολόχα η φαρμακευτική! ("μπες μολόχα, βγες τσουκνίδα!")



 "Γιατί την κληρονομιά μας πια τη μεράσαμε κι άλλα πολλά άρπαξες και πήρες καλοπιάνοντας επίμονα τους δωροφάγους βασιλιάδες, που πρόκειται να δικάσουν αυτή τη δίκη. Οι ανόητοι, δεν ξέρουν πόσο καλύτερο είναι το μισό από το όλο, ούτε πόσο μεγάλη ωφέλεια έχει κανείς με τη μολόχα* και τον ασφόδελο**. Οι θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από του ανθρώπους' αλλιώς θα μπορούσες εύκολα να εργάζεσαι μια μέρα και νά'χεις να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος [...] Όμως ο Ζεύς τά'κρυψε, επειδή θύμωσε η ψυχή του που τον γέλασε ο πανούργος Προμηθεύς..." 

(Ησιόδου, "Έργα και Ημέραι" 37-48)

* Μαλάχη: Τροφή των πενήτων κατά τους αρχαίους χρόνους, πβ. Αριστοφάνη "Πλούτος" (543-4):

· σιτεῖσθαι δ᾽ ἀντὶ μὲν ἄρτων

μαλάχης πτόρθους, ἀντὶ δὲ μάζης φυλλεῖ᾽ ἰσχνῶν ῥαφανίδων,

545ἀντὶ δὲ θράνου στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, ἀντὶ δὲ μάκτρας

πιθάκνης πλευρὰν ἐρρωγυῖαν καὶ ταύτην

με απόδοση Κώστα Βάρναλη:

 Κι αντίς για μπουκιά, της μολόχας βλαστάρια

για καρβέλι φτωχά ραπανόφυλλα και για σκαμνί

μια σπασμένη λαγήνα· κι αντίς ζυμωτήρα, τον πάτο

πιθαριού τσακισμένου.

** Ασφόδελος: Παλαιοτάτη επίσης τροφή των πενήτων, ως εξάγεται εκ του Πλουτάρχου λέγοντος ότι οι Δήλιοι προσέφερον εις τον ναόν "της πρώτης υπομνήματα τροφής και δείγματα μετ'άλλων ευτελών κι αυτοφυών μαλάχην και ασφόδελον" ("Δείπνον Επτά Σοφών" 41). Αναφέρων ο ποιητής τα ευτελή ταύτα αγριόχορτα ως παρέχοντα μεγάλην ωφέλειαν εις τον άνθρωπον, κηρύσσει την λιτότητα ως προτιμοτέρα των πολυτελών εδεσμάτων, τα οποία επιζητεί ο πλεονέκτης άνθρωπος εις βάρος των άλλων. [απόδοση και σημειώσεις: Σπ.Φίλιππα, εκδόσεις: Πάπυρος]


Γράφει ο Κώστας Μπαζαίος ("100 βότανα, 2000 θεραπείες", εκδόσεις Υγεία):

"Ποιός ένιωσε όταν ήταν παιδί τσούξιμο και φαγούρα αγγίζοντας, χωρίς να το θέλει, μια τσουκνίδα και δεν αναζήτησε εκεί κοντά ένα φύλλο μολόχας να τρίψει το ερεθισμένο του δέρμα για να πάψει να πονάει; Θυμάμαι ότι ήταν το πιο απλό φάρμακο στην εξοχή, μαζί με το ξίδι και την αμμωνία για κάθε είδους τσιμπήματα ή δαγκώματα... Όπως έμαθα από τις μελέτες μου για την πρώτη γραφή του βιβλίου, οι θεραπευτικές μαλακτικές και καταπραϋντικές ιδιότητες της μολόχας οφείλονται στις άφθονες βλέννες που περιέχει. Και θαύμασα τη σοφία της φύσης, μια και η μολόχα φυτρώνει στα ίδια μέρη με την τσουκνίδα. 

Η μολόχα είναι γνωστή και αγαπητή από το 700π.Χ.. Ο Πυθαγόρας* και ο Πλάτων την επαίνεσαν. Οι Ρωμαίοι τη θεωρούσαν λιχουδιά στα τραπέζια τους. Ο Κικέρων και ο Οράτιος αναφέρουν τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Ο Πλίνιος μάλιστα έλεγε ότι αν τρώμε μια χούφτα μολόχα την ημέρα δε θα μας βρει καμιά αρρώστια. 

