"Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να βαν'νε κρασί σ'ένα βαγένι, για να πίν'νε όποτε των έκαν' όρεξη. "Έτσι λοιπόν" είπεν ο Μάρτης, "εγώ θα ρίξω πρώτα στο βαγένι, και ύστερα ρίχνετε και σεις". "Καλά, συ ρίξε" είπαν οι άλλοι. Και έτσι έγινε. Έριξεν εκείνος στο βαγένι μούστο πρώτα και ύστερα οι άλλοι. Όταν λοιπόν εψήθη το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης: "Εγώ έριξα πρώτα, πρώτα θ'αρχίσω να πίνω". "Βέβαια" είπαν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν ετρούπησε το βαγένι στο κάτω μέρος, και άρχισε και έπινε, ώσπου τό'πιε όλο και δεν άφησε στάλα.Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει στο βαγένι να πιάσει κρασί. Παγαίνει, το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους συντρόφους του. Τ'ακούνε κείνοι, θυμών'νε, σκέφτονται τί να κάν'νε. Τέλος, μένουν σύφωνοι μεταξύ τους να τον τιμωρήσει ο Γενάρης για την κατεργαριά που των έκανε. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα ξύλο, που είπε αμάν. Του παίρνει και το υπούργημα: άρχιζε δηλαδή πρώτα το νέο έτος από το Μάρτη, και τώρ' αρχίζει από το Γενάρη. Αυτό είναι το υπούργημα που του πήρε.Όταν λοιπόν θυμάται το παιχνίδι που των έφτιασε, που ήπιε το κρασί δηλαδή, γελάει, και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν θυμάται πάλι το ξύλο πό'φαγε, κλαίει και βρέχει."(Κορινθία, Νικολάου Πολίτη "Παραδόσεις" Α991)Έτσι, λοιπόν, εξηγεί η παράδοση του λαού μας πως έχασε ο Μάρτης την πρωτοκαθεδρία κι από πρώτος μήνας του έτους στο παλιό ρωμαϊκό ημερολόγιο, ως και πρώτος μήνας της άνοιξης, μετατέθηκε σε τρίτος με τις μεταρρυθμίσεις του Ιουλίου Καίσαρος. Παράλληλα δικαιολογεί και το κυκλοθυμικό του ταπεραμέντο, καθώς είναι απρόβλεπτος και μια φλερτάρει με το χειμώνα, μια με την άνοιξη και την καλοκαιρία. Δεν τού'χει βγει τζάμπα και τ'όνομα:
"Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, πέντε φορές εχιόνιζε και πάλι το μετάνιωσε πως δεν εξαναχιόνισε!"
Γι' αυτό και:
"Ξύλα φύλαγε το Μάρτη, να μην κάψεις τα παλούκια!",
αφού:
"Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης!",
καθώς:
"Ο Μάρτης και χάδια κάνει, πότε κλαίει και πότε γελάει."
