Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Η πηλιορείτικη κότα της Πρωτοχρονιάς!

Ένα από τα παραδοσιακά και δημοφιλή εδέσματα του Δωδεκάμερου, ιδιαιτέρως της Πρωτοχρονιάς αλλά συχνά και των Χριστουγέννων εδώ στο Πήλιο είναι η γεμιστή κότα. Φαγητό που συναντάμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος τούτες τις γιορτινές μέρες.Κι αν και πλέον η παραλλαγές στη γέμιση ποικίλλουν με τους διάφορους νεωτερισμούς, βασικό συστατικό νοστιμιάς αποτελεί πάντα το πηλιορείτικο κάστανο. Αλλά ας δούμε πως τη φτιάχνει μια φίλη, ακολουθώντας τη συνταγή που έμαθε από τη "μανιά" (γιαγιά) της:

Καταρχάς, η γέμιση:


"Τσιγαρίζουμε σ'ελαιόλαδο τα συκωτάκια και το στομαχάκι ψιλοκομμένα με κρεμμυδάκι. Προσθέτουμε αλατοπίπερο, λίγο μαϊντανό και τα κάστανα (ωμά, ξεφλουδισμένα φυσικά) να τσιγαριστούν κι αυτά και τέλος ρίχνουμε κομματάκια τυρί (φέτα)."


Όσο για την κότα, αφού την καθαρίζουμε και την πλένουμε καλά, "ράβουμε πρώτα το "γκαργκαλιάνο" (λάρυγγα) και την τρυπούλα που αφήνει η "γάσγα" ("σακουλάκι")


και μετά γεμίζουμε και ράβουμε από πίσω".


Κι είναι έτοιμη για βράσιμο.


Σε νεράκι με λίγο αλάτι, πιπέρι και λαδάκι την καπακώνουμε και τη βράζουμε όλη νύχτα σε χαμηλή φωτιά.


"Τη βράζαμε νύχτα όταν έσβηνε το τζάκι με λίγη φωτιά για να μην ανοίξει η "γιόμιση". Ένα δαυλί έπρεπε νά'χει από κάτω." 'Ετσι, σιγά-σιγά και σκεπασμένη ροδίζει.

Κι ύστερα το πρωί:
"Την βγάζεις την κότα και φτιάχνεις το ζουμάκι σουπίτσα με ρυζάκι ή μανεστρούλα. Ανοίγεις την κότα και σε μια πιατελίτσα δίπλα βάζεις τη γέμιση."

Σημειώνει κι ο πηλιορείτης λαογράφος μας Κώστας Λιάπης ("Διατροφή και μαγειρέματα στο παλιό παραδοσιακό Πήλιο"):
"Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, συνήθιζαν να τρώνε κότα σούπα και ψητό χοιρινό κρέας (το ψήσιμο γινόταν στη χόβολη του τζακιού). Υπήρχε, όμως, κι εποχή που τη μέρα αυτή έτρωγαν χοιρινό με πρασοσέλινο, ή όποιο άλλο κρέας με πιλάφι, μαγείρεμα που το έλεγαν μάλιστα "τ' Χριστού το φαϊ". Την Πρωτοχρονιά η συνήθεια ήταν και είναι να φτιάχνουν κότα ή και "κούρκο" (γαλοπούλα), γεμιστή με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά, κρομμύδι, πιπέρι και μαϊδανό, όλα καβουρδισμένα."
Η κότα, όμως, τούτες τις μέρες πρωταγωνιστεί και αλλαχού. Άλλο αν ,πολλές φορές, εδώ και χρόνια, αντικαταστάθηκε με την ξενόφερτη γαλοπούλα. Παρατηρεί ο λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος ("Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών"):
"Ήταν φυσικό, το ξενικό και καλοθρεμμένο αυτό πουλερικό (η γαλοπούλα) ν'αποτελεί κι ένα καλό δώρο (πεσκέσι) για φίλους ή ισχυρούς άρχοντες τις μέρες των Χριστουγέννων, που από παλιά απαιτούσαν στο γεύμα τους όρνιθα ή πετεινό. Οι παλιές παροιμίες έλεγαν: "Κότα πίτα τον Γενάρη (που είναι παχιά τα πουλερικά) και παπί τον Αλωνάρη." Ή, στον Πόντο: "Του Χριστού, όλ'αναλλάζουνε' και τα πετεινάρια σφάζουνε". [...]
Από την Κέρκυρα έχουμε περιγραφή, σχετικά πρόσφατη (1934), για τον αρχοντομαγείρευτο γάλο, που τον παραγέμιζαν με σταφίδες, κανέλα, γαρούφαλο, κουκουνάρα, και που τον "βάφτιζαν" τελετουργικά στο ζεστό νερό την παραμονή των Χριστουγέννων, φωνάζοντας τη λέξη "Χρίστος" (για να μην πουν Χριστός), καθιστώντας τον έτσι ευλογητικό φαγητό. Ο πολύς λαός όμως παντού εσυνέχιζε να περνά τα Χριστούγεννα με βραστή όρνιθα ή πετεινό (καπόνι), που έδιναν την εποχή αυτή και καλό ζουμί, και μόνο σε περίπτωση αρραβώνας προσπαθούσε να στείλει γαλόπουλο στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς."

Ο Ι.Κρίκελλος ("Το Δωδεκαήμερο στη Χαλκιδική") σημειώνει: "Στη Βάλτα μολονότι το κρέας αφθονούσε μετά τη σφαγή του γουρουνιού, εντούτοις έσφαζαν κι ένα μικρό πετεινάρι «για να ματώσ' του σπίτ'». Κατάλοιπο, προφανώς, των αρχαίων θυσιών, για εξευμενισμό των δαιμόνων, προκειμένου να χαρίσουν καλοχρονιά στους σπιτικούς."

Όσο για τη γεμιστή πρωτοχρονιάτικη κότα, σίγουρα η γέμισή της, πέραν της νοστιμιάς, κρύβει και έναν συμβολισμό για την υποδοχή της νέας χρονιάς. Εξάλλου, στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι είθισται να παρατίθεται το πιο πλούσιο γεύμα, ώστε από τη χρονιά που θα ακολουθήσει να μη λείψει τίποτα. Μια κότα γεμιστή, θα μπορούσε να πει κανείς "εμπλουτισμένη", και μάλιστα με γέμιση που αποτελείται από καρπούς (κάστανα, καρύδια, κουκουνάρια, μύγδαλα, σταφίδες, κ.α., ανάλογα τον τόπο και την παραλλαγή) δε μπορεί να μην υποδηλώνει την ευχή της οικογένειας για ευκαρπία και την ελπίδα της ότι θα υποδεχτεί ένα νέον έτος πλούσιο σε κάθε λογής αγαθά.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ο Άγιος Στέφανος, τα στέφανα και τα κουρμπάνια.

Του Αγίου Στεφάνου σήμερα, προστάτου των στεφάνων και των νιόπαντρων ζευγαριών. 
Ο Δημήτριος Λουκάτος ("Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης") καταγράφει σχετικά:
"Η χριστιανική υμνογραφία έπαιξε λυρικά με το όνομα του αγίου αυτού, μιλώντας για στέφανο του μαρτυρίου του:
Λόγων στεφάνοις στέφω Στέφανον, ον προέστεψαν λίθοι!...
και: 
Δεύτε Στέφανον ενδόξως στεφανώσωμεν.
Αυτή η ένδοξη εναλλαγή στεφάνων και στεφανώματος, μαζί με τη νεανική ηλικία και μορφή του πρωτομάρτυρα, που κι οι ίδιοι οι δικαστές του τον αντίκρυσαν σε μια στιγμή να έχει "πρόσωπον αγγέλου" (κι αυτό μας το δίνουν επίσης οι μεγάλοι αγιογράφοι) έκαμε ώστε ο άγιος Στέφανος να θεωρείται και προστάτης των νιόπαντρων ζευγαριών, η να τον επικαλούνται, με προσκόμιση λουλουδιών, οι ανύπαντρες κοπέλες.



Νομίζω ότι δεν είναι άσχετη με τη νεανικότητα του αγίου και με τον μεταφυσικό συμβολισμό του στεφάνου του, η εντονότερη λατρεία του από τον γυναικείο κόσμο, κι η αφιέρωση γυναικείων Μοναστηριών στ' όνομά του (Μετέωρα, Χίος, Αττική, Θεσσαλονίκη)."

Λέγεται, ακόμη, πως πολλά νιόπαντρα ζευγάρια του αφιέρωναν τα στέφανά τους, ώστε "νά'χουν καλά στέφανα", καλό γάμο.

Στα Ψαχνά Ευβοίας, στο εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου, υπάρχει τό εξής έθιμο, που κράτησε κυρίως μέχρι τη δεκαετία του '70, "όποια κοπέλα ή άνδρας δε μπορούσε να βρει γαμπρό ή νύφη αντίστοιχα, πήγαινε στο εξωκκλήσι του Αγίου και άφηνε μπροστά στην Ωραία Πύλη δεμένο (κόμπος) μανδήλι με χρήματα μέσα. Όποιος πιστός το έβρισκε, το έλυνε, έπαιρνε τα χρήματα και ταυτόχρονα "ελευθερωνόταν" η τύχη αυτού που άφησε το μανδήλι." Επίσης, τη μέρα αυτή "οι παντρεμένες γυναίκες βγάζουν τα στέφανά τους στο φως της ημέρας για να τα καθαρίσουν και να τα θυμιατίσουν." (πηγή: http://psahnaevia.blogspot.gr/2012/12/2.html)

Η γιορτή του Αγίου Στεφάνου, όμως, συνδέεται και με τα χοιροσφάγια (βλ.καιΤα χοιροσφάγια των Χριστουγέννων), καθώς σε πολλά μέρη της Ελλάδος συνηθιζόταν τούτη τη μέρα να σφάζουν τα γουρούνια, αντί τις παραμονές των Χριστουγέννων, γι'αυτό και αρκετή την ονόμαζαν "γουρουνοστέφανο". Ιδιαιτέρως για την περιοχή της Χαλκιδικής ο Ιωακείμ Κρικέλικος ("Το Δωδεκαήμερο στη Χαλκιδική" - σε ηλεκτρονική μορφή εδώ: http://www.halkidikinews.gr/dodeka/) αναφέρει:
"Του Αγίου Στεφάνου: Μεγάλη μέρα για την Αρναία, που γιορτάζει τον πολιούχο της Άγιο σημαντική όμως μέρα και για τα πιο πολλά χωριά της Χαλκιδικής, αφού σήμερα σφάζουν τα γουρούνια, εις ανάμνηση, λένε, της σφαγής των δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων από τον Ηρώδη ή του λιθοβολισμού του αγίου Στεφάνου.
Πιθανότατα το έθιμο της σφαγής του οικόσιτου χοίρου ανάγεται στους ρωμαϊκούς χρόνους, τότε που οι γεωργοί θυσίαζαν, κατά τα «Σατουρνάλια» (17-25 Δεκεμβρίου), προς τιμή του Κρόνου και της Δήμητρας, χοίρο για την ευφορία της γης.
Σίγουρα, πάντως, έσφαζαν το γουρούνι τα Χριστούγεννα οι Χαλκιδικιώτες, διότι και το κρύο επέτρεπε τη διατήρηση του χοιρινού κρέατος για πολύ καιρό και να φάνε δεν είχαν· και οι "αλείξουρις" αυτές ημέρες χρειάζονταν πολύ και καλό φαγητό· «φαγούσ'μου ήταν κι δ'λειές δεν είχαν».
Η σφαγή του γουρουνιού, από παρέα φίλων και γειτόνων, ήταν όντως τελετουργική: λίγο πριν τη σφαγή, το έβγαζαν από το «κουμάσι» για να περπατήσει, «να σκνίσ'» ελεύθερα και να «χαρεί», προτού θανατωθεί. Ευθύς μετά το σφάξιμο, η νοικοκυρά το θύμιαζε μ' ένα κεραμίδι "για να φύγουν τα μαϊκά" τα κάρβουνα από το αυτοσχέδιο θυμιατό τα έριχνε μετά στο λαιμό του χοίρου «για την ψυχή του ζώου αλλού, «έβαζαν στο στόμα του γουρουνιού κώνο («κουκ'νάρα») καλαμποκιού, για να μένει ανοιχτό (ίσως για να βγει πιο εύκολα η η ψυχή του!) σ' άλλα πάλι χωριά, τα κάρβουνα με το θυμίαμα τα έριχναν στα αυτιά του γουρουνιού, για να φύγουν οι Καλικάντζαροι αλλού, τέλος, θυμίαμα και κρεμμύδι έβαζαν στο στόμα του, για να έχει γλυκό και νόστιμο κρέας.
Η θυσία του ζώου γίνεται, σίγουρα, με προφύλαξη, αγνείες, καθαρμούς και εξιλαστικές πράξεις, που συναντούμε σε πανάρχαιες τοτεμικές τελετουργίες, όπως λ.χ. στα «Βουφόνια» των αρχαίων, έτσι ώστε οι θύτες να γλιτώνουν από το κρίμα.
Μετά το γδάρσιμο και τον τεμαχισμό, τα παιδιά έπαιρναν τη «φούσκα» του (ουροδόχο κύστη), αφού πρώτα «τα έδειχναν» (τα γεννητικά τους όργανα), την τρίβανε στη στάχτη για να μαλακώσει, τη φούσκωναν και έπαιζαν με τούτο το αυθεντικό και ανθεκτικό μπαλόνι.
Ακολουθούσε το θυσιαστικό συμπόσιο: τη μέρα αυτή έτρωγαν το μαύρο συκώτι, μαγειρεμένο με κρεμμύδια και κόκκινο πιπέρι. Το άσπρο το έτρωγαν την Πρωτοχρονιά.
Τις επόμενες μέρες οι νοικοκυρές έβγαζαν τη λίγδα (λίπος), έφτιαχναν τις «τσιγαρίδες» ή «πιτσουρούδις» (τσιγαρισμένα κομμάτια κρέατος και λίπους μαζί), γέμιζαν τα λουκάνικα καθάριζαν τις «ουματιές» ή "ματιές", αλάτιζαν τον παστό και έφτιαχναν από τηγανισμένα κομμάτια κρέατος, λίπους και λουκάνικων τον «πασπαλά» (καβουρμά), που τον φύλασσαν σε πήλινα δοχεία, τις «βουτνάρες», για το θέρο.
Και επειδή από "του γ'ρούν' τίπουτι δεν πιτχιέτι", στην Κασσάνδρα φτιάχνανε:
1) «μπάμπου», με το στομάχι του χοίρου που καθαριζόταν καλά, παραγεμιζόταν με «γιουμίδια» (γλυκό τραχανό, μυρωδικά, ψιλοκομμένο και ζεματιστό πνευμόνι) και τρωγόταν τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα μετά το σφάξιμο,
2) τον «αϊτό», με τα «τραγανάδια» (χόνδρινα μέρη) του στήθους, που τεμαχίζονταν, βράζονταν με γλυκό τραχανό και γίνονταν πίτα, και
3) τον «πατσιά», με το κεφάλι και τα πόδια του γουρουνιού, που μαγειρευόταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Οι νοικοκυραίοι, τέλος, το δέρμα του γουρουνιού το καθάριζαν, το τέντωναν και το άπλωναν να ξεραθεί. Απ' αυτό αργότερα έφτιαχναν τα «γρουνουτσάρ'χα»."


Ο Γεώργιος Αικατερινίδης, στο έργο του "Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες", αναφέρεται, επίσης, σε θυσίες ζώων την ημέρα τούτη:


Αναφορά σε κουρμπάνι, δηλαδή σε "θυσία ζώου", αλλά και σε άλλες παραδόσεις κατά την ημέρα του Αγίου Στεφάνου κάνει και η Αργυρώ Μάμαλη-Κοπάνου στο βιβλίο της "Αντέτια Δωδεκαημέρου":
"Την τρίτη ημέρα μετά τα Χριστούγεννα, γιορταζόταν ο Άγιος Στέφανος, ιδιαίτερα στην Καππαδοκία. Στο Γκέλβερι, ήταν προστάτης των παντοπωλών και στα Φάρασα, ο "Ε-Στέφανος" λατρευόταν σε κάτζι (βράχο), όπου ήταν και η σπηλιά που αγίασε. Η συνοικία του Αγίου Στεφάνου ήταν ένα παραλιακό προάστιο της Κωνσταντινούπολης, στην Προποντίδα, που τιμούσε ιδιαίτερα τη μνήμη του Αγίου. Χαρακτηριστικό έθιμο του πανηγυριού ήταν τα τάματα που έφερναν Ρωμιοί, Τούρκοι κι Αρμένιοι, ζώα στολισμένα με χρυσές κλωστές που θυσίαζαν στον αυλόγυρο κι έπειτα άλειφαν χέρια και πρόσωπο με το αίμα της θυσίας "για το καλό", όπως πίστευαν. Ήταν ένα κουρμπάνι (θυσία ζώου) που γινόταν, όπως και άλλα, στη λατρεία των Αγίων, το οποίο όμως διατηρήθηκε μέχρι τα νεώτερα χρόνια.
Στον Πόντο, στο χωριό Χατσάβερα της Ροδόπολης, υπήρχε ναός του Αγίου μέσα σε σπηλιά. Στη γιορτή γινόταν τοπικό πανηγύρι και οι κάτοικοι έσφαζαν πρόβατα και δαμάλια για να φιλέψουν τους προσκυνητές. Ο Άγιος, πίστευαν, "από πέτρα γεννήθηκε κι από πέτρα πέθανε". Σύμφωνα με την παράδοση, την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων, τρεις γυναίκες πήγαν για επίσκεψη στην Παναγία που ήταν λεχώνα. Οι δύο είχαν από ένα παιδί στην αγκαλιά και η τρίτη που δεν είχε, πήρε μια πέτρα από το δρόμο και τη φάσκιωσε. Η Παναγία ρώτησε ποιά ήταν τα ονόματα των παιδιών των γυναικών. Οι δύο πρώτες απάντησαν, η τρίτη όμως αποκρίθηκε δειλά: Στέφανος. "Το πιστεύω", είπε η Παναγία, "ας είναι Στέφανος τ'όνομά του". Λυπήθηκε την άτεκνη γυναίκα κι έκανε το θαύμα της. Έτσι έγινε ο Αϊ-Στέφανος, που από πέτρα γεννήθηκε και από πέτρα θανατώθηκε (με λιθοβολισμό)."

Ίσως, μάλιστα, με βάση αυτήν την τελευταία παράδοση, κάποιοι να τον θεωρούν και προστάτη "για την ευτοκία και ευτεκνία".
Τέλος, στον Άγιο Γεώργιο της Χίου (πηγή: http://www.alithia.gr/newspaper/2005/30122005/30122005,13619.html): "Ανήμερα του Αγίου Στεφάνου οι άντρες του χωριού κατέβαιναν στην πόλη κρατώντας έναν «τουρβά», έναν τρίχινο υφαντό σάκκο όπου συνήθως τοποθετούσαν τα ψώνια. Κατέβαιναν εκείνη τη μέρα στη χώρα, πουλούσαν τις ελιές τους, τις «τρούπες» και ψώνιζαν τα αναγκαία για το σπιτικό τους. Αυτός ο τουρβάς γέμιζε με καλούδια κάθε λογής. Kαρύδια, ακόμη και πατσά. Ο κάθε νοικοκύρης έκανε την κουμπανία του», θυμάται ένας κάτοικος του χωριού" .

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Μια γέρικη ελιά στη φάτνη του Χριστού...

Μια χριστουγεννιάτικη λαϊκή διήγηση της Κρήτης καταγεγραμμένη στο σπουδαίο βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" των εκδόσεων Καρμάνωρ.....



"Έκανε πολύ κρύο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Χριστός. Ο σπήλιος ήτανε παγωμένος και τα ζωντανά βαραναπνέανε για να ζεστάνουν με την αναπνιά τους το μωρό. Η Παναγία δεν εκάτεχε είντα να κάμει. Ήτανε κουκουλωμένη δίπλα στη ματζαδούρα και σκεφτόταν πώς θα καταφέρει να ξημερωθεί και να μην ξεπαγιάσει το μωρό. Απάνω στην ώρα ο Ιωσήφ σκέφτηκε ν'ανάψει φωτιά και να σπάσει λίγο την παγωνιά. Μα πού ξύλα;

Βγαίνει όξω από το σπήλιο, κάνει μια βόλτα, τίποτα. Ούτ' ένα ψιχάλι ξύλο δεν ηυρηκε. Μπαίνει πάλι μέσα μα την ώρα που δεν εκάτεχε ίντα να κάμει, θωρεί ένα σωρό άχερα, μεγάλους κοντύλους και άλλα που ήτανε πολυκαιρισμένα μέσα στη ματζαδούρα. Τσι κοντύλους δεν τσι τρώνε τα οζά κι είχανε παραπομείνει στη φάτνη. Μοναχά τους είχανε πάει τα άχερα ίσαμ' εκειά για να τους βάλουνε φωτιά και να ζεστάνουν το Χριστό. Ως τά'δε η Παναγία εδάκρυσε. Κι είπε:

- Νά'χουνε την ευκή μου κι ας είναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσή 'ναι κι η ψυχή ντως.

Από τότε τα άχερα έχουνε χρυσό χρώμα. Κι είναι χρυσή η ψυχή ντως γιατί αυτά πομένουνε όντα λιχνίσομε το στάρι.

Μα τ'άχερα ανάψανε, εβγάλανε μια φλόγα κι εσβήσανε. Παγωνιά και πάλι στο σπήλιο. Ξαναβγαίνει όξω ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύουν σ'ένα κλαδί. Δεντρολίβανο, αρισμαρί ήταν. Και με την ίδια τη φωνή του (εκειονά το βράδυ είχανε όλα, ζώα και δεντρά, φωνή) παρακάλεσε τον Ιωσήφ να το κόψει από τον πάτο και να το βάλει να καεί για να ζεσταθεί ο Χριστός. Έτσι κι έγινε. Ξαναδάκρυσε η Παναγιά και είπε:

- Νά'χει την ευκή μου και να μοσκομυρίζει, να το βάνουν στις εικόνες του γιου μου και να στολίζει τις εικόνες των αγίων.

Μα κι αυτό ήτανε λίγο, άναψε κι ώστε ν'ανάψει έσβησε κιόλας. Κι ο σπήλιος άρχισε και πάλι να παγώνει. Όσο περνούσε η ώρα αγρίευε ο καιρός. Περασμένα μεσάνυχτα ακούστηκε ένα τσαχάλισμα μέσα από το βουργιάλι του Ιωσήφ. Ήτανε μια χούφτα ελιές, που τις είχε φυλάξει μ'ένα ντάκο ψωμί για ώρα ανάγκης. "Πήγαινε Ιωσήφ στην πεζούλα πάνω από το σπήλιο. Εκειά 'ναι μια ελιά, η μάνα μας, γιατί δα ξεραθεί από το κακό της άμα μάθει πως εκινδύνεψε ο Χριστός και δεν της τό'παμε..."

Μια και δυο, πάει ο Ιωσήφ. Κι η γέρικη ελιά εχαμήλωσε τα κλωνάρια της, έσπασε τα ξερά κουτσούρια από τον κορμό της και τα τίναξε για να φτάξουν στη μπούκα του σπήλιου. Άναψαν φωτιά, έκαιγε όλη τη νύχτα, έσπασε η παγωνιά και εζεστάθηκε ο Χριστός. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο κι έφταναν κι άλλα ξύλα στο σπήλιο. Μονάχα ντως! Το πρωί το δεντρό είχε 'πομείνει μόνο ένα κομμάτι κουτσούρι ρίζα, ελιά δεν υπήρχε.

Δάκρυσε η Παναγιά όταν την είδε. Έσκυψε, χάιδεψε το κουτσούρι, ούτ' ένα φύλλο δεν είχε 'πομείνει.

-Την ευκή μου νά'χεις, είπε. Και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Να βγάνεις βλαστούς από τη ρίζα, και να μη γερνάς ποτέ σου. Κι ο καρπός σου ευλογημένος νά'ναι, να τρέφει τους ανθρώπους, να τονε δίνεις να βγαίνει το λάδι, να φέγγουν τη νύχτα οι ανθρώποι και να ανάβει και το καντήλι του Χριστού.

Ειντά 'τονε να το πει. Ένας δροσερός βλαστός εβγήκε από την κουτσούρα τση ρίζας, από κειά απού'χε ακουμπισμένη τη χέρα τση η Παναγία, κι έφταξε ίσαμε ένα μπόι στο ύψος. Ίσαμε το βράδυ η ελιά ήτανε πάλι μεγάλη, όπως ήτανε πριν γεννηθεί ο Χριστός. Και δεν είχε ξεράδια. Είχε ξαναγενεί νέα γιατί είχε την ευκή τση Παναγίας.

Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από την ξέρα τση ρίζας ξαναβγάνει βλαστούς και ξανανιώνει."

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Ο "Μουντζούρης" του Πηλίου..

Με αφορμή ένα μέιλ που έλαβα για να γνωστοποιήσω εδώ την κυκλοφορία του ημερολογίου του Πολιτιστικού Εξωραϊστικού Συλλόγου Αγίου Γεωργίου Νηλείας το οποίο για το 2014 είναι αφιερωμένο στο "Μουτζούρη", θεώρησα καλό να αναρτήσω μια εγγραφή που να αφορά γενικότερα το τραινάκι του Πηλίου μας, εμπλουτισμένη με λόγια και εικόνες που βαδίζουν στα χνάρια της τροχιάς του...


Καταρχάς, μια εισαγωγή για την "πορεία" του Μουντζούρη στο χρόνο, από την ιστοσελίδα http://milies.org.gr/, που αποτελεί πρωτοβουλία του Πολιτιστικού κι Εξωραϊστικού Συλλόγου Μηλεών :

"Ο ιστορικός σιδηρόδρομος Βόλου - Μηλεών, το τραινάκι του Πηλίου, όπως είναι πιο γνωστό, κατασκευάστηκε σε δύο στάδια. Η κατασκευή της γραμμής άρχισε το 1881, και το πρώτο κομμάτι - μέχρι τα Λεχώνια - παραδόθηκε το 1896. Το υπόλοιπο - μέχρι τις Μηλιές - κατασκευάστηκε στην συνέχεια, και παραδόθηκε το 1903.

