"Ο χειμώνας του 367/8 ήταν φαίνεται ο χειρότερος. Ο Βασίλειος έβγαινε στην πόλη και αρρώσταινε από το κακό που έβλεπε. Η πείνα... παντού η πείνα. Οι ναοί και αυτοί άδειαζαν. Οι πιστοί έμεναν άρρωστοι στα σπίτια τους ή δεν είχαν τις λίγες δυνάμεις που χρειαζόταν λίγη πεζοπορία. Η κατάσταση χτυπούσε αλύπητα τον ευαίσθητο Βασίλειο. Είχε μία λύση: την προσευχή. Ώρες ολόκληρες έπεφτε στα γόνατα. Εκλιπαρούσε το Θεό. Καλούσε τους πιστούς για παρακλήσεις στους ναούς.
Το θανατικό δεν υποχωρούσε. Και ό,τι τον συγκλόνισε βαθύτερα ήταν η συμφορά με τα παιδιά. Τα έβλεπε στην τρυφερή τους ηλικία να μαραίνονται, να σβήνουν, να χάνονται. Αυτό δεν το άντεξε. Αναστατώθηκε ως τα τρίσβαθά του. [...] Πήρε δύσκολη απόφαση για μεγάλο έργο. Θα δώσει ψωμί στα παιδιά. Κι όχι μόνο σ'αυτά. Θα τα σώσει από το θάνατο και τον εξευτελισμό. Πώς θα γίνει αυτό;[...]
Οι πλούσιοι κι οι μεγαλέμποροι της Καισάρειας την εποχή εκείνη είχαν καταντήσει απαίσια πληγή για το λαό. Προνοητικοί επιχειρηματίας καθώς ήσαν έβλεπαν την καταιγίδα που πλησίαζε και συνεχώς αποθήκευαν σιτάρι. Στοίβαζαν προϊόντα πρώτης ανάγκης και δεν τα πουλούσαν στις αγορές με συνηθισμένες τιμές.
Σαν άγρια πεινασμένα θηρία παραμόνευαν για το μεγάλο θύμα. Είχαν υπομονή γιατί το στομάχι τους ήταν γεμάτο. Τρόχιζαν τα σουβλερά τους νύχια και το ανάλγητο πνεύμα τους μεθόδευε την αφαίμαξη της φτωχολογιάς. Πόσο μικρός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος!!!
Μόλις η έλλειψη τροφίμων κορυφώθηκε άνοιξαν προσεκτικά τις αποθήκες. Αλλά φυσικά για να κάνουν το σιχαμερό έργο της μαυραγοράς. Οι φτωχοί άνθρωποι ξεπουλούσαν το σπιτικό τους και τον εαυτό τους για ένα κομμάτι ψωμί. Και η νύφη της Καππαδοκίας, η όμορφη Καισάρεια κατήντησε πραγματική ζούγκλα. Οι πολλοί εξαγριώθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί, οι λίγοι για ένα κομμάτι χρυσάφι. [...]
Στο χάος αυτό που οι δυνατοί γίνονται δυνατότεροι και οι αδύνατοι αδυνατότεροι έγινε το θαύμα. Η φοβερή αυτή τάξη πραγμάτων ανατράπηκε. Ένας μικρόσωμος καχεκτικός άνδρας υψώθηκε στη μέση του χάους. Τον μεγάλωσε ο Θεός τόσο που τον έβλεπαν όλοι.
Στα χέρια του ο Βασίλειος δε μπορούσε να κρατήσει μαστίγιο, μα ο λόγος του έγινε ανελέητος βούρδουλας. Τον σήκωνε απανωτά κι αλλοίμονο σ'αυτόν που είχε σημαδεύσει. Κι ενώ με το βούρδουλα του λόγου ξέσκιζε το πνεύμα των πλουσίων, την ίδια ώρα το μαλάκωνε με παρακάλια και παρηγοριά.
Η Καισάρεια κλονίσθηκε συθέμελα. Η τρέλα του Βασιλείου δεν είχε όρια. Και όταν οι περισσότεροι τον πήραν για τρελό, τότε η χάρη του Θεού ημέρεψε λίγο τους πλουσίους και του εμπιστεύτηκαν σιτάρι. [...]