Οι φτωχοί φελάχοι, που τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας ζουν με χόρτα, φτιάχνουν ένα νόστιμο φαγητό με μολόχες (βράζουν τις ρίζες τους και μετά τις τηγανίζουν μαζί με κρεμμύδια).

Στα χωριά της Γαλλίας προσθέτουν συχνά στις πατάτες τους τις τρυφερές κορυφές και τα φύλλα της μολόχας, γιατί ευκολύνουν τη λειτουργία των νεφρών. Και οι πρακτικοί θεραπευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας φτιάχνουν μια γλυκιά πάστα από ρίζες μολόχας, που είναι μαλακτική για τον πονεμένο λαιμό, το βήχα κα τη βραχνάδα."

* π.β. Αιλιανού, "Ποικίλη Ιστορία" (Δ'17): "Πυθαγόρας... ἔλεγε δὲ ἱερότατον εἶναι τὸ τῆς μαλάχης φύλλον.


Οι θεραπευτικές ιδιότητες της μολόχας δε διαφεύγουν κι από τον ιατρό της αρχαιότητας Διοσκουρίδη. Σημειώνει, μεταξύ άλλων, για αυτήν στο έργο του "Περί ύλης ιατρικής Β'118" (εκδόσεις Κάκτος):

"Μολόχη: εδωδιμοτέρα η κηπευτή... κακοστόμαχος και ευκοίλιος, και μάλλον οι καυλοί (βλαστοί), εντέροις δε και κύστει ωφέλιμος. [...] Κάνει καλό ως κατάπλασμα στα τσιμπήματα σφηκών και μελισσών [...] Τα φύλλα βραστά με λάδι  αν τεθούν ως κατάπλασμα ωφελούν τα εγκαύματα και το ερυσίπελας. [...]  Το αφέψημά της είναι μαλακτικό για ατμόλουτρα της μήτρας ενώ είναι κατάλληλο και για κλύσματα στους δηγμούς των εντέρων, της μήτρας και του πρωκτού. Ο ζωμός της βρασμένης μαζί με τις ρίζες βοηθά σε όλα τα θανατηφόρα δηλητήρια[...]"

Ενώ ο Αθήναιος (2ος αι. μ.Χ.) στους περίφημους "Δειπνοσοφιστές" του (Β' 58d) αναφέρει: 

"Ὁ Ἡσίοδος ἔγραψε "μαλάχη",ὅπως οἱ Ἀττικοί. Ἐγώ ὅμως, λέει ὁ Ἀθήναιος, εὑρῆκα είς πολλἂ άντίγραφα τοῦ "Μίνωος",ἔργο τοῦ Ἀντιφάνους, "μολόχη", διὰ τοῦ "ο" δηλαδἢ γεγραμμένην τἢν λέξην: "τρώγοντες μολόχης ρίζαν". Έπίσης καὶ ὁ Ἐπίχαρμος ἔγραψε "ἐγὼ εἶμαι μαλακώτερος κι ἀπὸ τὴν μολόχα ἀκόμη". Ὁ Φαινίας ἐξάλλου εἰς τὰ "Φυτικά" του λέγει: "Τῆς ἡμέρου μαλάχης ὁ σπερματικὸς τύπος όνομάζεται πλακοῦς, διότι μὲ αυτόν ὁμοιάζει. Διότι τὸ μὲν κτενοειδές μέρος αὐτοῦ εἶναι ἀνάλογον πρὸς τὴν ἀνωτέραν ραβδωτήν κρούσταν τοῦ πλακοῦντος, εἰς δὲ τὸ μέσον τοῦ πλακουντικοῦ .ὄγκου τὸ κέντρον εἶναι ὅμοιον μὲ ὀμφαλὸν. Καὶ ἄν συμπεριληφθῆ ἡ περιφέρεια μαζὶ μὲ τὴν βάσιν, γίνεται τὸ σπέρμα τοῦτον ὅμοιον μὲ θαλασσίους περιγεγραμμένους ἐχίνους." Ὁ δὲ Σίφνιος Δίφιλος βεβαιώνει ὅτι ἡ μολόχα εἶναι εὔχυμος, μαλακτικὴ τῆς τραχείας ἀρτηρίας καὶ ἀποχωρίζει καὶ απεκκρίνει τὰ εἰς τῆν ἐπιφάνειάν της ὀξέα. Εἶναι κατάλληλον φάρμακον, λέγει, διὰ τοὺς ἐρεθισμοὺς τῶν νεφρῶν καὶ τῆς κύστεως, εὐκόλως ὁπωσδήποτε ἐκκρίνεται, εἶναι θρεπτική, ἀλλὰ προτιμοτέρα τῆς καλλιεργημένης εἰς τοὺς κήπους εἶναι ἡ ἀγρία. Ὁ δὲ Ἕρμιππος, μαθητὴς τοῦ Καλλιμάχου, λέγει ὅτι ἡ μολόχα προστίθεται καὶ εἰς τὴν κατὰ τῆς πείνης καὶ τῆς δίψης σκευασίαν, ποὺ ὀνομάζεται ἄλιμος καὶ προσέτι καὶ ἄδιψος, ἐπειδὴ εἶναι χρησιμοτάτη διὰ αὐτά."  [απόδοση: Στ. Αλεξιάδου, εκδόσεις: Πάπυρος]


 "[...] Σκόνταψαν και πέσαν χάμου. Το κορίτσι βάνει τα κλάματα. Το πρόσωπο του γεμίζει δάκρυα, σαν τα μαργαριτάρια στις εικόνες από τις Άγιες που μαρτύρησαν. Το χτυπημένο γόνατο μοιάζει με κάστανο που προβάλλει απ' τον αχινό των τριγύρω στο τραύμα χωμάτων. Τ' αγοράκι χωρίς να κλαίει, κοιτά με το στόμα ανοιχτό. Θυμάται την ιστορία της τσουκνίδας και της μολόχας. Η πρώτη αγκυλώνει, η δεύτερη είναι καλή. Άμα τρίψεις το πόδι μ' αυτή κι έμπει μέσα, γίνεσαι καλά. «Βγες τσουκνίδα, μπες μολόχα» επαναλαμβάνει πολεμώντας το πονεμένο γόνατο μ' ένα φύλλο χορτάρι. Στο τριανταφυλλί καμπανάκι ενός λουλουδιού σκυμμένου στη γη, μια απ' τις μέλισσες που επέστρεψαν στην ποτίστρα χώθηκε βαθιά, αντλώντας νέκταρ από τη σπιρουνάτη απόφυση του άνθους. Το κοριτσάκι δεν παραπονιέται για το πόδι, μόνο κουτσαίνει λίγο καθώς επιστρέφουν, αφήνοντας το δάσος στον ύπνο, όπου μόνη μιλά η βρύση.[...]"(Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, "Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης")



Χρόνια φυτρώνει στον κήπο μου μοναχή της με πείσμα και όρεξη! Από τότε που ακόμη αγνοούσα τα χαρίσματά της και πάλευα να ξεπατώσω τις καροτένιες ρίζες της που ανάμεσα στα ποτιστικά ζαρζαβατικά θέριευαν και πάλευαν ν'αναστήσουν ολόκληρο δέντρο! Τώρα κάθομαι και συλλέγω ένα-ένα τα άνθη της να τα αποξηράνω για τα θεραπευτικά τσάγια του χειμώνα... Φέτος τα πρόσθεσα όχι μόνο σε χορτόσουπες αλλά ακόμη και φρέσκα σε ομελέτες - κι όχι μόνο για τις ιδιότητες, αλλά έτσι, και για την τσαχπινιά! Δοκίμασα, μάλιστα, κι έδεσα τα ανθάκια της με κάλτσα στα παραδοσιακά πασχαλινά αυγά και το αποτέλεσμα πολύ με ικανοποίησε: 


