28η Οκτωβρίου...
Μέρα τιμής για εκείνους που πολέμησαν για την Ελλάδα και την Ελευθερία...
Θα αναρτήσω και πάλι εδώ, τις αναμνήσεις μιας γιαγιάς από ένα χωριό που κατέθεσε στο χαρτί λίγα χρόνια πριν, με τα λίγα γράμματα που πρόλαβε να γράψει, αλλά με ολάκερη την ψυχή της. Όπως τα έζησε, όπως τα ένιωσε και με τη συγκίνηση που διαπότιζαν την καρδιά της τόσα χρόνια μετά οι ίδιες τις οι αναμνήσεις, η αγάπη της κι η περηφάνια της για τον τόπο τούτο που τη γέννησε...
"Είμαι 80 χρόνων. Η μέρα που ξημέρωσε είναι η 28η Οκτωβρίου. Οι καμπάνες που χτύπησαν με γύρισαν πίσω πριν 65 χρόνια, τότε που ήμουνα 15 χρονών.
Ήτανε ημέρα Δευτέρα, πρωί, όλοι είχαν ξεκινήσει για δουλειές. Ήταν εποχή που μαζεύαμε τα μήλα. Η μητέρα κι ο πατέρας ετοιμάζονταν για μήλα. Ξαφνικά άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες κάπως παράξενα. Όλοι τρέχανε στους δρόμους και ρωτούσαν τι έγινε. Τηλέφωνα δεν είχαμε, ράδια, τηλεόραση ' τρέχανε στην πλατεία. Η είδηση ήρθε στην αστυνομία. Σε λίγο φώναζαν όλοι "πόλεμος! πόλεμος!". Η Ιταλία είχε μπει μέσα στην Πίνδο. Ο Μεταξάς είπε ένα μεγάλο ΟΧΙ και έγινε επιστράτευση. Όλοι οι άνδρες γύρισαν στα σπίτια τους. Ετοιμάζονταν και τραβούσαν στο σταθμό, για το τραίνο. Άλλο μέσο δεν υπήρχε να φύγουν. Τα ανατολικά χωριά έρχονταν εδώ. Άλλη συγκοινωνία δεν είχε. Μανάδες με τα παιδιά τους, γυναίκες με τους άντρες τους, έρχονταν να τους ξεπροβοδίσουν, να τους αγκαλιάσουν, να τους ευχηθούν να γυρίσουν με το καλό και νικητές. Το τι γινόταν στο σταθμό δεν περιγράφεται. Μανάδες να κρατούν τα παιδιά τους αγκαλιά, να κλαίνε. Μια γυναίκα κρατούσε ένα μικρό από το χέρι και ήταν έτοιμη να γεννήσει το δεύτερο ' να έχει τον άντρα της αγκαλιά και να κλαίει. Οι άντρες στα παράθυρα του τραίνου να κουνούν τα μαντήλια και να τραγουδούν.[...] Κλάματα, φωνές τραγούδια, σου τρυπούσαν το μυαλό. Στα φορτηγά βαγόνια βάζαν τα καλύτερα άλογα και τραβούσαν για το μέτωπο χωρίς να ξέρουν κι αυτά τι τα περίμενε. Και όταν ξεκηνούσε το τραίνο αγκομαχώντας και σφυρίζοντας σου πάγωνε την ψυχή. Εγώ με την αδελφή μου, πιασμένες από το χέρι, κοιτάζαμε όλα αυτά παγωμένες, γιατί δεν ξέραμε τι θα πει πόλεμος. Τότε που είδαν τα μάτια μου την καταστροφή, το θάνατο, τη φρίκη, τον πόνο, το κλάμα, τότε ένιωσα μέσα μου τι θα πει πόλεμος.
Οι Ιταλοί είχαν μπει μέσα στο ελληνικό έδαφος. Έρχονταν με σκοπό ότι θα τους δεχτούμε, θα τους αφήναμε να περάσουν ' έτσι τους είχαν πει. Αλλά εδώ τα βρήκαν μαύρα. Οι φαντάροι, οι τσολιάδες, η αθάνατη ελληνική ψυχή, τους έμασε το κυνηγητό. Αυτοί δεν αντιστάθηκαν, φεύγανε όσο μπορούσαν, φωνάζοντας οι τσολιάδες "Αέρα". Οι γυναίκες βγήκαν στα βουνά και κουβαλούσαν τροφή και πολεμοφόδια, "οι Σουλιώτισσες" ξαναγεννήθηκαν στα βουνά της Πίνδου. Όταν τους βγάλανε από το ελληνικό έδαφος, τότε άρχισαν να αντιστέκονται, αλλά όχι και πολύ. Και κάθε μέρα χτυπούσαν οι καμπάνες, παίρναμε ένα χωριό ένα ύψωμα. Οι καμπάνες δε σταματούσαν να χτυπούν. Τρέχαμε στους δρόμους, φωνάζαμε, τραγουδούσαμε.