Ο θρυλικός πλέον "Μουτζούρης" συνέδεσε το εμποροβιομηχανικό κέντρο του Βόλου με την εύφορη και πλούσια περιοχή του Δυτικού Πηλίου, στις πλαγιές και στους ελαιώνες του βουνού των Κενταύρων.
Μέχρι την κατάργησή του το 1971, το τραινάκι,με τις 5 βελγικές του ατμομηχανές - "Μηλέαι", "Ιάσων", "Πήλιον", "Βόλος", & "Τσαγκαράδα" τα ονόματά τους - τα ξύλινα και χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις βαγόνια του - χειμερινά και ειδικού τύπου θερινά, για το καλοκαίρι -, υπήρξε σημείο αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή. 


 

Η εικόνα του να ανηφορίζει τις πλαγιές του βουνού προς τις Μηλιές, διασχίζοντας πανέμορφα τοπία, σφυρίζοντας με τον χαρακτηριστικό ήχο της σφυρίχτρας του και ξεφυσώντας καπνό από το φουγάρο της μηχανής του, αποτέλεσε ιδιαίτερα χαρακτηριστική και φιλική εικόνα τόσο για τους κατοίκους της περιοχής - οι οποίοι κυριολεκτικά το λάτρεψαν - όσο και για τους επισκέπτες, για τους οποίους το ταξίδι μαζί του αποτέλεσε ευχάριστη εμπειρία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι μέχρι την κατάργησή του, το 1971, ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις που το τραινάκι δεν έκανε το δρομολόγιό του προς τις Μηλιές. Ακόμα και στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, ή ακόμα και στην πλέον δύσκολη βαρυχειμωνιά - όταν το χιόνι απέκλειε κάθε οδική πρόσβαση προς το χωριό -, το τραινάκι ήταν πάντα συνεπέστατο στις διαδρομές του. Παλαιότερα, τα δρομολόγια ήταν πυκνότερα, καθώς στην γραμμή κυκλοφορούσαν 2 τραίνα, με αντίθετη κατεύθυνση - ένα από Βόλο προς Μηλιές και ένα αντίστροφα από Μηλιές προς Βόλο - η διασταύρωση των συρμών γινόταν είτε στην Γατζέα είτε στα Λεχώνια. Χαρακτηριστική επίσης εικόνα αποτελεί η ανάμνηση του τραίνου κατάμεστου με παιδιά / μαθητές σχολείων του Βόλου, κρεμασμένων σαν σταφύλια στα θερινά - ανοιχτά, καθώς γύρω είχαν μόνο πραστατευτικά κάγκελα - βαγόνια του, να ανηφορίζει προς τις Μηλιές, την περίοδο των σχολικών εκδρομών, περνώντας μέσα από τους ολάνθιστους και κατάφυτους οπωρώνες των Λεχωνίων.


Μετά την κατάργηση του το 1971 έγιναν προσπάθειες για την επαναλειτουργία του σαν (μουσειακού) τουριστικού σιδηροδρόμου σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς. Μετά από σημαντικά έργα ανακατασκευής μέρους της υποδομής, μπήκε και πάλι σε λειτουργία το 1996, ενώ από το 1985 κηρύχτηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Η γραμμή του, έχει πλάτος 60 εκ., είναι η στενότερη σιδηροδρομική γραμμή στην Ελλάδα και μια από τις στενότερες στον κόσμο. Η διαδρομή Άνω Λεχωνίων - Μηλεών, μέσα σε καταπράσινες πλαγιές και με την πανέμορφη θέα του Παγασητικού, περνάει μέσα από γραφικές πέτρινες καμάρες πάνω από οκτώ λιθόκτιστες γέφυρες με πελεκητή μαρμαρόπετρα (δίτοξες, τρίτοξες και μια πεντάτοξη) καθώς και από μια μεταλλική γέφυρα όπου η καμπύλη γραμμή γράφεται μέσα σε ευθύγραμμο φορέα, σύμφωνα με τα σχέδια φημισμένων γεφυροποιών της εποχής. Την ευθύνη κατασκευής της γραμμής είχε ο φημισμένος Ιταλός μηχανικός Εβαρίστο ντε Κίρικο. Ήταν ο πατέρας του διάσημου υπερρεαλιστή ζωγράφου Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, που αποτύπωσε την φιγούρα του μικρού τρένου σε μερικούς από τους διάσημους πλέον πίνακές του.


Ο Σταθμός στις Μηλιές χτίστηκε το 1902 και τα επίσημα εγκαίνια του τραίνου γιορτάστηκαν δύο χρόνια αργότερα, στο "Στάδιο" του χωριού, κάτω από τη Μηλιώτικη Σχολή, με την παρουσία όλων των κατοίκων και πολλών επισήμων, ενώ κυμάτιζαν η ελληνική και ιταλική σημαία.
Το τραινάκι που επαναδρομολογήθηκε το 1996 στη γραμμή Άνω Λεχώνια - Μηλιές, μήκους 15 χλμ., αναχωρεί στις 11.30 από το σταθμό Άνω Λεχωνίων και στις 16:30 από το σταθμό Μηλεών. Η διαδρομή διαρκεί 90 λεπτά , με 15λεπτη στάση στην Άνω Γατζέα και η μέγιστη ταχύτητά του είναι 20 χλμ. την ώρα."

[Οι φωτογραφίες από την ίδια ιστοσελίδα, 1η φωτ.: Κ.Ανδρουλιδάκη (λεύκωμα Ελληνικοί Σιδηρόδρομοι), 2η & 3η φωτ.: Θ. Γκαβαρδίνα, 4η φωτ.: Ν.Βαβανέλου]


Το τραινάκι μας δεν "ξέφυγε" ούτε από την πένα του λογοτέχνη μας Μενελάου Λουντέμη:


(από το "Βόλος, ένας αιώνας", Α' τόμος, Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου)

και η διαδρομή του δεν άφησε ασυγκίνητο ούτε τον έτερο συγγραφέα μας Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο:


(από το "Βόλος, ένας αιώνας", Α' τόμος, Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου)

Οι αναμνήσεις της Μαρίας Γιαννιού ("Αναμνήσεις και εικόνες μιας ζωής") μας ταξιδεύουν, παρέα με το τραινάκι, με τρόπο μοναδικό σε μιαν άλλη εποχή, για αυτό και τις αναρτώ ξανά εδώ (βλ. και: Το τραινάκι του Πηλίου σ'ένα ταξίδι στο χρόνο.. ):

"Ένα γνωστό και αγαπημένο σφύριγμα ακούγεται' το τραινάκι μας, ύστερα από πολλά χρόνια, ξαναγύρισε στο χωριό μας. Πόσες αξέχαστες στιγμές, πόσες αναμνήσεις ξαναγύρισαν στο μυαλό μου. Ξαναθυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, ξανάζησα τις καλές και τις κακές στιγμές που έζησα. Αυτό ήταν το μόνο μέσο συγκοινωνίας που εξυπηρετούσε όλο το Ανατολικό Πήλιο' ο μουντζούρης, ο καρβούνης, έτσι τον λέγαμε.
Με πόση χαρά περιμέναμε όλα τα παιδιά να μας πάρουν οι γονείς μας, να μας πάνε στο Βόλο. Σε όλη τη διαδρομή να είμαστε στα παράθυρα και να μη χορταίνουμε να κοιτάζουμε έξω και με κομμένη την ανάσα να περνάμε τη σιδερένια γέφυρα. Πιο πέρα προχωρώντας προς τη Γατζέα υπάρχει ένα τούνελ που περνάει μέσα το τραίνο. Περνώντας μέσα, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Κρατούσα τη Μητέρα μου από το χέρι και αυτή γελούσε. "Μητέρα αργούμε;". "Μη φοβάσαι, μου έλεγε, πλησιάζουμε" και όταν έβλεπα να διαλύεται το σκοτάδι και να βγαίνουμε στο φως πηδούσα από τη χαρά μου και φώναζα. Όλα αυτά στο παιδικό μου μυαλό ήταν ωραία, ήταν φανταστικά και θα μου μείνουν αξέχαστα. Για μας τα παιδιά ήταν Ό,τι ωραιότερο περιμέναμε. Όταν θα πήγαινα στο Βόλο, όλη τη νύχτα έμενα άγρυπνη, ώσπου να φέξει για να βρεθώ στο σταθμό. Ας ξαναγύριζαν εκείνα τα χρόνια.
Με πόση χαρά χαρά περιμέναμε έναν δικό μας άνθρωπο να έρθει από το Βόλο, να μας φέρει ένα δωράκι, ένα σακουλάκι καραμέλες, που τόσο λαχταρούσαμε εκείνα τα χρόνια, που τις βλέπαμε στα μάτια μας μια φορά το χρόνο. Τρέχαμε στο Σταθμό να περιμένουμε το μουντζούρη, να μας φέρει τα δωράκια μας' με χιόνια, με βροχές δε σταματούσε ποτέ.
Όλα τα ανατολικά χωριά του Πηλίου για να πάνε στο Βόλο έπρεπε να έρθουν στις Μηλιές. Έπαιρναν τα ζώα του (άλογα, γαϊδουράκια), φόρτωναν τα δισάκια τους και έρχονταν στο σταθμό. Εκεί υπήρχε ξενοδοχείο φαγητού και ύπνου και ένας μεγάλος στάβλος το λεγόμενο χάνι. Βάζαν τα ζώα τους μέσα, παίρναν τα δισάκια τους και τραβούσαν για το Βόλο. Όταν γύριζαν, φόρτωναν τα πράγματά τους στα ζώα τους και επέστρεφαν στα χωριά τους, μέσα στο κρύο στα χιόνια. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε να εξυπηρετηθούν.
Μα το 1932 έχασαν τη ζωή τους τρία άτομα. Ήταν Απρίλης και εβδομάδα των Βαϊων. Ο καιρός ήταν κακός. Αυτά τα άτομα δεν υπολόγισαν καλά τον καιρό, φόρτωσαν τα ζώα τους και ξεκίνησαν για τα πίσω χωριά. Είχε αρχίσει να χιονίζει. Βγαίνοντας απ'το χωριό μας τους έπιασε μια μεγάλη χιονοθύελλα. Δε μπόρεσαν να αντέξουν, τους σκέπασε το χιόνι στη θέση Κακό Ρέμα' εκεί άφησαν την τελευταία τους πνοή. Τους θάψαμε τη Μεγάλη Δευτέρα. Αυτό δεν το ξεχνώ, γιατί τότε παπάς του χωριού μας ήταν ο παππούς μου, ο παπα-Δουζένης. Ήταν γέρος και άρρωστος και δεν του επέτρεπαν να πάει στην κηδεία, μέσα στα χιόνια. Δεν άκουσε κανένα. "Εγώ, είπε, θα κάνω το χρέος μου κι ας πεθάνω". Πήγε στον τόπο που ξεψύχησαν να τους διαβάσει και τους συνόδεψε ως τον τάφο. Γυρίζοντας στο σπίτι έπεσε με υψηλό πυρετό. Σε τρεις ημέρες πέθανε' τον θάψαμε τη Μεγάλη Παρασκευή.
Ήρθε το '40, το μεγάλο ΟΧΙ. Ο πόλεμος στην Αλβανία, εκείνο δε θα το ξεχάσω. Όλη την ημέρα την περνούσαμε στο σταθμό. Το τραίνο αγκομαχώντας και σφυρίζοντας πηγαινοερχόταν μεταφέροντας τα φανταράκια μας στο μέτωπο από το Πήλιο. Ήταν στιγμές που δεν ξεχνιούνται. Φωνές, κλάματα και τραγούδια. Μανάδες να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους και να κλαίνε. Γυναίκες κρατώντας τα μωρά στην αγκαλιά τους να αποχαιρετούν τους άντρες τους, να κουνούν τα μαντήλια και να φωνάζουν "Στο καλό και η Παναγιά μαζί σας". "Και με τη Νίκη". Οι νέοι στα παράθυρα να κουνούν τα μαντήλια τους και να τραγουδούν στις κοπέλες. "Έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Μηλιωτοπούλες..." και όταν ξεκινούσε το τραίνο, εκείνο το σφύριγμα σου έσφιγγε και σου πάγωνε την καρδιά. Τα κλάματα, οι φωνές και τα σφυρίγματα δεν έχουν σβήσει ακόμα από τα αυτιά μου. Στα φορτηγά βαγόνια βάζανε τα καλύτερα άλογα και τα τραβούσαν για το μέτωπο.
Τί να πρωτοθυμηθείς αγαπημένο μου τραινάκι! Τώρα έχουν άλλα μέσα να εξυπηρετηθούν, κούρσες, μεγάλα αυτοκίνητα και εσένα που τόσο μας εξυπηρέτησες σε έχουν ξεχάσει, σε έχουν παραμερίσει. Εσύ όμως σφύριζε όσο μπορείς, μη σταματάς, για μας τους γέρους που ζήσαμε μαζί και δε σε ξεχνάμε να σφυρίζεις μουντζούρη, να ξυπνάν μέσα μας όλες οι καλές και οι κακές στιγμές που ζήσαμε μαζί, καρβούνη μας.
Λένε οι παππούδες, όταν πρωτοήρθε το τραίνο στο χωριό, είχαν μαζευτεί όλοι και το περιμένανε να το δουν. Όταν το αντίκρισαν, όλοι κάναν το σταυρό τους "Δεν είναι καλό, Θεού έργο" λέγανε "είναι δαιμονικό" είχαν σαστίσει να βλέπουν να περπατάει στο δρόμο και να σφυρίζει, να φυσάει σαν δράκος "Θα μας χάσει ο Θεός" λέγανε."



