(αποσπάσματα του ομώνυμου διηγήματος του Γ.Βιζυηνού)
" [...]
- Dobro - doide, Bratuska! ανεφώνησεν ο Τούρκος πλησιάζων μετά προφανούς ταραχής. Τουτέστι: καλώς ήρθες, αδελφέ! Καθ' ην δε στιγμήν εγώ τω απέδιδον τον χαιρετισμόν κατά τον τουρκικόν τρόπον, συγκλείσας εκείνος τα σκέλη, και αναλαβών αρειμάνιον παράστημα, αντεχαιρέτησεν ως Ρώσσος στρατιώτης.
- Τι κάμνεις; τω είπον εγώ. Καλά είσαι; καλά;
- Κακά και ψυχρά, απήντησεν εκείνος. Δόξα τω Θεώ!
Λαβών δε την χείρα μου εντός της οστεώδους παλάμης του, έσεισεν αυτήν ισχυρώς και μετά περιπαθείας. Είτα, κύψας προς το ους μου, ηρώτησε χαμηλοφώνως και μετά τρυφεράς, ως εννόησα, οικειότητος:
- Μοσκώβ; Μοσκώβ;
Ητένισα προς αυτόν μετ' απορίας. Εκείνος όμως, κλείσας τον έτερον οφθαλμόν, ένευσεν εμφαντικώς, ως εάν ήθελε να είπη: 'Εννοια σου! και αν συ δεν το ομολογής ενώπιον αυτού του τρίτου, εγώ όμως το αισθάνομαι πως είσαι Ρώσσος, και πολύ ευχαριστούμαι διά τούτο.
- 'Οχι Μοσκώβ! απήντησα εγώ τότε στεναχωρημένος. 'Οχι Μοσκώβ! Χριστιάν, Ρουμ.
Το υψηλόν του Μοσκώβ - Σελήμ ανάστημα, διαψευσθέντος ήδη σκληρώς εν τη προσδοκία, συνεκάθησεν ήδη καθ' όλους τους αρμούς του, ώστε ο άνθρωπος έγινεν απ' εκείνης της στιγμής κατά μίαν σπιθαμήν τουλάχιστον βραχύτερος.
[...]
Είναι παράδοξον πώς πρόσωπά τινα, άγνωστα ημίν τέως, ημπορούν να μας συναρπάσουν ενίοτε κατά την πρώτην αυτών εμφάνισιν, χωρίς να γνωρίζωμεν τον λόγον. να μας απασχολούσιν εσωτερικώς, χωρίς να γνωρίζωμεν διά ποίαν αιτίαν, διά ποίον σκοπόν. Τοιούτον τι μοι συνέβη ως προς την εμφάνισιν του Μοσκώβ - Σελήμ. Συνήρπασε την συμπάθειάν μου, το ενδιαφέρον μου, ούτως ειπείν, εξ εφόδου, με όλην την κωμικότητα της στολής του.
[...]
Τρελλός δεν είναι βέβαια, έλεγον κατ' εμαυτόν. Ούτε είναι δυστυχές τι πλάσμα παρά τω οποίω η παραφροσύνη προμηνύεται ήδη εν τη μονομανία του φιλορωσσισμού. Αληθώς μια μυστηριώδης σκιά διά των ρεμβών, των μελαγχολικών αυτού βλεμμάτων προδιδομένη, φαίνεται κατέχουσα τον εσωτερικόν αυτού βίον.
Αλλά πόσον αίθρια είναι η συνομιλία του! πόσον αξιοπρεπής η στάσις του! Ενώπιον της ανδρικής συμπεριφοράς του, λησμονεί κανείς το γελοίον της 'αρλεκινικής' ενδυμασίας και παραβλέπει την φιλορρωσσικήν αδυναμίαν του. Ομοιάζει προς υπερήφανον έλαφον ήτις, αν και φέρη το δέρμα σπαραγμένον υπό των κυνηγετικών κυνών, αν και φέρη το θανατηφόρον τραύμα εις τα πλευρά, κρατεί όμως ακόμα υψηλά την κεφαλήν εν τω εσχάτω κρυσφυγέτω.
Αλλά τι έχει λοιπόν αυτός ο παράξενος Τούρκος, και μου επήρε τον ύπνον, και μου εχάλασε την ησυχίαν;
[...]
Ο Σελήμ εκάθησε χαμαί επί του κατωφλίου της στενής θύρας του οικίσκου του, και ετάνυσε τα μακρά του σκέλη προς εμέ με την χαρακτηρίζουσαν τους ομοεθνείς του αδιαφορίαν περί τα τοιαύτα, ούτως ώστε ηδυνάμην να βλέπω τα πέλματα των ποδών αυτού προκύπτοντα διά των τετριμμένων υποδημάτων του. Το άνω σώμα του κατείχε πλέον ή τα δύο τρίτα του ύψους της θύρας. Το σκοτεινόν του οικίσκου εσωτερικόν εχρησίμευεν ως βάθος, εφ' ου εξείχεν έτι μάλλον η ποικίλη και παράξενος ενδυμασία του Τούρκου, και η ωχρότης του προσώπου του. Τότε πρώτον παρετήρησα κυρίως την έκφρασιν των οφθαλμών του εκ του πλησίον. Ποτέ δεν είδον οφθαλμούς τόσω βαθέος και τόσω εκφραστικώς αντανακλώντας αόριστόν τινα θλιβεράν της ψυχής διάθεσιν, την οποίαν οι άνθρωποι συνήθως ονομάζομεν "πένθος της καρδίας". 'Οταν ο Σελήμ ενόησεν, ότι εγώ, ροφών εν τω μεταξύ τον καφέν μου, εμελέτων εταστικώς το βέμμα του, εχαμήλωσε τους οφθαλμούς και εμειδίασε μελαγχολικώς.
- Εγώ, είπε, έπαθα κάτι τι από την ευγενεία σου - μεγάλο θαύμα!
- Ας είναι "χαϊρι", του είπον κατά το ιδίωμα των Τούρκων.
- "Ινσαλλάχ" είναι χαϊρι, απήντησεν εκείνος, και προσέθηκε μετά τινα σιγήν: Εκτύπησε η καρδιά μου, σαν σε είδα χθες το βράδυ. σ' ενόμισα Ρούσσον. Μη ρωτάς πώς μ' εφάνηκε. Σαν είδα πως δεν ήθελες να είσαι Ρούσσος, παράξενο πράγμα, είπα, τόσω καλός άνθρωπος και να μην είσαι Ρούσσος. Εβιάζεσο να φύγης. κ' εγώ θαρρείς εβιαζόμουν περισσότερο. Και όμως, σαν έφυγες και ύστερα, με ήλθ' ένα παράπονο, γιατί δεν μπόρεσα να σε κρατήσω. με ήλθε μια επιθυμία να σε ιδώ, να σε μιλήσω - μεγάλο θαύμα! Μόλις εδιάβηκες με τ' άλογο, κ' έπεσα καταπόδι σου, σαν το λαγωνικό. Μα εντροπιάσθηκα να σε φωνάξω. και συ, πού να γυρίσης να ιδής οπίσω! Ας είναι δα! Εις το χωριό ερώτησα και έμαθα ποιος είσαι. Θεός να δώση χαϊρι! είπα. Γι' αυτό με έσυρεν ο αέρας του κατόπιν του. Αν είναι λοιπόν έτσι, είπα μέσα μου, αυτός θα ξαναέλθη στην Καϊνάρτζα. Δεν γίνεται αλλοιώτικα. Και ήμουν τόσον βέβαιος ότι θα ξανάλθης, ώστε σήμερα που σε είδα δεν μ' εφάνηκε καθόλου παράξενο.