Μια μέρα στη γειτονιά ένας γέρος έκλαιγε, είχε παιδί στο μέτωπο. Του λέγω "Γιατί μπάρμπα-Γιωργάκη κλαις; Πήραμε την Κλεισούρα.", "Αχ! Μαριώ μου", λεει, "για να χτυπούν οι καμπάνες δεν ξέρεις πόσα παιδάκια πέσανε."
Κάθε ημέρα προχωρούσαμε. Όλος ο κόσμος μιλούσε για την Ελλάδα, θρίαμβος! Ένας Άγγλος, ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ, είπε "οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες".
[...]
Κι αφού φτάσαμε στα Τίρανα και φωνάζαμε θα τους πετάξουμε στη θάλασσα, έγινε κάτι που ο κόσμος γύρισε πάνω κάτω. Μεγάλη καταστροφή, ξαναχτυπούσαν οι καμπάνες, οι Γερμανοί μπαίνανε στην Ελλάδα και μας χτυπούσαν πισώπλατα. Εμείς, μια χούφτα άνθρωποι, τί να κάνουμε; Τα εκατομμύρια των Ιταλών να πολεμούμε μπροστά ή τα διπλά των Γερμανών που χτυπούσαν πίσω μας; Ούτε στρατό είχαμεε, ούτε τα καταραμένα όπλα τους. Αναγκάστηκε ο στρατός να οπισθοχωρήσει, πληγωμένος, αλλά με το κεφάλι ψηλά, νικητές, όχι νικημένοι.
[...]
Οι φάλαγγες κατέβηκαν στην Αθήνα, μπήκαν μέσα, ανέβηκαν στην Ακρόπολη, κατέβασαν τη Σημαία μας, ύψωσαν τη δική τους. Ο κόσμος πάγωσε. Και άρχισε η καταστροφή. Πήραν στα χέρια τους τα πάντα και κυβερνούσε ο αγκυλωτός σταυρός.
[...]
Η πείνα θέριζε τους πάντες. Εδώ στα χωριά είχαμε λάδι, μαζεύαμε χόρτα και τρώγαμε. Ψωμί δεν είχαμε. Με ελιές και χόρτα περνούσαμε. Στον κάμπο είχανε ψωμί, δεν είχανε λάδι. Στις πόλεις δεν είχαν τίποτα. Στα πεζοδρόμια και στις πόρτες των σπιτιών έβλεπες σκελετωμένα κορμιά, Μετά άρχισε η μαύρη αγορά, είδος με είδος: μια οκά λάδι - μια οκά αλεύρι, μια οκά λάδι - μια οκά πατάτες, δράμα η κατάσταση. Στις πόλεις δίνανε κουστούμια, χρυσαφικά, για λίγο αλεύρι, λίγο καλαμπόκι. Από αρρώστιες είχε γεμίσει ο κόσμος, φάρμακα πουθενά, πεθαίνανε αβοήθητοι, όπως τα σκυλιά στους δρόμους.
Τότε άρχισε η Αντίσταση. Οι άνδρες που πολέμησαν και οπισθοχώρησαν δεν το άντεξαν αυτό, πήραν τα όπλα και βγήκαν στα βουνά. Όπου περνούσαν Γερμανοί βγαίναν και χτυπούσαν και αν σκότωναν Γερμανό, αυτοί μπαίνανε μέσα στο χωριό, μαζεύαν τους άνδρες, τους εκτελούσαν και το καίγανε. Παντού φωτιά, παντού αίμα. Ήρθαν και στο χωριό μας, βγήκαν έξω από το χωριό και τους χτύπησαν και σκότωσαν ένα αξιωματικό. Αυτοί μπήκαν, μάζεψαν όσους άντρες βρήκαν και τους εκτέλεσαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί τους θάψανε και κάνανε το μνημείο τους. Κάψανε και το χωριό μας. Μέσα στα σπίτια κάψανε τρία άτομα: μια γριούλα στη γειτονιά μας και μια μάνα με το γιο της. Το παιδί ήταν παράλυτο, η μάνα προσπαθούσε να το βγάλει, δε μπορούσε. Αγκάλιασε το παιδί της και κάηκαν μαζί. Τους βρήκαν καμένους αγκαλιασμένους. Τέτοιοι κακούργοι, αιμοβόροι, στην ψυχή τους δεν υπήρχε ίχνος ανθρωπιάς, βάρβαρος λαός.