Ο Μπαζαίος στο έργο του ("100 βότανα, 2000 θεραπείες") καταγράφει, μεταξύ άλλων, ως ιδιότητές της:
(*Χρήσιμα μέρη: άνθη, ρίζα, φύλλα)
> Μαλακτική, αποχρεμπτική, αντιβηχική: Το έγχυμα ξεραμένης ρίζα της ανακουφίζει από προβλήματα στο στήθος και στο λαιμό, βρογχικά, λαρυγγίτιδα, βήχα. 
> Καταπραϋντική: Το ίδιο έγχυμα κάνει καλό σε εντερικά και γαστρίτιδα, στην κυστίτιδα και σε κολικούς, σε εμετό και διάρροια (ειδικά στα παιδιά).
> Καθαρτική: Αφέψημα με μέλι διώχνει τις τοξίνες από τον οργανισμό.
> Αποτελεσματική για την επιληψία: Όπως γράφει ο γιατρός Ι.Χαβάκης ("Φυτά και βότανα της Κρήτης"), ένα μεγάλο φλιτζάνι πρωί και βράδυ με δυνατό αφέψημα μολόχας αραιώνει τις κρίσεις επιληψίας.
> Από τη ρίζα γίνονται αλοιφές και καταπλάσματα για πληγές, εγκαύματα, σπυριά, "καλογήρους" και εξανθήματα. Μαλακώνει και τους κάλους.
> Το αφέψημα, σταματάει τους πόνους των αυτιών. 
>Ρίζες ή φύλλα και άνθη (μαζί με ξερά σύκα) ως έγχυμα είναι αντιβηχικό.
> Το ίδιο έγχυμα χρησιμοποιείται για πλύσεις (φλεγμονών δέρματος, κολπικές, κυστίτιδα, ουρηθρίτιδα) και γαργαρές για φλεγμονές βλενογόνων.
> Για τσιμπήματα μέλισσας και σφήκας.
> Για ψαμμίαση (Βάζουμε κορφές μολόχας με φύλλα και λουλούδια σε μια γυάλινη κανάτα. Προσθέτουμε ζεστό νερό και τη σκεπάζουμε με ένα πανί. Τα αφήνουμε για τρεις ώρες και σουρώνουμε. Πίνουμε κάθε πρωί για τέσσερις μέρες από ένα φλιτζάνι. Σταματάμε για λίγες μέρες και ξαναρχίζουμε.)






"Έτσι μίλησε και έπεισε όλους γενικά ν'αρχίσουν να εξοπλίζονται.

Με φύλλα από μολόχες σκέπασαν γύρω-γύρω τις κνήμες των ποδιών τους,

είχαν θώρακες καμωμένους από όμορφα χλωρά κοκκινογούλια,

φύλλα από λάχανο μαστόρεψαν καλά κι έκαναν μ'αυτά ασπίδες,

βούρλο μακρύ και μυτερό ταίριαξε καθένας τους για κοντάρι

και τα κεφάλια τους τα σκέπαζαν καύκαλα μικρών σαλιγκαριών.

Αρματώθηκαν λοιπόν κι στάθηκαν πλάι στις ψηλές τις όχθες

κουνώντας τα κοντάρια τους κι ήταν γεμάτος οργή καθένας τους.[...]"

(Ομήρου;;; ,"Βατραχομυιομαχία" 
απόδοση: Θ.Μαυρόπουλου, εκδόσεις: Ζήτρος)

 

Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός- Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο...

 "Από την παιδική μου ήδη ηλικία, ήμουν παθιασμένος με την ζωγραφική. Τελείωσα ταυτόχρονα τις γυμνασιακές σπουδές μου στο κολλέγιο και τις καλλιτεχνικές στη σχολή Τεχνών του Κιέβου όπου εκδηλώθηκαν τα χαρίσματά μου. Η κλίση μου στη ζωγραφική ήταν τόσο φανερή, ώστε αποφάσισα να εισαχθώ στη σχολή Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Όμως, κοντά στις εξετάσεις εισαγωγής με κυρίευσε η αμφιβολία: Αυτός ήταν ο δρόμος που έπρεπε να διαλέξω; Ύστερα από σύντομο δισταγμό, συμπέρανα ότι δεν είχα το δικαίωμα να κάνω αυτό που με ευχαριστούσε, αλλά ότι όφειλα να αφιερωθώ σε κείνο που θα βοηθούσε να ανακουφιστούν οι άνθρωποι από τα βάσανά τους. Από την Ακαδημία έστειλα στη μητέρα μου ένα τηλεγράφημα να της αναγγείλω την απόφασή μου να εισαχθώ στην ιατρική σχολή. [...]

Μετά την απονομή των διπλωμάτων, οι συνάδελφοί μου με ρώτησαν τί σκόπευα να κάνω. Όταν τους απάντησα ότι θα ήθελα να είμαι γιατρός σε ζέμστβο (μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης), γούρλωσαν τα μάτια λέγοντας: "Εσείς, επαρχιακός γιατρός; Εσείς είστε άνθρωπος επιστήμων εκ φύσεως."

Θίχτηκα που δε με καταλάβαιναν. Είχα σπουδάσει, πράγματι, ιατρική με μόνο σκοπό να γίνω επαρχιακός γιατρός, γιατρός των μουζίκων, για να συντρέχω τους φτωχούς ανθρώπους. [...]"



"Δεν είχαν απομείνει λοιπόν, παρά ένας νοσοκόμος στο νοσοκομείο και επιπλέον μια νοσοκόμα από το Κρασνογιαρσκ που είχε φτάσει μαζί μου: Ήταν νεαρή κοπέλα που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή νοσοκόμων και που ανησυχούσε στη σκέψη ότι θα εργαζόταν στο πλευρό ενός καθηγητή. Με αυτούς τους δύο βοηθούς έκανα σημαντικές εγχειρίσεις, όπως: εκτομή άνω γνάθου, λαπαροτομές, γυναικολογικές επεμβάσεις και μεγάλο αριθμό επεμβάσεων στα μάτια. [...]

Με είχαν προειδοποιήσει ότι ο πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου του Τουρουχάνσκ ήταν μεγάλος εχθρός της θρησκείας. Την απεχθανόταν. Αυτό πάντως δεν τον εμπόδισε να φωνάξει τον Θεό για να σωθεί, όταν η μικρή του βάρκα βρέθηκε μέσα σε τρομερή θύελλα στον Γιενισέι. Αφού το ζήτησε, με κάλεσαν στην GPU όπου με ειδοποίησαν με επίσημη απαγόρευση να μην ευλογώ τους αρρώστους στο νοσοκομείο, να μην κηρύττω στο μοναστήρι και να μην πηγαίνω εκεί πάνω σε έλκηθρο καλυμμένο από τάπητες. Απάντησα ότι το επισκοπικό μου καθήκον με εμποδίζει να αρνηθώ να δίνω ευλογία. Πρότεινα στον πρόεδρο να έρθει αυτό ο ίδιος και να κολλήσει πάνω στην πόρτα του νοσοκομείου μια ειδοποίηση που να απαγορεύει στους χωρικούς να ζητούν την ευλογία μου- πράγμα που όντως δε μπόρεσε να κάνει. Του πρότεινα επίσης να απαγορεύσει στους χωρικούς να θέτουν στη διάθεσή μου ένα έλκηθρο καλυμμένο με τάπητα- πράγμα ακόμα πιο δύσκολο για αυτόν. 

Ωστόσο, δεν υπέφεραν για πολύ τη σταθερότητά μου. [...] Ο τοπικός αρχηγός της GPU με υποδέχτηκε με πολύ κακία. μου είπε πως εφόσον δε συμμορφωνόμουν προς τις απαιτήσεις της εκτελεστικής επιτροπής έπρεπε να φύγω αμέσως μακριά από το Τουρουχάνσκ. Μου έδιναν μισή ώρα να ετοιμάσω τις αποσκευές μου. Ρώτησα μόνον ήσυχα:

"Πού με στέλνουν;"

"Στην άκρη του Παγωμένου Ωκεανού.", μου απάντησαν με τόνο εριστικό. [...]"


"Από εκεί μεταφέρθηκα στη Μόσχα μέσα σε ένα άλλο βαγόνι με κελιά και η πορεία συνεχίστηκε μέχρι την πόλη του Κότλας. Μέσα στο βαγόνι υπήρχαν τόσες ψείρες, ώστε βράδυ-πρωί έβγαζα όλα μου τα εσώρουχα. Καθημερινά, έβρισα καμιά εκατοντάδα από δαύτες, κάποιες από τις οποίες ανήκαν σε ένα είδος που ποτέ άλλοτε δεν ξαναείχα δει: μεγάλες και μαύρες. Δεν παίρναμε για τροφή παρά ένα κομμάτι ψωμί και μια ωμή ρέγκα για δύο. Δεν τα έτρωγα. [...]

Ακριβώς πριν τη μεταφορά μου ξέσπασε επιδημία εξανθηματικού τύφου. Οι κάτοικοι του Κοτλάς μου διηγήθηκαν ότι την προηγούμενη χρονιά ο τύφος είχε ενσκήψει υπό διαφορετικές μορφές καθώς  επίσης επιδημίες όλων των παιδικών μολυσματικών ασθενειών. Εκείνη την εποχή, τρομερό πράγμα, άνοιγαν κάθε μέρα στη Μακάριχα μια μεγάλη τάφρο όπου μέσα της έθαβαν κάπου εβδομήντα πτώματα.

