Τό'χε αναλογιστεί κι άλλες φορές, ουκ ολίγες, αν και δε μπορούσε τούτη τη στιγμή να τις προσδιορίσει. Μοναχά εκείνο το αίσθημα εσωτερικής ευφορίας αγκάλιαζε την μνήμη του. Κι αν τον έπιανε, κάποιες στιγμές αδυναμίας, το παράπονο πως δεν είχε αγαπηθεί, κάτι άλλες στιγμές, σαν τούτες, έδινε δίκιο στον παλιόφιλό του τον Ζαφείρη. Σε μια κουβέντα περί έρωτος, χρόνια πριν, που θά'ταν ο ίδιος ακόμη φοιτητής, ενώ ο Ζαφείρης έμπειρος και στην ηλικία του πατέρα του, ο παλιόφιλος είχε αποφανθή με βεβαιότητα: "Έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη νά'μαστε ερωτευμένοι και να αγαπάμε, παρά να μας αγαπούν και νά'ναι μαζί μας ερωτευμένοι." Ακολούθησε διάλογος και διαφωνίες... κι η αλήθεια σαν να βρισκόταν κάπου στη μέση, όσο κι αν ήταν αποστομωτική η απάντηση του Ζαφείρη: "Δε σού'χει τύχει να σ'ερωτευτεί κάποια παράφορα, να ξέρεις πως θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για σένα κι εσύ να μη θες καν να την βλέπεις; Κι ας σ'αγαπάει μ'όλη της την ψυχή... Κι αν δε σού'χει τύχει, δεν τό'χεις συναπαντήσει αυτό το φαινόμενο;"
"Θά'θελα νά'μαι άγγελος... να μπορώ να βοηθώ όποιον πονάει στα βουβά..." εξομολογήθηκε χθες στο ξαφνικό. Ο γιατρός τον έκοψε στη στιγμή: "Δε μπορείς να γίνεις άγγελος." Κι έμεινε με την απορία και το φόβο, μήπως τούτη τη σκέψη του τη θεώρησε δείγμα κάποιας διαταραχής. Αλλιώς γιατί τόση άρνηση; Ναι, εκείνη την ώρα είναι η αλήθεια πως σκεφτόταν τη ζαρωμένη κοπελίτσα έξω απ'την είσοδο του σούπερ-μάρκετ. Δε ρώτησε καν το όνομά της κι ας κοντοστάθηκε τόση ώρα εκεί. Πόσος κόσμος δεν κουβαλά σε μια ραγισμένη ψυχή το δικό του δράμα και δεν υπάρχει κανείς... κανείς να του χαρίσει ούτε ένα τόσο δα χαμόγελο ανακούφισης, έστω και πλαστό, έτσι για να το νιώσει πως χαράσσεται στα χείλη. Φεύγοντας, άνοιξε το παράθυρο και της φώναξε: "Δεν είναι μόνο κακός ο κόσμος! Να το ξέρεις αυτό. Είναι και καλός!". Του φάνηκε ότι αν έστω και για μια στιγμή μπορούσε να την πείσει για αυτό, ήταν πολύ πιο σημαντικό από το εικοσάρικο που της έδωσε. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να το νιώσει κι αυτός, να πείσει για μια ακόμη φορά τον εαυτό του πως τούτος ο κόσμος δεν είναι μοναχά κακός...
Κι όμως τούτη τη φορά δε φανερώθηκε το αίσθημα μιας κάποιας ευφορίας. Πώς άλλωστε; Το στοίχειωναν τα σημάδια από τα σβησμένα τσιγάρα στα σπλάχνα ενός κοριτσιού που κουβαλούσε μια νέα ζωή. "Δε μου φεύγουν τούτες οι εικόνες." του εξομολογήθηκε. Σε έναν άγνωστο που, απλά, δεν προσπέρασε. Από έναν γνωστό που, ίσως, κάποτε είχε αγαπήσει. Ο διάολος, καμιά φορά, χώνεται στις σκέψεις μας, ίσως γιατί με τα χρόνια, έχει τρομάξει το μάτι μας από το ψέμα και την υποκρισία: "Μπας κι είναι κάτι άλλο, κανένα εξάνθημα; Μπας και με οσμίζονται κάθε φορά και με ξεγελάνε;" Του φάνηκε περίεργη τόση, αν θες, οικειότητα... Μούτζωσε, όμως, με αηδία την ίδια τη σκέψη του. Μακάρι νά'ναι ένα ψέμα. Αλλά μάλλον δεν είναι, κι αν δεν είναι, απλά αν δεν είναι... "εγώ δε θά'μαι άνθρωπος αν θα διστάσω για αυτή τη γαμημένη πιθανότητα".
"Αυτός ο κόσμος είναι αηδιαστικά άδικος. Κι αηδιαστικά απάνθρωπος. Κι όμως είναι κάποιες στιγμές που ένα χαμόγελο ή ένα βλέμμα, αρκεί για να πλημμυρίσουν φως τα πάντα, σαν να ανθίζουν ξαφνικά πλήθος χρωματιστές ανεμώνες στα καφεδόγκριζα χώματα του χειμώνα.", σκεφτότανε. Προσπαθούσε να το προσδιορίσει μέσα του, να εντοπίσει τη βαθύτερη αιτία: "Νοιάξιμο. Τόσο απλά. Εμένα με νοιάζει που πονάς..."
Ποιός αλήθεια, αποκαλείται "καλό παιδί" από μια κοινωνία που αρέσκεται να τοποθετεί "ταμπέλες" κατά το δοκούν; Σίγουρα όχι ο ευαίσθητος που, ακριβώς επειδή είναι ευαίσθητος, θυμώνει, διαμαρτύρεται, εναντιώνεται, πονά. Μάλλον ο αναίσθητος που παραμένει ψύχραιμος και πάντα επίπλαστα ευγενής για να μην χαλάσει την "έξωθεν καλή μαρτυρία" που του φαίνεται τόσο χρήσιμη στην αναρρίχηση του βίου. Εκείνο το πιτσιρίκι που ποτέ δε θα κουβαλήσει ένα τραυματισμένο σκυλάκι στο πατρικό του και δε θα προξενήσει περιττούς "μπελάδες" στο γονιό. Εκείνος ο ενήλικας που θα σε ρωτήσει με αβρότητα "πώς είσαι" και, αγνοώντας τα κόκκινα και πρησμένα μάτια σου, θα συμπληρώσει ένα εγκάρδιο "Πόσο χαίρομαι που είσαι καλά.", ώστε να μη μπορείς να του χρεώσεις ούτε καν αδιαφορία. Απλά δεν είδε. Γιατί, φυσικά, δεν ήθελε να δει...
"Χίλια συγγνώμη, κύριέ μου..." ακούστηκε από το διπλανό κρεβάτι. "Σε μένα μιλάει;" αναρωτήθηκε εκείνος κοιτάζοντας προς τη διαχωριστική κουρτίνα. "Πονάω πολύ... Συγγνώμη που σας ενοχλώ με τα βογγητά μου." η φωνή συνέχισε. "Σε μένα μιλάτε; Μα είναι δυνατόν; Εσείς υποφέρετε, εμένα γιατί να με ενοχλείτε;" "Σας χαλάω την ηρεμία... Αλλά πονάω πολύ, δε μπορώ να κάνω αλλιώς." ."Μα, τί λέτε; Ποιά ηρεμία; Μη στεναχωριέστε. Σας φτάνει που πονάτε". Νά, κι εκείνη τη στιγμή είχε πάλι σκεφτεί πως άγγελος θά'θελε να γίνει. Και μ'ένα άγγιγμα, νά'παιρνε τον πόνο μακριά από τη φωνή του ευγενικού αγνώστου που τόσο υπέφερε... Κι όσο η ώρα δεν περνούσε, κι άκουγε τα βογγητά, αφοσιώθηκε η σκέψη του σ'αυτή την εικόνα: Την εικόνα ενός αγγέλου που τριγυρνά και σκορπίζει αγάπη, τόσο δυνατή, που ο κάθε πόνος απαλύνει. Αφοσιώθηκε τόσο πολύ που σαν νά'νιωσε τούτη η αγάπη πού'βγαινε από τα βάθη της ψυχής του να τυλίγει και τον ίδιο με το πέπλο της. Κι άρχισε να απλώνεται μια γαλήνη παντού. Ο γιατρός φάνηκε μπροστά του και τον κοίταξε ερευνητικά: "Είδες που είσαι καλύτερα τώρα; Σε βοήθησε η θεραπεία..". "Η θεραπεία ή οι σκέψεις μου;" αναρωτήθηκε αμήχανα εκείνος, χωρίς να βρίσκει μιαν απάντηση.
Όταν της προσέφερε την τσάντα με το κοτόπουλο και τα πορτοκάλια, του άρπαξε τα χέρια και τα φίλησε. Εκείνος κατατρόμαξε, αναστατώθηκε! Δεν πρόλαβε καν να τα τραβήξει! "Τί κάνεις εκεί;!" φώναξε. "Μου προσφέρατε τροφή." απάντησε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. "Να μην το ξανακάνεις αυτό! Ποτέ! Σε κανέναν! Δεν κάνει τίποτα. Αύριο μπορεί να είμαι εγώ στη θέση σου. Κατάλαβες; Μπορεί να είμαι εγώ." Ακόμη ταράζεται στην εικόνα. "Μα κάποιος, η εκκλησία, κάποια υπηρεσία... τί στο καλό κάνουν, τό 'ψαξες καθόλου, δε μπορούν να βοηθήσουν;". "Μού'παν να μου πάρουν το παιδί να το μεγαλώσουν. Αλλά ο γιος μου είναι όλη μου η ζωή, δε μπορώ χωρίς αυτόν. Ένα πιάτο φαϊ το δίνουν στην εκκλησία. Για το παιδί. Αλλά εγώ χρειάζομαι ένα εικοσάρικο. Για το νοίκι. Δουλεύω σε σπίτια, όταν βρω μεροκάματο, και τα δίνω λίγα-λίγα. Αν δεν του δώσω σήμερα το εικοσάρικο, θα με πετάξει έξω, μου είπε. Είναι σκληρός, μοχθηρός άνθρωπος. Γι'αυτό στέκομαι εδώ. Μην βρω κανέναν γνωστό, που του καθαρίζω το σπίτι, να μου δανείσει ένα εικοσάρικο. Αλλά δεν είδα κανέναν." είπε ασθμαίνοντας με αγωνία. Τόση αγωνία. Απλά για ένα εικοσάρικο. Για ένα κομμάτι πατσαβουριασμένο χαρτί...
Μετά από λίγες μέρες ξανάκουσε τη φωνή του πίσω από την κουρτίνα. Κι όμως δεν την αναγνώρισε. Ίσως φταίει ο ήχος του κινητού που τον τσίτωσε. "Μα δεν το κλείνει εδώ μέσα και το αφήνει να χτυπά;". Εκείνος το σήκωσε. "Ή θα μου μιλήσετε τώρα ή σε δυο ώρες θα μπορώ.". "Ωχ, θα πιάσει και την πάρλα τώρα, εδώ μέσα;" Τί χαζές αντηχούσαν εκ των υστέρων οι πρώτες σκέψεις του! Ύστερα που κατάλαβε. Μα ήταν γιατρός! Ασθενής του τηλεφώνησε και, παρ'όλο τον πόνο και τη θεραπεία του, δε θέλησε να τον αγνοήσει... Και μετά από λίγο πάλι το βογγητό κι εκείνη η φωνή: "Συγγνώμη που σας ενοχλώ...". Αργότερα ρώτησε στεναχωρημένος τη Μαρία: "Μα τί έχει εκείνος ο άνθρωπος και υποφέρει τόσο;" ."Το ξερό του το κεφάλι έχει! Δεν ησυχάζει! Δεν τον βλέπεις; Τέτοια στιγμή να κάθεται να μιλάει με τον ασθενή! Μεσημεριάτικα θυμήθηκε κι αυτός να τον πάρει; Τί το σήκωσε;"
Είναι άνθρωποι που διατυμπανίζουν τον πόνο τους, άνθρωποι που αναγκάζουν τους γύρω να σπεύσουν σε βοήθεια, θέλοντας και μη. Άνθρωποι που ξέρουν να απαιτούν. Συνήθως εγωκεντρικοί. Που εστιάζουν μοναχά στο δικό τους τραύμα. Τις πιο πολλές φορές είναι οι ίδιοι που προκαλούν και τα περισσότερα τραύματα γύρω τους. Κι έχουν τη λιγότερη ανάγκη από "αγγέλους". Μιας και κατορθώνουν, με κάθε μέσο, να μη μείνουν αβοήθητοι. Περισσότερη, ίσως, ανάγκη έχουν, χωρίς να το γνωρίζουν καν, να καταφέρουν οι ίδιοι ν'αγαπήσουν. Μα είναι και κάτι άλλοι που πάσχουν βουβά ώστε να μη φανούν σαν ενοχλητική παραφωνία στους διαβάτες ή που αμελούν τον δικό τους πόνο πασχίζοντας να προσφέρουν στους διπλανούς κι άλλοι που, θαρρείς, πως η πλάση τους φύτρωσε σ'έρημα πετροβούνια κι η απεγνωσμένη κραυγή τους δε φτάνει σε καμιάς άλλης ύπαρξης την ψυχή...
Θα μπορούσε να γίνει αυτός ο κόσμος καλύτερος; Πάντα στεκόταν με επιφύλαξη στα διάφορα δόγματα, στα φιλοσοφικά συστήματα και στις επιφανείς ιδεολογίες. Δεν έβλεπε και καμιά εντυπωσιακή επιτυχία μες στους αιώνες της ανθρώπινης πορείας. Ενός Σωκράτη ο απόηχος μόνο που παρέμεινε συνεπής με τον εαυτό του και τις ιδέες του. Τον κούρασαν πάλι τούτες οι σκέψεις, δεν οδηγούσαν πουθενά εξάλλου. Η ανθρωπότητα αρέσκεται στις συζητήσεις, αλλά η ανθρωπιά δε φαίνεται να μπορεί να επιβληθεί από κανένα σύστημα, ούτε ακόμη κι από κείνο της παιδείας που, παραδοσιακά, συνηθίζει να την καλλιεργεί. Μοναχά αν αποφάσιζε ο καθένας από μας να γίνει καλύτερος άνθρωπος, θα μπορούσε να φτιάξει ο κόσμος. Αφέθηκε στο γαλήνιο όραμα πάλι: "Μοναχά αν κάποιοι από μας αποφασίζαμε να γίνουμε άγγελοι... Όχι από κείνους τους αναμάρτητους με τα φτερά. Αυτό, γιατρέ μου, είναι όντως ανέφτικτο. Αλλά από κείνους τους άλλους, με την ανθρώπινη μορφή και τ'ανθρώπινα πάθη και παθήματα, που, απλά, νοιάζονται και δεν προσπερνούν τα σκοτεινιασμένα μάτια ενός παιδιού, τη μοναξιά ενός γέροντα, το δακρυσμένο βλέμμα μιας γυναίκας, το φοβισμένο ενός παρατημένου κουταβιού, την θλίψη, τον πόνο, την απόγνωση... Υπάρχουν κάποιοι. Τους έχω συναναπαντήσει σε μέρη απίθανα, χωρίς να γνωρίζω καν το όνομά τους, που "φευγαλέα" σε μια στιγμή ανάγκης μετρίασαν την απελπισία μου... Ίσως, λοιπόν, θα μπορούσα να γίνω κι εγώ ένας απ'αυτούς..."
"Θά'θελα νά'μαι άγγελος... να μπορώ να βοηθώ όποιον πονάει στα βουβά..." εξομολογήθηκε χθες στο ξαφνικό. Ο γιατρός τον έκοψε στη στιγμή: "Δε μπορείς να γίνεις άγγελος." Κι έμεινε με την απορία και το φόβο, μήπως τούτη τη σκέψη του τη θεώρησε δείγμα κάποιας διαταραχής. Αλλιώς γιατί τόση άρνηση; Ναι, εκείνη την ώρα είναι η αλήθεια πως σκεφτόταν τη ζαρωμένη κοπελίτσα έξω απ'την είσοδο του σούπερ-μάρκετ. Δε ρώτησε καν το όνομά της κι ας κοντοστάθηκε τόση ώρα εκεί. Πόσος κόσμος δεν κουβαλά σε μια ραγισμένη ψυχή το δικό του δράμα και δεν υπάρχει κανείς... κανείς να του χαρίσει ούτε ένα τόσο δα χαμόγελο ανακούφισης, έστω και πλαστό, έτσι για να το νιώσει πως χαράσσεται στα χείλη. Φεύγοντας, άνοιξε το παράθυρο και της φώναξε: "Δεν είναι μόνο κακός ο κόσμος! Να το ξέρεις αυτό. Είναι και καλός!". Του φάνηκε ότι αν έστω και για μια στιγμή μπορούσε να την πείσει για αυτό, ήταν πολύ πιο σημαντικό από το εικοσάρικο που της έδωσε. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να το νιώσει κι αυτός, να πείσει για μια ακόμη φορά τον εαυτό του πως τούτος ο κόσμος δεν είναι μοναχά κακός...
Κι όμως τούτη τη φορά δε φανερώθηκε το αίσθημα μιας κάποιας ευφορίας. Πώς άλλωστε; Το στοίχειωναν τα σημάδια από τα σβησμένα τσιγάρα στα σπλάχνα ενός κοριτσιού που κουβαλούσε μια νέα ζωή. "Δε μου φεύγουν τούτες οι εικόνες." του εξομολογήθηκε. Σε έναν άγνωστο που, απλά, δεν προσπέρασε. Από έναν γνωστό που, ίσως, κάποτε είχε αγαπήσει. Ο διάολος, καμιά φορά, χώνεται στις σκέψεις μας, ίσως γιατί με τα χρόνια, έχει τρομάξει το μάτι μας από το ψέμα και την υποκρισία: "Μπας κι είναι κάτι άλλο, κανένα εξάνθημα; Μπας και με οσμίζονται κάθε φορά και με ξεγελάνε;" Του φάνηκε περίεργη τόση, αν θες, οικειότητα... Μούτζωσε, όμως, με αηδία την ίδια τη σκέψη του. Μακάρι νά'ναι ένα ψέμα. Αλλά μάλλον δεν είναι, κι αν δεν είναι, απλά αν δεν είναι... "εγώ δε θά'μαι άνθρωπος αν θα διστάσω για αυτή τη γαμημένη πιθανότητα".
"Αυτός ο κόσμος είναι αηδιαστικά άδικος. Κι αηδιαστικά απάνθρωπος. Κι όμως είναι κάποιες στιγμές που ένα χαμόγελο ή ένα βλέμμα, αρκεί για να πλημμυρίσουν φως τα πάντα, σαν να ανθίζουν ξαφνικά πλήθος χρωματιστές ανεμώνες στα καφεδόγκριζα χώματα του χειμώνα.", σκεφτότανε. Προσπαθούσε να το προσδιορίσει μέσα του, να εντοπίσει τη βαθύτερη αιτία: "Νοιάξιμο. Τόσο απλά. Εμένα με νοιάζει που πονάς..."
Ποιός αλήθεια, αποκαλείται "καλό παιδί" από μια κοινωνία που αρέσκεται να τοποθετεί "ταμπέλες" κατά το δοκούν; Σίγουρα όχι ο ευαίσθητος που, ακριβώς επειδή είναι ευαίσθητος, θυμώνει, διαμαρτύρεται, εναντιώνεται, πονά. Μάλλον ο αναίσθητος που παραμένει ψύχραιμος και πάντα επίπλαστα ευγενής για να μην χαλάσει την "έξωθεν καλή μαρτυρία" που του φαίνεται τόσο χρήσιμη στην αναρρίχηση του βίου. Εκείνο το πιτσιρίκι που ποτέ δε θα κουβαλήσει ένα τραυματισμένο σκυλάκι στο πατρικό του και δε θα προξενήσει περιττούς "μπελάδες" στο γονιό. Εκείνος ο ενήλικας που θα σε ρωτήσει με αβρότητα "πώς είσαι" και, αγνοώντας τα κόκκινα και πρησμένα μάτια σου, θα συμπληρώσει ένα εγκάρδιο "Πόσο χαίρομαι που είσαι καλά.", ώστε να μη μπορείς να του χρεώσεις ούτε καν αδιαφορία. Απλά δεν είδε. Γιατί, φυσικά, δεν ήθελε να δει...
"Χίλια συγγνώμη, κύριέ μου..." ακούστηκε από το διπλανό κρεβάτι. "Σε μένα μιλάει;" αναρωτήθηκε εκείνος κοιτάζοντας προς τη διαχωριστική κουρτίνα. "Πονάω πολύ... Συγγνώμη που σας ενοχλώ με τα βογγητά μου." η φωνή συνέχισε. "Σε μένα μιλάτε; Μα είναι δυνατόν; Εσείς υποφέρετε, εμένα γιατί να με ενοχλείτε;" "Σας χαλάω την ηρεμία... Αλλά πονάω πολύ, δε μπορώ να κάνω αλλιώς." ."Μα, τί λέτε; Ποιά ηρεμία; Μη στεναχωριέστε. Σας φτάνει που πονάτε". Νά, κι εκείνη τη στιγμή είχε πάλι σκεφτεί πως άγγελος θά'θελε να γίνει. Και μ'ένα άγγιγμα, νά'παιρνε τον πόνο μακριά από τη φωνή του ευγενικού αγνώστου που τόσο υπέφερε... Κι όσο η ώρα δεν περνούσε, κι άκουγε τα βογγητά, αφοσιώθηκε η σκέψη του σ'αυτή την εικόνα: Την εικόνα ενός αγγέλου που τριγυρνά και σκορπίζει αγάπη, τόσο δυνατή, που ο κάθε πόνος απαλύνει. Αφοσιώθηκε τόσο πολύ που σαν νά'νιωσε τούτη η αγάπη πού'βγαινε από τα βάθη της ψυχής του να τυλίγει και τον ίδιο με το πέπλο της. Κι άρχισε να απλώνεται μια γαλήνη παντού. Ο γιατρός φάνηκε μπροστά του και τον κοίταξε ερευνητικά: "Είδες που είσαι καλύτερα τώρα; Σε βοήθησε η θεραπεία..". "Η θεραπεία ή οι σκέψεις μου;" αναρωτήθηκε αμήχανα εκείνος, χωρίς να βρίσκει μιαν απάντηση.
Όταν της προσέφερε την τσάντα με το κοτόπουλο και τα πορτοκάλια, του άρπαξε τα χέρια και τα φίλησε. Εκείνος κατατρόμαξε, αναστατώθηκε! Δεν πρόλαβε καν να τα τραβήξει! "Τί κάνεις εκεί;!" φώναξε. "Μου προσφέρατε τροφή." απάντησε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. "Να μην το ξανακάνεις αυτό! Ποτέ! Σε κανέναν! Δεν κάνει τίποτα. Αύριο μπορεί να είμαι εγώ στη θέση σου. Κατάλαβες; Μπορεί να είμαι εγώ." Ακόμη ταράζεται στην εικόνα. "Μα κάποιος, η εκκλησία, κάποια υπηρεσία... τί στο καλό κάνουν, τό 'ψαξες καθόλου, δε μπορούν να βοηθήσουν;". "Μού'παν να μου πάρουν το παιδί να το μεγαλώσουν. Αλλά ο γιος μου είναι όλη μου η ζωή, δε μπορώ χωρίς αυτόν. Ένα πιάτο φαϊ το δίνουν στην εκκλησία. Για το παιδί. Αλλά εγώ χρειάζομαι ένα εικοσάρικο. Για το νοίκι. Δουλεύω σε σπίτια, όταν βρω μεροκάματο, και τα δίνω λίγα-λίγα. Αν δεν του δώσω σήμερα το εικοσάρικο, θα με πετάξει έξω, μου είπε. Είναι σκληρός, μοχθηρός άνθρωπος. Γι'αυτό στέκομαι εδώ. Μην βρω κανέναν γνωστό, που του καθαρίζω το σπίτι, να μου δανείσει ένα εικοσάρικο. Αλλά δεν είδα κανέναν." είπε ασθμαίνοντας με αγωνία. Τόση αγωνία. Απλά για ένα εικοσάρικο. Για ένα κομμάτι πατσαβουριασμένο χαρτί...
Μετά από λίγες μέρες ξανάκουσε τη φωνή του πίσω από την κουρτίνα. Κι όμως δεν την αναγνώρισε. Ίσως φταίει ο ήχος του κινητού που τον τσίτωσε. "Μα δεν το κλείνει εδώ μέσα και το αφήνει να χτυπά;". Εκείνος το σήκωσε. "Ή θα μου μιλήσετε τώρα ή σε δυο ώρες θα μπορώ.". "Ωχ, θα πιάσει και την πάρλα τώρα, εδώ μέσα;" Τί χαζές αντηχούσαν εκ των υστέρων οι πρώτες σκέψεις του! Ύστερα που κατάλαβε. Μα ήταν γιατρός! Ασθενής του τηλεφώνησε και, παρ'όλο τον πόνο και τη θεραπεία του, δε θέλησε να τον αγνοήσει... Και μετά από λίγο πάλι το βογγητό κι εκείνη η φωνή: "Συγγνώμη που σας ενοχλώ...". Αργότερα ρώτησε στεναχωρημένος τη Μαρία: "Μα τί έχει εκείνος ο άνθρωπος και υποφέρει τόσο;" ."Το ξερό του το κεφάλι έχει! Δεν ησυχάζει! Δεν τον βλέπεις; Τέτοια στιγμή να κάθεται να μιλάει με τον ασθενή! Μεσημεριάτικα θυμήθηκε κι αυτός να τον πάρει; Τί το σήκωσε;"
Είναι άνθρωποι που διατυμπανίζουν τον πόνο τους, άνθρωποι που αναγκάζουν τους γύρω να σπεύσουν σε βοήθεια, θέλοντας και μη. Άνθρωποι που ξέρουν να απαιτούν. Συνήθως εγωκεντρικοί. Που εστιάζουν μοναχά στο δικό τους τραύμα. Τις πιο πολλές φορές είναι οι ίδιοι που προκαλούν και τα περισσότερα τραύματα γύρω τους. Κι έχουν τη λιγότερη ανάγκη από "αγγέλους". Μιας και κατορθώνουν, με κάθε μέσο, να μη μείνουν αβοήθητοι. Περισσότερη, ίσως, ανάγκη έχουν, χωρίς να το γνωρίζουν καν, να καταφέρουν οι ίδιοι ν'αγαπήσουν. Μα είναι και κάτι άλλοι που πάσχουν βουβά ώστε να μη φανούν σαν ενοχλητική παραφωνία στους διαβάτες ή που αμελούν τον δικό τους πόνο πασχίζοντας να προσφέρουν στους διπλανούς κι άλλοι που, θαρρείς, πως η πλάση τους φύτρωσε σ'έρημα πετροβούνια κι η απεγνωσμένη κραυγή τους δε φτάνει σε καμιάς άλλης ύπαρξης την ψυχή...
Θα μπορούσε να γίνει αυτός ο κόσμος καλύτερος; Πάντα στεκόταν με επιφύλαξη στα διάφορα δόγματα, στα φιλοσοφικά συστήματα και στις επιφανείς ιδεολογίες. Δεν έβλεπε και καμιά εντυπωσιακή επιτυχία μες στους αιώνες της ανθρώπινης πορείας. Ενός Σωκράτη ο απόηχος μόνο που παρέμεινε συνεπής με τον εαυτό του και τις ιδέες του. Τον κούρασαν πάλι τούτες οι σκέψεις, δεν οδηγούσαν πουθενά εξάλλου. Η ανθρωπότητα αρέσκεται στις συζητήσεις, αλλά η ανθρωπιά δε φαίνεται να μπορεί να επιβληθεί από κανένα σύστημα, ούτε ακόμη κι από κείνο της παιδείας που, παραδοσιακά, συνηθίζει να την καλλιεργεί. Μοναχά αν αποφάσιζε ο καθένας από μας να γίνει καλύτερος άνθρωπος, θα μπορούσε να φτιάξει ο κόσμος. Αφέθηκε στο γαλήνιο όραμα πάλι: "Μοναχά αν κάποιοι από μας αποφασίζαμε να γίνουμε άγγελοι... Όχι από κείνους τους αναμάρτητους με τα φτερά. Αυτό, γιατρέ μου, είναι όντως ανέφτικτο. Αλλά από κείνους τους άλλους, με την ανθρώπινη μορφή και τ'ανθρώπινα πάθη και παθήματα, που, απλά, νοιάζονται και δεν προσπερνούν τα σκοτεινιασμένα μάτια ενός παιδιού, τη μοναξιά ενός γέροντα, το δακρυσμένο βλέμμα μιας γυναίκας, το φοβισμένο ενός παρατημένου κουταβιού, την θλίψη, τον πόνο, την απόγνωση... Υπάρχουν κάποιοι. Τους έχω συναναπαντήσει σε μέρη απίθανα, χωρίς να γνωρίζω καν το όνομά τους, που "φευγαλέα" σε μια στιγμή ανάγκης μετρίασαν την απελπισία μου... Ίσως, λοιπόν, θα μπορούσα να γίνω κι εγώ ένας απ'αυτούς..."