Όταν πια λύγισαν οι πλούσιοι άρχισε άλλο έργο. Πιο δύσκολο τούτο... Να συνάξει και να συντάξει τους επικίνδυνα πεινασμένους. Αυτούς που είχαν μεγαλύτερη, που ήσαν στα πρόθυρα του θανάτου. [...]
Οργάνωσε συνεργεία και σύναξε σε τόπο ευρύχωρο εκείνους που πεινούσαν περισσότερο. Και πριν από όλα τα παιδιά. Τα παιδιά πρώτα. [...] Στους πρόχειρους αυτούς καταυλισμούς χιλιάδες άνθρωποι έβρισκαν λίγο φαγητό για να συνέλθουν. [...]
Άλλα συνεργεία με επικεφαλής τον ίδιο το Βασίλειο γυρνούσαν για έρανο από αρχοντικό σε αρχοντικό, από αποθήκη σε αποθήκη. Μάζευαν κάθε είδος πρώτης ανάγκης, κάθε φαγώσιμο. Άλλα κουβαλούσαν στους ώμους κι άλλα φόρτωναν σε μουλάρια. Όλα έφταναν στον καταυλισμό. Εκεί σε καζάνια παρασκεύαζαν φαγητό...[ ...]
Λησμονήσαμε όμως και τις αρρώστιες. Θερίζουν όταν η πείνα εξασθενίζει τα σώματα. Καιρός τώρα να θυμηθούμε την άλλη επιστήμη του Βασιλείου. [...] νεαρός ο Βασίλειος σπούδασε στην Αθήνα και ιατρική [...] Εργάστηκε στον καταυλισμό ακόμη και σαν ιατρός. Έκανε ό,τι μπορούσε για να θεραπεύει τα σώματα. Ενδιαφερόταν για αυτά όπως ενδιαφερόταν και για τις ψυχές των ανθρώπων. [...]
Από τις ομιλίες του... στην εποχή του λιμού σώθηκαν τρεις...: Ο πλούτος είναι δώρο και μέσο για το καλό του ανθρώπου. Ο πλούσιος είναι διαχειριστής του πλούτου. Πρέπει να τον διοχετεύει όπου υπάρχει ανάγκη και όχι να τον απολαμβάνει μόνος του."
Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα |
" Ο Ουάλης απέλυσε τους ασκούς της αιρέσεως παντού. Συνδυασμένες η βία και πονηριά του έδωσαν αποτελέσματα μεθυστικά. Σάρωσε την Ορθοδοξία και έσφιγγε τώρα σαν τανάλια την Καισάρεια. Είναι αλήθεια πως οι Καππαδόκες δεν είχαν γνωρίσει καλά τη βάναυση σκληρότητα του Ουάλη. Άκουγαν ό,τι συνέβαινε αλλού. Τους κοβόταν το αίμα. Τα διάφορα κέντρα της αυτοκρατορίας υποτάχθηκαν πράγματι στην πολιτική του αρειανόφρονα. Μα τούτο έγινε γιατί διώχθηκαν οι ορθόδοξοι, δημεύτηκαν οι περιουσίες τους, εξαναγκάσθηκαν, πιέσθηκαν με βίαια μέσα. Κι όσοι αντιστέκονταν αντικαταστάθηκαν. Η θηριωδία και το μίσος δεν είχαν όρια. [...] Το 371 είχε παραγίνει το κακό. Ο λαός είχε τρομοκρατηθεί. [...]
Οι πιέσεις στο Βασίλειο διαδέχονταν η μία την άλλη. Σήμερα τον προσέβαλαν. Αύριο του υπόσχονταν πολλά. [...] Τα τεχνάσματα δεν έφερναν αποτέλεσμα. Και ο Ουάλης βιαζόταν. Ήθελε να τελειώνει όσο γινόταν γρηγορότερα με την τελευταία εστία αντιστάσεως, με το Βασίλειο. Έτσι θα υποτάσσονταν αμέσως Καππαδοκία, Πόντος και Αρμενία. Αναγκάστηκε λοιπόν ο βασιλιάς να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Έστειλε προπομπό στην Καισάρεια τον έπαρχο Μόδεστο, τον ύπαρχο των πραιτωριανών. Ήξερε τί έκανε.
Ο Μόδεστος ήταν από την άθλια εκείνη πάστα των ανθρώπων που γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως για να κρατήσουν τη θέση τους. Αδίστακτος κι απάνθρωπος για να υπηρετεί και να αρέσει στον αφέντη του. [...] Η αναμέτρηση με το Βασίλειο έγινε μάλλον στο δικαστήριο [...]
Ο χειμώνας της Καππαδοκίας έχει πέσει βαρύς. όλα ήσαν παγωμένα και έδειχναν ακίνητα. Ήταν προχωρημένος Δεκέμβριος. Στο σπίτι του ο Βασίλειος δεν είχε ανέσεις. Το κρύο τον περόνιαζε. Κινήθηκε όμως από μέσα του μια σπίθα που έγινε λίγο-λίγο φωτιά. Τον έκαιγε και τον δρόσιζε μαζί. Πώς; Κανείς δεν το καταλαβαίνει. Τον είδαν όμως το πρωί ιλαρό, γιορταστικό. [...]
... Με τα λόγια τούτα ο Βασίλειος φώτισε με δυνατό φως τον ισχυρό άρχοντα. Του έδειξε πόσο μικρός είναι και πόσο κωμική γίνεται η αυθάδειά του. Ο Μόδεστος το κατάλαβε. Ένιωσε να τον ξεγυμνώνουν, να του παίρνουν τη δύναμη με την οποία τρόμαζε τους μικρούς.
Άναψε και κόρωσε. Οι φλέβες του τινάχτηκαν. Το αίμα τους γύρευε να χυθεί στο πρόσωπο του ιλαρού, αγέρωχου άνδρα' να το κάψει, να το σκορπίσει. Μεμιάς ορθώθηκε στο θρόνο και σχεδόν άναρθρα φοβέρισε:
Μόδεστος: Δε φοβάσαι, λοιπόν, την εξουσία μου;
Βασίλειος: Μα, τί μπορείς να μου κάνεις; Τί πρόκειται να πάθω.
Τώρα πια ο έπαρχος είχε χάσει ολότελα τον έλεγχο. Άθελά του η θηριωδία τον πήγαινε στον εξευτελισμό. Πάντα έτσι κάνει ο σατανάς. Εκεί οδηγεί τα θύματά του. Όρθιος και αγριώτερος απαντά στο ερώτημα του ιερού άνδρα:
Μόδεστος: Τί μπορώ; Ένα από τα πολλά που έχω δικαιοδοσία.
Η ώρα του θριάμβου έφθασε για το Βασίλειο. Δεν την είχε προγραμματίσει. Απ'τη στιγμή όμως που δε φοβήθηκε την ανθρώπινη οργή, κέρδισε τον αγώνα. Τώρα του ήρθε να γελάσει, ειρωνικά. Δεν το έκανε.[...] Μα σαν αστραπή το πνεύμα του μειδίασε: "Θεέ μου, πόσο αφελείς είναι καμιά φορά οι άνθρωποι. Δεν βλέπει πως δεν έχω τίποτα από αυτά που μπορεί να βλάψει ο άνθρωπος τούτος;" ....
Βασίλειος: Ποιά είναι αυτά που θα πάθω, πέστα μου να τ' ακούσω.
Μόδεστος: Δήμευση της περιουσίας σου, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο.
Βασίλειος: Με άλλο τίποτε φοβέρισέ με, αυτά δε με νοιάζουν.
Ο εξαγριωμένος έπαρχος ένιωσε τα λόγια τούτα μαχαίρι στα νεφρά του. [...] Όλα γύρω του χάνονταν. Από δυνατά γίνονται αδύνατα. Από ισχυρά, ανίσχυρα. Γιατί ο ίδιος μικραινε. Γινόταν αυτός που ήταν: μικρός. Μάζεψε τις δυνάμεις του όμως και ψέλλισε.
Μόδεστος: Πώς γίνεται αυτό; Πώς και δε φοβάσαι;
Βασίλειος: Γιατί δε φοβάται δήμευση αυτός που δεν έχει τίποτα, εκτός από τριμμένα παλιά ρούχα και μερικά βιβλία. Αυτά είναι όλο το βιος μου, Μόδεστε! Η εξορία πάλι δε με τρομάζει γιατί δεν έχω τόπο δικό μου. Και η Καισάρεια στην οποία τώρα κατοικώ δεν είναι δική μου. Όπου κι αν με πετάξετε θα είναι τόπος του Θεού κι εγώ θα είμαι πάροικος και παρεπίδημος.
Τα βασανιστήρια; Τί να κάνουν κι αυτά σε σώμα σαν το δικό μου! Ένα πρώτο χτύπημα θα δώσεις κι όλα τελιώσαν αμέσως. Αυτό είσαι ικανός να το κάνεις. Με απειλείς με θάνατο; Θα μου γίνεις ευεργέτης. Αυτό ποθώ κι εγώ, να πάω πιο γρήγορα στο Θεό, για τον οποίο ζω και αγωνίζομαι. Βιάζομαι να φτάσω στο Θεό μου, στον Πατέρα μου!
Ποιός θα μπορούσε να τρομάξει κάποιον που ζούσε και σκεπτόταν έτσι; Κανείς βέβαια! Πολύ περισσότερο ένα παλατιανό όργανο των αιρετικών.
Ο Μόδεστος ομολόγησε μέσα του την ήττα. Το θηρίο νικήθηκε από τον ήμερο άνθρωπο. Κάθισε αποκαμωμένος στον ανώφελο θρόνο.[...]
"Νικηθήκαμε βασιλιά μου , από τον επίσκοπο αυτής εδώ της Εκκλησίας..." "
Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα |
"Από το χειμώνα του 367/8, δούλευε στο μυαλό του ένα καταπληκτικό σχέδιο για μια πολιτεία που θα ανακούφιζε τον πόνο. Ο δυνατός αυτός άνθρωπος που άντεχε το δικό του σωματικό πόνο, λύγιζε στον πόνο του συνανθρώπου του και πάσχιζε να τον ανακουφίσει με κάθε τρόπο. Πόσος κόπος θα χρειαζόταν, πόσα έπρεπε να θυσιάσει... αυτά δε μετρούσαν, δεν τα υπολόγιζε. Φτάνει να έβλεπε λίγο χαμόγελο στο πρόσωπο του αρρώστου.
Τώρα που ήταν πια αρχιεπίσκοπος της ξακουστής μα και ταλαίπωρης Καισάρειας ήταν αποφασισμένος να βάλει σε ενέργεια την ελπίδα του, το σχέδιό του δηλαδή. ...
Έλα όμως που όλα τα δαιμονικά τάγματα έπεσαν επάνω του να τον αφανίσουν... Αιρετικοί, κακόδοξοι, παλατιανοί, ο ίδιος ο αυτοκράτορας, οι μικρότητες των ορθοδόξων, η απαιδευσία του λαού, η ανελέητη αρρώστιά του' όλοι και όλα βάλθηκαν να του κόψουν το δρόμο. Οι δυνατοί όμως δε μικραίνουν. [...]
Στο πρώτο εξάμηνο της ακάνθινης τούτης χρονιάς (372) βρήκε το κουράγιο να θεμελιώσει το ελπιδοφόρο συγκρότημα. [...]"
Οι θησαυροί του Αγίου Όρους- εικονογραφημένα χειρόγραφα |
"Κουράστηκε το φτωχικό δωμάτιο από την άσκηση του ιερού άντρα. Απόκαμε και το σώμα του τυλιγμένο ακόμα στο τρίχινο ράσο, χειμώνα καλοκαίρι.
Όλα έβαλαν υπογραφή για το τέλος του. Ο κόσμος είχε κουρασθεί από τη δυνατή παρουσία του άνδρα. Ήταν τόσο μεγάλος που δεν τον άντεχε. Σιωπηλά ήθελε το θάνατό του. Το μεγαλείο του νεκρού δε χρειάζεται δύναμη να το σηκώσεις. Γιατί απλούστατα δεν το σηκώνεις. Αντίθετα ο άγιος νεκρός, το πνεύμα του άγιου νεκρού, σηκώνει το βάρος του ζωντανού κόσμου. Τον ενισχύει στη μαρτυρική επίγεια ζωή.
Την αλήθεια τούτη λίγοι άνθρωποι τη συνειδητοποιούν. Οι πολλοί κάτι ψυχανεμίζονται μα δεν την αποκρυπτογραφούν."
(*αποσπάσματα από το εξαιρετικό έργο του Στυλιανού Παπαδόπουλου "Η ζωή ενός Μεγάλου- Βασίλειος Καισάρειας", εκδόσεις: Αποστολική Διακονία)
Καλή κι ευλογημένη χρονιά!
Σ' ευχαριστούμε για το εξαιρετικό απόσπασμα που μοιράστηκες Όλγα μου. Οι άνθρωποι που υπηρετούν σε όλη τους τη ζωή το καλό είναι το φως στο σκοτάδι του κόσμου. Λίγοι μεν αλλά αρκετοί για να κρατήσουν, ακόμα και μετά τον θάνατό τους, σταθερά στην ευθεία τους πολλούς, με το παραδειγματικό βίο τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή Χρονιά Όλγα μου με υγεία, και με την ίδια πίστη σ' αυτά που σε εμπνέουν και γίνονται οδηγοί της ζωής σου.
Πολλά φιλιά!
Καλημέρα και καλή χρονιά Μαρία μου! Εκείνοι που ακολουθούν το παράδειγμα του Χριστού σίγουρα φωτίζονται και φωτίζουν. (Δε λέω το "καλό" γιατί έχω τρομάξει με το πόσο αλλοιώνονται οι έννοιες και οι λέξεις στην εποχή μας... Καθένας, πλέον, ονοματίζει "καλό" ό,τι του σβουρίξει!) Ο Μέγας Βασίλειος, βέβαια, έπαιζε στα δάχτυλα και την κοσμική γνώση της εποχής του (είχε σπουδάσει σχεδόν τα πάντα!), αλλά δεν αφέθηκε να εγκλωβιστεί σ'αυτήν, παρά κατόρθωσε να δεχτεί τη φώτιση και να κάνει κτήμα του και την ουράνια...
ΔιαγραφήΝά'σαι καλά! Φιλιά!
Το απόλαυσα το απόσπασμα για τον δικό μας Βασίλειο. Πραγματικά σπουδαίος άνθρωπος που άγιασε γιατί νοιάστηκε για τους άλλους ενώ για τον εαυτό του όχι. Πάντως από όλους όσους βρέθηκαν απέναντί του περισσότερο με λύγισε η απαιδευσία του λαού και οι μικρότητες των ορθοδόξων. Γιατί το πλήθος από αμάθεια μπορεί να γίνει όχλος αν παρασυρθεί και αυτό με στενοχωρεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή χρονιά Όλγα μου
Να φέρει το 2024 όλα τα καλά στο σπιτικό σου
Καλή χρονιά Αννούλα μου κι ευλογημένη! Δυστυχώς η αμάθεια κι η απαιδευσιά κι η πλάνη στην οποία οδηγούν διαρκώς - στην ιστορία- κατατρύχουν την ανθρωπότητα. Και, δυστυχώς, στις μέρες μας, πολύ φοβάμαι ότι, στατιστικά, πιάνουμε ιστορικά υψηλά στην αμάθεια/απαιδευσιά του λαού με όλα τα τραγικά συνεπακόλουθα... Ο Θεός να βάλει το χέρι του...
ΔιαγραφήΚαλή χρονιά με υγεία. Φιλάκια ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή χρονιά κι ευλογημένη Μαρία Έλενα! Νά'σαι καλά!
Διαγραφή