"Οι μήνες ηβουληθήκανε μια μέρα να βρει καθενείς τωνε από μια γυναίκα να την πάρει για να μην είναι έτσι έρημοι και σκοτεινοί, χωρίς καμιά παρηγοριά στο σπιτικό τους. Όλοι ηβάλανε προξενητάδες και ηβρήκε καθένας τη δικιά του. Ο Μάρτης όμως εγελάστηκε κι επήρε μια χανούμισσα. Είχε γρικητά πως οι Τουρκάλες είναι όμορφες, και γι' αυτό παντρεύτηκε ανεξέταστα.Ω μεγαλοδύναμέ μου, ίντα γίνηκε τη βραδιά που η γυναίκα του ήβγαλε το γιασεμάκι που ήκρυβγε τη μούρη της! Ο Μάρτης εμαλλιοτραβιούντανε από το καμό του, ήκλαιε σα μωρό παιδί. Η γυναίκα του ήταν άσκημη, γριά, κουτσοδόντα, στην κεφαλή της ούτε μία τρίχα δεν είχε από τα γεροντάματα. "Μωρή πανούκλα" της λέει θυμωμένος, "να μη γυρνάς να με θωρείς, γιατί θα σε ξαντερίσω!". Η γυναίκα του όμως δεν τον άκουσε, κι όποτε γυρνά και τον βλέπει, ο Μάρτης από το θυμό του ξαπολά τους αέρηδες και τις βροχές και φουσκώνει τις θάλασσες."(Σίφνος, Νικολάου Πολίτη "Παραδόσεις" Α998)
Αλλά δεν είναι μοναχά η γυναίκα του η γριά που ευθύνεται για το θυμό του, αλλά κι άλλη μια που του περηφανεύτηκε κι έτσι εκείνος, για να την τιμωρήσει, έκλεψε τρεις μέρες από το γείτονά του το Φλεβάρη και τον άφησε κουτσό!:
"Ήταν μια φορά μια γριά, κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότες είχε 28 ημέρες κι ο Φλεβάρης 31. Ήρθε εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα. Και η γριά, από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα κατσικάκια της, εγελάστη και είπε: "Στην πομπή σου, γερο-Μάρτη, τ'αρνοκατσικάκια μου καλά τα πέρασα." Καθώς τ'άκουσεν αυτά τα λόγια ο γερο-Μάρτης, εθύμωσε και στη στιγμή δανείζεται τρεις ημέρες από το Φλεβάρη, το γείτονά του, και αρχίζει ένα σορόκο, π'έκαμε τη γριά να χωθεί από κάτου από ένα κακάβι και να φωνάζει: "Κάτσι, κάτσι, κάτσι!" γιατί έλεγε ότ' εχόρευαν τα κατσικάκια επάνου στο κακάβι. Τα κατσικάκια της γριάς εψόφησαν απ'το σορόκο κι από τότε έχει ο Μάρτης 31 ημέρες και ο Φλεβάρης 28.Ένεκα γι' αυτό πό'παθε εκείνη η γριά, τις τρεις ύστερες ημέρες του Μάρτη τις λένε ημέρες των γριών. Και ονοματίζουνε κάθε μία από δαύτες και με τ'όνομα μιανής από τις πλιο ηλικιωμένες γριές του χωριού' κι αν τύχει καλή η ημέρα λεν πως και η γριά είναι καλή, κι αν γίνει κακοκαιρία, λεν πως απ'την κακία της έγινε."(Σοποτόν του Δήμου Αροανίας των Καλαβρύτων, Νικολάου Πολίτη "Παραδόσεις" Α301).
Οι παραδόσεις που συγκεντρώνει ο λαογράφος μας Νικόλαος Πολίτης για το μήνα τούτο είναι απολαυστικές και πλούσιες σε τοπικές παραλλαγές. Σημειώνει σχετικά κι ο Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των"):
Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ο μήνας Μάρτιος οφείλει το όνομά του στον πολεμοχαρή θεό Άρη (Mars= Άρης) ["που ελατρεύετο ως θεός του πολέμου και της ευετηρίας (της καλής εσοδείας), επειδή προήγε την βλάστησιν των αγρών δια των ανέμων του"] στον οποίο και ήταν αφιερωμένος, οπότε δεν μπορεί να μην κληρονόμησε και κάποια από τα χούγια του!
"Χαρακτηριστικόν του κατά τον μήνα Μάρτιον ευμετάβλητου των καιρικών συνθηκών είναι και αι καλούμεναι "μέρες της γριάς", αι οποίαι, κατά την παράδοσιν, οφείλουν την ονομασίαν των εις το εξής γεγονός: Αι τρεις πρώται ημέραι του Μαρτίου θεωρούνται αποφράδες και καλούνται "Δρίμες", εις τινά δε μέρη θεωρούνται ως τοιαύται και οι τρεις μεσαίαι και αι τρεις τελευταίαι ημέραι του Μαρτίου, αλλαχού δε όλοαι αι Τετάρται και Παρασκευαί του, κατά τας οποίας "οι γριές" προφητεύουν δια τον καιρόν, θεωρούσαι μίαν εξ αυτών ως ιδικήν των, όταν ο καιρός της ημέρας αυτής ταυτίζεται προς τον χαρακτήρα της."
Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ο μήνας Μάρτιος οφείλει το όνομά του στον πολεμοχαρή θεό Άρη (Mars= Άρης) ["που ελατρεύετο ως θεός του πολέμου και της ευετηρίας (της καλής εσοδείας), επειδή προήγε την βλάστησιν των αγρών δια των ανέμων του"] στον οποίο και ήταν αφιερωμένος, οπότε δεν μπορεί να μην κληρονόμησε και κάποια από τα χούγια του!
Παρ'όλο που από 46π.Χ. με το νεό ημερολόγιο που όρισε ο Ιούλιος Καίσαρα (δια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένους), ο Μάρτης έχασε την πρωτιά του και ορίστηκε η 1η Ιανουαρίου ως Πρωτοχρονιά, ο Ιωσήφ Βρυέννιος (ΙΕ' αιών) "βεβαιοί ότι ο πρώτος των 12 μηνών ήτο ο Μάρτιος ως και εκ του γεγονότος ότι ενιαχού η πρώτη Μαρτίου εθεωρείτο η πρώτη ημέρα του έτους, κατά την οποία εψάλλοντο Κάλανδα. Γνωστόν άλλως τε είναι ότι παρά βυζαντινοίς το μεν πολιτικόν έτος ήρχιζεν από της 1ης Μαρτίου, το δε θρησκευτικόν, και δη από του 313μ.Χ., από πρώτης Σεπτεμβρίου." (Φαιδ. Κουκουλέ, "Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ.Β')
Πάντως ο ερχομός του Μάρτη και επομένως της Άνοιξης πανηγυριζόταν με άσματα από τα παιδιά από τα αρχαία χρόνια. Όπως σημειώνει κι ο Νικόλαος Πολίτης ("Λαογραφικά Σύμμεικτα, Α'", σελ.72):
"Η επάνοδος του έαρος, ήτις και κατά την αρχαιότητα παρέσχεν αφορμήν εις την διάπλασιν πολλών μύθων και την σύστασιν εορτών, επανηγυρίζετο όχι προ μακρού χρόνου πανταχού της Ελλάδος υπό των παίδων. Ούτοι κατά την πρώτην Μαρτίου περιήρχοντο τας οικίας άδοντες ασμάτια μικρόν αλλήλων παραλλάσσοντα, όπως τύχωσι παρά της οικοδεσποίνης κερματίου τινός ή αυγών ή άλλων φιλοδωρημάτων. Ο πρώτο δε του ομίλου εκράτει ενιαχού φαιροειδή στέφανον ανθέων, επί του οποίου περιεστρέφετο υποκινούμενον ξύλινον ομοίωμα χελιδόνος. Η συνήθεια αύτη είναι αρχαία' ο Αθήναιος και τινες άλλοι συγγραφείς αναφέρουσι ότι εν Ρόδω κατά τον Βοηδρομιώνα μήνα παιδία περιήρχοντο τας οικίας άδοντα ασμάτιον τι, το οποίον μας περιέσωσεν ο αυτός συγγραφεύς. [...] Η παιδική αύτη εορτή εκαλείτο χελιδονισμός ή χελιδόνια, και οι παίδες χελιδονισταί."
Ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") καταγράφει ένα τραγούδι από τα "χελιδονίσματα" στις Μέτρες της Θράκης όπου:
"δύο παιδιά παίρνουν ένα καλάθι, το γεμίζουν φύλλα κισσού και περνούν μέσα από αυτό ένα ραβδί' στην άκρη του ραβδιού προσαρμόζουν τη χελιδόνα, ένα ξύλινο ομοίωμα πτηνού. Γύρω στον λαιμό της χελιδόνας υπάρχουν κουδουνάκια, που ηχούν, καθώς κινείται το ραβδί από το οποίο αυτή κρέμεται. Τα παιδιά με το καλάθι της χελιδόνας πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν:
Ήρθε, ήρθε χελιδόνα
ήρθε κι άλλη μελιηδόνα,
κάθισε και λάλησε,
και γλυκά κελάδησε:
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ,
κι αν φλεγίσεις κι αν τσικνίσεις,
καλοκαίρι θα μυρίσεις.
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις,
πάλιν άνοιξιν θ'ανθίσεις.
Θάλασσαν επέρασα
και στεριάν δεν ξέχασα,
κύματα κι αν έσχισα,
έσπειρα, 'κονόμησα.
Έφυγα κι αφήκα σύκα,
και σταυρόν και θημωνίτσα,
κι ήρθα τώρα κιηύρα φύτρα,
κι ηύρα χόρτα, σπάρτα, βλίτρα,
βλίτρα, βλίτρα, φύτρα, φύτρα.
Συ, καλή νοικοκυρά,
έμπα στο κελάρι σου,
φέρ' αυγά περδικωτά,
και πουλιά σαρακοστά,
δώσε και μιαν ορνιθίτσα,
φέρε και μια κουλουρίτσα...
Μέσα 'δω πού'ρθαμε τώρα,
μέσα γεια, μέσα χαρά,
στον αφέντη, στην κυρά,
στα παιδιά και στους γονείς
σ'όλους τους τους συγγενείς.
Μέσα Μάρτης, έξω ψύλλοι,
έξ' οχτροί, σας τρών' οι σκύλοι.
Μέσα φίλοι, μέσα φτήνεια,
και χαρές, χοροί, παιγνίδια.
Η νοικοκυρά παίρνει λίγα φύλλα κισσού από το καλάθι της χελιδόνας, τα τοποθετεί στο κοτέτσι, για να "γεννούν πολλά αυγά" οι κότες, και δίνει ένα ή δύο αυγά στα παιδιά που ξεκινούν για άλλο σπίτι. Όπως είναι γνωστό, ο βαθυπράσινος κισσός είναι σύμβολο της αειθαλούς βλαστήσεως και θεωρείται μέσο ικανό να μεταδώσει τη θαλερότητα και τη γονιμότητα στις όρνιθες και τα άλλα ζώα. Πρόκειται για έθιμο που κατάγεται από την αρχαιότητα, όπως αποδεικνύει το "χελιδόνισμα", δηλαδή το τραγούδι της χελιδόνας, που μας παρέδωσε ο Αθήναιος (Η, 60) γύρω στα 200μ.Χ., αλλά ανάγεται σε πολύ παλιότερα χρόνια. Το τραγουδούσαν στη Ρόδο, στην αρχή της άνοιξης, παιδιά που περιέφεραν τη χελιδόνα ζητώντας χαρίσματα. Η ομοιότητα του τραγουδιού με το σημερινό, ομοιότητα όχι μόνο εννοιολογική αλλά και εν μέρει λεκτική, είναι ολοφάνερη."
Πέρα από τα χελιδονίσματα, παλαιότερα με πλήθος ακόμη εθίμων ο λαός υποδεχόταν το Μάρτη και την Άνοιξη. Οι νοικοκυρές απαραιτήτως από την παραμονή καθαρίζαν το σπίτι, ρίχναν τα σκουπίδια έξω, σπάζοντας, μάλιστα κάποιο παλιό πήλινο αγγείο για να φύγει το κακό κι ο χειμώνας. Βέβαια, φόβος και τρόμος με τον ερχομό της άνοιξης αποτελούσαν (χμ... και συχνά συνεχίζουν ν'αποτελούν!) οι ψύλλοι και τα διάφορα συναφή ζωύφια για αυτό και το "όξω ψύλλοι και κοριοί" αποτελεί ένα σύνηθες στιχάκι που ενσωματώνεται σε διάφορα λαϊκά ευχετήρια άσματα της εποχής. Επιπλέον, όπως και σε άλλες παρεμφερείς εορτές, συνήθιζαν να "χτυπούν" ανθρώπους και ζώα με χλωρά κλαδιά, σκυλλοκρέμυδα ή ασφοδέλους ή και με κλήματα ώστε να μεταδοθεί η θαλερότητα κι η γονιμότητά τους. Και, καθώς σημειώνει ο Μέγας,
"όπως κάθε αρχή στη ροή του χρόνου, έτσι και η πρώτη Μαρτίου θεωρείται ότι προσφέρεται και για μετεωρολογικές και μαντικές παρατηρήσεις. Οι παρατηρήσεις για τον καιρό, τα λεγόμενα μερομήνια, διοργανώνονται από τις γυναίκες."
Όμως ένα από τα γνωστότερα έθιμα της 1ης Μαρτίου που, εν μέρει, έχει επιβιώσει και στις μέρες μας είναι το βραχιολάκι με την κόκκινη και τη λευκή κλωστή που δένουμε στο χέρι για προστασία. Άκρως ενδιαφέροντα είναι όσα αναφέρει σχετικά ο Νίκος Ψιλάκης στη μελέτη που κάνει στο βιβλίο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" (εκδόσεις Καρμάνωρ):
"[...] Δε γνωρίζουμε από ποιάν εποχή καθιερώθηκε το έθιμο να δένονται κλωστές στους καρπούς των χεριών κατά την πρώτη μέρα του Μάρτη. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ψέγει όσους χρησιμοποιούσαν φυλακτά και άλλα προστατευτικά μέσα για να αντιμετωπίσουν το κακό. Πίστευε ότι αρκούσε μόνον ο σταυρός. Ωστόσω, ανάμεσα στα προστατευτικά μαγικά μέσα συγκαταλέγει και τον "κόκκινο στήμονα", την κλωστή που δένουν στα χέρια τους οι άνθρωποι ως μέσον προστασίας. [...] Στα χρόνια του Ιωσήφ του Βρυεννίου, λόγιου μοναχού του 14ου αιώνα, φαίνεται πως ήταν συνηθισμένη πρακτική να φορούν "περιάμματα" (φυλακτά)". [...]
Μέχρι την περίοδο του Μεσοπολέμου σε πολλά χωριά της Κρήτης το πλέξιμο του "μάρτη" γινόταν με τρόπο σχεδόν τελετουργικό...[...] Οι γυναίκες λοιπόν, που αναλάμβαναν το πλέξιμο του "μάρτη" πρόσεχαν να δουλέψουν μόνο νύχτα, κρυφά, χωρίς να δει κανείς τί κάνουν, προστατευμένες από τον ήλιο και το φως της ημέρας. Μαζεύονταν την τελευταία νύχτα του Φλεβάρη, έπλεκαν τις κλωστές και στη συνέχεια τις "αστροφέγγιζαν", δηλαδή τις άφηναν έξω από το σπίτι για να εκτεθούν όλη τη νύχτα στο -ευεργετικό για την περίσταση- φως του φεγγαριού και των άστρων. [...]
Το πρωί της πρώτης μέρας του Μάρτη η κλωστή είχε αποκτήσει πλέον τις μυστικές ιδιότητες που απαιτούνταν ώστε να προστατευτεί επαρκώς εκείνος που θα τη φορούσε. [...] Συνηθώς κρεμούσαν τις κλωστές σε τριανταφυλλιές ή σε ροδιές. [...] Τα τριαντάφυλλα είχαν συνήθως κόκκινο χρώμα όπως και οι καρποί της ροδιάς, δηλαδή το επιθυμητό χρώμα του προσώπου, το χρώμα που δηλώνει υγεία και ευεξία. [...] Ειδικά για τα κορίτσια, η τριανταφυλλιά μπορούσε να μεταδώσει μέσω της κλωστής την ομορφιά των ρόδων της. [..] Για τους ίδιους ακριβώς λόγους συνήθιζαν σε πολλές ελληνικές περιοχές να βγάζουν τις κλωστές (μαρτάκια) μετά το τέλος του μήνα και να τις κρεμούν στις τριανταφυλλιές λέγοντας:
"Ρόδο μου, πάρ' το μάρτη μου και δώσ' μου τη θωριά σου" (Μαλεβίζι).[...]
Ο "μάρτης" μπορούσε να προστατέψει αποτελεσματικά από τον ήλιο του πρώτου μήνα της άνοιξης που, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη είναι καταστροφικός και μπορεί να προκαλέσει μαύρισμα του προσώπου, δηλαδή να "ασχημίσει" τις κοπελιές, δεδομένου ότι η λευκότητα συνάδει με τις παραδοσιακές περί ομορφιάς αντιλήψεις:
"Απού'χει κόρην ακριβή
του Μάρτη ήλιος μην τη δει
του Μάρτη και τ' Απρίλη
γιατί την ασκημίζει."
[...] Αν και η ερμηνεία του Ν.Πολίτη περί καταγωγής του εθίμου από τα Ελευσίνια μυστήρια είναι ενδιαφέρουσα, η αρχαία συνήθεια δε φαίνεται να έχει κάποιον άμεσο συσχετισμό με τα νεότερα έθιμα. Η "κρόκη" των αρχαίων μυστών τους καθιστούσε εμφανείς, τους έκανε να ξεχωρίζουν. Αν παρείχε προστασία στο μύστη αυτό γινόταν λόγω της ιερότητας που εξασφάλιζε η επαφή με τα ιερά και τα όσια. Η κλωστή είναι το μαγικό μέσον που η επαφή μαζί του εξασφαλίζει προστασία στον φέροντα. Ωστόσω, στην περίπτωση του "μάρτη" έχουμε μια κλωστή με δύο (ή και περισσότερα) χρώματα που ενώνονται στις άκρες (η αρχή συμπίπτει με το τέλος της) και σχηματίζει κύκλο. Σχηματίζει δηλαδή έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από το μέλος (και, κατά γενίκευση, το όλον, το σώμα) του ανθρώπου που τον φορεί. [...] Ο κύκλος είναι το σχήμα εκείνο που έχει την ιδιότητα να δημιουργεί ένα ανεξάρτητο τμήμα μέσα στο χώρο, δηλαδή έναν καινούριο χώρο τον οποίο απομονώνει από τον υπόλοιπο.
Στη νεοελληνική εθιμολογία έχουν επιβιώσει πολλά παραδείγματα μαγικού κύκλου που σχηματίζεται γύρω από αντικείμενα, οικήματα ή οικισμούς. Επομένως, η κλωστή του Μάρτη περικλείει τον φέροντα και σχηματίζει γύρω του προστατευτικό κλοιό, δηλαδή απομονώνει το ζωτικό του χώρο από τον υπόλοιπο, ακόμα κι από τις επικίνδυνες μαρτιάτικες ακτίνες του ήλιου, αλλά και από κάθε ανεπιθύμητη μαγική επαφή που μπορεί να υπάρχει στο περιβάλλον. Παράλληλα ακόμα ο ίδιος κύκλος μπορεί να εμποδίσει την έξοδο από την περίμετρό του εσωτερικών δυνάμεων οι οποίες υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα. [...]
Η δίχρωμη κλωστή παρέμενε δεμένη στον καρπό του χεριού μέχρι το τέλος του μήνα, αν και σε μερικές περιπτώσεις τη διατηρούσαν μέχρι το βράδυ της Ανάστασης, μέχρι τη μέρα που θα έβλεπαν για πρώτη φορά χελιδόνια ή για επτά ή δώδεκα μέρες. Μετά τη φύλασσαν περιμένοντας το Μεγάλο Σάββατο για να την κάψουν στις αναστάσιμες φωτιές, στη "φουνάρα" ή τον "ορφανό", όπως λέγεται στην Κρήτη η φωτιά με την οποία καίνε το ομοίωμα του Ιούδα. Άλλοι συνήθιζαν να καίνε τον "μάρτη" με τη φωτιά της λαμπάδας που κρατούσαν την ώρα του "Χριστός Ανέστη", δηλαδή τον έκαιγαν με το καινούριο "αναστάσιμο" φως...Αλλού έκαιγαν το 'μάρτη" σε μια άλλη γιορτή μετάβασης, στις φωτιές Άι Γιάννη. Στο Αμάρι συνήθιζαν να κερμούν την κλωστή στα εικονίσματα του σπιτιού και να την ξαναβάζουν στο χέρι το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Και στην Κίσαμο την έβγαζαν από το χέρι όταν έβλεπαν το πρώτο χελιδόνι, στο οποίο και την πρόσφεραν "για να χτίσει τη φωλιά του". [...]"
Ο Μάρτιος είναι γνωστός με πλήθος λαϊκών ονομασιών, όπως "Ανοιξιάτης","Πεντάγνωμος" (ένεκα των συχνών καιρικών μεταβολών του),"Πασσαλοκάφτης" ή "Παλουκοκάφτης" (μιας και συχνά ο κόσμος έχοντας ξεμείνε από ξύλα, για να αντιμετωπίσει το δριμύ ψύχος του αναγκάζεται να κάψει παλούκια), "Ξεροκοφινάς", "Λωλομάρτης", "Δίμουρος", "Δίγαμος","Γδάρτης", "Πουλιαντέρης" (γιατί το μήνα τούτο οι όρνιθες εκκολάπτουν τα πουλιά τους), "Κλάψας" ή "Κλαψιάρης" ή "Κλαψομάρτης" (γιατί είναι μελαγχολικός και βροχερός), "Φυτευτής", "Βλαστάρης", "Σαρακοστιανός" (καθώς "Λείπει ο Μάρτης απ'τη Σαρακοστή;"), "Βαγγελιώτης" (λόγω της γιορτής του Ευαγγελισμού), ενώ πάμπολλες είναι και οι παροιμίες που τον αφορούν, όπως:
"Τα λόγια σου είναι ψεύτικα σαν του Μαρτιού το χιόνι,
οπού το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει!"
"Τα παλιά παλούκια καίει και καινούρια πάει και φέρνει!"
"Ποιός έχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ήλιος μην τη δει!"
"Κάλλιο Μάρτης στα δαυλιά, παρά στα προσηλιακά!"
"Μάρτης έβρεχε, θεριστής τραγούδαγε!"
"Ο Μάρτης το πρωί το ψόφησε κι ως το βράδυ το βρώμισε!"
"Ο Μάρτης βρέχει, ποτέ μην πάψει!"
"Απ'τον Μάρτη καλοκαίρι, κι απ'τον Αύγουστο χειμώνα!"
"Ο Μάρτης κι αν εχιόνισε, γρήγορα θα μαυρίσει!"
"Ο Μάρτης και σαν έβρεχε, πάλι θε να κρατήσει!"
"Τον Μάρτη κι αν τον αγαπάς, φίλο να μην τον κάνεις!"
"Ο Μάρτης βρέχει κι ο θεριστής χαίρεται!"
"Μη σε γελάσει ο Μάρτης την αυγή και χάσεις την ημέρα!"
"Ο καλός ο Μάρτης στα κάρβουνα κι ο κακός στον ήλιο!"
"Ο ήλιος του Μαρτιού τρυπάει το κέρατο του βουγιού!"
"Κάλλιο η μάνα σου να σε κλάψει, παρά ο ήλιος του Μάρτη να σε κάψει!"
"Το Μάρτη ξύλα φύλασσε κι άχερα τω βουγιώ σου,
μην κάψεις παρατσάφαρα τα τζένια τω σπιθιώ σου!"
"Του Μάρτη τ' απόι σίδερα κι ανθρώπους κόβγει!"
"Ο Μάρτης είναι δίμουρος για κείνο τον γαμπά σου!"
"Το Μάρτη ξύλα φύλασσε, το Μάη το κριθάρη,
και του Απρίλη τ'άχερα μην χάσεις το ζευγάρι!"
"Μάρτης είναι μια θα κλαίει, Μάρτης είναι μια θα γελά!"
"Σαν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα,
χαράς σε κείνο το ζευγά πού'χει πολλά σπαρμένα!"
"Μαρθιού χιονιές, λαγού πορδές!"
"Του Μαρταπρίλη τα νερά πηλά και χώματά 'ναι!"