Τέλος, παραθέτω το ενημερωτικό κείμενο από τον Πολιτιστικό και Εξωραϊστικό Σύλλογο Αγίου Γεωργίου Νηλείας για την έκδοση του ημερολογίου:

Το Ημερολόγιο του Μουντζούρη για το 2014:

Το πετυχημένο συναπάντημα του Μουντζούρη με τις εκδηλώσεις του 3ου Φεστιβάλ Αφήγησης «Παραμύθια και Μύθοι στου Κένταυρου τη ράχη» στον Άγιο Γεώργιο της Νηλείας και την ευρύτερη περιοχή του τον περασμένο Αύγουστο, ανέδειξε τη διαχρονική σημαντικότητα του τραίνου για το Πήλιο ως ξεχωριστής και αναγνωρίσιμης πολιτιστικής φιγούρας. Η συμμετοχή του ως τιμώμενο «πρόσωπο» για τα 110 χρόνια παρουσίας του στο βουνό των Κενταύρων, με τις αφηγήσεις στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, δεν αποτέλεσε μια ευκαιριακή ένταξη στις κυρίαρχες επετειακές λογικές. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που η ιδιοκτησιακή του ταυτότητα απειλείται από δρομολογήσεις πώλησης και εκχώρησης στα παζάρια των αγορών, η μνήμη μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ισχυρό και αναγκαίο ανάχωμα ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό.
Οι συρμοί του Μουντζούρη συνομίλησαν με τους καημούς και τα όνειρα των παππούδων και των πατεράδων μας και κουβάλησαν πλήθος εμπορευμάτων, ανθρώπων μα και ιστοριών που μετέφεραν με τη σειρά τους σκέψεις, προσδοκίες και βιώματα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινήθηκαν και οι πρωτοβουλίες ένταξης του τραίνου στο πρόγραμμα του φεστιβάλ από τον Πολιτιστικό-Εξωραϊστικό Σύλλογο Αγίου Γεωργίου Νηλείας «Ο Κένταυρος» αλλά και η έκδοση ενός καλαίσθητου ημερολογίου με 2014 ευχές-διαδρομές στου νέου χρόνου τα αταξίδευτα μα αναγγελμένα δρομολόγια.
Οι φωτογραφίες που κοσμούν τον κάθε μήνα αποτελούν αποτύπωση της διαδρομής που έγινε το καλοκαίρι του 2013, στη μέρα που φεστιβαλικά αφιερώθηκε ειδικά στον Μουντζούρη. Παραχωρήθηκαν ευγενικά από τους Ζήση Λυχναρά, Μαρία Καραθανάση-Λυχναρά και Γιώργο Τόπακα που αποθανάτισαν με τη φωτογραφική τους ευαισθησία και τη δημιουργική τους ματιά τη διαδρομή Άνω Λεχώνια-Μηλιές. Υπάρχουν επίσης παλιές ασπρόμαυρες και επιχρωματισμένες πινελιές του παρελθόντος για να μνημονευτούν τα 110 χρόνια συνύπαρξης του τραίνου-συντοπίτη μας με το πηλιορείτικο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον υπονοώντας την αναζήτηση της συνέχειας σε αυτή τη μακρόχρονη σχέση κοινής πορείας, συμβίωσης και αλληλεπίδρασης.
Πληροφορίες-διάθεση: Δημήτρης Ραμματάς 6973215361 και Κώστας Κανταρτζής 6972307506.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Κουμαριές και κούμαρα στο βουνό των Κενταύρων..

Μες στο κιτρινοχρυσαφιό φθινοπωρινό τοπίο, αλλά ακόμη και στο πιο μουντό και γκρίζο όταν αρχίζει να χειμωνιάζει, ξεπροβάλλουν κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλιά, θαρρείς κι είναι στολίδια που κάποιο χέρι ξωτικού απόθεσε στις αειθαλείς φυλλωσιές για να σπάσει τη μονοτονία, για να γιορτάσει κάποια δική του μυστική, άγνωστη σε μας τους ανύποπτους θνητούς, χαρά. Η φύση δεν παύει να χαμογελά με χρώματα σ'όλες τις γωνιές που δεν της ισοπεδώσαμε, να ζωγραφίζει ομορφιές με την αθάνατη παλέτα της, να μας χαρίζει χίλιων λογιών γεύσεις και μυρωδιές, να μας σιγομιλά αν την αφουγκραζόμαστε και να γιορτάζει τη ζωή ακόμη και στο συναπάντημα του θανάτου....



Ακόμα κι αν δε γνωρίζω πως θα χαρακτήριζα τη γεύση τους, που ίσως και ποτέ να μη με συγκινούσε αν τη δοκίμασα στα ράφια κάποιας υπεραγοράς, είναι αδύνατον ν'αντισταθώ και να μην απλώσω την παλάμη μου να δοκιμάσω τον κατακόκκινο μεστωμένο καρπό που μου κλείνει το μάτι προκλητικά όταν ανταμωθώ με κουμαριές στο βουνό μας. Γιατί, μπορεί στην εποχή μας να τα βάλαμε όλα χώρια, σε διαφορετικά πακετάκια μ'ετικέτες, ακόμα και τις ίδιες τις αισθήσεις μας, αλλά πολλές φορές τούτες δεν ξεχωρίζουν! Δεν είναι μοναχά η γεύση, είναι τ'ακούσματα και τα σιγομιλητά, τ'αρώματα κι οι πινελιές, τα παγωμένα από το κρύο χέρια, οι σκέψεις που χάνονται σε μια θημωνιά κι ακόμη-ακόμη η ίδια η στιγμή....



Κουμαριά "για κουρασμένους", σημειώνει σαν υπότιτλο στο βιβλίο του ο Κώστας Μπαζαίος ("100 βότανα, 2000 θεραπείες"), σε μια εποχή που οι περισσότεροι αισθανόμαστε λίγο-πολύ κάπως έτσι. Ως τονωτικό προτείνει τη διάλυση ώριμων καρπών σε σπιτικό κρασί (χωρίς φάρμακα και συντηρητικά) στο οποίο προσθέτουμε ένα φλιτζάνι νερό όπου έχουμε βράσει κανέλα και ζάχαρη. "Μπορείτε να πίνετε ένα κρασοπότηρο μετά το βραδινό φαγητό." Προτείνει, επίσης, την εντριβή από ρακή που φτιάχνεται με κούμαρα η οποία βοηθάει στην καταπολέμηση του πυρετού.
Τα κούμαρα θεωρούνται αιμοστατικά και στυπτικά, επίσης λιθοτριπτικά, καταπραϋνικά σε φλογώσεις των ουροφόρων οδών, αποτελεσματικά σε διάρροιες και εντεροκολίτιδες και άλλες παρόμοιες παθήσεις. Ο Μπαζαίος παρατηρεί ότι "στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη βλέπουμε ότι οι πρακτικοί γιατροί, στην Επανάσταση του '21 καθάριζαν τις πληγές των τραυματιών με κρασί στο οποίο είχαν βράσει κούμαρα." Επιπλέον μας μεταφέρει μια συνταγή αντιφλεγμονώδους αλοιφής κατάλληλης για "καλογήρους" (δοθιήνες), αποστήματα και σπυριά σταφυλόκοκκου, που παρασκευάζεται απλά "δουλεύοντας σε γουδί 10-15 κούμαρα με λίγο παρθένο ελαιόλαδο και αγνό κερί, ώσπου να γίνουν πηχτός χυλός".



Ξεχασμένη τροφή, λιγουλάκι "πρωτόγονη" κι "απλοϊκή", γι'αυτό και λέμε "Δεν τρώγω κούμαρα!", δηλαδή "δεν είμαι απλοϊκός ώστε να σε πιστεύω!". Τροφή μάλλον των αγριόχοιρων πλέον κι έτσι κάπως και το "υβριστικό": "άι να φας κούμαρα!". Τροφή "ώρας ανάγκης" για τον άνθρωπο, όταν δεν υπάρχει κάτι καλύτερο στη γύρα, όταν δυσκολεύουν οι καιροί....

Ο αρχαίος ιατρός Γαληνός (2ος-1ος αι.π.Χ.) στο έργο του "Περί των εν ταις τροφαίς δυνάμεων" συγκαταλέγει τα κούμαρα στους καρπούς "αγρίων φυτών" (38) και τα κατατάσσει, μαζί με τα κάστανα και τα βελανίδια, ανάμεσα στους μοναδικούς τρεις άγριους καρπούς που "δίνουν αξιόλογη τροφή στο σώμα", καθώς οι υπόλοιποι ("άγριοι") "έχουν λίγη θρεπτικότητα" και "κακούς χυμούς". Επιπλέον σημειώνει πως "Το κούμαρο είναι σε όλα χειρότερο από το βελανίδι (βάλανον) των βελανιδιών, όπως ακριβώς και το βελανίδι είναι χειρότερο από τα επονομαζόμενα κάστανα' γιατί τα κάστανα είναι τα καλύτερα βελανίδια (βάλανοι) και μερικοί τα αποκαλούν "βελανίδια που ξεφλουδίζονται εύκολα"." (απόδοση στα νεοελληνικά: "Κάκτος")

Ο Π.Γ. Γεννάδιος στο "Λεξικόν Φυτολογικόν" αναφέρει τον καρπό ως "βρώσιμο και χρήσιμο προς κατασκευήν οινοπνεύματος, όπερ εις τινά μέρη λαμβάνουσι και χρησιμοποιούσι οι αγρόται" και παραθέτει και τη γνώμη του Διοσκουρίδη ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως "αχυρώδη, κακοστόμαχον και κεφαλαλγή" σχολιάζοντας ότι πράγματι έτσι είναι. Μάλιστα, "κεφαλαλγές είνε και κακοστόμαχον και το μέλι το προερχόμενον εκ μελισσών νεμομένων εις τόπους ένθα φύονται πολλαί κουμαριαί." Βέβαια, φαντάζομαι, μιλάμε για μεγάλες ποσότητες και ιδιαιτέρως για κούμαρα που δεν έχουν ωριμάσει ή τα υπερώριμα τα οποία μπορούν και να προκαλέσουν στομαχικές διαταραχές. Σήμερα, εξάλλου, κάποιοι φτιάχνουν λικέρ, αλλά και μαρμελάδες από τα κούμαρα.

Αλλά ας δούμε κι ένα απόσπασμα των "Δειπνοσοφιστών" Β35 (Αθήναιος, απόδοση: Σ.Αλεξιάδου) που αφορά την κουμαριά:




Στα αρχαιοελληνικά η κουμαριά λέγεται κόμαρος και οι καρποί της μιμαίκυλα. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος ("Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης") δίνει ως ετυμολογική ρίζα τα "κομάω" ή "κομέω", όπου:
κομαώ= έχω κόμη, δηλ. μακριά μαλλιά ή (επί δένδρων και φυτών) πολλά φύλλα, κλαδιά, άνθη, κτλ. και
κομέω= περιποιούμαι, συγυρίζω ή (επί φυτών) καλλιεργώ, κτλ.
εκ του κόμη=μαλλιά μακριά και περιποιημένα ή (επί δένδρων και φυτών) φυλλάς, χλόη ' (κυρ.δε) το ανθισμένον μέρος.

Ο δε Ι. Σταματάκος ("Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης") σημειώνει, μεταξύ άλλων, "ορθότερον είναι τούτο να συγγενεύει προς το κάμαρος (δελφίνειον, φυτόν)."

Αυτά τα ολίγα περί κουμαριάς, η οποία δε διέφυγε ούτε από τις "Όρνιθες" (620) του Αριστοφάνη, ο οποίος πλάθοντας την περίφημη "Νεφελοκοκκυγυία" του βάζει τον Πισθέταιρο ν'αναφωνεί: "Σε πουρνάρια από κάτω και θάμνους θα ζούνε, τα σεβάσμια πουλιά μας' για ναό δέντρο ελιάς θά'χουνε πάλι. Κι ούτε πια στους Δελφούς ή στον Άμμωνα για θυσίες θα τρέχουμε εμείς, παρά ανάμεσα σε αγριλιές και σε κουμαριές ολόρθοι, με κριθάρι και στάρι, τα δυο χέρια σηκώνοντας προσευχή θα τους λέμε, απ' τ'αγαθά τους σε μας να χαρίζουν μερίδιο. Και για λίγα σπειριά που θα ρίχνουμε μείς, οι ευχές μας ευθύς θα εκπληρούνται."!



Πάντως, όπως και νά'χει, μια χούφτα πορφυρά κούμαρα καθώς διαβαίνεις τη γη των Κενταύρων δε βλάπτει.. Ένα τσιμπολόγημα στο διάβα, σαν τα πουλιά, χωρίς υπερβολή, με τόση απλότητα κι ομορφιά.. Ελπιδοφόρα κουμαριά που πρώτη ανασταίνεται μετά την πυρκαγιά, πρώτη πετάει βλαστάρια στα καμένα....

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Γουργουλιάνες του χειμώνα.....

Κι αν πέρσι μάζευα γουργουλιάνες στα μέσα του Νοέμβρη (βλ.: Γουργουλιάνες και κοκκινομανίταρα!), φέτος ανταμωθήκαμε καλό Δεκέμβρη! Έχω, λιγουλάκι αρχίζει να μπερδεύομαι με τον καιρό -λίγο μου τά'χει ανακατώσει- μιας και, όσο νά'ναι, μου φαίνεται περίεργο νά'χει μπει ο χειμώνας και να κόβω ντοματάκια και μελιτζάνες από το μπαξέ (για μέχρι πριν μια βδομάδα μιλάμε πάντα, γιατί τώρα πια κρυάδιασε για τα καλά), αλλά, η αλήθεια είναι, πως δε με χάλασε καθόλου που τέτοια εποχή κατάφερα να βρω ένα σωρό γουργουλιάνες! Και μάλιστα όχι χαμηλά στα περιβόλια, αλλά στα πιο ψηλωμένα. Τό'χα βάλει πείσμα να εντοπίσω κάποιες θαρρετές που θα ξεπρόβαλαν μες στο κρύο, αλλά δεν το περίμενα να τις συναντήσω όλες μαζί να μου ποζάρουν, ανέγκικτες από ανθρώπινο χέρι και σε σημείον κεντρικόν, μες στην πιάτσα σαν να λέμε! Γύριζα από δω, γύριζα από κει κι όλο ξετρύπωνα από καμιά κρυμμένη! Μιλάμε για πόρωση! Ό,τι πρέπει για ν'αδειάζει το κεφάλι απ'τα προβλήματα και να γεμίζει εικόνες! Κι επειδή ήταν όλες μία και μία, σωστές καλλονέςκαι μάλιστα νεότατες, φρεσκαδούρες και καθόλου σκουληκοφαγωμένες, ε, είπα κι εγώ να τις τιμήσω -και εκτός στομαχίου!- και να βάλω από καμιά κι εδώ να στολίζει το διαδικτυακό σπιτικό μου!





Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Η Αγια-Βαρβάρα, η ευλογιά, το μέλι και τα τρίστρατα!

Φτάσανε και πάλι τα Νικολοβάρβαρα ! Της Αγια-Βαρβάρας σήμερα, κι αν και παλαιότερα έχω ξαναγράψει περί των λαογραφικών της ημέρας τούτης, επειδή οι παραδόσεις του λαού μας είναι αστείρευτες, θα της αφιερώσω μία ακόμη ανάρτηση...

Η Αγια-Βαρβάρα κι η ευλογιά:

Σύμφωνα με μία από τις επικρατέστερες παραδόσεις, "η αγία Βαρβάρα ήταν από μικρή Χριστιανή, πολύ όμορφη. Ο πατέρας της ζήτησε να την παντρέψει με ειδωλολάτρη βασιλιά. Η αγία παρακάλεσε το Θεό, να βγάλει την "ευλογιά", να την ασχημίσει. Ο Θεός την άκουσε, και μαζί της έδωσε το χάρισμα να θεραπεύει ευλογιά και ιλαρά". [Θεσσαλία-Τύρναβος] Οι παραλλαγές ποικίλουν. Η παράδοση στη Σάμο καταγράφει: "Η αγία Βαρβάρα ήταν όμορφη κοπέλα, που άρσεσε σε πολλούς, ακόμα και στον πατέρα της. Την κηνύγησε κάποτε, για να της κάμει κακό. Αυτή έτρεχε και παρακαλούσε το Θεό να τη σώση. Ένας βράχος άνοιξε και την έκλεισε μέσα. Εκεί η αγία παρακάλεσε το Θεό να την κάμει ν'αρρωστήσει μ'ευλογιά, για να παραμορφωθεί και να μην την κυνηγούν. Έτσι κι έγινε. Όταν βγήκε από το βράχο δεν την αναγνώριζαν. Από τότε την επικαλούνται όσοι πάσχουν από λέπρα κι ευλογιά." (Δημητρίου Λουκάτου, "Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης")

Καταπληκτική είναι η παραλλαγή της κρητικής παράδοσης που διασώζει ο Νίκος Ψιλάκης στο έργο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη": "Στην Κρήτη πιστεύανε πως 
"έλαμπε σαν τον ήλιο η μούρη τζης, ήτανε όμορφη και την ερέγουνταν όλοι. Για να μην παντρευτεί έναν ειδωλολάτρη που την εζύγωνε, ήδωκε μια τση πέτρας και η πέτρα άνοιξε και μπήκε μέσα και έμεινε εκεί για να την ξεχάσουν. Τότες επαρακάλεσε το Θεό να της αλλάξει το πρόσωπο, να την κάμει άσκημη, να μη τζη σιμώνει κανένας. Ο Θεός τσή 'πεψε την Ευλογιά και αυτή τση έκαμε τζιμπήματα σα δαγκάματα στο πρόσωπο. Επέρασε καιρός και κανένας δεν την εγνώρισε. Ούτε ο πατέρας της την εγνώρισε. Επήγε στο σπίτι του ντυμένη ατζιγγάνα και την ελυπήθηκε που την είδε βλογιασμένη και τση πέταξε ένα κομμάτι ψωμί, αυτός που δεν έδινε ούτε τ'αγγέλου του νερό...".
Στην παραπάνω παράδοση η Ευλογιά δεν εμφανίζεται ως νόσημα, αλλά ως γυναίκα που προκαλεί δαγκώματα στο πρόσωπο και αφήνει μόνιμες ουλές. Η δοξασία αυτή είναι πανελλήνια. Ωστόσω, στην Κρήτη η Αγία Βαρβάρα, εκείνη που προκάλεσε την αρρώστια της 
"κρατεί μια βέργα και όπου δει την ευλογιά δεν την αφήνει ούτε να σταθεί. Όταν είδε τη μούρη τζης στον καθρέφτη εφοβήθηκε και έκλεισε με τα χέρια τα μάτια τζης για να μη θωρεί. Επαρακάλεσε, λοιπόν, το Θεό να τση δώσει τη χάρη να γιατρεύει την ευλογιά. Κι ο Θεός δεν τση χάλασε χατήρι." "

Η πικροδάφνη:

Ο Δημήτρης Λουκάτος σημειώνει και μια γοητευτική λεπτομέρεια από την αντίστοιχη παράδοση της Νάξου που συνδέει την αγία με τις πικροδάφνες! Η Βαρβάρα, ζητώντας να γίνει άσχημη, λυπάται και την ομορφιά της που δε θέλει να χαθεί ολότελα κι έτσι "απευθύνεται στα βουνά, στα δάση και στην πικροδάφνη και λέει:
-Πάρτε, όρη, τα κάλλη μου, και δάση τα μαλλιά μου,
κι εσείς, αγριοπικροφύλλαδα, πάρτε την ομορφιά μου."
Κι από τότε, λοιπόν, η πικροδάφνη πήρε την ομορφιά της και ανθίζει όμορφα λουλούδια!


Τα τρίστρατα:

"Στην Κρήτη συνήθιζαν να κάνουν δοξολογίες σε όλα τα τρίστρατα όταν διαφαινόταν απειλή επιδημίας. Και οι λιτανίες σταματούσαν υποχρεωτικά όχι μόνο στα σταυροδρόμια, όπως συνέβαινε σε όλες τις λιτανεύσεις, αλλά και στα τρίστρατα όπου έριχναν αγιασμό." (Νίκος Ψιλάκης, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη")

Αλλά και σύμφωνα με το Λουκάτο, που παραθέτει στοιχεία από το έργο του Δημητρίου Αρχιγένη, "Η ζωή στη Σμύρνη", "μόλις φανερωνόταν στη Σμύρνη "συρμός", δηλ. επιδημία της ευλογιάς (που από φόβο την έλεγαν και "γλυκιά" και "μελογαλούσα"), οι φτωχογειτονιές ιδιαίτερα καλούσαν τον παπά γι'αγιασμό, που τον εδιάβαζε στη μέση του τρίστρατου, κι άγιαζε μ'αυτόν τον γύρω χώρο και τους ανθρώπους."

Το μέλι:

Και συνεχίζει το απόσπασμα του Λουκάτου: "Κι αφού έφευγε ο παπάς, οι νοικοκυρές που είχανε μικρά παιδιά, στήνανε στο τρίστρατο ένα τραπέζι χαμηλό, μεγάλο κι απάνω του ακουμπούσαν μια "λεγένη" μελό-γαλο και πανεράκια με φέτες από ψωμί ζεστοφούρνιστο. Τρεις μητέρες έπρεπε να παρασταθούν. (Δεν θυμίζουν τις Τρεις Μοίρες;). Η μία έκοβε τις φέτες το ψωμί' η άλλη βουτούσε την κάθε φέτα στο μελόγαλα' κι η τρίτη επασπάλιζε το μελόψωμο αυτό με κανέλλα και τό'δινε στο κάθε παιδί, που είχαν μαζευτεί. Και τού'λεγε να πει: ¨Μέλι και γάλα στη στράτα τση!" δηλ. της προσωποποιημένης Ευλογιάς."

Μια αντίστοιχη μικρασιατική εκδοχή (Σιγή, Μ.Ασίας) παραθέτει και ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"): "παίρνουν προζύμι και κάνουν μια πίτα με αλεύρι, την ψήνουν στο φούρνο και, άμα ψηθεί, την περιχάνε με το μέλι. Τη βάζουνε κατόπιν πάνω σ'ένα τραπέζι και το τραπέζι το βάζουν πάνω σ'ένα τριδρόμι. Εκεί πάει ο παπάς και κάνει παράκληση' κατόπιν την κόβει η νοικοκυρά και την μοιράζει στον κόσμο. Από το μέλι της πίτας κάνουν σταυρό στην πόρτα τους. Όσον καιρό είναι επιδημία η "ευλογημένη" μοιράζουν όλο γλυκά."

Όσο για την Κρήτη: "Το γλυκό της ημέρας της εορτής έχει πάντα μέλι. Σε πάρα πολλά χωριά της Κρήτης, ιδιαιτέρως σ'αυτά που υπήρχε ναός της Αγίας, συνήθιζαν να κάνουν λουκουμάδες. Μόνο στα παιδιά και στους αρρώστους έδιναν γάλα, επειδή πίστευαν ότι με μέλι και με γάλα γιατρεύεται η ευλογιά, άρα ο ίδιος συνδυασμός μπορεί και να αποτρέψει την αρρώστια. Οι μεγάλοι δεν έπιναν γάλα, λόγω σαρακοστής." (Νίκος Ψιλάκης, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη")



Τα κόλλυβα:

Όμως πέρα από το μέλι και τις μελόπιτες, πολλαχού στον ελληνικό χώρο συνηθίζαν να ετοιμάζουν κόλλυβα ή κολλυβοζούμι σαν προσφορά. Ο Γεώργιος Μέγας, αναφερόμενος στο Μπαϊντίρι της Μ.Ασίας σημειώνει πως την παραμονή της γιορτής: "Οι γειτόνισσες κάθε σταυροδρομιού πήγαιναν η καθεμιά από κάτι που χρειάζουνταν, για να γίνει η "βαρβάρα", δηλαδή η εορτάσιμος πανσπερμία. Άλλη πήγαινε το στάρι, που το κοπάνιζαν εκεί "έξω στο σταυροδρόμι", άλλη τη ζάχαρη, τις σταφίδες, το αμύγδαλο, το καρύδι, τα μυρωδικά και "εκεί έξω την έβραζαν". Το πρωί φώναζαν έναν παπά να την διαβάσει και κατόπιν τη μοίραζαν στα σπίτια τους με τις ρετσελόκουπες.".



Και συνεχίζει παρακάτω: "Κόλλυβα, που λέγονται σπερνά, βράζουν την ημέρα της γιορτής τα περισσότερα σπίτια στο Αργοστόλη κ.α. και "τα πηγαίνουν μέσα σε κανίστρια αποβραδίς στον εσπερινό στην εκκλησία. Τα κάνουν για να τους φυλάει από την ευλογιά. Από τα διαβασμένα σπερνά παίρνουν ως 40 κλωνιά και τα περνούν με το βελόνι σε μια κλωστή, σαν χάνδρες. Γίνεται έτσι ένα μικρό κομπολόγι, περιδέραιο, που το βάζουν απάνω από το κεφάλι της αγ.Βαρβάρας (το κόνισμα του σπιτιού), κρεμασμένο από το ίδιο καρφί με το εικόνισμα. Εκεί μένει όλο το χρόνο κι είναι φυλαχτικό, να μη μπει η αρρώστια στο σπίτι."

Ανάλογα έθιμα καταγράφει κι ο Λουκάτος: "Στα χωριά της Ξάνθης, βράζουν σιτάρι, χυλωμένο με αλεύρι, με ζάχαρη και μυρωδικά, "τη βαρβάρα", όπως λένε, και τα μοιράζουν στα σπίτια." Στη Δράμα, όπου η αγία Βαρβάρα είναι και πολιούχος, "βρέχουν αποβραδίς σιτάρι, το κοπανίζουν να φύγει η φλούδα, το βράζουν μαζί με όσπρια, ώσπου να γίνει χυλός και το σερβίρουν σε κούπες. Στολίζουν την επιφάνεια του χυλού με σχέδια από ψίχα καρύδι, κανέλλα, γαρύφαλλο, να φάει όλη η οικογένεια, και το πρωί μοιράζουν τρεις κούπες σε τρία σπίτια που έχουν παιδιά. (Αν έχει κι η οικογένεια παιδιά μπορεί να λάβει από άλλους.)". Στα χωριά της Καβάλας, "φτιάχνουν πολτό από στάρι και όσπρια, σαν κολλυβόζουμο. Στο σιτάρι ρίχνουν από εννιά σπόρους(συμβολικός αριθμός, που επιδιώκεται πάντα μονός) του κάθε είδους όσπριο: φασόλια, φακές, ρεβύθι, καλαμπόκι κ.α. (θύμηση κι εδώ των σπυριών της αρρώστιας). Στον χυλό αποπάνω ρίχνουν ζάχαρη, κανέλλα, αμύγδαλα, καρύδια (ο γλυκασμός για την ευλογιά, που ευφημιστικά τη λέγανε "γλυκιά"). Τον πηχτό αυτό χυλό, που τον λένε "τα βάρβαρα", τον πήγαιναν παλιότερα στην εκκλησία, το πρωί, να λειτουργηθεί, κι ύστερα τον μοίραζαν ανταλλακτικά (μέσα σε πιάτα ή κούπες) σε εννιά (πάλι) σπίτια."



Από την άλλη, ο Νίκος Ψιλάκης μας πληροφορεί πως στην Κρήτη καθιερωμένο εθιμικό φαγητό τη μέρα τούτη, που πέφτει μέσα στη νηστεία των Χριστουγέννων, είναι τα ρεβύθια και πως "τα μικρότερα όσπρια (φακές, παπούλες) δε χρησιμοποιούνται εκείνη τη μέρα γιατί θυμίζουν σπυράκια"! Και παρατηρεί πως "ίσως η χρήση τους σε μια διαδεδομένη θεραπευτική πρακτική (το σκέπασμα των πληγών με ροβιθόζουμο) να έγινε αιτία ώστε να αποκτήσουν και προληπτικό χαρακτήρα."

Τα παιδιά και οι λοιπές παθήσεις:

Επιπλέον, "εκτός από την ευλογιά η Βαρβάρα θεωρήθηκε στην Κρήτη και προστάτιδα των παιδιών από άλλες αρρώστιες, όπως η ανεμοβλογιά και η ιλαρά, δηλαδή από νοσήματα που εκδηλώνονται συνήθως στην παιδική ηλικιά. Επίσης πιστευεται ότι προστατεύει από παθήσεις των οφθαλμών και από αιφνιδίους θανάτους." (Νίκος Ψιλάκης, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη")

Πυροβολικό:

Αλλά η αγία Βαρβάρα είναι προστάτιδα και του Πυροβολικού. Αυτή η ιδιότητά της συνδέεται με την παράδοση πως ο ίδιος της ο πατέρας τη βασάνισε και τη σκότωσε (βλ. Οι παραδόσεις μας κι η Αγιά Βαρβάρα) και πως η Θεία Δίκη ήρθε πάνω του με μορφή κεραυνού! Σημειώνει ο Λουκάτος: "Η εικονογραφία της αγίας δείχνει την ίδια με κόκκινο ιμάτιο του αίματος και με ποτήριο του μαρτυρίου, και στο βάθος πίσω της τον πύργο "της φυλακής" με το τριπαράθυρο λουτρό, και κάποτε τη σφαγή από τον πατέρα της, με τον κεραυνό, που τον τιμώρησε." Και: "Πολλαπλή απόρροια από το γενικό συναξάρι της... είναι, από το ένα μέρος, η αναζήτηση της προστασίας της σε διάφορες σχετικές περιστάσεις (σε μολυσματικές αρρώστιες, σε αστραπόβροντα, σε πυρκαϊές, σε πολεμικούς βομβαρδισμούς, σε φυλακίσεις, σε καταπλάκωση ορυχείων,κ.α., κι από το άλλο η ανακύρηξή της σε πάτρωνα-προστάτρια σχετικών επαγγελμάτων και συντεχνιών, όπως των πυροβολητών, των πυροσβεστών, των μεταλλορύχων, αρχιτεκτόνων και οικοδόμων."

Η σκούπα:

Επίσης, μια δεισιδαιμονία που αναφέρει ο Μέγας για τη μέρα αυτή είναι πως "οι γυναίκες δε σκουπίζουν' την κρύβουν μάλιστα τη σκούπα "για τα παιδιά 'είναι καλό." (Καστοριά)."

Τα καραβάκια:

Στη Δράμα, όπου και είναι πολιούχος η Αγία, λαμβάνει χώρα κι ένα ακόμη ιδιαίτερο έθιμο (πηγή: http://local.e-history.gr/pages/viewpage.action?pageId=8487698, 2ο Γυμνάσιο Δράμας, Αναστάσης Παπουτσής):
"Το όνομα της περιοχής είναι συνδεδεμένο με την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, πολιούχου της Δράμας, που υπάρχει στην περιοχή. Η σημερινή εκκλησία κτίστηκε το 1920 πάνω από τη λιμνούλα. Το ψηλό καμπαναριό της αντικατοπτρίζεται στο βυθό των νερών, στο χώρο που λένε ότι υπήρχε το παλιό εκκλησάκι. Η παράδοση διατηρεί ακόμα τους θρύλους γύρω από το χτίσιμο της εκκλησίας. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους υπήρχε ένα εκκλησάκι στο χώρο που βρίσκεται σήμερα η λίμνη. Οι Τούρκοι, όταν κατέλαβαν την πόλη το 1380, το γκρέμισαν και στη θέση του προσπάθησαν να φτιάξουν ένα τζαμί. Με θαύμα της Αγίας Βαρβάρας όμως, κατά την ημέρα της γιορτής της πλημμύρισε η περιοχή και το κτίσμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Οι κάτοικοι το θεώρησαν θαύμα της Αγίας -την οποία και ανακήρυξαν Πολιούχο της πόλης- καθιερώνοντας από τότε κάθε παραμονή της γιορτής της, στις 4 Δεκεμβρίου, το εξής έθιμο: πολλά νεαρά κορίτσια της πόλης πήγαιναν την παραμονή της γιορτής στον εσπερινό που τελούνταν και αφού έπεφτε το σούρουπο, άναβαν κεριά στον ανατολικό τοίχο της λίμνης. Όση ώρα καίγονταν τα κεριά, οι νεαρές κοπέλες προσεύχονταν για υγεία και ένα καλό "τυχερό", αφού η Αγία Βαρβάρα, εκτός από προστάτιδα του Πυροβολικού, ήταν και προστάτιδα των κοριτσιών που τις προφύλαγε από γλωσσοφαγιά και βοηθούσε τα τυχερά του γάμου τους. Πολλά μάλιστα από τα νεαρά κορίτσια τοποθετούσαν αναμμένα κεριά σε μικρές ξύλινες σανίδες και τα έριχναν στην λίμνη. Τότε εκφράζανε τις ευχές τους και, ανάλογα με την πορεία που θα είχε η σανίδα με τα κεριά, έβγαιναν αληθινές. Θεωρούσαν αποτυχία αν έσβηναν τα κεριά, αλλά αυτό δεν τις πτοούσε τόσο, αφού έτρεφαν την ελπίδα ότι εκείνο το βράδυ θα εμφανιζόταν η Αγία στον ύπνο τους και θα εκπλήρωνε τις ευχές τους. Την άλλη μέρα, ανήμερα της γιορτής και κοντά στο χάραμα, μαζεύονταν πάλι τα νεαρά κορίτσια στην λίμνη και αφού πλένονταν με τα νερά που θεωρούσαν ότι είχε αγιάσει η Αγία από το προηγούμενο βράδυ, καλημερίζονταν μεταξύ τους και έδιναν ευχές η μία στην άλλη. Έπειτα παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία και φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους σε ειδικό σκεύος, λίγο από το αγιασμένο νερό της λίμνης.


Σήμερα, το έθιμο αυτό συνεχίζεται από δεκάδες παιδιά της πόλης. Την παραμονή της γιορτής τα μικρά παιδιά ρίχνουν καραβάκια στολισμένα με κεριά στη λιμνούλα. Γίνεται μάλιστα και διαγωνισμός και βραβεύεται το καλύτερο από αυτά.
Επίσης, το απόγευμα της παραμονής της γιορτής της Πολιούχου, δηλαδή στις 3 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο, γίνεται λιτάνευση της Ιερής Εικόνας της Αγίας Βαρβάρας από το φερώνυμο ναό στους κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Στη συνέχεια προσφέρεται η παραδοσιακή "βαρβάρα" (γλυκιά σούπα που μαγειρεύουν οι νοικοκυρές της Δράμας κάθε χρόνο) από την Ένωση Κυριών Δράμας και όλοι κατευθύνονται στη λίμνη, για να ρίξουν τα παιδιά τα καραβάκια τους."


Η Εκάτη:

Οι προσφορές κι οι αγιασμοί στα τρίστρατα (τριόδους), οι μελόπιτες και το μέλι, τα πολύσπορα, κλπ, υποδηλώνουν μια άμεση σύνδεση με αρχαιοελληνικά (προχριστιανικά) λατρευτικά έθιμα, μια σύνδεση/συνέχεια που, προφανώς, λαμβάνει χώρα σε πάρα πολλά από τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου μας.
Η τρί-οδος που περικλύει τον διαχρονικά σημαντικό και συμβολικό αριθμό τρία και που συνδέεται και με άλλα εθιμικά στοιχεία, όπως το κάψιμο του πρωτομαγιάτικων στεφανιών του Άη Γιαννιού...
Τα πολύσπορα (ή κόλλυβα) που συνήθως έχουν να κάνουν με απαρχές καρπών και αποτελούσαν προσφορές και των αρχαίων μας προγόνων, όπως, π.χ., κατά τα πυανέψια)...
Το πολύτιμο και θεραπευτικό μέλι που προσφερόμενο ως "πλακούντας" ("μελόπιτα") ή ως "πελανός" (=παχύρρευστο μείγμα εξ αλεύρου, μέλιτος και ελαίου χεόμενον επί των βωμών ως προσφορά, ως θυσία εις τους θεούς//ομ. και καιόμενον επί των βωμών// ομ. αναφέρεται απλώς ως θυόμενος: Αισχ.Περσ.204 "αποτρόποισι δαίμοσι...θύσαι πελανόν", λεξικό Δ. Δημητράκου), ή ακόμη ως "μελίκρατο" (=κράμα τι μέλιτος και γάλακτος, προσφερόμενον εις τας ψυχάς των νεκρών και τους καταχθονίους θεούς: Οδ.κ519 "χοήν χείσθαι πάσιν νεκύεσσι, πρώτα μελικρήτω, μετέπειτα δε ηδέϊ οίνω", λεξικό Ι. Πανταζίδη)...

Σύμφωνα με το Γεώργιο Μέγα: «Θα ήταν πραγματικά δύσκολο να εξηγηθούν οιμελόπιτες, η πανσπερμία και η έκθεσή τους στο «τρίστρατο», αν δε μας βοηθούσαν οι γνώσεις μας για την αρχαία κουροτρόφο θεά, την Εκάτη. Οι Έλληνες πίστευαν πως η Εκάτη, ως ενοδία ή τριοδίτις θεά, ήταν εγκατεστημένη στα τρίστρατα, όπου προς το βράδυ, τις τελευταίες μέρες του μήνα, όταν δηλαδή άρχιζε η νέα σελήνη, τοποθετούσαν πάνω στους βωμούς και κάτω από τα αγάλματα τροφές για τη θεά, τα λεγόμενα «Εκαταία» ή τον «Εκάτης δείπνον». Αν λάβουμε υπόψη, ότι αυτός ο τρόπος ετοιμασίας και έκθεσης των προσφορών στην Αγία Βαρβάρα συναντάται ιδιαίτερα στη Μ.Ασία και ότι η λατρεία της Εκάτης επικρατούσε κυρίως εκεί (από όπου η τριοδίτις θεά μεταφέρθηκε νωρίς στην αρχαία Ελλάδα ως θεά της μαγείας) καταλαβαίνουμε ποια αρχαία θεότητα αντικατέστησε, ως βοηθός του ανθρώπου, η Αγία Βαρβάρα.»
Αλλά ας δούμε τί γράφει περιληπτικά και ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην "Ωγυγία" (ή Αρχαιολογία) του σχετικά με τα δείπνα της Εκάτης:


Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Το παραμύθι της Χελιδόνας....

Η ιστορία - ή το μύθι-μύθι παραμύθι....- της Χελιδόνας από τις "Παραδόσεις" του λαογράφου μας Νικολάου Πολίτου....:



"Ένα παλικάρι αγαπούσε μια νέα που δεν έδινε καμιά προσοχή σ'αυτόν. Για την πάρει λοιπόν, τί κάμει; Άλλαξε τα ρούχα του και πουλούσε στους δρόμους μήλα. Ήλθε κι από κάτω απ'το σπίτι της αγαπητικιάς του και φώναζε: "Μήλα, μήλα καλά!". Εκείνη, δεν τον γνώρισε και τον ρωτά: "Πόσο τα δίνεις τα μήλα;". "Όλα, κυρά μου, τα δίνω για ένα σοινίκι κεχρί." λέει αυτός. "Καλά, έλα να τ'αγοράσουμε μεις." του λέει η νέα. Μπήκε αυτός, πήρε το σοινίκι, έδωσε τα μήλα. Aλλά κει που έκανε ν'αδειάσει το κεχρί, το έχυσε επιταυτού καταγής, κι εκάθησε ύστερα να το μαζέψει στο σάκο του σπυρί, σπυρί. Η νέα είδε αυτή την ανοησία του νέου κι εγέλασε, και του είπε πως δεν γίνεται αυτό, να μαζέψει έτσι όλο το κεχρί και να του δώσουν άλλο σοινίκι. Εκείνος όμως δεν εδέχτηκε, και είπε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, έτσι θα το μαζέψει. Κι eμάζωνε όσο που ενύχτωσε. Τότε παρεκάλεσε να τον αφήσουν να μείνει την νύχτα στο σπίτι για να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν τίποτα, και γι' αυτό δεν εδυσκολεύθηκαν να τον αφήσουν, τον ελεεινολογούσαν μόνο για την επιμονή του την ανόητη.

Όταν πήγαν όλοι να πλαγιάσουν, ο νέος παρατήρησε καλά που θα κοιμηθεί η αγαπητικιά του, και τα μεσάνυχτα μπήκε στην κάμαρή της, την άρπαξε, και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ούτε η ίδια η νέα, γιατί εκοιμότουνε βαθιά. Σαν εξημέρωσε, τότε μόνο κατάλαβε πως δεν ήταν στο πατρικό της σπίτι αλλά σε ξένο, κοντά στον νέο εκείνο που την αγαπούσε χωρίς αυτή να τον αγαπά. Αμέσως εννοήσε την παγίδα που της έστησε, κι αποφάσισε να μην τον αφήσει να του περάσει ο σκοπός του. Αποφάσισε λοιπόν να μη βγάλει μιλιά. Έκαμε εκείνος χίλια δύο για να βγάλει ένα λόγο από το στόμα της, αλλά εστάθη αδύνατο: Εκείνη έμενε σα βουβή.


Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήτανε μπρος και η νέα, και από την λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ'ολίγο να κάψει και τα δάχτυλά της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:

"Άϊ, καημένη! Αν είσαι β'βή και βώκου,

δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου."

Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: "Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, κι εσύ μια στιγμή δε μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;". Ν'ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε απ'τις πλεξίδες, αλλ' εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δύο της απόμειναν, κι αυτές είναι η ψαλιδωτή ορά του χελιδονιού." (Στενήμαχος της Θράκης)

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Άγιος Ανδρέας ο "Τρυποτηγανάς", οι τηγανίτες κι οι απαρχές του λαδιού!

Τελευταία μέρα του Νοεμβρίου, ή "Αγ'Αντριά" όπως τον λεν, είναι του Αγίου Αντρέα, του επονομαζο μένου "Τρυποτηγανά", καθώς τη μέρα της γιορτής του συνηθίζανε να τηγανίζουν λαλαγγίτες ή λουκουμάδες και λέγαν πως όποια νοικοκυρά το αμελήσει τούτο το έθιμο θα της τρυπούσε ο άγιος το τηγάνι! Δεν είναι και παράξενο που η μέρα τούτη συνδυάστηκε με τηγανιτές λιχουδιές, καθώς είναι μέρα γιορτινή που πέφτει σε περίοδο νηστείας (βλ. Σφουγγάτε τα χειλούδια σας του Άη Φιλίππου διάβη..) και μάλιστα σε μια εποχή που βγαίνει το πρώτο λάδι της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς στα μέρη μας, με το πρώτο λάδι -όπως και με το τελευταίο- συνηθίζαν να φτιάχνουν λουκουμάδες και λαλαγγίτες για να γλυκαθούν και να το εγκαινιάσουν!


Πολύ σωστά σημειώνει ο Νίκος Ψιλάκης ("Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμανωρ) πως "Όποιος αρκείται στην ανάγνωση των συναξαρικών πηγών ίσως να μην κατανοήσει ποτέ γιατί συνδέθηκε με τα τηγάνια και τις τηγανίτες ο πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού, ο ψαράς από τη Βησθαϊδά, που "όργωσε" τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διδάσκοντας το λόγο του Διδασκάλου του. Θα το κατανοήσει μόνον αν θυμηθεί τους ειδικούς διαιτολογικούς κανόνες που ισχύουν κατά τις περιόδους των τεσσαρακοστών (η εορτή του Αγίου Ανδρέα πέφτει μέσα στη σαρακοστή των Χριστουγέννων) και αν παράλληλα παρακολουθήσει τη ζωή των αγροτικών κοινωνιών του ελληνικού χώρου, που αυτήν την περίοδο καταπιάνονται με την (κοπιώδη) συλλογή του ελαιοκάρπου."
Και συνεχίζει: "....Στα τέλη του μήνα, όμως, έπρεπε να έχουν αλεστεί οι πρώτες ελιές και να έχει φτάσει στο κάθε σπιτικό το καινούριο λάδι. Το τηγάνισμα κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα (ή την παραμονή) έπρεπε να γίνει με λάδι από την καινούρια σοδειά. Η χρησιμοποίηση του καινούριου ελαιολάδου ενσωμάτωνε μια ιδιαίτερη τελετουργία. Συχνά έχυναν το λάδι στο τηγάνι σταυρωτά λέγοντας μιαν ευχή, όπως "καλοκατάλυτο" ή "και του χρόνου". Πιθανότατα πρόκειται για απήχηση των απαρχών, της συνήθειας να μοιράζονται οι πρώτοι καρποί της σοδειάς ή να προσφέρονται στους θεούς.
Οι απαρχές του ελαίου είναι ένα από τα πιο συγκινητικά έθιμα των ελαιοπαραγωγγικών περιοχών. Στη Μεσαρά 
"το πρώτο λάδι της χρονιάς δεν πήγαινε στο σπίτι, αν δεν σταματούσε εκείνος που το μετέφερε στην εκκλησία και να ανάψει με αυτό καντήλια...". 
Στο Λάστρο Σητείας 
"από το πρώτο λάδι πήγαιναν οπωσδήποτε ένα μπουκάλι ή ένα μίστατο, ανάλογα με το τί μπορούσε ο καθένας, στην εκκλησία. Το μίστατο ήταν σταμνί με πλατύ στόμιο και έβαζε εφτά οκάδες λάδι. .....Με το πρώτο λάδι έπρεπε να ανάψουν και το καντήλι του κάθε σπιτικού στο εικονοστάσι."
Εκτός από τις προσφορές στη θεότητα, το έθιμο απαιτούσε "μοίρασμα" των αγαθών που είχε στείλει η θεία ευλογία. Και ως καταλληλότερη μέρα γι'αυτό θεωρήθηκε η 30η Νοεμβρίου:
"πάσαι αι οικοδέσποιναι αφ' εσπέρας της εορτής ταύτης, ή και την πρωϊαν κατασκευάζουν τηγανίτας ή μελομακαρόνες κτλ. Όστις δε δεν κάνει τοιούτους, τρυπά το τηγάνιόν του ο άγιος, όθεν και τρυποτηγανάς επικαλείται..."
"Του Άι Αντρέα όποια γυναίκα δεν ψήσει τηγανίτους θα τρυπήσει το τηγάνι..."
Στις περιοχές όπου παρασκεύαζαν τηγανίτες φρόντιζαν να προσφέρουν από ένα πιάτο σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και, κυρίως, σε σπίτια που είχαν ανάγκη ή που δεν είχαν ελαιώνες. Η συνήθεια αυτή αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές απηχήσεις των εθιμικών απαρχών. Το ίδιο ακριβώς γίνεται σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου με το πρώτο ψωμί της χρονιάς....."

Αντίστοιχα καταγράφει κι ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"): "Στις καλομέρες του Νοέμβρη γίνεται και το μάζεμα των ελιών, που θα δώσουν το πρωτολάδι κι απ'αυτό θα στείλουν οι νοικοκυραίοι ένα μπουκάλι στην εκκλησιά για το άναμμα των καντηλιών και για την ευλογία του παπά. Με το πρωτολάδι οι νοικοκυρές θα φτιάξουν πάλι και τηγανίτες και γλυκά., συνήθως χαλβά, για να τα μοιράσουν στη γειτονιά και σ'αυτούς που δεν έχουν λάδι. Θα τους δώσουν κιόλας και λίγο σ'ένα μπουκάλι, για να φτιάξουν καμιά λαχανόπιτα, να φάνε και να ευχηθούν και "του χρόνου πιότερο" ή "και του χρόνου να μην το χαρούν τα κιούπια"."

Ο λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος ("Φθινοπωρινά"), μάλλον παραβλέπει το ρόλο της αγροτικής/ελαιοπαραγωγικής ζωής καθώς και της θρησκευτικής (σαρακοστή, νηστεία) σε τούτο το έθιμο και κάπως αόριστα αναφέρει πως "ίσως και στις δικές μας λουκουμάδες να κρύβεται κάποια μαγικοθρησκευτική (και εξευμενιστική) προφύλαξη για τη σπορά, με εκπρόσωπο τον άγιο Ανδρέα, που έλαχε να "κλείνει" την όλη φθινοπωρινή περίοδο." Και συνεχίζει γράφοντας πως "παραδίδεται, για τα παλαιότερα χρόνια των Πατρών, ότι συνήθιζαν να φτιάχνουν την παραμονή της γιορτής του αγίου Ανδρέα και "λαχανόπιτες", από τις οποίες έστελναν και στην εκκλησιά, για να μοιραστούν στους φτωχούς (Εξευμενιστικό κι αυτό και ίσως νεκρολατρευτικό έθιμο των "πλακούντων".)"  Προσωπικά πιστεύω πως κι αυτό το έθιμο στην Πάτρα έχει να κάνει και με την προσφορά των απαρχών του ελαίου, με το "μοίρασμα των αγαθών", κι ίσως κι ένα είδος "κοινής τράπεζας" (κάτι ανάλογο γίνεται ακόμη και στα "κουρμπάνια") που αφορά τον πρώτο καρπό σε μία περίοδο νηστείας που θα ήταν απαγορευτικό να μοιραστεί κάτι αρτύσιμο, οπότε η λαχανόπιτα (η οποία, παρεμπιπτόντως, φτιάχνεται από χόρτα τα οποία τέτοια εποχή ξεμυτίζουν στους αγρούς) ήταν το καταλληλότερο έδεσμα για την περίπτωση αυτή.
Ο Λουκάτος καταγράφει, επίσης, πως τη μέρα αυτή "Κάτι που θυμίζει τα πολυσπόρια της γιορτής των Εισοδίων (δηλ.της ίδιας αγροτικής περιόδου) είναι αυτό που γίνεται στην Ήπειρο, να βράζουν καλαμπόκι ("Αντριλούσια" ή "μπόλια") και να τα πηγαίνουν στην εκκλησιά να ευλογηθούν, ώστε ύστερα να τα μοιράσουν, για το καλό της χρονιάς, στον κόσμο. Στη Θράκη, έβραζαν επίσης, την ημέρα του αγ.Αντρέα, σιτάρι με ζάχαρη, σταφίδες κλπ.(δηλ.πανηγυρικά κόλλυβα) και τα μοίραζαν στον κόσμο. Στην Ακαρνανία έβραζαν (και βράζουν ακόμα) πραγματικά "πολυσπόρια", όπως της Παναγιάς, το ίδιο δε και στη Θεσσαλία, όπου τώρα τα λένε "Αντραλούσια". Όλα αυτά δείχνουν μαγικο-παραγωγικές ενέργειες της εποχής (τέλος σποράς, αναμονή της βλαστικής γονιμοποίησης)...." Ίσως τούτα τα πολυσπόρια να τα συνήθιζαν κυρίως σε μη ιδιαιτέρως ελαιοπαραγωγικές κοινωνίες, σε κοινωνίες που παρήγαγαν όσπρια και σιτηρά, καθώς ο Νοέμβριος είναι μήνας σποράς τούτων και ο Άγιος Αντρέας είχε τη φήμη, λόγω παρετυμολογίας του ονόματός του (Ανδρέας, ανδρείος, αντρειεύω)πως "αντρειεύει" το κρύο, την νύχτα (τη μεγαλώνει) και τα σπαρτά (τα μεγαλώνει, τ'αυξάνει)
Αναφέρει ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") πως "Για να ενισχύσουν την αύξηση των σπαρτών και την καρποφορία, οι γεωργοί βράζουν, όπως και κατά τα Εισόδια της Θεοτόκου, πολυσπόρια (καλαμπόκι και στάρι μαζί) και "τα πάνε στην εκκλησία και τα διαβάζει ο παπάς' τό'χουν σε καλό, όπως λέγουν, να τα βλογήσει ο Θεός, να γίνουν περισσότερα παρέκεια. Τα μοιράζουν στα σπίτια, για ν'αντρειωθούν τα σπαρτά." (Ήπειρος)."

"Σ'τσι τριάντα, τ'αγι'Αντριός
αντρειεύεται το κρύο."

"-Βλάχε μου, πότ' εκρύωσες;
-Αυτού κοντά τ'αγι'Αντριός, του γέρο Νικολάου!"

Εδώ, πάντως, στο βουνό των Κενταύρων, άρχισε να αντρειεύει το κρύο και καθώς από αύριο επισήμως θα υποδεχτούμε το χειμώνα... "Καλό χειμώνα" εύχομαι νά'χουμε, και φτιάξτε και καμιά τηγανίτα να γλυκαθείτε λίγο... κι η μέρα το ζητά κι οι πίκρες που μας ποτίζουν!

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Παραμύθια με σύγχρονους δράκοντες στων Κενταύρων το βουνό..


Μια φορά κι έναν καιρό σ'ένα μικρό βασίλειο στο βουνό των Κενταύρων, ζούσε ένας πρίγκιπας. Ένας πρίγκιπας διαφορετικός από τους άλλους, γιατί αν και ήταν παλικάρι δυνατό κι όμορφο, άξιο για πολλά, οι δικοί του τον είχαν από παιδί φυλακισμένο σε μια διάφανη γυάλα, έτσι ώστε να ξεγελιέται και να νομίζει πως είναι ελεύθερος, ενώ δεν ήταν. Το ριζικό του ήταν προαποφασισμένο' όλα τα αδέρφια του είχανε παντρευτεί και τούτος έπρεπε να μείνει να υπηρετάει τους δικούς του. Το πολύ-πολύ να βρίσκαν και για αυτόν μια νύφη βολική, να την παραχώσουν μες στη γυάλα κι αυτήν να τους κάνει τα κέφια. Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια κι ο πρίγκιπας απέμενε μόνος κι έρημος να τριγυρίζει εδώ κι εκεί ψάχνοντας κάτι να τον συγκινήσει. Δε γνώριζε πως κάποιες δράκαινες κακιές δε θα τον άφηναν ποτέ να ξεφύγει απ'αυτό που του'χανε κλωσμένο ...

Να όμως που μια μέρα, καβάλα στ'άλογό του συνάντησε μια ξένη βασιλοπούλα που του φώτισε την καρδιά! Κι από τότε όλο έψαχνε να την ξαναβρεί. Ώσπου μια μέρα, μετά από καιρό, η μοίρα το'φερε να βρεθούν οι δυο τους και ν'αγαπηθούνε. Κι ο πρίγκιπας, αγιάτρευτα ερωτευμένος μετακόμισε στο παλάτι της για να χτίσουν εκεί τη φωλιά της αγάπης τους. Ίσως δεν υπήρχε πιο αγαπημένο κι ευτυχισμένο ζευγάρι στο βουνό των Κενταύρων. Μαζί δουλεύαν, μαζί διασκεδάζαν, μαζί καβάλα στ'άλογα οργώναν το βουνό, μαζί, σα μικρά παιδιά, ψάχναν να θαυμάσουν τ'αγριολούλουδα της άνοιξης ...μαζί χαίρονταν τα πάντα! Πίστεψαν πως τίποτα δε θα μπορούσε να τους χαλάσει τ'όνειρο, πίστεψαν πως ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον και ριζικό τους να ανταμώσουν για να μοιραστούν τη ζωή τους που μέχρι τότε δεν είχε νόημα, ούτε για τον έναν, ούτε για τον άλλον ...

Αλλά λογάριαζαν δίχως να μπορούν να φανταστούν τι σχέδια υφαίναν πίσω από την πλάτη τους οι κακιές δράκαινες. Εκείνες που επιστρατεύτηκαν τα πάντα για να χωρίσουν το αγαπημένο ζευγάρι' ματζούνια, φίλτρα και δηλητήρια που σταλάζαν κρυφά και ύπουλα στον ανήξερο πρίγκιπα. Η ξένη βασιλοπούλα, ούτε καν μπορούσε να διανοηθεί όλα όσα γίνονταν εις βάρος της, αλλά σιγά-σιγά ανακάλυψε τη μεγάλη διάφανη γυάλα στην οποία είχαν εγκλωβίσει τον πρίγκιπά της και κόντευε να φυλακιστεί κι αυτή η ίδια κι άρχισε να διαμαρτύρεται. Η ανακάλυψή της αυτή τρόμαξε πολύ τους δικούς του που, ότι νόμιζαν ότι την είχαν γραπώσει κι αυτήν, είδαν ότι τους ξέφυγε και προσπαθούσε ν'ανοίξει τα μάτια του αγαπημένου της. Να του ανοίξει τα πελώρια φτερά του να πετάξει ψηλά.. Τότε ήταν που ξεκίνησε πραγματικός πόλεμος κατά της βασιλοπούλας, αλλά όχι πόλεμος φανερός, αλλά άκρως υπόγειος και ύπουλος. Την αρχηγία του ανέλαβε η Δράκαινα του μικρού βασιλείου, την οποία τρέμαν όλοι οι κάτοικοι για τα φαρμακερά της χείλη.

Τούτη η Δράκαινα, γέννημα θρέμμα του τόπου αυτού, κατοικούσε σε μια απόμερη δρακοσπηλιά κι εκεί είχε συγκεντρώσει όλη την ακολουθία της. Η ζωή της υπήρξε πολυτάραχη κι επικίνδυνη μιας και προσπαθούσε να καταβροχθίσει όλους τους άντρες του μικρού βασιλείου και να ξεκληρίσει τις λιγοστές οικογένειες μέχρι που οι κάτοικοι, για να γλιτώσουν από τη βουλιμία της, ρίξαν στα δίχτυα της ένα μικρό κι άβγαλτο παλικάρι και τον παντρέψανε μαζί της για να την ξεφορτωθούνε. Από τότε η Δράκαινα αυγάτισε την οικογένειά της που είχε υπό τον πλήρη της έλεγχο και μέσα από τη δρακοσπηλιά, ύφαινε τους δηλητηριώδεις της ιστούς ώστε να καταπιούν όποιον κακότυχο στραβοκύτταζε το μάτι της. Τούτα τα έμαθε η ξένη βασιλοπούλα, καθώς της τα ψιθύριζαν πολλοί κάτοικοι του μικρού βασιλείου, αλλά δε μπορούσε να φανταστεί ότι ο κυριότερος εχθρός της Δράκαινας ήταν η ίδια, ότι από την πρώτη στιγμή που έσμιξε με τον πρίγκιπά της η Δράκαινα και το επιτελείο της σχεδίαζαν την εξόντωσή της.

Βλέπετε, είχε την ατυχία ο πρίγκιπάς της να'χει συγγενέψει με τούτη τη Δράκαινα, μιας κι η κόρη της, η μικρή Δράκαινα, αντάξια διάδοχός της, είχε παντρευτεί τον έναν αδερφό του και του'χε φαρμακώσει εντελώς την ψυχή. Και σαν να μην έφτανε αυτό του'χε γεννοβολήσει και δυο μικρά δρακόπουλα, ολόϊδια με τη γιαγιά τους. Όλοι τούτοι προσπαθούσαν να ξεγελάσουν με κάθε τρόπο τη βασιλοπούλα μας, με προσποιητά χαμόγελα και ψεύτικες αγκαλιές. Κι ακόμα περισσότερο να ξεγελάσουν τον πρίγκιπα ότι, τάχα τον αγαπάνε κι αυτόν και τη βασιλοπούλα του, ώστε μετά μα φανούν πιστευτές οι διαβολές τους. Γιατί πίσω από την πλάτη τους είχαν επιστρατεύσει ολόκληρο στρατό για να διαβάλουν στα μάτια του τη βασιλοπούλα, για να τον πείσουν ότι δεν κάνει γι'αυτόν. Κι όσο περνούσε ο καιρός, υποχθόνια και σιωπηλά, ροκανίζαν με κάθε τρόπο τα θεμέλια της αγάπης τους ...

Από το μικρό βασίλειο, βρέθηκαν κάποιοι να προειδοποιήσουν τη βασιλοπούλα μας, αλλά κανείς δεν τόλμησε να προειδοποιήσει τον πρίγκιπα, από φόβο μη μαθευτεί και πέσει τ'όνομά του στο δηλητηριώδες σουφρωμένο στόμα της γερασμένης Δράκαινας.

Οι λόγοι τούτου του υπόγειου πολέμου ήταν φανεροί, είναι οι λόγοι που πάντοτε ακολουθούν το Κακό. Φθόνος και συμφέροντα ... Η γριά Δράκαινα που, παρά τα κρεμασμένα ξίγκια της, βγαίνοντας από τη δρακοσπηλιά της κυκλοφορούσε πάντα ντυμένη σαν να'τανε λυγερόκορμη πριγκίπισσα προκαλώντας τον κρυφό γέλωτα των κατοίκων, μαζί με τις θηλυκές διαδόχους της, θεωρούσαν πως ήταν οι μεγαλύτερες αρχόντισσες του μικρού βασιλείου. Πώς θα ανεχόντουσαν, λοιπόν, μια ξένη βασιλοπούλα, τόσο ανώτερή τους, να σμίξει με τον πρίγκιπα που τον θέλαν για πάντα υποτακτικό τους; Πόσο μάλλον, πώς θα τον άφηναν να κατοικεί στο παλάτι της ξένης βασιλοπούλας, όταν τόσα χρόνια είχαν επαναπαυθεί ότι εκείνος θα φρόντιζε τους γέροντες γονείς του, χωρίς να έχει καμία υποχρέωση η οικογένεια της Δράκαινας; Κι ακόμα περισσότερο πώς θα ανεχόντουσαν όλη η περιουσία του πρίγκιπα με την οποία η Δράκαινα υπολόγιζε να προικίσει της αντάξιες διαδόχους της, να περάσει στα χέρια κάποιου πιθανού απογόνου του; Όχι, ο πρίγκιπας έπρεπε να παραμείνει στο παλάτι των γονιών του, κλεισμένος στη διάφανη γυάλα του, να τους υπηρετεί όλους και να απομείνει άκληρος. Στη χειρότερη περίπτωση έπρεπε να τον παντρέψουν με μία δική της υποτακτική, ώστε να ακολουθεί πιστά τις εντολές τους.

Λόγια δηλητηριώδη και στρεβλά, βοτάνια φαρμακερά και πλάνα, φίλτρα παράξενα και μυστικά ανακατεύονταν μέσα στη δρακοσπηλιά. Οι δράκαινες κατόρθωσαν, με τούτα και με κείνα, να πιάσουν στον ιστό τους ακόμη και τη μάνα του πρίγκιπα που, όσο να'ναι, της κακόπεφτε ο γιος της να κοιμάται σ'άλλο παλάτι. Ο μόνος που γλίτωσε από τα κακά μάγια τους ήταν ο άλλος, ο καλόψυχος αδερφός του πρίγκιπα, ο μόνος που πραγματικά τον αγαπούσε και χαιρόταν να τον βλέπει ευτυχισμένο δίπλα στη βασιλοπούλα του. Αλλά ήταν μόνο αυτός κι η πριγκίπισσά του ενάντια σε τόσο Κακό ....

Τα μάγια, δυστυχώς, πιάσαν τόπο ... Ο καβαλάρης πρίγκιπας άρχισε να δηλητηριάζεται ... η βασιλοπούλα το'βλεπε στο βλέμμα του.. Προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει, αλλά μάταια.. Τόσοι άνθρωποι και μάλιστα δικοί του, που τους εμπιστευόταν τυφλά, εργάζονταν εναντίον τους. Κι όταν μια φορά τσακώθηκαν, από τη δρακοσπηλιά δόθηκε η χαριστική βολή! Τον περικύκλωσαν και τον απομονώσαν από τη βασιλοπούλα του. Σφραγίσαν καλά τη διάφανη γυάλα, πελεκήσαν αδαμάντινα καρφιά τριγύρω, κι ενώ εκείνος ακόμη είχε τα υπάρχοντά του στο μικρό παλάτι της βασιλοπούλας του, του παραχώσαν μες στη σφραγισμένη γυάλα του μια υποτακτική τους για νύφη, παρουσιάζοντάς την ως τη μόνη σωτηρία του. Έτσι θα ξεφορτώνονταν μια και καλή τη βασιλοπούλα. Ο πρίγκιπας, όμως, άρχισε να ασφυκτιά και σ'αυτό δεν τους έκανε τη χάρη. Όσο και να του κακολογούσαν τη βασιλοπούλα του, εκείνος αυτήν είχε στην καρδιά του, όσο κι αν τον ποτίζαν τα μαγικά τους φίλτρα ώστε να τους υπακούει, όσο και να του μεταμορφώναν κάθε φόβο του σε γιγάντιο δαίμονα και έτσι παραλύαν τη θέλησή του για να τον εξουσιάζουνε, η ψυχή του διαμαρτυρόταν και πονούσε.. Κι ας μην ήταν πια ικανός να πάρει τη ζωή του στα χέρια του ... κι ας ήταν εγκλωβισμένος απόλυτα στη διάφανη γυάλα του ....

Έτσι, δυστυχώς, μια δράκαινα με το επιτελείο της κατάφερε να καταστρέψει μια τόσο όμορφη ιστορία αγάπης, αν και δεν κατόρθωσε να καταστρέψει την ίδια την αγάπη. Αυτή είναι η δύναμη του Κακού: ατρόμητη που ισοπεδώνει κάθε τι όμορφο στο διάβα της ... κι όμως, παρ'όλα τούτα, δε μπορεί να σβήσει τα πάντα ... γιατί αλλιώς δε θα'χε απομείνει τίποτα σ'αυτή τη ζωή που ν'αξίζει ... ...

Ίσως να μην είχαν άδικο οι παλιοί, που μιλούσαν στα παιδιά για ιστορίες όπου κακές μάγισσες μεταμορφώνανε τους πρίγκιπες σε βατράχια κι αρκούσε το φιλί της αγάπης μιας βασιλοπούλας για να ξαναπάρει ο πρίγκιπας την πρότερη μορφή του. Μονάχα, να, ξεχάσαν να μας εξιστορήσουν τι γίνεται όταν το φιλί της βασιλοπούλας έχει προηγηθεί από τα μάγια της μάγισσας ... Αν γνωρίζει κανείς, ας μου πει κι εμένα ..... μπας και ξεκινήσω να γράψω κανένα άλλο παραμύθι, πιο ευχάριστο ...

Υ.Γ.