Ψαχούλευα με το χέρι μηχανικά, άφαντο το πακέτο... "Τ'άφησα στο αυτοκίνητο ή μπας και τό'καψα στη σόμπα νομίζοντάς το άδειο; Έτσι που ήμουν... Πώς τα θυμάμαι στην τσάντα μου;" Ήθελα να μη χάσω το τέλος της ταινίας, ήθελα και τη συντροφιά του τσιγάρου. Κι άντε να ντύνεσαι και να τρέχεις μες στα μαύρα σκοτάδια στην πλατεία μήπως τα βρεις στο αυτοκίνητο. Ούτε την ώρα δεν κοίταξα. Δεν είχα διάθεση να σιχτιρίσω ούτε το μυαλό μου το σκορπισμένο.
Ροζ πιτζαμούλα, ροζ αθλητικό -ποτέ μου να μην έχω φορέσει τόσα ροζ, ούτε παιδάκι!- κουκουλώθηκα στο παλτό και πήρα βιαστικά τον ανήφορο. Σαν ν'αγριεύτηκα λίγο- ώρες μικρές- αλλά μου πέρασε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Μαθημένη... εγώ κι η σκιά μου.. χρόνια τώρα..Πολλά χρόνια είχε να μου φαντάξει η πλατεία έτσι μαγική. Από κείνο το φιλί; Ούτε τα σκυλιά δε γαυγίζαν. Μονάχα το νερό πού'τρεχε και τα βήματά μου συνομιλούσαν με το φεγγάρι. Ολόφωτο έστεκε, θαρρείς, ακριβώς πάνω μου. Άρπαξα το πακέτο με ανακούφιση. "Εδώ ήταν." Στάθηκα στη μέση της πλατείας μαγνητισμένη απ'την όμορφη νυχτιά. Έκανα πίσω, να κάτσω στο παγκάκι ν'ανάψω ένα τσιγάρο- κρίμα να μην το απολαύσω εδώ... "Ποιό παγκάκι;" αναρωτήθηκα αμέσως. Αφού ξυλώθηκε το παγκάκι όταν κόπηκε κι ο πλάτανος, ο παλιός. Κι όμως στο νου μου, για δευτερόλεπτα, φάνταζε η πλατεία των παιδικών χρόνων. "Κι εδώ δίπλα η βρύση...Μπροστά της χορεύαν στα πανηγύρια.."
Τώρα ένα σκασμένο πεζούλι στάθηκε το παγκάκι μου. Γύρω απ'τον πλάτανο κι αυτό, τον καινούριο. Ξεκολλήσαν οι πλάκες. Γιατί δεν τις κολλούν; Εκλογές έχουμε! Γιατί τίποτε καινούριο δεν κρατά; Όλα σαρίζονται; Οι παλιοί πώς τα φτιάχναν; Μα τί λέω! Κοίτα πως θέριεψε το πλατάνι.. προβάλλουν προς τα πάνω κι οι ρίζες του. Οι ρίζες του τινάζουν το πεζουλάκι.. δεν έχει νόημα να τις κολλήσουν. Άραγε οι παλιοί θα χτίζαν πεζουλάκι γύρω απ'τον πλάτανο, γεμισμένο με χώμα; Ή είχαν περισσότερο μυαλό; Περισσότερη επικοινωνία με τη φύση; Γι' αυτό είχαν βάλει το παγκάκι.. Μα τί σκέφτομαι! Είδες δύναμη οι ρίζες;! Οι ρίζες.. οι ρίζες μας... Στο νου μού'ρθε το σχολείο... οι ρίζες μας... οι βάσεις μας... Τί πήγε στραβά τελικά;
Κοίταξα μπροστά μου... Πόσα χρόνια σε τούτη την πλατεία.. Ένα όνειρο νά'χεις μια ζωή και να το βλέπεις να χάνεται. Όπως τα χρόνια. Πώς πέρασαν; Και τ'όνειρο έχει τόσο απομακρυνθεί. Να το προλαβαίνω ακόμη; Μοναχά που δεν είναι στο χέρι μου..Κι ο χρόνος τρέχει.. Ναι, ρε γαμώ το, αυτό με πονάει απ'όλα πιο πολύ..