[...]
Ώσπου έφτασε η ευλογημένη ώρα που οι Γερμανοί θα φεύγαν από τη χώρα μας. Άρχισαν σιγά σιγά να ξεπαστρεύουν τον τόπο μας από τα καταραμένα όπλα τους και να φεύγουν. Φεύγοντας κάναν όσες ζημιές μπορούσαν. Αφού ξεκρέμασαν τη σημαία τους από την Ακρόπολη, υψώσαμε τη δική μας. Τότε, αυτό που έγινε δε μπορεί να το διηγηθεί κανένας. Όλοι με τις Σημαίες στα χέρια τρέχανε στους δρόμους φωνάζοντας, τραγουδώντας. Όλοι βγάλαμε τις Σημαίεες στα παράθυρα. Τρέχω κι εγώ, βγάζω τη Σημαία από το μπαούλο, την παίρνω και τρέχω στο παράθυρο. Το ανοίγω, ο αέρας που φυσούσε μοσχοβολούσε Λευτεριά.Την ύψωσα όσο πιο ψηλά μπορούσα και τραγουδούσα κλαίγοντας: "Σε γνωρίζω από την κόψη...". Η γερμανική μπότα έπαψε να πατά τα άγια χώματά μας, η γη μας ανάσανε και άρχισε να φυτρώνει το καταπράσινο χορταράκι, αγνό και μοσχοβολούσε. Τα πάντα χαμογελούσαν, όλος ο κόσμος μοσχοβολούσε Λευτεριά. Οι αδικοχαμένες αθάνατες ψυχούλες που πέσανε στα δύσκολα αυτά χρόνια πλανιόνταν αθόρυβα ανάμεσά μας και γιόρταζαν και αυτές μαζί μας. Στιγμές αξέχαστες ' ελευθεροι, αγκαλιασμένοι, τρέχαμε στους δρόμους τραγουδώντας. Περασμένα που δεν ξεχνιούνται ποτέ, στιγμές φρίκης, στιγμές χαράς."
(Μαρία Γιαννιού, "Αναμνήσεις και εικόνες μιας ζωής")
Μέρα τιμής για εκείνους που πολέμησαν για την Ελλάδα και την Ελευθερία...
Θα αναρτήσω και πάλι εδώ, τις αναμνήσεις μιας γιαγιάς από ένα χωριό που κατέθεσε στο χαρτί λίγα χρόνια πριν, με τα λίγα γράμματα που πρόλαβε να γράψει, αλλά με ολάκερη την ψυχή της. Όπως τα έζησε, όπως τα ένιωσε και με τη συγκίνηση που διαπότιζαν την καρδιά της τόσα χρόνια μετά οι ίδιες τις οι αναμνήσεις, η αγάπη της κι η περηφάνια της για τον τόπο τούτο που τη γέννησε...
"Είμαι 80 χρόνων. Η μέρα που ξημέρωσε είναι η 28η Οκτωβρίου. Οι καμπάνες που χτύπησαν με γύρισαν πίσω πριν 65 χρόνια, τότε που ήμουνα 15 χρονών.
Ήτανε ημέρα Δευτέρα, πρωί, όλοι είχαν ξεκινήσει για δουλειές. Ήταν εποχή που μαζεύαμε τα μήλα. Η μητέρα κι ο πατέρας ετοιμάζονταν για μήλα. Ξαφνικά άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες κάπως παράξενα. Όλοι τρέχανε στους δρόμους και ρωτούσαν τι έγινε. Τηλέφωνα δεν είχαμε, ράδια, τηλεόραση ' τρέχανε στην πλατεία. Η είδηση ήρθε στην αστυνομία. Σε λίγο φώναζαν όλοι "πόλεμος! πόλεμος!". Η Ιταλία είχε μπει μέσα στην Πίνδο. Ο Μεταξάς είπε ένα μεγάλο ΟΧΙ και έγινε επιστράτευση. Όλοι οι άνδρες γύρισαν στα σπίτια τους. Ετοιμάζονταν και τραβούσαν στο σταθμό, για το τραίνο. Άλλο μέσο δεν υπήρχε να φύγουν. Τα ανατολικά χωριά έρχονταν εδώ. Άλλη συγκοινωνία δεν είχε. Μανάδες με τα παιδιά τους, γυναίκες με τους άντρες τους, έρχονταν να τους ξεπροβοδίσουν, να τους αγκαλιάσουν, να τους ευχηθούν να γυρίσουν με το καλό και νικητές. Το τι γινόταν στο σταθμό δεν περιγράφεται. Μανάδες να κρατούν τα παιδιά τους αγκαλιά, να κλαίνε. Μια γυναίκα κρατούσε ένα μικρό από το χέρι και ήταν έτοιμη να γεννήσει το δεύτερο ' να έχει τον άντρα της αγκαλιά και να κλαίει. Οι άντρες στα παράθυρα του τραίνου να κουνούν τα μαντήλια και να τραγουδούν.[...] Κλάματα, φωνές τραγούδια, σου τρυπούσαν το μυαλό. Στα φορτηγά βαγόνια βάζαν τα καλύτερα άλογα και τραβούσαν για το μέτωπο χωρίς να ξέρουν κι αυτά τι τα περίμενε. Και όταν ξεκηνούσε το τραίνο αγκομαχώντας και σφυρίζοντας σου πάγωνε την ψυχή. Εγώ με την αδελφή μου, πιασμένες από το χέρι, κοιτάζαμε όλα αυτά παγωμένες, γιατί δεν ξέραμε τι θα πει πόλεμος. Τότε που είδαν τα μάτια μου την καταστροφή, το θάνατο, τη φρίκη, τον πόνο, το κλάμα, τότε ένιωσα μέσα μου τι θα πει πόλεμος.
Οι Ιταλοί είχαν μπει μέσα στο ελληνικό έδαφος. Έρχονταν με σκοπό ότι θα τους δεχτούμε, θα τους αφήναμε να περάσουν ' έτσι τους είχαν πει. Αλλά εδώ τα βρήκαν μαύρα. Οι φαντάροι, οι τσολιάδες, η αθάνατη ελληνική ψυχή, τους έμασε το κυνηγητό. Αυτοί δεν αντιστάθηκαν, φεύγανε όσο μπορούσαν, φωνάζοντας οι τσολιάδες "Αέρα". Οι γυναίκες βγήκαν στα βουνά και κουβαλούσαν τροφή και πολεμοφόδια, "οι Σουλιώτισσες" ξαναγεννήθηκαν στα βουνά της Πίνδου. Όταν τους βγάλανε από το ελληνικό έδαφος, τότε άρχισαν να αντιστέκονται, αλλά όχι και πολύ. Και κάθε μέρα χτυπούσαν οι καμπάνες, παίρναμε ένα χωριό ένα ύψωμα. Οι καμπάνες δε σταματούσαν να χτυπούν. Τρέχαμε στους δρόμους, φωνάζαμε, τραγουδούσαμε.
Μια μέρα στη γειτονιά ένας γέρος έκλαιγε, είχε παιδί στο μέτωπο. Του λέγω "Γιατί μπάρμπα-Γιωργάκη κλαις; Πήραμε την Κλεισούρα.", "Αχ! Μαριώ μου", λεει, "για να χτυπούν οι καμπάνες δεν ξέρεις πόσα παιδάκια πέσανε."
Κάθε ημέρα προχωρούσαμε. Όλος ο κόσμος μιλούσε για την Ελλάδα, θρίαμβος! Ένας Άγγλος, ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ, είπε "οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες".
[...]
Κι αφού φτάσαμε στα Τίρανα και φωνάζαμε θα τους πετάξουμε στη θάλασσα, έγινε κάτι που ο κόσμος γύρισε πάνω κάτω. Μεγάλη καταστροφή, ξαναχτυπούσαν οι καμπάνες, οι Γερμανοί μπαίνανε στην Ελλάδα και μας χτυπούσαν πισώπλατα. Εμείς, μια χούφτα άνθρωποι, τί να κάνουμε; Τα εκατομμύρια των Ιταλών να πολεμούμε μπροστά ή τα διπλά των Γερμανών που χτυπούσαν πίσω μας; Ούτε στρατό είχαμεε, ούτε τα καταραμένα όπλα τους. Αναγκάστηκε ο στρατός να οπισθοχωρήσει, πληγωμένος, αλλά με το κεφάλι ψηλά, νικητές, όχι νικημένοι.
[...]
Οι φάλαγγες κατέβηκαν στην Αθήνα, μπήκαν μέσα, ανέβηκαν στην Ακρόπολη, κατέβασαν τη Σημαία μας, ύψωσαν τη δική τους. Ο κόσμος πάγωσε. Και άρχισε η καταστροφή. Πήραν στα χέρια τους τα πάντα και κυβερνούσε ο αγκυλωτός σταυρός.
[...]
Η πείνα θέριζε τους πάντες. Εδώ στα χωριά είχαμε λάδι, μαζεύαμε χόρτα και τρώγαμε. Ψωμί δεν είχαμε. Με ελιές και χόρτα περνούσαμε. Στον κάμπο είχανε ψωμί, δεν είχανε λάδι. Στις πόλεις δεν είχαν τίποτα. Στα πεζοδρόμια και στις πόρτες των σπιτιών έβλεπες σκελετωμένα κορμιά, Μετά άρχισε η μαύρη αγορά, είδος με είδος: μια οκά λάδι - μια οκά αλεύρι, μια οκά λάδι - μια οκά πατάτες, δράμα η κατάσταση. Στις πόλεις δίνανε κουστούμια, χρυσαφικά, για λίγο αλεύρι, λίγο καλαμπόκι. Από αρρώστιες είχε γεμίσει ο κόσμος, φάρμακα πουθενά, πεθαίνανε αβοήθητοι, όπως τα σκυλιά στους δρόμους.
Τότε άρχισε η Αντίσταση. Οι άνδρες που πολέμησαν και οπισθοχώρησαν δεν το άντεξαν αυτό, πήραν τα όπλα και βγήκαν στα βουνά. Όπου περνούσαν Γερμανοί βγαίναν και χτυπούσαν και αν σκότωναν Γερμανό, αυτοί μπαίνανε μέσα στο χωριό, μαζεύαν τους άνδρες, τους εκτελούσαν και το καίγανε. Παντού φωτιά, παντού αίμα. Ήρθαν και στο χωριό μας, βγήκαν έξω από το χωριό και τους χτύπησαν και σκότωσαν ένα αξιωματικό. Αυτοί μπήκαν, μάζεψαν όσους άντρες βρήκαν και τους εκτέλεσαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί τους θάψανε και κάνανε το μνημείο τους. Κάψανε και το χωριό μας. Μέσα στα σπίτια κάψανε τρία άτομα: μια γριούλα στη γειτονιά μας και μια μάνα με το γιο της. Το παιδί ήταν παράλυτο, η μάνα προσπαθούσε να το βγάλει, δε μπορούσε. Αγκάλιασε το παιδί της και κάηκαν μαζί. Τους βρήκαν καμένους αγκαλιασμένους. Τέτοιοι κακούργοι, αιμοβόροι, στην ψυχή τους δεν υπήρχε ίχνος ανθρωπιάς, βάρβαρος λαός.
[...]
Ώσπου έφτασε η ευλογημένη ώρα που οι Γερμανοί θα φεύγαν από τη χώρα μας. Άρχισαν σιγά σιγά να ξεπαστρεύουν τον τόπο μας από τα καταραμένα όπλα τους και να φεύγουν. Φεύγοντας κάναν όσες ζημιές μπορούσαν. Αφού ξεκρέμασαν τη σημαία τους από την Ακρόπολη, υψώσαμε τη δική μας. Τότε, αυτό που έγινε δε μπορεί να το διηγηθεί κανένας. Όλοι με τις Σημαίες στα χέρια τρέχανε στους δρόμους φωνάζοντας, τραγουδώντας. Όλοι βγάλαμε τις Σημαίεες στα παράθυρα. Τρέχω κι εγώ, βγάζω τη Σημαία από το μπαούλο, την παίρνω και τρέχω στο παράθυρο. Το ανοίγω, ο αέρας που φυσούσε μοσχοβολούσε Λευτεριά.Την ύψωσα όσο πιο ψηλά μπορούσα και τραγουδούσα κλαίγοντας: "Σε γνωρίζω από την κόψη...". Η γερμανική μπότα έπαψε να πατά τα άγια χώματά μας, η γη μας ανάσανε και άρχισε να φυτρώνει το καταπράσινο χορταράκι, αγνό και μοσχοβολούσε. Τα πάντα χαμογελούσαν, όλος ο κόσμος μοσχοβολούσε Λευτεριά. Οι αδικοχαμένες αθάνατες ψυχούλες που πέσανε στα δύσκολα αυτά χρόνια πλανιόνταν αθόρυβα ανάμεσά μας και γιόρταζαν και αυτές μαζί μας. Στιγμές αξέχαστες ' ελευθεροι, αγκαλιασμένοι, τρέχαμε στους δρόμους τραγουδώντας. Περασμένα που δεν ξεχνιούνται ποτέ, στιγμές φρίκης, στιγμές χαράς."
(Μαρία Γιαννιού, "Αναμνήσεις και εικόνες μιας ζωής")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου