Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

και γίνεσαι σαν τη θάλασσα..



Απόψε σε αγαπώ

Το ξέρει η θάλασσα

Το ξέρει το βουνό

Εσύ μονάχα λες πως δεν το ξέρεις

Κι αρπάζεις απ'τον άνεμο το ψέμα

Και γίνεσαι γυναίκα και σκιά

                       

Και γίνεσαι σαν τη θάλασσα

Όταν δεν τη βλέπουμε πια

Όταν το άρωμά της

Κρύφτηκε πίσω από ένα τοίχο

Βυθίζουμε το πρόσωπό μας στα νερά

Αλλά τη θάλασσα τη θάλασσα δεν τη βλέπουμε πια

       

Γιώργος Σαραντάρης

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Μοσκώβ-Σελήμ

(αποσπάσματα του ομώνυμου διηγήματος του Γ.Βιζυηνού)


" [...]
- Dobro - doide, Bratuska! ανεφώνησεν ο Τούρκος πλησιάζων μετά προφανούς ταραχής. Τουτέστι: καλώς ήρθες, αδελφέ! Καθ' ην δε στιγμήν εγώ τω απέδιδον τον χαιρετισμόν κατά τον τουρκικόν τρόπον, συγκλείσας εκείνος τα σκέλη, και αναλαβών αρειμάνιον παράστημα, αντεχαιρέτησεν ως Ρώσσος στρατιώτης.
- Τι κάμνεις; τω είπον εγώ. Καλά είσαι; καλά;
- Κακά και ψυχρά, απήντησεν εκείνος. Δόξα τω Θεώ!
Λαβών δε την χείρα μου εντός της οστεώδους παλάμης του, έσεισεν αυτήν ισχυρώς και μετά περιπαθείας. Είτα, κύψας προς το ους μου, ηρώτησε χαμηλοφώνως και μετά τρυφεράς, ως εννόησα, οικειότητος:
- Μοσκώβ; Μοσκώβ;
Ητένισα προς αυτόν μετ' απορίας. Εκείνος όμως, κλείσας τον έτερον οφθαλμόν, ένευσεν εμφαντικώς, ως εάν ήθελε να είπη: 'Εννοια σου! και αν συ δεν το ομολογής ενώπιον αυτού του τρίτου, εγώ όμως το αισθάνομαι πως είσαι Ρώσσος, και πολύ ευχαριστούμαι διά τούτο.
- 'Οχι Μοσκώβ! απήντησα εγώ τότε στεναχωρημένος. 'Οχι Μοσκώβ! Χριστιάν, Ρουμ.
Το υψηλόν του Μοσκώβ - Σελήμ ανάστημα, διαψευσθέντος ήδη σκληρώς εν τη προσδοκία, συνεκάθησεν ήδη καθ' όλους τους αρμούς του, ώστε ο άνθρωπος έγινεν απ' εκείνης της στιγμής κατά μίαν σπιθαμήν τουλάχιστον βραχύτερος.
[...]
Είναι παράδοξον πώς πρόσωπά τινα, άγνωστα ημίν τέως, ημπορούν να μας συναρπάσουν ενίοτε κατά την πρώτην αυτών εμφάνισιν, χωρίς να γνωρίζωμεν τον λόγον. να μας απασχολούσιν εσωτερικώς, χωρίς να γνωρίζωμεν διά ποίαν αιτίαν, διά ποίον σκοπόν. Τοιούτον τι μοι συνέβη ως προς την εμφάνισιν του Μοσκώβ - Σελήμ. Συνήρπασε την συμπάθειάν μου, το ενδιαφέρον μου, ούτως ειπείν, εξ εφόδου, με όλην την κωμικότητα της στολής του.
[...]
Τρελλός δεν είναι βέβαια, έλεγον κατ' εμαυτόν. Ούτε είναι δυστυχές τι πλάσμα παρά τω οποίω η παραφροσύνη προμηνύεται ήδη εν τη μονομανία του φιλορωσσισμού. Αληθώς μια μυστηριώδης σκιά διά των ρεμβών, των μελαγχολικών αυτού βλεμμάτων προδιδομένη, φαίνεται κατέχουσα τον εσωτερικόν αυτού βίον.
Αλλά πόσον αίθρια είναι η συνομιλία του! πόσον αξιοπρεπής η στάσις του! Ενώπιον της ανδρικής συμπεριφοράς του, λησμονεί κανείς το γελοίον της 'αρλεκινικής' ενδυμασίας και παραβλέπει την φιλορρωσσικήν αδυναμίαν του. Ομοιάζει προς υπερήφανον έλαφον ήτις, αν και φέρη το δέρμα σπαραγμένον υπό των κυνηγετικών κυνών, αν και φέρη το θανατηφόρον τραύμα εις τα πλευρά, κρατεί όμως ακόμα υψηλά την κεφαλήν εν τω εσχάτω κρυσφυγέτω.
Αλλά τι έχει λοιπόν αυτός ο παράξενος Τούρκος, και μου επήρε τον ύπνον, και μου εχάλασε την ησυχίαν;
[...]
Ο Σελήμ εκάθησε χαμαί επί του κατωφλίου της στενής θύρας του οικίσκου του, και ετάνυσε τα μακρά του σκέλη προς εμέ με την χαρακτηρίζουσαν τους ομοεθνείς του αδιαφορίαν περί τα τοιαύτα, ούτως ώστε ηδυνάμην να βλέπω τα πέλματα των ποδών αυτού προκύπτοντα διά των τετριμμένων υποδημάτων του. Το άνω σώμα του κατείχε πλέον ή τα δύο τρίτα του ύψους της θύρας. Το σκοτεινόν του οικίσκου εσωτερικόν εχρησίμευεν ως βάθος, εφ' ου εξείχεν έτι μάλλον η ποικίλη και παράξενος ενδυμασία του Τούρκου, και η ωχρότης του προσώπου του. Τότε πρώτον παρετήρησα κυρίως την έκφρασιν των οφθαλμών του εκ του πλησίον. Ποτέ δεν είδον οφθαλμούς τόσω βαθέος και τόσω εκφραστικώς αντανακλώντας αόριστόν τινα θλιβεράν της ψυχής διάθεσιν, την οποίαν οι άνθρωποι συνήθως ονομάζομεν "πένθος της καρδίας". 'Οταν ο Σελήμ ενόησεν, ότι εγώ, ροφών εν τω μεταξύ τον καφέν μου, εμελέτων εταστικώς το βέμμα του, εχαμήλωσε τους οφθαλμούς και εμειδίασε μελαγχολικώς.
- Εγώ, είπε, έπαθα κάτι τι από την ευγενεία σου - μεγάλο θαύμα!
- Ας είναι "χαϊρι", του είπον κατά το ιδίωμα των Τούρκων.
- "Ινσαλλάχ" είναι χαϊρι, απήντησεν εκείνος, και προσέθηκε μετά τινα σιγήν: Εκτύπησε η καρδιά μου, σαν σε είδα χθες το βράδυ. σ' ενόμισα Ρούσσον. Μη ρωτάς πώς μ' εφάνηκε. Σαν είδα πως δεν ήθελες να είσαι Ρούσσος, παράξενο πράγμα, είπα, τόσω καλός άνθρωπος και να μην είσαι Ρούσσος. Εβιάζεσο να φύγης. κ' εγώ θαρρείς εβιαζόμουν περισσότερο. Και όμως, σαν έφυγες και ύστερα, με ήλθ' ένα παράπονο, γιατί δεν μπόρεσα να σε κρατήσω. με ήλθε μια επιθυμία να σε ιδώ, να σε μιλήσω - μεγάλο θαύμα! Μόλις εδιάβηκες με τ' άλογο, κ' έπεσα καταπόδι σου, σαν το λαγωνικό. Μα εντροπιάσθηκα να σε φωνάξω. και συ, πού να γυρίσης να ιδής οπίσω! Ας είναι δα! Εις το χωριό ερώτησα και έμαθα ποιος είσαι. Θεός να δώση χαϊρι! είπα. Γι' αυτό με έσυρεν ο αέρας του κατόπιν του. Αν είναι λοιπόν έτσι, είπα μέσα μου, αυτός θα ξαναέλθη στην Καϊνάρτζα. Δεν γίνεται αλλοιώτικα. Και ήμουν τόσον βέβαιος ότι θα ξανάλθης, ώστε σήμερα που σε είδα δεν μ' εφάνηκε καθόλου παράξενο.
- 'Ητον μία συννενόησις των ψυχών μας, τω είπον. Κι εγώ δεν ειμπόρεσα να ησυχάσω πριν επανέλθω να σε ίδω.
- Αλήθεια; ανεφώνησεν ο Σελήμ μετά παιδικής χαράς. Καλά λοιπόν το λέγουν πως δυο άνθρωποι μπορεί να είναι τόσο ξένοι μεταξύ τους, και όμως οι ψυχές τους να είν' αδέλφια!
Και χαμηλώσας ολίγον την φωνήν ο Σελήμ απήγγειλε μετά θρησκευτικής ευλαβείας τα του Πέρσου ποιητού:
Από της γης τα σκότη άτυχη ψυχή
τον ουρανό κυττάζει.
μιαν άλλη ψυχή βλέπει στ' άστρα ευτυχή,
που την γλυκοματιάζει -
Το ξεύρουν μεταξύ των: είναι συγγενείς,
μα τους χωρίζει Ειμαρμένη απηνής!
- Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος, εξηκολούθησεν είτα ο Σελήμ αναλαβών το πρότερον ύφος. Για πες μου, στον Θεό σου! Δεν είν' αλήθεια πως και οι πέτρες, που είναι στον κόσμο, αν εύρισκαν κανένα να πουν τα "ντέρτια" τους, θα ήσαν ελαφρότερες;
- Πολύ αλήθεια! είπον εγώ, αποσβολωμένος πως εκ του τρόπου, καθ' όν ο Σελήμ εσκέπτετο. Πολύ αλήθεια!
- Αυτό, είπεν ο Σελήμ, το φαντάζομαι, γιατί νοιώθω την καρδιά μου να γίνεται ολοένα και βαρύτερη από τα ντέρτια μου, τόσο που καμμιά φορά μου φαίνεται πως έγινε πια πέτρα. 'Αλλον από αυτό το κρύο το νερό, που ξερβουβουλά από τον άψυχο τον βράχο, δεν έχω ποιον να εμπιστευθώ τον πόνον μου. Μα και αυτό καμμιά φορά θαρρείς δεν θέλει να μ' ακούση, και μιλεί μονάχο του περισσότερο από εμένα, το φλύαρο, και ώστε να γυρίσω να το ιδώ, περνά και φεύγει.
- Αν μπορώ ν' ακούσω εγώ τα ντέρτια σου, Σελήμ - Αγά, τω είπον, υπόσχομαι να μείνω εδωνά ακίνητος, αμίλητος. Τι κρυφό πόνο έχεις στην καρδιά σου;
- Δεν έχω κανένα κρυφό να σε διηγηθώ, με είπε τότε, ή κανένα "ντέρτι" που δεν ημπορούσαν ν' ακούσουν κι άλλοι. Μα για τους άλλους ο Μοσκώβ - Σελήμ είναι άνθρωπος σχεδόν τρελλός. Τι θέλεις να τους πω; Πώς θέλεις να με καταλάβουν; Γι' αυτό σαν άκουσα διά την ευγενεία σου, επήρε αναπνοή το στήθος μου. Τέτοιος άνθρωπος, είπα μέσα μου, θα είναι καλός καθώς και οι Ρούσσοι. Σ' αυτόν αν πης τον πόνο σου, είναι σαν να τον είπες εις όλο τον κόσμο. 'Ετσι δεν ημπορεί κανείς να με κατηγορήση πλέον διά δειλόν, διά προδότην. Διότι όπως σε το χάραξα προτύτερα, έτσι έχω απόφασι και να το κάνω. 'Αμα πατήσουν το ποδάρι τους άλλη μια οι Ρούσσοι στην Τουρκία, εγώ θα πάγω με το μέρος τους. θα γίνω σύμμαχός τους. θα πάγω εις τον τόπο τους και δε θα έλθω πίσου. 'Εχω δίκιο; έχω άδικο; Θα το καταλάβης όταν ακούσης την ιστορία μου.
[...] "

Γ.Βιζυηνός

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

ορτανσίες..


Πλημμύρισαν χρώματα οι κήποι... λουλουδιάσανε όλες οι αυλές...


Είναι η εποχή της ορτανσίας, που με τα μεγάλα εντυπωσιακά άνθη της καλωσορίζει το καλοκαίρι.. Σε κάθε γωνιά του Πηλίου, σε κάθε σπιτικό..


Με καταγωγή από τη μακρινή Ασία, η ορτανσία, καλλιεργήθηκε και ευδοκίμησε στο Πήλιο, όσο πουθενά αλλού.. Σε διάφορες ποικιλίες και χρωματισμούς.. σε κήπους, σε γλάστρες και σε βαμμένους ντενεκέδες.. ξεφυτρώνει παντού εύκολα -αρκεί ένα κλαράκι της να μπήξεις στο χώμα την κατάλληλη εποχή- και γρήγορα πλημμυρίζει τον τόπο με τα λουλούδια της και το καταπράσινο φύλλωμά της..

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Το τελευταίο γαϊδουράκι...



Χθες πέθανε το τελευταίο γαϊδουράκι της γειτονιάς μας, η Σοφία. Ένα φιλικότατο, συμπαθέστατο και υπομονετικό γαϊδουράκι που, όποτε τ'αφήναν να βόσκει δίπλα στο σπιτικό μου και μ'έβλεπε, έτρεχε προς το μέρος μου να με προϋπαντήσει με χαρά, προσμένοντας μονάχα μια τρυφερή κουβέντα ή ένα χάδι στο πλατύ του μέτωπο. Και για να πω την αλήθεια, μάλλον υπήρξε ο πιο αγαπημένος μου γείτονας..

Όταν ήμουν πιτσιρίκα, κι ερχόμαστε εδώ για τις διακοπές, όλοι σχεδόν στο χωριό είχαν γαϊδουράκια. Αυτοκίνητα υπήρχαν ελάχιστα και τα ζώα αποτελούσαν το βασικό μεταφορικό μέσο για τις γύρω περιοχές κι ιδιαίτερα για τα δύσβατα κτήματα των χωριανών. Ο γαϊδαράκος ήταν ο πιο συνηθισμένος οικότροφος κάθε σπιτικού, σύντροφος και συμπαραστάτης των παπούδων που δυσκολεύονταν να μετακινηθούν στα καλντερίμια, κουβαλητής κι αγόγγυστος μεταφορέας πραμάτειας, καρπών και της νέας σοδειάς. Σιγά-σιγά, άρχισε να μειώνεται ο πληθυσμός τους' κάθε που έφευγε ένα γαϊδουράκι για τον άλλο κόσμο, κανείς δε σκεφτόταν να το αντικαταστήσει.. Εξάλλου, μαζί με τον πληθυσμό των γαϊδάρων, μειωνόταν κι ο πληθυσμός των ανθρώπων, που την έκανε για τις μεγάλες πολιτείες. Άλλα κι όσο παρέμειναν εδώ, βολεύτηκαν με τα αυτοκίνητα ή, για τις μεταφορές στα αδιάβατα από τέσσερις τροχούς καλντερίμια, προτίμησαν τ'αλογομούλαρα.

Το Σοφάκι παρέμεινε στη γειτονιά, κατά βάση άεργο, να μας συντροφεύει με τη γλυκιά του παρουσία. Μονάχα λίγες φορές, τό'παιρνε ένας γείτονας, από τους μοναδικούς που δεν τόλμησαν να βγάλουν δίπλωμα αυτοκινήτου, για να μεταφέρει κλάρες από το κτήμα του ή κανένα σακί με χώμα. Οπότε είμαι σίγουρη, ότι οι ιδιοκτήτες του, δεν πρόκειται να μπούνε στη διαδικασία ν'αγοράσουν άλλο ζώο.

Σύμφωνα με ένα άρθρο στα "Νέα" ("Ο κυρ-Μέντιος πάει για απόσυρση"- Φ.Στεφανοπούλου, Γ.Κώνστας, 4.10.2007) ο πληθυσμός των γαϊδουριών στην Ελλάδα μειώνεται ραγδιαία χρόνο με το χρόνο, και συγκεκριμένα: "Μαζί με τα μουλάρια, τα γαϊδούρια που ήταν κάποτε τα χρησιμότερα και ανθεκτικότερα ζώα έχουν πάει για... απόσυρση, αφού τα αγροτικά αυτοκίνητα και μηχανήματα τα έχουν αντικαταστήσει. Μέσα στα τελευταία 50 χρόνια ο πληθυσμός τους μειώθηκε κατά 96% και πλέον συναντώνται περισσότερο σε... καρτ ποστάλ παρά στη φύση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα του 1955 είχαν καταγραφεί 508.000 γαϊδούρια, αριθμός που μειώθηκε στις 95.000 το 1995, για να φτάσει μόλις τις 18.173 την περσινή χρονιά. Σημαντικό μάλιστα πλήγμα ήταν οι καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού στην Πελοπόννησο, όπου ζει πλέον το 42% του συνολικού πληθυσμού, καθώς και η μοναδική ελληνική φυλή, ο αρκαδικός όνος, που αναφέρεται από τον Όμηρο και τον Ξενοφώντα."

Μάλιστα, αναφέρεται πως τον περασμένο χρόνο έλαβε χώρα κι ένα διεθνές συνέδριο για το ρόλο των όνων και των ημιόνων στο μεσογειακό πολιτισμό: "Τη διάσωση των συμπαθών τετραπόδων έχει βάλει ως στόχο μία ομάδα ανθρώπων από όλο τον κόσμο. Σε αυτήν την προσπάθεια εντάσσεται και το διεθνές συνέδριο με τίτλο «Ο ρόλος των όνων και των ημιόνων στον πολιτισμό των μεσογειακών χωρών», που διοργανώνει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο της Ύδρας. Το συνέδριο θα γίνει από τις 12 έως τις 14 Οκτωβρίου στην Ύδρα, όπου είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη της Ευρώπης που τα γαϊδουράκια έχουν καταφέρει να εκτοπίσουν τα αυτοκίνητα. «Τα γαϊδουράκια έχουν τη δική τους συμβολή στον πολιτισμό των μεσογειακών χωρών. Υπήρξαν συμπαραστάτες του αγροτικού πληθυσμού, αλλά και βασικό μεταφορικό μέσο για πολλά χρόνια. Ο γάιδαρος έχει δεθεί με την παράδοσή μας, έχοντας διαρκή παρουσία από τη μυθολογία μέχρι τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Εγκαταλείφθηκε όμως όταν σταμάτησε να αποτελεί πηγή πλούτου. Αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι ότι δεν έχει "τελειώσει" ως ζώο», είπε στα «ΝΕΑ» ο επίκουρος καθηγητής Κτηνιατρικής του ΑΠΘ, εκπρόσωπος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, Γιώργος Αρσένος."

** Και για να μην ξεχνιόμαστε και να μην παρεξηγιόμαστε: Όταν μιλάμε για ανησυχητική μείωση του αριθμού των γαϊδουριών, αναφερόμαστε μονάχα στο συμπαθές τετράποδο.. Όσον αφορά τα δίποδα "γαϊδούρια", εκεί, δυστυχώς, παρατηρείται μια ανησυχητική και καθολική αύξηση, όσο περνούν τα χρόνια..

http://www.esnips.com/doc/4ea52896-808b-4dfa-8776-47800d8e62a1/Manolis-Lidakis---h-mpalanta-tou-kyr-mentiou

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Όταν τ'άλογα καλπάζουν στη θάλασσα... (της Αναλήψεως)

για τη Φωτεινούλα μου...




Της Αναλήψεως σήμερα..

Παραθέτω μερικά ενδιαφέροντα - για όσους ενδιαφέρονται!- αποσπάσματα, για τη μεγάλη τούτη γιορτή, από σημαντικούς λαογράφους του τόπου μας, πριν αναφέρω κι εγώ, τα έθιμα της περιοχής μου για την ημέρα της Ανάληψης.

"Σαράντα μέρες ύστερα απ'την ανάστασή Του, ο Χριστός αναλήφτηκε, από το "Όρος των Ελαιών", στους ουρανούς, όπως μας αναφέρει η Καινή Διαθήκη (Λουκ. κδ' 46-52, Πραξ.α 1-12), αφήνοντας τον κόσμο να κινηθεί μέσα στο χώρο της θεόπνευστης διδασκαλείας Του. Έτσι, η μέρα αυτή από τότε τ'όνομα "Ανάληψις του Σωτήρος" και γιορτάζεται κάθε χρόνο σαράντα μέρες μετά από τη Λαμπρή."  (Β.Λαμνάτος, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")

"Χαρακτηριστικό της λαϊκής λατρείας είναι, ότι τα θεία συμβάντα ο λαός κάθε φορά τα ζει ως πραγματικά γεγονότα. Έτσι και κατά τη γιορτή της Αναλήψεως κοινή είναι η πίστη, ότι τα μεσάνυχτα ανοίγουν οι ουρανοί και σε μερικούς τόπους, όπως και στην Κορώνη, ξημερώνοντας της Αναλήψεως όσοι είναι καθαροί ξαγρυπνούν όλη τη νύχτα να ιδούν το Χριστό που αναλήφεται. Όσοι είναι άξιοι βλέπουν ένα φως κι ανεβαίνει στους ουρανούς.
Συνήθεια επικρατεί σε όλα τα παράλια μέρη της Ελλάδος, την ημέρα της Αναλήψεως να κατεβαίνουν όλοι, μικροί μεγάλοι, στη θάλασσα για το πρώτο καλοκαιρινό κολύμπι. Επίδραση ασκεί και η μαγική δύναμη που αποδίδεται στο όνομα της γιορτής, επειδή το "αναλήβομαι" στη γλώσσα μας είναι συνώνυμο με το εξαλείφομαι, εξαφανίζομαι. Είναι καλό, λέγουν οι Λήμνιοι, τη "Γαλατοπέφτ'" να πας να πέσεις στη θάλασσα, να κάνεις μπάνιο. Αν έχεις και καμιά αρρώστια, φεύγει, ώρα άμα λάχει. Και για το σπίτι είναι καλό. Παίρνοντας λοιπόν νερό από τη θάλασσα (από 40 κύματα), οι Σαμιώτες ραντίζουν το σπίτι ολόκληρο, όπως με τον αγιασμό των Φώτων λέγοντας:"Όπως ανελήφτηκεν ο Χριστός, έτσι να αναληφτεί από το σπίτι μας η κακογλωσσιά, η αρρώστια, το κακό μάτι και όλα τα κακά." Το νερό αυτό το φυλάνε όλο το χρόνο, κι όποτε τύχει πρήξιμο ή πόνος ή δάγκωμα ή οτιδήποτε άλλο, βρέχουν μ'αυτό ένα πανάκι και το βάνουν επάνω στο πονεμένο μέρος κι ευθύς περνάει. Μα κι όποτε τύχει αρρώστια ή κακό μάτι ή μπει στο σπίτι άνθρωπος με κακό ποδαρικό ραντίζουν πάλι το σπίτι κι ευθύς φεύγει το κακό. Παίρνουν και μια πέτρα μαλλιαρή απ'τη θάλασσα για γούρι (δηλαδή για την ευτυχία) και τη βάζουν κάτω απ'το κρεβάτι." (Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")

"Παράλληλη μαγική ενέργεια, που εξακολουθεί να γίνεται και στις Αττικές ακτές σήμερα, είναι να ψάξουν οι κολυμβητές στον πρόχειρο βυθό της θάλασσας και να βρουν μια πέτρα με βρύα (πέτρα μαλλιαρή), που τη θεωρούν φορέα ευτυχίας και την παίρνουν στο σπίτι τους. Η πέτρα αυτή, με το ρίζωμα και τη βλάστησή της μέσα στη θάλασσα, συμβολίζει όλη τη δύναμη και την ουσία του στοιχείου αυτού, που, κατά τον Ευριπίδη, "κλύζει πάντα τ'ανθρώπων κακά" (Ιφιγένεια η εν Ταύροις, 1193). Είναι δηλαδή η θάλασσα καθαρκτική και ανανεωτική, ιδιαίτερα την ημέρα της Αναλήψεως, όταν με την παρουσία του Χριστού στους αιθέρες, ουρανός και θάλασσα έχουν αγιασθεί." (Δ.Λουκάτος, "Πασχαλινά και της Άνοιξης")

"Ενώ στα παράλια της χώρας ο γιορτασμός της Αναλήψεως γίνεται μέσα στα νερά της θάλασσας, στις ορεινές περιοχές τόπος ιδιαίτερου εορτασμού είναι οι μάντρες των αιγοπροβάτων' γιατί τη γιορτή της Αναλήψεως την τιμών εντελώς ιδιαίτερα οι κτηνοτρόφοι και οι βοσκοί μας." (Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")

"Πέρα απ'την καθολική χριστιανική χροιά, η μέρα της Ανάληψης θεωρείται απ'τους βλάχους σαν καταδική τους γιορτή, για αυτό τους ακούς να λένε: "Έχουμε τη γιορτή μας σήμερα", ή "Γιορτάζει το βλάχικο σήμερα". Κι η γιορτή αυτή της Ανάληψης του Χριστού μας βρίσκει τους μπιστικούς και τους τσελιγκάδες μέσα στα καλοκαιριάτικα κατοικιά τους, στα τσαρδάκια τους, σκαρφαλωμένους μ'ολάκερο το βιο τους πάνω στις πλαγές και στα διάσελα, στα βουνά και στα ψηλότοπα, βόσκοντας και προσέχοντας τα ζωντανά τους. [...]
Τελειώνοντας τη λειτουργία κι ο παπάς παίρνει, κατά τη συνήθεια, ένα μικροπαίδι για βοηθό και τ'άλογό του να ξεκινάει για τις στρούγκες και τα τσελιγκάτα. Μέρα μεγάλη! Τρανή γιορτή! Πρέπει να βλογήσει τα ζωντανά και τους αφεντάδες τους. Ύστερα, έχει να μαζέψει βλέπεις κι ένα σωρό φιλέματα.
Κι αρχίζουν οι σάλαγοι και τα σφυρίγματα των τσοπάνηδων, που οδηγούν τα κοπάδια τους στα μαντριά για να "τ'αγιάσει" εκεί όλα μαζί ο παπα-Γιώργης. [...]

Οι τσοπαναραίοι πιστεύουν, πως την ημέρα της Ανάληψης, είναι αμαρτία να μαζεύουν τυρί στον τάλαρο, να "ταλαριάζουν" τυρί, όπως λένε. Γι'αυτό όλο το γάλα κείνης της μέρας και το τυρί αντάμα το μοιράζουν στους ανθρώπους για το καλό των ζωντανών και τη δική τους καλοτυχιά. Επίσης, την ημέρα της Ανάληψης οι τσοπάνηδες, γιδαραίοι ή προβαταραίοι είναι αυτοί, "αλατίζουν" τα κοπάδια τους. Ταϊζουν, δηλαδή, τα γιδοπρόβατά τους αλάτι κι αν τους ρωτήσεις γιατί, σ'απαντούν: Τ'αλάτι δίνει στα ζωντανά δύναμη κι όρεξη, βόσκουν πιο πολύ, πίνουν πιότερο νερό και νοστιμίζει το κρέας τους. [...]
Κατά το μεσημέρι, στα κονάκια στρώνεται το τραπέζι. Φτάνουν οι καλεσμένοι, στρογγυλοκάθονται όλοι μαζί κι αρχίζουν το φαγοπότι και το γλέντι. Ένα γλέντι που ξεχειλίζει κι ακούγεται σ'όλα τα βλαχοκόνακα και κάνει τα στανοτόπια να ζωντανεύουν απ'άκρη σ'άκρη. Κι ακούς τραγούδια βλάχικα, τραγούδια της τάβλας, που θα τ'ακούσεις και "καθιστικά", τραγούδια της αγάπης και των κλεφτών κι ένα σωρό λιανοτράγουδα με πολλά και ωραία τσάμικα. Κι όταν τελειώσουν τα τραγούδια του τραπεζιού, ο γεροτσέλιγκας σηκώνεται πάνω κι αρχίζει πρώτος τον χορό για το καλό της μέρας. Και στην κάθε του πατησιά και χοροστροφή, συλλογιέται ολάκερη τη ζωή του, που πέρασε στα βουνά, τόσο βιαστική, χωρίς να την καταλάβει." 
(Β.Λαμνάτος, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")



Εδώ στο Πήλιο, ή τουλάχιστον σε πολλά από τα χωριά του, υπήρχαν παρεμφερή έθιμα κάποια από τα οποία, όμως, δεν έχει τύχει να δω πουθενά καταγεγραμμένα. Όπως και σ'όλους τους τόπους που αγγίζει η θάλασσα, τη μέρα αυτή οι άνθρωποι το είχαν σε καλό να βουτήξουν στα νερά της. Κι ήταν ίσως η μέρα που επίσημα ξεκινούσαν τα καλοκαιρινά μπάνια. Οι περισσότεροι, μάλιστα, φέρναν στη θάλασσα τα στρωσίδια, τις κουβέρτες και τα σκεπάσματα και τα πλέναν στο νερό της. Χαρακτηριστικό, όμως, ήταν ότι και, μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, όλοι κατεβάζαν τα ζώα τους, τα γίδια και τα πρόβατα, παραλιακά για να πλυθούν στο νερό της θάλασσας. Ολόκληρα κοπάδια τσελιγκάδων, αλλά και τα λιγοστά εκείνα ζωντανά που κατείχε κάθε οικογένεια κατηφορίζανε στις ακτές για να καθαριστούνε. Το έθιμο, πέρα από ότι εξασθένησε, άκουσα πως πρέπει ν'απαγορεύτηκε κιόλας, για να μη μολύνουν, λέει, τα ζώα, τα νερά που κολυμπάνε οι ανθρώποι. Εκείνα τα νερά, δηλαδή, που έχουν φροντίσει οι ίδιοι άνθρωποι που κολυμπούν, να ρυπάνουν με χημικά, με σκουπίδια, με λιπάσματα, με πετρέλαια, αλλά και τόσους βόθρους παραλιακών μαγαζιών που ξεχύνονται στη θάλασσα... Τέλος πάντων.. Παρόλ'αυτά, σε μικρό βαθμό και κάπως παραλλαγμένο, το έθιμο ακόμα ανθεί στα μέρη μας. Όχι όσον αφορά τα αιγοπρόβατα, αλλά όσον αφορά τα άλογα της περιοχής. Κι είναι εντυπωσιακό, τέτοια μέρα, αφού σχολάσει η εκκλησιά, να συναντάς πολλούς καβαλαραίους αντάμα, πάνω στα άτια τους, στα πανέμορφα τούτα ζώα, να καλπάζουν προς τη θάλασσα...



Εκεί, θα τα βουτήξουν μέσα καβάλα, για το καλό. Οι λιγότερο τολμηροί μέχρι τα γόνατα, κι άλλοι, κανονικό κολύμπι αγκαλιαστό, καβαλάρης κι άλογο, μέχρι να μουσκευτούνε ως το λαιμό..



Ύστερα καταφθάνει ο παπάς, να τα λειτουργήσει και να ραντίσει με αγιασμό, ανθρώπους κι άλογα. Και στη συνέχεια ακολουθεί, μια στάση για καφέ, να μαζευτούνε όλοι, να κανονίσουνε για που θα πάνε να το γιορτάσουνε μ΄εύθυμο φαγοπότι!

Άλλο έθιμο, για τη μέρα αυτή, είναι το τσούγκρισμα κόκκινων αυγών, βαμμένων την προηγούμενη, από μπογιά της Μεγάλης Πέμπτης που κρατήθηκε σε πήλινο δοχείο. Είναι το έθιμο να βάφεις τρεις φορές' μια τη Μεγάλη Πέμπτη για τη Λαμπρή, μια στις είκοσι μέρες από το Πάσχα και μια παραμονές της Ανάληψης, όπου θα λάβει χώρα και το τελευταίο τσούγκρισμα. Κι είναι νοικοκυρές που ακόμα το κρατάνε.

Μια γιαγιά μού'πε προχθές πως για τούτη τη μέρα λέγανε πως δεν πρέπει ο ήλιος να σε βρει στο κρεβάτι, ούτε όλη μέρα να κοιμηθείς, μέχρι να σκοτεινιάσει. Αλλιώς, ζάλη και πονοκέφαλοι θα σε βρουν το χρόνο όλο. Μέρα του Φωτός σήμερα, μέρα γιορτινή.. Για αυτό θα λένε κιόλας, πως τέτοια μέρα δεν κάνεις να σπείρεις ή να φυτέψεις, γιατί δε θα φυτρώσει ο σπόρος, ούτε θα αντρειώσει το φυτό. Τέτοιες μέρες γιορτινές, ο λαός μας τό'χε σε κακό ν'ασχολείται με χειρωνακτικές εργασίες. Αποτελούσανε επίσημες αργίες για την ψυχή του αγρότη ή του κτηνοτρόφου, που δεν του όριζε άλλος κανείς, με έγγραφα ρητά, πότε θα είχε σχόλη απ'τις δουλειές του...

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

κεράσια, κερασάδα, γλυκό και λικέρ κεράσι..


Έχω μια μικρή αδυναμία στα κεράσια, είναι το αγαπημένο μου φρούτο από παιδί. Οπότε έχω και μια μικρή αδυναμία στην κερασιά του κήπου μου, η οποία δυστυχώς, κάθε τόσο αρρωσταίνει και, θέλοντας να αποφύγω το ψέκασμα με διάφορα δηλητήρια, με ταλαιπωρεί ιδαίτερα για να τη διατηρήσω υγιή.. πόσο μάλλον για να διατηρήσω τα γευστικότατα, σφικτά και σκουροκόκκινα κεράσια της, χωρίς σκουλήκια (αυτό, ομολογώ ότι δεν το πετυχαίνω πάντα!)!

Το κεράσι, πέρα από αγαπημένο μου φρούτο, γίνεται υπέροχο λικέρ, αλλά και εκπληκτικό γλυκό του κουταλιού, ιδιαίτερα αυτά τα μαυροκόκκινα κεράσια του δέντρου μου, που θυμίζουν βύσσινο. Είναι από τα μοναδικά γλυκά του κουταλιού που γεύομαι (γιατί όσο νά'ναι, έχω μια προτίμηση στη σοκολάτα!), κυριώς το καλοκαιράκι, και συγκεκριμένα με τη μορφή "κερασάδας"- μια κουταλιά της σούπα γλυκό, σ'ένα ποτήρι παγωμένο νερό, το ζουμάκι χρωματίζει το νερό και το κερασάκι σε γλυκαίνει στο τέλος!


Ιδού η απλή συνταγή (γλυκό κεράσι):

Ξεκουκουτσιάζουμε τα κερασάκια με μια απλή φουρκέτα (εκείνες τις μαύρες τις παλιές, που κάποτε πιάναν τα μαλλιά τους οι γυναίκες) ή με κάποιο εργαλειάκι από εκείνα που κυκλοφορούν στο εμπόριο, ώστε να μη χαλάσει το σχήμα του φρούτου. Σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε τα κεράσια και προσθέτουμε ζάχαρη. Τώρα, η ζάχαρη παίζει.. Πολλοί τηρούν την αναλογία ένα μέρος φρούτου, προς ένα μέρος ζάχαρη. Εγώ, που αποφεύγω τις πολλές ζάχαρες, ξεκινάω με δύο μέρη φρούτου προς ένα ζάχαρη, κι αν δω στην πορεία πως το γλυκό δε "δένει", συμπληρώνω λίγη ζάχαρη ακόμα. Ανάβουμε το μάτι, ανακατεύουμε λίγο το μείγμα κι όταν πάρει βράση, αρχίζουμε να το ξαφρίζουμε με μια τρυπητή κουτάλα (φώτο). Χαμηλώνουμε τη φωτιά και σε λίγα λεπτά τη σβήνουμε. Αφού κρυώσει το γλυκό, επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία για να σιγουρευτούμε πως έδεσε. Μόνο που προς το τέλος, στίβουμε μπόλικο λεμονάκι, ώστε και να μη ζαχαρώσει αργότερα, αλλά και γιατί του χαρίζει μια ιδιαίτερη γεύση. Καλή επιτυχία! (υ.γ.Το συγκεκριμένο γλυκό, πάνω από παγωτό καϊμάκι.. είναι όλα τα λεφτά!)


Όσο για το λικέρ κεράσι, είναι ακόμη πιο απλό.. Ξεκουκουτσιάζουμε τα κεράσια (χωρίς να έχουμε αυτή τη φορά την έγνοια, μήπως χαλάσουμε το σχηματάκι τους), τα ρίχνουμε σ'ένα βάζο γυάλινο, προσθέτουμε τη ζάχαρη και το κονιάκ και προαιρετικά (σε άλλους αρέσει, σε άλλους όχι) κανένα κλαράκι κανέλα και πεντέξι γαρίφαλα, το σφραγίζουμε και το αφήνουμε για ένα μήνα στον ήλιο. Ύστερα το στραγγίζουμε από ένα σουρωτήρι (με ένα "φύλλο" βαμβακάκι από πάνω, για να μην παραμείνουν κι επιπλέουν διάφορα ίχνη από το φρούτο) κι είναι έτοιμο για σερβίρισμα! Οι αναλογίες είναι για τρία μέρη κεράσι, περίπου δύο μέρη κονιάκ και ένα μέρος ζάχαρη (εγώ βάζω λίγο λιγότερη, άλλοι προτιμούν περισσότερη). Κάθε βδομάδα περίπου, ανακινούμε το βάζο για να λιώσει η ζάχαρη.


Το κεράσι, πέρα από νόστιμο φρούτο, όπως όλα τα προϊόντα της μάνας γης, διακρίνεται για διάφορες ευεργετικές ιδιότητες προς τον ανθρώπινο οργανισμό. Γράφει ο Κώστας Μπαζαίος ("100 βότανα, 2000 θεραπείες") σχετικά:

"Τα κεράσια ήταν γνωστά κι αγαπητά τουλάχιστον από το 300π.Χ., που τα περιέγραψε ο Θεόφραστος, ο Έλληνας πατέρας της βοτανολογίας. Ίσως να μη σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα αλλά, όπως αναφέρει ο Πλίνιος, ο Λούκουλλος, γνωστός αρχαίος λάτρης των ωραίων φαγητών, μετά τη νίκη του κατά του Μιθριδάτη, πήρε μαζί του από την Κερασούντα (απ'όπου πήραν το όνομά τους) τα κεράσια ως κάτι πολύ σημαντικό. Έτσι κι αλλιώς είναι δέντρα με ευεργετικές για την υγεία μας ιδιότητες. [...] 

Πρόσφατα, οι ερευνητές έχουν ανακαλύψει ότι τα κεράσια περιέχουν μια ισχυρή ένωση γνωστή ως ελλαγικό οξύ, το οποίο εξουδετερώνει τα συνθετικά και φυσικά καρκινογόνα, πριν επιτεθούν στα υγιή κύτταρα και τα μετατρέψουν σε καρκινικά.

Τα κοτσανάκια των κερασιών καθώς και τα κουκούτσια είναι διουρητικά. Το αφέψημά τους συνίσταται στην ψαμμίαση και σε μολύνσεις των ουροφόρων οδών, κυστίτιδες, αρθριτικά.

Στυπτικά, δροσιστικά.

Υπακτικά, με άμεση δράση στη δυσκοιλιότητα.

Τα κεράσια έχουν αντισηπτικές και χωνευτικές ιδιότητες.

Είναι επίσης άριστη τροφή όταν έχουμε αρτηριοσκλήρωση, αρθριτικά, ρευματισμούς, λευχαιμία, πέτρα στα νεφρά, καρδιοπάθεια ή δυσκοιλιότητα.

Τα φύλλα επουλώνουν τα εγκαύματα, με εξωτερική χρήση."

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα



Ένα διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού..

"Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ' εμέ, των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος. Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγείτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικοτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. Το γνωρίζω: Οι καλόγηροι φρονούν ότι θα υπάγομεν όλοι εις τον διάβολον, όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν' αφιερώσομεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια, προς ψυχικήν σωτηρίαν. Οι συγγραφείς πρεσβεύουν, ως άρθρο πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατό να γίνει, ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής, ειμή δια των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων. Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις!  Όχι! Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τουτ' αυτό την ύπαρξίν της, είναι ... Αλλά καλύτερα να τον μαντεύσητε μόνοι σας εν τω μεταξύ αναγινώσκοντες. Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν την έχει καμμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανένα από τα ογκώδη βιβλία, όσα εγράφησαν εσχάτως περί του οποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ιδού η ιστορία.
Όταν ήμουν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν αδυναμίαν εις την μηλιά. Δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπο μας. Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της, κατά το θέρος και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις, με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω ότι εγνώριζε καλά- καλά ο είς τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησε ποτέ να εννοήσει τι πράγμα ημήν εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προ πάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι εν τινί απ' αυτής αποστάσει, με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυρθρόλευκον αυτής στολισμόν, απορών κατ' εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ' όσω και αν ηπόρουν, όσο και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι ...
Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον ήλπισα ενδομύχως ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν φτάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος, ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας.
― Πως σε λέγουν εσένα;
― Θεόδωρο Μπεράτογλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πως σε λέν;
― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.
Και ούτω καθ' εξής εν μια ημέρα μετέβαλεν, ο αθεόφοβος, όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα, αρσενικά και θηλυκά, τοιουτοτρόπως ώστε, αν συνέβαινε να έλθει κατ' εκείνη την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον, με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, του ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον, γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν, όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας!
Όπως δήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος, έπεισε τον κόσμον ότι εγώ δεν είμαι του Γεωργή του χωρίου μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δα την καρδία μου' το επήρα δι' αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ωνόμαζον ποτέ τον εαυτόν μου και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.
Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιωρίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις η τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών δια να ξεβοτανίζομεν τον κήπο της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθη η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν έν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. Χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν, τέλος, αγγαρευθείς και εγώ, ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς:
― Τι πράγμα εν' αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα, δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου.
― Μηλέα, απεκρίθη εκείνος.
― Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ν' μηλιά!
Ήτο η κακή ώρα που το είπα, διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος ―το όνομα το ήξευρον ― αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ' εκείνης της στιγμής να με μάθη και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!
― Πες πως το λένε μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από το ωτίον και δεικνύων το δένδρον.
― Μπα, π'; ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πως ημπορεί αυτό ποτέ να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξέυρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον, που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!
― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα ' αυτό ν'; μηλιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.
Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!
Τώρα πρέπει να ηξεύρετε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων, ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω την μηλιά εις τη μηλέαν, αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα. Κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλον, και να ειπώ επί τέλους ότι η μηλιά είναι  μηλέα!
Εν τούτοις, όταν μετ' ολίγον, μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ' αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος' έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα ... Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον και πώς να μη μ' ελέγξουν, αφού το δένδρον, το οποίο έβλεπα ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!
Ενθυμούμαι ότι όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.
Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον, έρριψα επί το διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.
― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως.
― Μηλιά, δάσκαλε, απάντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου.
Αλλά δεν επρόφθασα να καθήσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισεν πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν δια το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να ειπώ και καλά ότι η μηλιά είναι μηλέα' διότι εννοείται ότι έπρεπεν επί τέλους να ενδώσω και να το ειπώ, άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις -το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μας της μηλιάς- αυτήν δεν την επρόδωσα. Και ιδού πώς:
Αφού είδον ότι δεν ηδυνάμην ν' ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον: αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις το κήπον της μητροπόλεως, ημπορεί να είναι μηλέα' και είναι μηλέα όχι δι' άλλον λόγον, παρά διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου είναι μέσα εις τον κήπο μας, είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.
Αλλά έλα τώρα όπου ήρχισε μια τρομερά διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ' εγώ δεν χωρατεύω.
Η μηλιά -δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά- εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της -παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας- βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα - έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ'; αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος. Και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του' ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:
― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.
Μόνο οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον απεκρινόμην ότι το λέγουν μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ' ολίγον' διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακήν κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου, αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ' αυτού έφυγαν και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι' ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα, είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά!
Όσοι των αναγνωστών της Εβδομάδος ανήκουσιν εις τους αναγινώσκοντας παν οιονδήποτε άρθρον απ' αρχής μέχρι τέλους δύνανται να διακόψουν ενταύθα την ανάγνωσιν, διότι η ιστορία μου ετελείωσεν. Όσοι όμως έχουσι την κακήν συνήθειαν ν' αναγινώσκωσι μόνον τους επιλόγους, ας μάθωσι τουλάχιστον εντεύθεν ότι η μανία των θελόντων να διδάσκωσιν ουχί την φύσιν των πραγμάτων, εισάγοντες τα τελευταία υπό τα γνωστά αυτών ονόματα, αλλά αγνώστους λέξεις, δι' ων απαιτούσι να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνικήν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον και καταδικάζει το έθνος εις τον δια πνευματικής ασιτίας χείριστον θάνατον! Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης είναι, κατ' εμέ, ως είπον, ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα."

Γεώργιος Βιζυηνός


(οι πίνακες είναι του Paul Cezanne)

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

καλοκαιρινές διαδρομές...

Σήκωσε βοριαδάκι δυνατό σήμερα.. Δεν είναι για Αιγαίο μεριά... Στον Παγασητικό θα καταλήξω.. Το Αιγαίο το επισκέφτηκα προχθές.. την αγαπημένη μου μικρή παραλία.. μια αγκαλιά γαλάζια θάλασσα και μεγάλα ασημιά βότσαλα να λαμπυρίζουν ήλιο.. και ήταν σαν να είχε μεταμορφωθεί από την περσινή χρονιά.. σε εντυπωσιακό βαθμό..



Κι η διαδρομή άλλαξε εικόνες.. Ακριβώς ένα χρόνο πριν το οργιαστικό πράσινο κυριαρχούσε, αγκάλιαζε το βλέμμα, αγκάλιαζε τον ουρανό. Ύστερα ήρθαν οι φωτιές.. ο εφιάλτης.. και το μόνο χρώμα που ξέμεινε ήταν το μαύρο.. τόσο μαύρο, τόσο πνιγηρό, που κι ο ουρανός σαν να χάθηκε, σα να χρωματίστηκε γκρίζος από το άρωμα της καπνιάς και του θανάτου.. Χιλιάδες στρέμματα, ατελείωτες εκτάσεις και διαδρομές χαροπάλεψαν.. ένα, απίστευτου μεγέθους, τμήμα του βουνού των θρυλικών Κενταύρων, ντύθηκε στα μαύρα.. μια ανυπολόγιστη καταστροφή.. Και, δυστυχώς, ο εφιάλτης δε σταμάτησε.. συνεχίστηκε όλο το καλοκαίρι, καταβροχθίζοντας με μανία τη ζωή και την ελπίδα του τόπου μας, της Ελλάδας μας..



Σχεδόν ένα χρόνο μετά, η μάνα φύση μας χαρίζει ξανά τη ζωή και την ελπίδα.. τη ζωή και την ελπίδα που εμείς, οι άνθρωποι, αποζητάμε, αλλά και με τις ενέργειές μας ή την αδιαφορία μας, πληγώνουμε.. Στο μαύρο τοπίο ξεφυτρώσαν πολύχρωμα αγριολούλουδα, πλάι στους κατακαμμένους κορμούς πετάχτηκαν καινούρια βλαστάρια, κάποια μπαρουτοκαπνισμένα ξεραμένα δεντράκια, που γλίτωσαν εκ θαύματος την ολική καταστροφή, πλημμύρισαν πράσινα τρυφερά φυλλώματα.. τουλάχιστον σε τούτη τη διαδρομή για τη μικρή παραλία, σε τούτη τη διαδρομή που, ευτυχώς, η φωτιά δεν την είχε επισκεφτεί και τις προηγούμενες χρονιές - όπως τραγικά συνέβει σε άλλες γειτονικές της- ώστε να κινδυνέψει να στειρώσει για καιρό τα χώματά της..



Μπήκε το καλοκαίρι για τα καλά, κι όσο κι αν είμαι παιδί του, κι όσο κι αν το λατρεύω, κι όσο κι αν προσκυνώ τον ήλιο του και ξαναβαφτίζομαι στα νερά της δροσερής του θάλασσας, η αγωνία με βασανίζει.. οι μνήμες ξυπνούν και μια προσευχή σιγομουρμουρίζουν ασυναίσθητα τα χείλη μου..

Τουλάχιστον φέτος να είμαστε σε μεγαλύτερη ετοιμότητα.. όλοι μας.. και οι αρμόδιοι φορείς, αλλά και κάθε πολίτης, κάθε Έλληνας που αγαπάει τον τόπο του, κάθε άνθρωπος που αγαπάει την πλάση.. Λίγο παραπάνω επαγρύπνηση και συμμετοχή, λίγο λιγότερη επανάπαυση και αδιαφορία..

Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

τσιπουράκι κάτω απ'την κληματαριά..



Κυριακάτικη βραδιά.. καλοκαιρινή βραδιά.. Από τις πιο όμορφες θα έλεγα.. Από κείνες τις όμορφες βραδιές που μοναχά αν τις μοιραστείς με άτομα που αγαπάς μπορείς να νιώσεις τη μαγεία τους... Ζεστή βραδιά, με την ανεπαίσθητη δροσούλα που φέρνει η ρεματιά.. Ήσυχη βραδιά, με τα πρώτα τζιτζίκια του καλοκαιριού να σιγοπιάνουν το μουρμουρητό τους.. Γλυκιά βραδιά, με τ'αστεράκια να χαμογελούν αχνοφωτίζοντας το σκοτάδι...

Κερνάω τσιπουράκι κάτω από την κληματαριά..


Ένα χρόνο μετά.. για την Αμαλία..

Για την Αμαλία...
Ένα χρόνο μετά...
Δεν ξεχνάμε...
Μας αφορά όλους...



      
«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»
(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992) 
«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»

(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνσηhttp://fakellaki.blogspot.com/, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.
«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.» (Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:

«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.» 
Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:
*ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

*ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

*ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

*ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

*ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ


ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ
* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ


ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ. 

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων.
(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, ενδεικτικά: αρ.λογαριασμού Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, αρ.λογαριασμού Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ
«Ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Αμαλίας και τίποτα δεν άλλαξε στο Ε.Σ.Υ. Υπόγραψε το διαδικτυακό κείμενο διαμαρτυρίας «Για την Υγεία» στοhttp://www.gopetition.com/online/12922.html. Προώθησε το σε όσους γνωρίζεις. Και ΔΩΣΕ ΑΙΜΑ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ.» 
Βίντεο Ενημέρωσης για την Ηλεκτρονική Συγκέντρωση Υπογραφών (e-petition)


Η λίστα με τα αιμοδοτικά κέντρα εδώ