Το τσιγάρο σώθηκε. Ένα σκυλί άρχισε να γαυγίζει μπάσα. Σηκώθηκα να φύγω. Αναλογιζόμενη τις ρίζες του πλατάνου. Γιατί άραγε; Τις ρίζες και το παγκάκι. Λες και το κλειδί είναι τρυπωμένο εκεί. Με τί θα επιλέξεις να περιβάλεις έναν πλάτανο. Τί θα διαλέξεις και τί θ'απομείνει ανάλογα με την επιλογή σου. Κάτι μου διαφεύγει πάλι... ξανά και ξανά..κι όμως το κλειδί είναι κάπου εκεί..
Ροζ πιτζαμούλα, ροζ αθλητικό -ποτέ μου να μην έχω φορέσει τόσα ροζ, ούτε παιδάκι!- κουκουλώθηκα στο παλτό και πήρα βιαστικά τον ανήφορο. Σαν ν'αγριεύτηκα λίγο- ώρες μικρές- αλλά μου πέρασε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Μαθημένη... εγώ κι η σκιά μου.. χρόνια τώρα..Πολλά χρόνια είχε να μου φαντάξει η πλατεία έτσι μαγική. Από κείνο το φιλί; Ούτε τα σκυλιά δε γαυγίζαν. Μονάχα το νερό πού'τρεχε και τα βήματά μου συνομιλούσαν με το φεγγάρι. Ολόφωτο έστεκε, θαρρείς, ακριβώς πάνω μου. Άρπαξα το πακέτο με ανακούφιση. "Εδώ ήταν." Στάθηκα στη μέση της πλατείας μαγνητισμένη απ'την όμορφη νυχτιά. Έκανα πίσω, να κάτσω στο παγκάκι ν'ανάψω ένα τσιγάρο- κρίμα να μην το απολαύσω εδώ... "Ποιό παγκάκι;" αναρωτήθηκα αμέσως. Αφού ξυλώθηκε το παγκάκι όταν κόπηκε κι ο πλάτανος, ο παλιός. Κι όμως στο νου μου, για δευτερόλεπτα, φάνταζε η πλατεία των παιδικών χρόνων. "Κι εδώ δίπλα η βρύση...Μπροστά της χορεύαν στα πανηγύρια.."
Τώρα ένα σκασμένο πεζούλι στάθηκε το παγκάκι μου. Γύρω απ'τον πλάτανο κι αυτό, τον καινούριο. Ξεκολλήσαν οι πλάκες. Γιατί δεν τις κολλούν; Εκλογές έχουμε! Γιατί τίποτε καινούριο δεν κρατά; Όλα σαρίζονται; Οι παλιοί πώς τα φτιάχναν; Μα τί λέω! Κοίτα πως θέριεψε το πλατάνι.. προβάλλουν προς τα πάνω κι οι ρίζες του. Οι ρίζες του τινάζουν το πεζουλάκι.. δεν έχει νόημα να τις κολλήσουν. Άραγε οι παλιοί θα χτίζαν πεζουλάκι γύρω απ'τον πλάτανο, γεμισμένο με χώμα; Ή είχαν περισσότερο μυαλό; Περισσότερη επικοινωνία με τη φύση; Γι' αυτό είχαν βάλει το παγκάκι.. Μα τί σκέφτομαι! Είδες δύναμη οι ρίζες;! Οι ρίζες.. οι ρίζες μας... Στο νου μού'ρθε το σχολείο... οι ρίζες μας... οι βάσεις μας... Τί πήγε στραβά τελικά;
Κοίταξα μπροστά μου... Πόσα χρόνια σε τούτη την πλατεία.. Ένα όνειρο νά'χεις μια ζωή και να το βλέπεις να χάνεται. Όπως τα χρόνια. Πώς πέρασαν; Και τ'όνειρο έχει τόσο απομακρυνθεί. Να το προλαβαίνω ακόμη; Μοναχά που δεν είναι στο χέρι μου..Κι ο χρόνος τρέχει.. Ναι, ρε γαμώ το, αυτό με πονάει απ'όλα πιο πολύ..
Το τσιγάρο σώθηκε. Ένα σκυλί άρχισε να γαυγίζει μπάσα. Σηκώθηκα να φύγω. Αναλογιζόμενη τις ρίζες του πλατάνου. Γιατί άραγε; Τις ρίζες και το παγκάκι. Λες και το κλειδί είναι τρυπωμένο εκεί. Με τί θα επιλέξεις να περιβάλεις έναν πλάτανο. Τί θα διαλέξεις και τί θ'απομείνει ανάλογα με την επιλογή σου. Κάτι μου διαφεύγει πάλι... ξανά και ξανά..κι όμως το κλειδί είναι κάπου εκεί..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου