στὸ βουνὸ τῶν Κενταύρων, στὰ μονοπάτια τοῦ Χείρωνα... (παραδόσεις κι έθιμα, Θεός και φύση, μυθολογία και γλώσσα, σκέψεις κι εικόνες...)
Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
28η Οκτωβρίου: μέσα απ'τα μάτια μιας γιαγιάς..
"Είμαι 80 χρόνων. Η μέρα που ξημέρωσε είναι η 28η Οκτωβρίου. Οι καμπάνες που χτύπησαν με γύρισαν πίσω πριν 65 χρόνια, τότε που ήμουνα 15 χρονών.
Ήτανε ημέρα Δευτέρα, πρωί, όλοι είχαν ξεκινήσει για δουλειές. Ήταν εποχή που μαζεύαμε τα μήλα. Η μητέρα κι ο πατέρας ετοιμάζονταν για μήλα. Ξαφνικά άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες κάπως παράξενα. Όλοι τρέχανε στους δρόμους και ρωτούσαν τι έγινε. Τηλέφωνα δεν είχαμε, ράδια, τηλεόραση ' τρέχανε στην πλατεία. Η είδηση ήρθε στην αστυνομία. Σε λίγο φώναζαν όλοι "πόλεμος! πόλεμος!". Η Ιταλία είχε μπει μέσα στην Πίνδο. Ο Μεταξάς είπε ένα μεγάλο ΟΧΙ και έγινε επιστράτευση. Όλοι οι άνδρες γύρισαν στα σπίτια τους. Ετοιμάζονταν και τραβούσαν στο σταθμό, για το τραίνο. Άλλο μέσο δεν υπήρχε να φύγουν. Τα ανατολικά χωριά έρχονταν εδώ. Άλλη συγκοινωνία δεν είχε. Μανάδες με τα παιδιά τους, γυναίκες με τους άντρες τους, έρχονταν να τους ξεπροβοδίσουν, να τους αγκαλιάσουν, να τους ευχηθούν να γυρίσουν με το καλό και νικητές. Το τι γινόταν στο σταθμό δεν περιγράφεται. Μανάδες να κρατούν τα παιδιά τους αγκαλιά, να κλαίνε. Μι αγυναίκα κρατούσε ένα μικρό από το χέρι και ήταν έτοιμη να γεννήσει το δεύτερο ' να έχει τον άντρα της αγκαλιά και να κλαίει. Οι άντρες στα παράθυρα του τραίνου να κουνούν τα μαντήλια και να τραγουδούν.[...] Κλάματα, φωνές τραγούδια, σου τρυπούσαν το μυαλό. Στα φορτηγά βαγόνια βάζαν τα καλύτερα άλογα και τραβούσαν για το μέτωπο χωρίς να ξέρουν κι αυτά τι τα περίμενε. Και όταν ξεκηνούσε το τραίνο αγκομαχώντας και σφυρίζοντας σου πάγωνε την ψυχή. Εγώ με την αδελφή μου, πιασμένες από το χέρι, κοιτάζαμε όλα αυτά παγωμένες, γιατί δεν ξέραμε τι θα πει πόλεμος. Τότε που είδαν τα μάτια μου την καταστροφή, το θάνατο, τη φρίκη, τον πόνο, το κλάμα, τότε ένιωσα μέσα μου τι θα πει πόλεμος.
Οι Ιταλοί είχαν μπει μέσα στο ελληνικό έδαφος. Έρχονταν με σκοπό ότι θα τους δεχτούμε, θα τους αφήναμε να περάσουν ' έτσι τους είχαν πει. Αλλά εδώ τα βρήκαν μαύρα. Οι φαντάροι, οι τσολιάδες, η αθάνατη ελληνική ψυχή, τους έμασε το κυνηγητό. Αυτοί δεν αντιστάθηκαν, φεύγανε όσο μπορούσαν, φωνάζοντας οι τσολιάδες "Αέρα". Οι γυναίκες βγήκαν στα βουνά και κουβαλούσαν τροφή και πολεμοφόδια, "οι Σουλιώτισσες" ξαναγεννήθηκαν στα βουνά της Πίνδου. Όταν τους βγάλανε από το ελληνικό έδαφος, τότε άρχισαν να αντιστέκονται, αλλά όχι και πολύ. Και κάθε μέρα χτυπούσαν οι καμπάνες, παίρναμε ένα χωριό ένα ύψωμα. Οι καμπάνες δε σταματούσαν να χτυπούν. Τρέχαμε στους δρόμους, φωνάζαμε, τραγουδούσαμε.
Μια μέρα στη γειτονιά ένας γέρος έκλαιγε, είχε παιδί στο μέτωπο. Του λέγω "Γιατί μπάρμπα-Γιωργάκη κλαις; Πήραμε την Κλεισούρα.", "Αχ! Μαριώ μου", λεει, "για να χτυπούν οι καμπάνες δεν ξέρεις πόσα παιδάκια πέσανε."
Κάθε ημέρα προχωρούσαμε. Όλος ο κόσμος μιλούσε για την Ελλάδα, θρίαμβος! Ένας Άγγλος, ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ, είπε "οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες".
[...]
Κι αφού φτάσαμε στα Τίρανα και φωνάζαμε θα τους πετάξουμε στη θάλασσα, έγινε κάτι που ο κόσμος γύρισε πάνω κάτω. Μεγάλη καταστροφή, ξαναχτυπούσαν οι καμπάνες, οι Γερμανοί μπαίνανε στην Ελλάδα και μας χτυπούσαν πισώπλατα. Εμείς, μια χούφτα άνθρωποι, τί να κάνουμε; Τα εκατομμύρια των Ιταλών να πολεμούμε μπροστά ή τα διπλά των Γερμανών που χτυπούσαν πίσω μας; Ούτε στρατό είχαμεε, ούτε τα καταραμένα όπλα τους. Αναγκάστηκε ο στρατός να οπισθοχωρήσει, πληγωμένος, αλλά με το κεφάλι ψηλά, νικητές, όχι νικημένοι.
[...]
Οι φάλαγγες κατέβηκαν στην Αθήνα, μπήκαν μέσα, ανέβηκαν στην Ακρόπολη, κατέβασαν τη Σημαία μας, ύψωσαν τη δική τους. Ο κόσμος πάγωσε. Και άρχισε η καταστροφή. Πήραν στα χέρια τους τα πάντα και κυβερνούσε ο αγκυλωτός σταυρός.
[...]
Η πείνα θέριζε τους πάντες. Εδώ στα χωριά είχαμε λάδι, μαζεύαμε χόρτα και τρώγαμε. Ψωμί δεν είχαμε. Με ελιές και χόρτα περνούσαμε. Στον κάμπο είχανε ψωμί, δεν είχανε λάδι. Στις πόλεις δεν είχαν τίποτα. Στα πεζοδρόμια και στις πόρτες των σπιτιών έβλεπες σκελετωμένα κορμιά, Μετά άρχισε η μαύρη αγορά, είδος με είδος: μια οκά λάδι - μια οκά αλεύρι, μια οκά λάδι - μια οκά πατάτες, δράμα η κατάσταση. Στις πόλεις δίνανε κουστούμια, χρυσαφικά, για λίγο αλεύρι, λίγο καλαμπόκι. Από αρρώστιες είχε γεμίσει ο κόσμος, φάρμακα πουθενά, πεθαίνανε αβοήθητοι, όπως τα σκυλιά στους δρόμους.
Τότε άρχισε η Αντίσταση. Οι άνδρες που πολέμησαν και οπισθοχώρησαν δεν το άντεξαν αυτό, πήραν τα όπλα και βγήκαν στα βουνά. Όπου περνούσαν Γερμανοί βγαίναν και χτυπούσαν και αν σκότωναν Γερμανό, αυτοί μπαίνανε μέσα στο χωριό, μαζεύαν τους άνδρες, τους εκτελούσαν και το καίγανε. Παντού φωτιά, παντού αίμα. Ήρθαν και στο χωριό μας, βγήκαν έξω από το χωριό και τους χτύπησαν και σκότωσαν ένα αξιωματικό. Αυτοί μπήκαν, μάζεψαν όσους άντρες βρήκαν και τους εκτέλεσαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί τους θάψανε και κάνανε το μνημείο τους. Κάψανε και το χωριό μας. Μέσα στα σπίτια κάψανε τρία άτομα: μια γριούλα στη γειτονιά μας και μια μάνα με το γιο της. Το παιδί ήταν παράλυτο, η μάνα προσπαθούσε να το βγάλει, δε μπορούσε. Αγκάλιασε το παιδί της και κάηκαν μαζί. Τους βρήκαν καμένους αγκαλιασμένους. Τέτοιοι κακούργοι, αιμοβόροι, στην ψυχή τους δεν υπήρχε ίχνος ανθρωπιάς, βάρβαρος λαός.
[...]
Ώσπου έφτασε η ευλογημένη ώρα που οι Γερμανοί θα φεύγαν από τη χώρα μας. Άρχισαν σιγά σιγά να ξεπαστρεύουν τον τόπο μας από τα καταραμένα όπλα τους και να φεύγουν. Φεύγοντας κάναν όσες ζημιές μπορούσαν. Αφού ξεκρέμασαν τη σημαία τους από την Ακρόπολη, υψώσαμε τη δική μας. Τότε, αυτό που έγινε δε μπορεί να το διηγηθεί κανένας. Όλοι με τις Σημαίες στα χέρια τρέχανε στους δρόμους φωνάζοντας, τραγουδώντας. Όλοι βγάλαμε τις Σημαίεες στα παράθυρα. Τρέχω κι εγώ, βγάζω τη Σημαία από το μπαούλο, την παίρνω και τρέχω στο παράθυρο. Το ανοίγω, ο αέρας που φυσούσε μοσχοβολούσε Λευτεριά.Την ύψωσα όσο πιο ψηλά μπορούσα και τραγουδούσα κλαίγοντας: "Σε γνωρίζω από την κόψη...". Η γερμανική μπότα έπαψε να πατά τα άγια χώματά μας, η γη μας ανάσανε και άρχισε να φυτρώνει το καταπράσινο χορταράκι, αγνό και μοσχοβολούσε. Τα πάντα χαμογελούσαν, όλος ο κόσμος μοσχοβολούσε Λευτεριά. Οι αδικοχαμένες αθάνατες ψυχούλες που πέσανε στα δύσκολα αυτά χρόνια πλανιόνταν αθόρυβα ανάμεσά μας και γιόρταζαν και αυτές μαζί μας. Στιγμές αξέχαστες ' ελευθεροι, αγκαλιασμένοι, τρέχαμε στους δρόμους τραγουδώντας. Περασμένα που δεν ξεχνιούνται ποτέ, στιγμές φρίκης, στιγμές χαράς."
Μαρία Γιαννιού, "Αναμνήσεις και εικόνες μιας ζωής"
(*οι πίνακες του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη)
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008
απώλειες...
Είναι κάτι νύχτες -και μέρες ενίοτε- που οι εικόνες στο μυαλό χορεύουνε ' κρυμμένες ζωγραφιές ξεπηδούν κάτω από τα σκονισμένα σεντόνια, θαρρείς και κείνο το τζάμι το θολωμένο από την πάχνη του καιρού κι απ'τις πατημασιές του χρόνου κάποιο χέρι κραταιό κι αδάμαστο μ'ένα σφουγγάρι το φανέρωσε...
Είναι κάτι νύχτες που μετράς μονάχα απώλειες. Και λογαριάζεις, σα μπακαλάκος του χωριού, τα νούμερα. Τούτα τα νούμερα που μονάχα νούμερα δεν είναι, γιατί είναι όλη σου η ζωή, όλος ο πλούτος της ψυχής σου κι όλα τα δάκρυα που μούσκεψαν τα χνώτα σου.
Κι αν ξεκινάς από την πέρα όχθη, καταλήγεις σε τούτην εδώ τη στεριά κι ύστερα αναρωτιέσαι τι πιο πολύ πονάει.
Θυμάσαι τι σού'χα πει; Θυμάσαι πόσα λόγια δε σου πρόλαβα; Κατάλαβες; Τίποτα δεν κατάλαβες, στραβάδι! Ανίκανη κι εγώ να προλάβω..
Περνούν οι στιγμές κι οι μνήμες τις χρωματίζουν με σκοτεινή παλέτα. Δειλά χαμόγελα κρυμμένα σε υφάλμυρες πινελιές, μου τραγουδούν για ζωντανούς και πεθαμένους.. Απώλειες...
Ιδιαίτερη νύχτα.. ζοφερή.. Θυμάμαι μια τέτοια νύχτα χρόνια πριν, τότε που ήμουνα σχεδόν παιδί - αν ήμουνα ποτέ παιδί δεν το θυμάμαι... Τότε που χάραξα τη μεγαλύτερη απώλεια... Θυμάμαι και τη νύχτα την περσινή που ξαγρύπνησα ματώνοντας, προσμένοντας έναν ακόμη αποχαιρετισμό, για την πέρα όχθη. Θυμάμαι κι εσένα που τότε ήσουνα εκεί, αλλά τώρα σε έχασα..
Είναι κάτι νύχτες που μετράς μονάχα απώλειες. Και λογαριάζεις, σα μπακαλάκος του χωριού, τα νούμερα. Τούτα τα νούμερα που μονάχα νούμερα δεν είναι, γιατί είναι όλη σου η ζωή, όλος ο πλούτος της ψυχής σου κι όλα τα δάκρυα που μούσκεψαν τα χνώτα σου.
Κι αν ξεκινάς από την πέρα όχθη, καταλήγεις σε τούτην εδώ τη στεριά κι ύστερα αναρωτιέσαι τι πιο πολύ πονάει.
Θυμάσαι τι σού'χα πει; Θυμάσαι πόσα λόγια δε σου πρόλαβα; Κατάλαβες; Τίποτα δεν κατάλαβες, στραβάδι! Ανίκανη κι εγώ να προλάβω..
Περνούν οι στιγμές κι οι μνήμες τις χρωματίζουν με σκοτεινή παλέτα. Δειλά χαμόγελα κρυμμένα σε υφάλμυρες πινελιές, μου τραγουδούν για ζωντανούς και πεθαμένους.. Απώλειες...
Ιδιαίτερη νύχτα.. ζοφερή.. Θυμάμαι μια τέτοια νύχτα χρόνια πριν, τότε που ήμουνα σχεδόν παιδί - αν ήμουνα ποτέ παιδί δεν το θυμάμαι... Τότε που χάραξα τη μεγαλύτερη απώλεια... Θυμάμαι και τη νύχτα την περσινή που ξαγρύπνησα ματώνοντας, προσμένοντας έναν ακόμη αποχαιρετισμό, για την πέρα όχθη. Θυμάμαι κι εσένα που τότε ήσουνα εκεί, αλλά τώρα σε έχασα..
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008
φθιν-οπωρ-ινά και άλλα
φθιν-όπωρον: κυρίως το τελευταίον μέρος της οπώρας (άλλως και μετόπωρον δηλ. μετά την οπώραν, το και νυν φθινόπωρον, κοινώς "χινόπωρο"), Ηροδ.4.42, 9.117, Ιππ.Αφ.1244, Θουκ.2.31, Αριστ.π.τα Ζ. Ιστ.8.19, 4, κ.αλλ.
Καθ'Ησύχ.: "φθινόπωρον, ο από της πεντεκαιδεκάτης Αυγούστου μηνός έως της πεντεκαιδεκάτης Δεκεμβρίου. οι δε από της εικοστής δευτέρας Αυγούστου έως πάλιν εικοστής δευτέρας Δεκεμβρίου."
όπου,
οπώρα: το μέρος του έτους μεταξύ της επιτολής του Σειρίου και της του Αρκτούρου (δηλ. από των μέσων Ιουλίου, όλος ο Αύγουστος και το μέρος του Σεπτεμβρίου), τουτέστι το δεύτερον ήμισυ του θέρους ' ούτως ο Αριστοτέλης λέγει "οπωρινή ισημερία", Μετεωρ.3.2, 3.
Ο Όμηρος έχει τα δύο, θέρος και οπώρη, ομού, "θέρος τεθαλυιά τ'οπώρη", Οδ.Λ.191 ' ο Σείριος είναι ο αστήρ της ώρας ταύτης του έτους, Ιλ.Χ.27, πρβλ.οπωρινός.
Παρά τοις μετέπειτα συγγραφεύσιν η λέξης εδήλου ωρισμένην τινά ώραν του έτους, το φθινόπωρον, αλλ'ην έτι εν χρήσει μετά της σημασίας του θέρους, ""αρξάμενος από του ηρινού χρόνου προ οπώρας", Ξεν.Ελλ.3.2, 10, πρβλ.Αριστ.Μετεωρ.1.12,1.
Αυτή ήτο η προσφορωτέρα ώρα του έτους προς πέπανσιν του καρπού των τε αγρών και των δέντρων, "νέας δ'οπώρας ηνίκ' αν ξανθή στάχυς" Αισχύλ. Αποσπ.305.
Η ώρα των σφοδρών θυέλλων, "ήματ'οπωρινώ, ότε λαβρότατον χέει ύδωρ Ζεύς", Ιλ.Π.385, πρβλ.Ησ. Έργ.κ. Ημ.672. Παρ' Ησ. ένθ'ανωτ. αι βροχαί αυταί αποδίδονται εις τον Νότον, όστις λέγεται ότι πνέει περί τα τέλη της ώρας ταύτης του έτους, "οπωρινόν όμβρον και χειμών' επιόντα Νοτοιό τε δεινάς αήτας". Όταν λοιπόν γίνηται λόγος περί βορρά ως του επικρατούντως ανέμου, πρέπει να νοήσωμεν το πρώτον μέρος της ώρας ταύτης, "ως σ'ότ' οπωρινός Βορέης νοαρδέ'αλωήν αίψ'αγξηράνη", Ιλ.Φ 346, πρβλ. Οδ.Ε.
328.
Επειδή αυτή ήτο ώρα των καρπών, κατήντησε να σημαίνει τούτο τον καρπόν, "γλαυκής οπώρας... χυθέντος εις γην Βακχίας απ'άμπελου", Σοφ.Τρ.703.
Μεταφορικά η θερινή ακμή, δηλ. ακμή, άνθος της νεότητος, ως το "ώρα", Πινδ.Ι.2.8., Ν.5.11 ' ώριμος παρθενία, Αισχύλ.Ικ.998, 1015.
("Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης", Liddell - Scott)
Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008
Οι Ώρες κι ο ωραίος
"Ώραι. Θεότητες εις την αρχαίαν Ελληνικήν μυθολογίαν. Αρχικώς ήσαν προσωποποίησις κάποιου φυσικού φαινομένου, συν τω χρόνω όμως ενεφανίσθησαν ως προστάτιδες της αυξήσεως και της ευημερίας με τα ονόματα Θαλλώ, Αυξώ και Καρπώ, δηλαδή ως προσωποποίησις της φύσεως κατά το έαρ (άνοιξιν), θέρος και φθινόπωρον, ακόμη δε ως αυθυπόστατοι μορφαί Δίκη και Ειρήνη και τέλος με συμβολικόν ή αλληγορικόν χαρακτήρα, κατέληξαν ως υποδιαιρέσεις του χρόνου. Ο Όμηρος δεν καθορίζει ούτε τον αριθμόν των, ούτε την καταγωγή των, εμφανίζει μόνον αυτάς ως φύλακας των Πυλών του Ουρανού τας οποίας έκλεινον ή άνοιγον τοποθετούσαι προ του Ολύμπου νέφη ή αφαιρούσαι αυτά. Ήσαν δηλαδή έφοροι του καιρού. Κατά την μυθολογίαν ήσαν ωραίαι παρθένοι στολισμένες με άνθη και καρπούς. Αυταί εστόλισαν την Πανδώραν και υπεδέχθησαν την Αφροδίτην εις την Κύπρον. Ήσαν η συνοδεία του Διονύσου, του θεού της αναγγενομένης Φύσεως και της Περσεφόνης όταν επανήρχεταο εις το φως εκ του Άδου. Ο Ησίοδος εις την "Θεογονίαν" του ορίζει τον αριθμό των εις τρεις. Θυγατέρες του Διός και της Θέμιδος, θεάς της τάξεως, έλαβον τα ονόματα Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη, εκφράζοντα την ιδέαν της αρμονίας και της τάξεως εις την φύσιν. Βραδύτερον ελαττωθείσης της αρχικής ιδιαιτέρας των σημασίας, προσέλαβον αι θεότητες αυταί αλληγορικόν και συμβολικόν χαρακτήρα. Δεν έπαυσαν βεβαίως εντελώς να είναι αι θεότητες του καιρού, αλλ' ο αριθμός των δεν είναι πλέον ωρισμένος. Εις τας Αθήνας, ως προαναφέρθη, ήσαν τρεις, η Θαλλώ, η Αυξώ και η Καρπώ. Οι Αλεξανδρινοί ήθελον ταύτας δώδεκα, δηλαδή όσαι αι ώραι της ημέρας και της νυκτός, εθεώρουν δε αυτάς ως θυγατέρας του Χρόνου και της Γαίας. Οι Ρωμαίοι ήθελον τας ώρας τέσσαρας και εθεώρουν αυτάς θυγατέρας του Ηλίου και της Σελήνης.
Η λατρεία των Ωρών ήτο διαδεδομένη εις πάρα πολλάς περιοχάς της Ελλάδος, όπου υπήρχον ειδικοί δια τας Ώρας ναοί και βωμοί. Εις τας Αθήνας ετιμώντο δια της τελέσεως ειδικής εορτής της ονομαζομένης Ωραίας. Αγάλματα επίσης αυτών εστόλιζον την αρχαίαν Ολυμπίαν και τους ναούς διαφόρων πόλεων."
"ωραίος. Εις την αρχαίαν Ελληνικήν ο παραγόμενος ή γινόμενος κατά την πρέπουσαν ώραν, ο έγκαιρος. Μεταφορικώς ο πρόσφορος, ο κατάλληλος, επί προσώπου, ο ώριμος δια κάτι, ο εις την ακμήν της ηλικίας ευρισκόμενος, εν αντιθέσει προς το άωρος. Εν την νέαν Ελληνικήν ο πλήρης χάριτος, ο ευειδής, ο εύμορφος, ο εξαίρετος, ο λαμπρός, ωραίος καιρός, ωραία εικών, ωραίον τοπίον. Επίρρημα ωραίως και εις την δημοτικήν ωραία. Ουσιαστικό ωραιότης, η ωριμότης, η ιδιότης του ωραίου, η ακμή της νεότητος, το κάλλος, η ομορφιά." ("Νεώτερον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν "Ηλίου", Ιωάννη Πασσά")
"...Δεύτερη πήρε σύζυγο τη λαμπερή τη Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την Ευνομία, τη Δίκη και τη θαλερή Ειρήνη
που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα.."
(Ησιόδου, "Θεογονία" 901, μετάφραση Σταύρου Γκιργκένη)
".. Η Ήρα με μαστίγιο γρήγορα κτύπησε τους ίππους '
αυτόματες οι πύλες μηκήθηκαν τ'ουρανού, που τις έχουν οι Ώρες,
γιατί σ'αυτές έχει ανατεθή τον μέγαν Ουρανό και τον Όλυμπο,
ν'ανοίγουν με πυκνό νέφος και να κλείνουν.
Απ'αυτές ανάμεσα πέρασαν οι κεντιζόμενοι ίπποι '
εύρον τον Κρονίωνα καθήμενο μεταξύ θεών άλλων
στην ακρότατη κορυφή του πολυκορύφου Ολύμπου.."
(Ομήρου "Ιλιάς", Ε749, μετάφραση Κώστα Δούκα)
Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008
Στο κατώφλι του χειμώνα...
Μέσα σ'όλες τις προετοιμασίες για τον επερχόμενο χειμώνα, συγκαταλέγεται κι η προμήθεια και αποθήκευση των ξύλων. Γιατί χειμώνας χωρίς ξύλα, τουλάχιστον στο χωριό, δε βγαίνει! Ακόμα κι εκείνοι που έσπευσαν να αντικαταστήσουν τις ξυλόσομπες με καλοριφέρ πετρελαίου, θα φροντίσουνε να εφοδιαστούν με ξύλα, έστω, για τη γλυκιά θαλπωρή του αναμμένου τζακιού που συντροφεύει τις ψυχές τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Όταν, μάλιστα, θερμαίνεις αποκλειστικά με ξύλα το σπιτικό σου -όπως εγώ, καλή ώρα- η πρώτη σου έγνοια με το που σ'αποχαιρετά το καλοκαίρι είναι να κάνεις το κουμάντο σου για νά'χεις ζεστασιά τους δύσκολους μήνες που ακολουθούν. Και δεν είναι εύκολη η διαδικασία, ιδιαίτερα αν κατοικείς μακριά από το δρόμο, οπότε τα ξύλα τα μεταφέρουνε με άλογα και μουλάρια..
Και μιλάμε για κάμποσα τονάκια! Γιατί ο χειμώνας, δεν αστειεύεται εδώ! Το χιόνι μπορεί να φτάσει και τα δυο μέτρα! Η παγωνιά σε διαπερνά.. Και τα ξύλα πρέπει να στοιβαχτούν με τεχνική και καλλιτεχνία (!) σε ντάνες ψηλές και στέρεες, σε μέρος προφυλαγμένο από το νερό.
Πέρα από την όποια ταλαιπωρία, όλη τούτη η ιστορία έχει τη γοητεία της.. Το πρωινό καφεδάκι διακόπτεται από τα ποδοβολητά των ζώων στο πετρόχτιστο καλντερίμι.. κι άντε να προλάβουμε να τα θηκιάσουμε τα πρώτα, μέχρι να φτάσει το επόμενο αγώγι. Κι η μυρωδιά, τούτη η υπέροχη μυρωδιά, του φρεσκοκομμένου ξύλου, να πλανιέται σ'όλη τη γειτονιά. Κι από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να καρφιτσώσουμε στο μέτωπο κάθε αλόγου, που μέχρι να ξεκινήσει για την επόμενη στράτα μασουλάει αχόρταγα το χορτάρι στις γωνιές.. Κι άντε ένα τσιπουράκι στα όρθια, μόλις ξεφορτώσουμε, για τον "καλό χειμώνα"! ¶ντε και του χρόνου, νά'μαστε καλά...
Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008
Ξεχειμαδιό
"Το βλαχοξεκίνημα για τα κατώτερα τις μέρες τ'Άη-Δημητριού, είναι μια χιλιόφωνη συναυλία. Τι και τι δεν ακούγεται, τι και τι δε βλέπεις κείνη την ώρα του φευγιού: Φωνές, σφυρίγματα, σαλαγμοί, κλάματα μικροπαιδιών, βελάσματα, αλυχτήματα σκυλιών, κουδουνίσματα, μισόκυπρα, κοφτά περπατήματα, κοπάδια, φορτιάρικα, σαρμανίτσες, ένα σωρό ακούσματα κι εικόνες.
Αληθινό βλάχικο πανηγύρι ξεπροβάλλει μπροστά στα μάτια σου, που ξεκινάει απ'τις κορφές και φτάνει ως τα χειμαδιά. Που φουντώνει στα βουνά και χάνεται στους κάμπους. Ένα πραγματικό διαβατάρικο ανθρώπινο και κοπαδίσιο κομπολόι, με ζωντανές χάντρες.
Τ'αγιάζι, απ'τη γιορτή του Άη-Δημήτρη κι ύστερα, αρχίζει να γίνεται ενοχλητικό κι όσο προχωράει ο καιρός πυκνώνει τα νερά του και τα βουνά αρχίζουν να γίνονται βαρετά. Καιρός πια ν'αποχαιρετήσει ο πραματολόος τα ψηλοτόπια του και το ελατόπλεχτο κονάκι του και μαζί μ'αυτόν ν'αποχαιρετήσουμε κι εμείς την τσοπανοζωή στα βουνά και να ροβολήσουμε πιο χαμηλά για να ιδούμε τα βλαχοπεράσματα:
Κάθε φορά που σίμωναν οι παγωνιές, τα κρύα,
κι άρχιζαν πάνω στις κορφές να σιγοπέφτουν χιόνια,
τότες, θυμάμαι πέρναγαν μεσ'στου χωριού τις στράτες
απ'των Κραβάρων τα βουνά για τα χαμπλά τα τόπια,
κοπάδια πρόβατα πολλά βάκρινα, λάγια, μπέλα.
Άλλα στους κόρφους τ'Αντλικού κι άλλα στο Μεσολόγγι
κι άλλα κοντά σ'απανεμιές τέλευαν το ταξίδι,
κει που δεν άφηνε ποτέ της θάλασσας το χνώτο
να πέσει χιόνι, κρύσταλλο, νά'ρθει βαρύς χειμώνας.
Κι η βλάχα γοργοπόδαρη κι αλαφροπερπατούσα,
με ξομπλιασμένο το κορμί, μ'ασημικά στα στήθια,
διάβαινε μπρος, κατάμπροστα, μ΄'ένα διπλό καμάρι,
πούδινε χάρη κι ομορφιά στην κάθε πατησιά της,
Κι ο βλάχος πίσω στην νουρά στου κοπαδιού το τέλος,
με το βουνίσιο το κοφτό περπάτημα στα πόδια,
ακολουθούσε χαρωπός τ'αραδιαστό μπουλούκι.
Κι εγώ στου δρόμου τις γωνιές, στους όχτους, στα πεζούλια,
καθόμουν και δε χόρταινα, δε χόρταινα να βλέπω."
(Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")
Εδώ, στο Πήλιο, τούτες τις μέρες, οι τσοπαναραίοι κατεβάζουν τα κοπάδια τους από τα ορεινά της Μακρυνίτσας, απ'το περίφημο Πλιασίδι, προς τα χαμηλά της Αργαλαστής, προς το παραθαλάσσιο Τρίκερι. Τούτο το ταξίδι θα κρατήσει γύρω στις τρεις μέρες. Τσοπάνηδες, αλόγατα, γίδια, πιο λιγοστά πρόβατα κι οι σκύλοι-φύλακες του κοπαδιού, κατηφορίζουν από μονοπάτια, άλλοτε βγαίνοντας στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο κι άλλοτε διασχίζοντας τα βουνά. Από κοντά, κανένα αγροτικό αυτοκίνητο, τα συνοδεύει. Κι ότανε προχωρούν στο δρόμο, εκατοντάδες ζα, φράκαρει η λιγοστή κυκλοφορία του φθινοπώρου. Η άσφαλτος γιομίζει μικρές μπαλίτσες δερβελιές (η κοπριά απ'τα κατσίκια) κι ο υποψιασμένος οδηγός, καραδοκεί την παρουσία του κοπαδιού σε μια απ'τις στροφές που ακολουθάνε. Ξεχύνονται τα γίδια από παντού, χρωματίζοντας με τα κορμιά τους, το νοτισμένο τοπίο...
Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008
της αρνησιάς η βρύση...
|
..στα χείλη στάξε να το πιω
της άρνης το πικρό νερό..
Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008
εποχή για κάστανα
Καθότι φθινοπώριασε και καθότι στον τόπο τούτο, ευτυχώς, μπορούμε ακόμη να βιώνουμε τις εποχές, να παρακολουθούμε την αλλαγή της φύσης, να συμμετέχουμε κι εμείς σ'αυτόν τον κύκλο της ζωής, ξεσηκωθήκαμε προχθές να πάμε να μαζέψουμε τα κάστανα. Οκτώβρης, λοιπόν, μήνας συνυφασμένος με τα κάστανα, που ευδοκιμούν σε τούτο το εύφορο και βλαστερό βουνό, το βουνό των Κενταύρων..
Υπέροχος μεζές, ψητός στα κάρβουνα κι ακόμα καλύτερα στο τζάκι. Έτσι κάποιες βραδιές φθινοπωρινές ή χειμωνιάτικες, με καιρό βροχερό ή τα πρώτα χιόνια ν'ασπρίζουνε το τοπίο, μαζεμένη η συντροφιά γύρω απ'τη θαλπωρή της αναμμένης εστίας, με τα κάστανα να σιγοψήνονται στη θράκα, τις φλόγες παραδίπλα να παιχνιδίζουν μαγνητίζοντας το νου, και το κρασάκι, κόκκινο κι αρωματικό, να θερμαίνει τις καρδιές μας.. Έτσι απλά και όμορφα.. Απο αυτά τα απλά και όμορφα που, κάποτε, ήτανε καθημερινά και τώρα γίνανε ξεχασμένα..
Το κάστανο μπορεί κανείς να το γευτεί με χίλιους δυο τρόπους. Πέρα από ψητό ή βραστό, μπορεί να νοστιμίσει με την παρουσία του, πολλά φαγητά ή γλυκά επιδόρπια. Συνοδεύει υπέροχα το κρέας, ειδικά το χοιρινό, αλλά αποτελεί και τη βάση υπέροχων συνταγών ζαχαροπλαστικής. Προσωπικά, λατρεύω την πάστα κάστανου βουτηγμένη σε σοκολάτα (εδώ, δε ρωτάνε για θερμίδες!!), που παρασκευάζεται αρκετά απλά: Βράζουμε τα κάστανα, ώστε να μαλακώσουν αρκετά, τα ξεφλουδίζουμε και τα πολτοποιούμε. Από την πάστα αυτή πλάθουμε μικρά μπαλάκια. Κατόπιν λιώνεις τη σοκολάτα (υγείας ή κουβερτούρα) σε χαμηλή φωτιά με τη μέθοδο Bain Marie (δηλαδή σε μια κατσαρόλα με νερό που βράζει τοποθετούμε το δοχείο με τη σοκολάτα ώστε να λιώσει χωρίς να αρπάξει) προσθέτοντας και ελάχιστο βούτυρο ή λαδάκι (για να μην πετρώσει εντελώς η σοκολάτα όταν αργότερα ξαναπαγώσει). Τέλος, αφού καρφιτσώσουμε με οδοντογλυφίδες τα μπαλάκια (για να μην πασαλειφτούμε ολόκληροι!) περιχύνουμε τη σοκολάτα πάνω τους, ώστε να σχηματιστεί τριγύρω η σοκολατένια κρούστα. Μιλάμε για ονειρεμένη γεύση... Σοκολατάκια με γέμιση κάστανο..
Το κάστανο, εκτός από φθινοπωρινή λιχουδιά, αποτελεί έναν πολύτιμο για τον οργανισμό καρπό, με διάφορες ευεργετικές ιδιότητες. Γενικότερα, για το δέντρο της καστανιάς, μας αναφέρει ο Κώστας Μπαζαίος:
" Τα φύλλα της καστανιάς περιέχουν Καστανίνη, Τανίνη, Εσκουλίνη, σαπωνίνες. Τα κάστανα περιέχουν υδατάνθρακες, αζωτούχες ουσίες, ίνες, μεταλλικά άλατα (κυρίως Κάλιο, Μαγνήσιο και Ασβέστιο).
Τα φύλλα της καστανιάς έχουν αποχρεμπτικές ιδιότητες. Το έκχυμα* και το εκχύλισμά τους χρησιμοποιούνται κατά του κοκίτη και σε βρογχικά.
Τα κάστανα, ωμά ή ψητά και το αφέψημα των αγκαθωτών καλυμμάτων τους σταματούν τη διάρροια (ευκοιλιότητα).
Η φλούδα, όπως και τα φύλλα του δέντρου, είναι στυπτικά και αντιπυρετικά, γι'αυτό χρησιμοποιούνται σε πυρετούς και σε θέρμες.
Τα φύλλα είναι πολύτιμα και για τους ρευματισμούς. Το αφέψημα** των φύλλων είναι ορεκτικό, τονωτικό, δυναμωτικό και βοηθάει στη χώνεψη.
Βρασμένα φύλλα χρησιμοποιούνται σε επιθέματα σαν φάρμακο στις αιμορροϊδες.
*έκχυμα: Μουλιάζουμε 25 με 30 γραμμάρια φύλλα καστανιάς σε ένα ποτήρι βραστό νερό για 10 λεπτά και μετά το σουρώνουμε. Πίνουμε ανάλογα με την κατάσταση από μια κουταλιά σούπας μέχρι ένα κρασοπότηρο, 3 φορές τη μέρα.
**αφέψημα: Καλό είναι να βράζουμε λίγα φύλλα ή πολύ μικρή ποσότητα φλούδας γιατί αν γίνει πυκνό μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές. Πίνουμε 2-3 φορές τη μέρα, σε δόση κρασοπότηρου.
[...]
Να και μια παλιά παράξενη συνταγή για τις παρωνυχίδες των χεριών και των ποδιών, που διέσωσε ο Ξεν.Αναγνωστόπουλος, στη "Λαϊκή Φαρμακολογία" του: Βράζουμε μισό ως ένα κιλό κάστανα, τα ξεφλουδίζουμε και τα ξαναρίχνουμε στο βρασμένο νερό. Τα λιώνουμε να γίνουν χυλός και βάζουμε μέσα τα δάχτυλα με τις παρωνυχίδες. Τα αφήνουμε ως μια ώρα και οι παρωνυχίδες πέφτουν χωρίς τους γνωστούς πόνους." (Κ.Μπαζαίος, "100 βότανα, 2000 θεραπείες")
Ο Κ.Μπαζαίος αναφέρει επίσης ότι "Οι παλιοί κτηνοτρόφοι δίνουν στις αγελάδες όταν πάθουν διάρροια βραστά κάστανα ή τσάι φύλλων, μαζί με ρύζι."
Φαίνεται, πάντως, ότι το κάστανο αποτελεί αγαπημένο καρπό και πολλών ζώων! Πέρα από τα αγριογούρουνα, τα οποία αφθονούν στον τόπο μας και μας συναγωνίζονται στην περισυλλογή των, πεσμένων στις πλαγιές, καρπών, και πέρα από το σκύλο των γειτόνων μου (φαντάζομαι και άλλων σκύλων) ο οποίος, κάθε που βράζουνε κάστανα, μονάχα και με τη μυρωδιά, αποτρελαίνεται και κλαίει κι οδύρεται για να τον ταϊσουν, όλες οι γάτες (τουλάχιστον οι πηλιορείτισσες!) ξετρελαίνονται με τα κάστανα. Κι έτσι, όπως πέταξα τα φλούδια που καθάρισα στον τενεκέ της αυλής, μαζεύτηκαν, ξαφνικά, όλες οι γάτες της γειτονιάς, καυγαδίζοντας άγρια μεταξύ τους, ποια θα πρωτογευτεί τα υπολείμματα!
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008
Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008
Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008
φθινοπώριασε..
Ούτε ξέρω πόσες μέρες βρέχει.. πόσες μέρες έχει βουλιάξει στο γκρίζο ο ουρανός... Κι αν, κάποια στιγμή, ο βασιλιάς ήλιος κάνει να ξεπροβάλει για λίγη παρηγοριά, καταφθάνουν φουριόζες οι νεφέλες να τον κρύψουν στις ποτισμένες αγκάλες τους... Φθινοπώριασε.. Ρέουν τα δάκρυα νοσταλγικά κι επίπονα στις παρειές των ρόδων σου..
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)