Δε χειρούργησα παρά για πολύ λίγο στο νοσοκομείο του Κότλας. Σε λίγο μου κατέστη γνωστό ότι έπρεπε να πάω στο Αρχαγγέλσκ με το ατμόπλοιο. [...]"


"Μου πρότειναν να χειρουργώ σε ένα νοσοκομείο μετακινούμενο. Είδα εκεί γυναίκες που δεν είχαν χειρουργηθεί καλά, από καρκίνο του μαστικού αδένα. Για αυτό όταν μια ασθενής από αυτές ήρθε να με συμβουλευτεί, δεν την έστειλα στο νοσοκομείο, αλλά αποφάσισα να την φροντίσω σαν εξωτερική ασθενή. Της έκαμα μια επέμβαση πολύ ριζική. Όταν τον έμαθαν οι γιατροί του νοσοκομείου πήγαν αμέσως να κάνουν παράπονα για μένα...[...]

Έχοντας έρθει το Σάββατο, λίγο πριν την αγρυπνία στο σπίτι του μητροπολίτη, πήγα στη μεγάλη εκκλησία του μοναστηριού με μία τελείως μέτρια διάθεση. Ένας ιερομόναχος ιερουργούσε, εγώ ήμουν όρθιος μέσα στο Ιερό Βήμα. Μόλις πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου του Όρθρου αισθάνθηκα κάτι ακατανόητο, μία συγκίνηση που γρήγορα μεγάλωσε και μου έγινε τρομερά δυνατή όταν άκουσα την ανάγνωση. Ήταν στο όγδοο Εωθινό, τα λόγια που απεύθυνε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός στον Απόστολο Πέτρο: Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; Βόσκε τὰ ἀρνία μου..."[Ιω.κδ15] Δέχτηκα αυτές τις λέξεις με πολλή συγκίνηση και πολύ φόβο σαν να μην απευθύνονταν στον Πέτρο, αλλά σε μένα προσωπικά.[...]"


"Τελείως εξαντλημένος από την απεργία πείνας και τις αλυσιδωτές ανακρίσεις λιποθύμησα κι έπεσα πάνω στο λερωμένο και βρώμικο πάτωμα όταν μας έβγαλαν για να πάμε στην τουαλέτα. Χρειάστηκε να με μεταφέρουν στο κελί μου. Την άλλη μέρα με άδειασαν στο "μαύρο κοράκι" της GPU για την κεντρική φυλακή της περιοχής. Πέρασα εκεί οχτώ περίπου μήνες σε συνθήκες πολύ δύσκολες. [...]

Δε θυμάμαι πια για ποιό λόγο "προσγειώθηκα" στο νοσοκομείο της φυλακής. Εκεί, με τη βοήθεια του Θεού, είχα την ευκαιρία να σώσω τη ζωή ενός νεαρού κλεφτάκου που ήταν πολύ άρρωστος. Βλέποντας ότι ο καινούριος γιατρός της φυλακής δεν καταλάβαινε τίποτε από την ασθένεια του μικρού κλέφτη, τον εξέτασα ο ίδιος και εντόπισα ένα απόστημα στην σπλήνα του. [...]"



"Έφτασε το καλοκαίρι του 1941. Οι χιτλερικές ορδές, αφού τέλειωσαν με τις χώρες της Δύσης όρμησαν στο Σοβιετική Ένωση. Στο τέλος του Ιουλίου ο προϊστάμενος χειρουργός της περιοχής του Κρασνογιάρσκ αποβιβάστηκε στην Μπολσάγια Μοπύρτα. Με παρακάλεσε να ξαναπάρω μαζί του το αεροπλάνο για το Κρασνογιάρσκ όπου είχα διοριστεί προϊστάμενος χειρουργός του νοσοκομείου [...]

Οι τραυματίες, αξιωματικοί και στρατιώτες, με αγαπούσαν πολύ. Όταν το πρωί γυρνούσα τις αίθουσες οι πληγωμένοι με υποδέχονταν με χαρά. Κάποιοι ανάμεσά τους που τους είχα γιατρέψει από αποτυχημένες εγχειρίσεις (που είχαν γίνει) σε άλλα νοσοκομεία με χαιρετούσαν με τεντωμένα τα πόδια, κρεμασμένα πολύ ψηλά.[...]"

Αγίου Λουκά Συμφερουπόλεως, "Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο" (αυτοβιογραφικές αφηγήσεις), εκδόσεις: Εν πλω