- 'Ητον μία συννενόησις των ψυχών μας, τω είπον. Κι εγώ δεν ειμπόρεσα να ησυχάσω πριν επανέλθω να σε ίδω.
- Αλήθεια; ανεφώνησεν ο Σελήμ μετά παιδικής χαράς. Καλά λοιπόν το λέγουν πως δυο άνθρωποι μπορεί να είναι τόσο ξένοι μεταξύ τους, και όμως οι ψυχές τους να είν' αδέλφια!
Και χαμηλώσας ολίγον την φωνήν ο Σελήμ απήγγειλε μετά θρησκευτικής ευλαβείας τα του Πέρσου ποιητού:
Από της γης τα σκότη άτυχη ψυχή
τον ουρανό κυττάζει.
μιαν άλλη ψυχή βλέπει στ' άστρα ευτυχή,
που την γλυκοματιάζει -
Το ξεύρουν μεταξύ των: είναι συγγενείς,
μα τους χωρίζει Ειμαρμένη απηνής!
- Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος, εξηκολούθησεν είτα ο Σελήμ αναλαβών το πρότερον ύφος. Για πες μου, στον Θεό σου! Δεν είν' αλήθεια πως και οι πέτρες, που είναι στον κόσμο, αν εύρισκαν κανένα να πουν τα "ντέρτια" τους, θα ήσαν ελαφρότερες;
- Πολύ αλήθεια! είπον εγώ, αποσβολωμένος πως εκ του τρόπου, καθ' όν ο Σελήμ εσκέπτετο. Πολύ αλήθεια!
- Αυτό, είπεν ο Σελήμ, το φαντάζομαι, γιατί νοιώθω την καρδιά μου να γίνεται ολοένα και βαρύτερη από τα ντέρτια μου, τόσο που καμμιά φορά μου φαίνεται πως έγινε πια πέτρα. 'Αλλον από αυτό το κρύο το νερό, που ξερβουβουλά από τον άψυχο τον βράχο, δεν έχω ποιον να εμπιστευθώ τον πόνον μου. Μα και αυτό καμμιά φορά θαρρείς δεν θέλει να μ' ακούση, και μιλεί μονάχο του περισσότερο από εμένα, το φλύαρο, και ώστε να γυρίσω να το ιδώ, περνά και φεύγει.
- Αν μπορώ ν' ακούσω εγώ τα ντέρτια σου, Σελήμ - Αγά, τω είπον, υπόσχομαι να μείνω εδωνά ακίνητος, αμίλητος. Τι κρυφό πόνο έχεις στην καρδιά σου;
- Δεν έχω κανένα κρυφό να σε διηγηθώ, με είπε τότε, ή κανένα "ντέρτι" που δεν ημπορούσαν ν' ακούσουν κι άλλοι. Μα για τους άλλους ο Μοσκώβ - Σελήμ είναι άνθρωπος σχεδόν τρελλός. Τι θέλεις να τους πω; Πώς θέλεις να με καταλάβουν; Γι' αυτό σαν άκουσα διά την ευγενεία σου, επήρε αναπνοή το στήθος μου. Τέτοιος άνθρωπος, είπα μέσα μου, θα είναι καλός καθώς και οι Ρούσσοι. Σ' αυτόν αν πης τον πόνο σου, είναι σαν να τον είπες εις όλο τον κόσμο. 'Ετσι δεν ημπορεί κανείς να με κατηγορήση πλέον διά δειλόν, διά προδότην. Διότι όπως σε το χάραξα προτύτερα, έτσι έχω απόφασι και να το κάνω. 'Αμα πατήσουν το ποδάρι τους άλλη μια οι Ρούσσοι στην Τουρκία, εγώ θα πάγω με το μέρος τους. θα γίνω σύμμαχός τους. θα πάγω εις τον τόπο τους και δε θα έλθω πίσου. 'Εχω δίκιο; έχω άδικο; Θα το καταλάβης όταν ακούσης την ιστορία μου.
[...] "
Γ.Βιζυηνός
- Dobro - doide, Bratuska! ανεφώνησεν ο Τούρκος πλησιάζων μετά προφανούς ταραχής. Τουτέστι: καλώς ήρθες, αδελφέ! Καθ' ην δε στιγμήν εγώ τω απέδιδον τον χαιρετισμόν κατά τον τουρκικόν τρόπον, συγκλείσας εκείνος τα σκέλη, και αναλαβών αρειμάνιον παράστημα, αντεχαιρέτησεν ως Ρώσσος στρατιώτης.
- Τι κάμνεις; τω είπον εγώ. Καλά είσαι; καλά;
- Κακά και ψυχρά, απήντησεν εκείνος. Δόξα τω Θεώ!
Λαβών δε την χείρα μου εντός της οστεώδους παλάμης του, έσεισεν αυτήν ισχυρώς και μετά περιπαθείας. Είτα, κύψας προς το ους μου, ηρώτησε χαμηλοφώνως και μετά τρυφεράς, ως εννόησα, οικειότητος:
- Μοσκώβ; Μοσκώβ;
Ητένισα προς αυτόν μετ' απορίας. Εκείνος όμως, κλείσας τον έτερον οφθαλμόν, ένευσεν εμφαντικώς, ως εάν ήθελε να είπη: 'Εννοια σου! και αν συ δεν το ομολογής ενώπιον αυτού του τρίτου, εγώ όμως το αισθάνομαι πως είσαι Ρώσσος, και πολύ ευχαριστούμαι διά τούτο.
- 'Οχι Μοσκώβ! απήντησα εγώ τότε στεναχωρημένος. 'Οχι Μοσκώβ! Χριστιάν, Ρουμ.
Το υψηλόν του Μοσκώβ - Σελήμ ανάστημα, διαψευσθέντος ήδη σκληρώς εν τη προσδοκία, συνεκάθησεν ήδη καθ' όλους τους αρμούς του, ώστε ο άνθρωπος έγινεν απ' εκείνης της στιγμής κατά μίαν σπιθαμήν τουλάχιστον βραχύτερος.
[...]
Είναι παράδοξον πώς πρόσωπά τινα, άγνωστα ημίν τέως, ημπορούν να μας συναρπάσουν ενίοτε κατά την πρώτην αυτών εμφάνισιν, χωρίς να γνωρίζωμεν τον λόγον. να μας απασχολούσιν εσωτερικώς, χωρίς να γνωρίζωμεν διά ποίαν αιτίαν, διά ποίον σκοπόν. Τοιούτον τι μοι συνέβη ως προς την εμφάνισιν του Μοσκώβ - Σελήμ. Συνήρπασε την συμπάθειάν μου, το ενδιαφέρον μου, ούτως ειπείν, εξ εφόδου, με όλην την κωμικότητα της στολής του.
[...]
Τρελλός δεν είναι βέβαια, έλεγον κατ' εμαυτόν. Ούτε είναι δυστυχές τι πλάσμα παρά τω οποίω η παραφροσύνη προμηνύεται ήδη εν τη μονομανία του φιλορωσσισμού. Αληθώς μια μυστηριώδης σκιά διά των ρεμβών, των μελαγχολικών αυτού βλεμμάτων προδιδομένη, φαίνεται κατέχουσα τον εσωτερικόν αυτού βίον.
Αλλά πόσον αίθρια είναι η συνομιλία του! πόσον αξιοπρεπής η στάσις του! Ενώπιον της ανδρικής συμπεριφοράς του, λησμονεί κανείς το γελοίον της 'αρλεκινικής' ενδυμασίας και παραβλέπει την φιλορρωσσικήν αδυναμίαν του. Ομοιάζει προς υπερήφανον έλαφον ήτις, αν και φέρη το δέρμα σπαραγμένον υπό των κυνηγετικών κυνών, αν και φέρη το θανατηφόρον τραύμα εις τα πλευρά, κρατεί όμως ακόμα υψηλά την κεφαλήν εν τω εσχάτω κρυσφυγέτω.
Αλλά τι έχει λοιπόν αυτός ο παράξενος Τούρκος, και μου επήρε τον ύπνον, και μου εχάλασε την ησυχίαν;
[...]
Ο Σελήμ εκάθησε χαμαί επί του κατωφλίου της στενής θύρας του οικίσκου του, και ετάνυσε τα μακρά του σκέλη προς εμέ με την χαρακτηρίζουσαν τους ομοεθνείς του αδιαφορίαν περί τα τοιαύτα, ούτως ώστε ηδυνάμην να βλέπω τα πέλματα των ποδών αυτού προκύπτοντα διά των τετριμμένων υποδημάτων του. Το άνω σώμα του κατείχε πλέον ή τα δύο τρίτα του ύψους της θύρας. Το σκοτεινόν του οικίσκου εσωτερικόν εχρησίμευεν ως βάθος, εφ' ου εξείχεν έτι μάλλον η ποικίλη και παράξενος ενδυμασία του Τούρκου, και η ωχρότης του προσώπου του. Τότε πρώτον παρετήρησα κυρίως την έκφρασιν των οφθαλμών του εκ του πλησίον. Ποτέ δεν είδον οφθαλμούς τόσω βαθέος και τόσω εκφραστικώς αντανακλώντας αόριστόν τινα θλιβεράν της ψυχής διάθεσιν, την οποίαν οι άνθρωποι συνήθως ονομάζομεν "πένθος της καρδίας". 'Οταν ο Σελήμ ενόησεν, ότι εγώ, ροφών εν τω μεταξύ τον καφέν μου, εμελέτων εταστικώς το βέμμα του, εχαμήλωσε τους οφθαλμούς και εμειδίασε μελαγχολικώς.
- Εγώ, είπε, έπαθα κάτι τι από την ευγενεία σου - μεγάλο θαύμα!
- Ας είναι "χαϊρι", του είπον κατά το ιδίωμα των Τούρκων.
- "Ινσαλλάχ" είναι χαϊρι, απήντησεν εκείνος, και προσέθηκε μετά τινα σιγήν: Εκτύπησε η καρδιά μου, σαν σε είδα χθες το βράδυ. σ' ενόμισα Ρούσσον. Μη ρωτάς πώς μ' εφάνηκε. Σαν είδα πως δεν ήθελες να είσαι Ρούσσος, παράξενο πράγμα, είπα, τόσω καλός άνθρωπος και να μην είσαι Ρούσσος. Εβιάζεσο να φύγης. κ' εγώ θαρρείς εβιαζόμουν περισσότερο. Και όμως, σαν έφυγες και ύστερα, με ήλθ' ένα παράπονο, γιατί δεν μπόρεσα να σε κρατήσω. με ήλθε μια επιθυμία να σε ιδώ, να σε μιλήσω - μεγάλο θαύμα! Μόλις εδιάβηκες με τ' άλογο, κ' έπεσα καταπόδι σου, σαν το λαγωνικό. Μα εντροπιάσθηκα να σε φωνάξω. και συ, πού να γυρίσης να ιδής οπίσω! Ας είναι δα! Εις το χωριό ερώτησα και έμαθα ποιος είσαι. Θεός να δώση χαϊρι! είπα. Γι' αυτό με έσυρεν ο αέρας του κατόπιν του. Αν είναι λοιπόν έτσι, είπα μέσα μου, αυτός θα ξαναέλθη στην Καϊνάρτζα. Δεν γίνεται αλλοιώτικα. Και ήμουν τόσον βέβαιος ότι θα ξανάλθης, ώστε σήμερα που σε είδα δεν μ' εφάνηκε καθόλου παράξενο.
- 'Ητον μία συννενόησις των ψυχών μας, τω είπον. Κι εγώ δεν ειμπόρεσα να ησυχάσω πριν επανέλθω να σε ίδω.
- Αλήθεια; ανεφώνησεν ο Σελήμ μετά παιδικής χαράς. Καλά λοιπόν το λέγουν πως δυο άνθρωποι μπορεί να είναι τόσο ξένοι μεταξύ τους, και όμως οι ψυχές τους να είν' αδέλφια!
Και χαμηλώσας ολίγον την φωνήν ο Σελήμ απήγγειλε μετά θρησκευτικής ευλαβείας τα του Πέρσου ποιητού:
Από της γης τα σκότη άτυχη ψυχή
τον ουρανό κυττάζει.
μιαν άλλη ψυχή βλέπει στ' άστρα ευτυχή,
που την γλυκοματιάζει -
Το ξεύρουν μεταξύ των: είναι συγγενείς,
μα τους χωρίζει Ειμαρμένη απηνής!
- Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος, εξηκολούθησεν είτα ο Σελήμ αναλαβών το πρότερον ύφος. Για πες μου, στον Θεό σου! Δεν είν' αλήθεια πως και οι πέτρες, που είναι στον κόσμο, αν εύρισκαν κανένα να πουν τα "ντέρτια" τους, θα ήσαν ελαφρότερες;
- Πολύ αλήθεια! είπον εγώ, αποσβολωμένος πως εκ του τρόπου, καθ' όν ο Σελήμ εσκέπτετο. Πολύ αλήθεια!
- Αυτό, είπεν ο Σελήμ, το φαντάζομαι, γιατί νοιώθω την καρδιά μου να γίνεται ολοένα και βαρύτερη από τα ντέρτια μου, τόσο που καμμιά φορά μου φαίνεται πως έγινε πια πέτρα. 'Αλλον από αυτό το κρύο το νερό, που ξερβουβουλά από τον άψυχο τον βράχο, δεν έχω ποιον να εμπιστευθώ τον πόνον μου. Μα και αυτό καμμιά φορά θαρρείς δεν θέλει να μ' ακούση, και μιλεί μονάχο του περισσότερο από εμένα, το φλύαρο, και ώστε να γυρίσω να το ιδώ, περνά και φεύγει.
- Αν μπορώ ν' ακούσω εγώ τα ντέρτια σου, Σελήμ - Αγά, τω είπον, υπόσχομαι να μείνω εδωνά ακίνητος, αμίλητος. Τι κρυφό πόνο έχεις στην καρδιά σου;
- Δεν έχω κανένα κρυφό να σε διηγηθώ, με είπε τότε, ή κανένα "ντέρτι" που δεν ημπορούσαν ν' ακούσουν κι άλλοι. Μα για τους άλλους ο Μοσκώβ - Σελήμ είναι άνθρωπος σχεδόν τρελλός. Τι θέλεις να τους πω; Πώς θέλεις να με καταλάβουν; Γι' αυτό σαν άκουσα διά την ευγενεία σου, επήρε αναπνοή το στήθος μου. Τέτοιος άνθρωπος, είπα μέσα μου, θα είναι καλός καθώς και οι Ρούσσοι. Σ' αυτόν αν πης τον πόνο σου, είναι σαν να τον είπες εις όλο τον κόσμο. 'Ετσι δεν ημπορεί κανείς να με κατηγορήση πλέον διά δειλόν, διά προδότην. Διότι όπως σε το χάραξα προτύτερα, έτσι έχω απόφασι και να το κάνω. 'Αμα πατήσουν το ποδάρι τους άλλη μια οι Ρούσσοι στην Τουρκία, εγώ θα πάγω με το μέρος τους. θα γίνω σύμμαχός τους. θα πάγω εις τον τόπο τους και δε θα έλθω πίσου. 'Εχω δίκιο; έχω άδικο; Θα το καταλάβης όταν ακούσης την ιστορία μου.
[...] "
Γ.Βιζυηνός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου