Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Φράουλες και φραουλιές!


Γράφει ο Κώστας Μπαζαίος στο "100 βότανα, 2000 θεραπείες":
"Φραουλιά.. για την αναιμία, την υπόταση, τα αρθριτικά, τις πέτρες στη χολή και στα νεφρά. [...] Δε μιλάμε φυσικά για τις άθλιες, τις ανούσιες, καλλιεργημένες φράουλες, που πουλάνε οι 9 στους δέκα μανάβηδες, αλλά για τις άγριες φράουλες κι αυτές που μπορεί ο καθένας να φυτέψει, ακόμα και σε δυο μέτρα γης κι όποιος τις δοκιμάσει δε μπορεί πια να ξαναβάλει στο στόμα του τις φράουλες του εμπορίου (που τους λείπουν όχι μόνο το άρωμα και η γεύση, αλλά και οι περισσότερες θεραπευτικές ιδιότητες). Μπορείτε όμως εύκολα να φυτέψετε μερικές, ακόμη και στη βεράντα...."
Φράουλες, λοιπόν, ένα από τα αγαπημένα φρούτα της εποχής... Κι επειδή τυχαίνει νά'χω πάμπολλες φραουλιές στον κήπο μου - οι οποίες, αν και κάθε χρόνο τις βάζουν στο μάτι οι ασβοί (βλ.: Ασβοί και γάτες!) και τις ξεπατώνουν για να βρουν σκουλικάκια στις ρίζες τους, καταφέρνουν να πολλαπλασιάζονται και να αναπληρώνουν τις απώλειες- τις αξιοποιώ δεόντως και όσες δεν τις τιμώ σα φρέσκο φρούτο, τις μετατρέπω σ'ένα απίθανο λικεράκι, σε μαρμελάδα ή σε γλυκό του κουταλιού. Έχω βέβαια το προνόμιο να ανήκουν στις αρωματικές και γευστικότατες καθώς και πλούσιες σε πολύτιμες ιδιότητες φράουλες, που περιγράφει ο Μπαζαίος. Επιπλέον έχω και μια ποικιλία μικροσκοπικών βουνίσων αγριοφραουλιών (βλ.: δεύτερη φωτογραφία), που προσθέτουν το πολύτιμο άρωμά τους και την ιδιαίτερα έντονη γεύση τους σε κάθε μου παρασκεύασμα από φράουλα. Όπως και νά'χει, όμως, ο καθένας μπορεί να φτιάξει ένα λικεράκι ή ένα γλυκό, από αυτόν τον αγαπημένο καρπό, ακόμη κι αν είναι του εμπορίου.


Το λικεράκι το συνιστώ με χίλια, για τους λάτρεις των ηδύποτων ή της φραουλιάς. Η παρασκευή του είναι απλούστατη. Πλένουμε τις φράουλες, τις καθαρίζουμε από τα κοτσανάκια και τις τοποθετούμε σ'ένα γυάλινο βάζο, παρέα με το κονιάκ και τη ζάχαρη. Σφραγίζουμε το βάζο και το αφήνουμε να λιαστεί για κανένα μήνα. Ύστερα το σουρώνουμε με προσοχή και το λικέρ μας είναι έτοιμο. Μονάχα που θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή, στο τελευταίο αυτό στάδιο. Για να μην προκύψει το λικέρ μας θολό, τοποθετούμε ένα κομμάτι βαμβάκι στο σουρωτήρι μας, ώστε να κατακρατήσει ίχνη του φρούτου που κολυμπάνε στο ρευστό και του προσδίδουν θαμπάδα. Οι αναλογίες των υλικών είναι τρία μέρη φράουλα προς δύο μέρη κονιάκ και ένα μέρος ζάχαρη. Για παράδειγμα, για περίπου ενάμιση κιλό φράουλα, χρειαζόμαστε ένα λίτρο κονιάκ και πεντακόσια γραμμάρια ζάχαρη. (Η αρχική συνταγή ορίζει τη διπλή ζάχαρη απ'αυτή που αναφέρω, αλλά δε θα το συνιστούσα.)


Όσο για το γλυκό του κουταλιού φράουλα, η διαδικασία είναι αντιστοιχη με εκείνη της μαρμελάδας (μονάχα που στη μαρμελάδα δε χρησιμοποιούμε ολόκληρες τις φράουλες) κι είναι η εξής απλή: Τοποθετούμε τις φράουλες στην κατσαρόλα συντροφιά με τη ζάχαρη (αναλογία: τουλάχιστον ένα μέρος ζάχαρη προς δύο μέρη φρούτου) σε δυνατή φωτιά μέχρι ν'αρχίσει το μείγμα να βράζει. Ανακατεύουμε με προσοχή και φυσικά χαμηλώνουμε τη φωτιά. Ξαφρίζουμε με μια τρυπητή κουτάλα τον αφρό που σχηματίζεται. Αφήνουμε το μείγμα να κρυώσει κι επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία, προσθέτωντας ίσως λίγη ζάχαρη ακόμη, ώστε το γλυκό να "δέσει". Δεν ξεχνάμε να στίψουμε μέσα και λίγο λεμονάκι, ώστε να μη ζαχαρώνει το γλυκό μας. `Αντε, και καλή επιτυχία σ'όποιον το δοκιμάσει!


Και να παραθέσω μερικές ακόμη ιδιότητες του φυτού αυτού, που καταγράφει ο Κ.Μπαζαίος: Ο χυμός της φρέσκιας φράουλας ασπρίζει τα δόντια, αλλά και ανακουφίζει από τα ηλιακά εγκαύματα. Ο καρπός της φραουλιάς είναι θρεπτικός, πλούσιος φυσικά σε βιταμίνη C (αλλά και σε ασβέστιο, σίδηρο, μαγνήσιο, φώσφορο. θείο, ιώδιο, σάκχαρα, διοξείδιο του πυριτίου, αλλά και ταννίνη, σαλικυλικό και γαλλικό οξύ, φραγκαριανίνη) και συνίσταται σε όσους υποφέρουν από ηπατικά προβλήματα, αναιμία, νεύρα, ρευματισμούς, αρθριτικά και ποδάγρα. Τα φύλλα και οι ρίζες της είναι διουρητικά, στυπτικά, καθαρκτικά κι αιμοστατικά, χρησιμοποιούνται ως αφέψημα για την καταπολέμηση της διάρροιας, του ίκτερου, του κολικού των νεφρών, της υπέρτασης, των αρθριτικών και των διαταραχών του ουροποιητικού.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2008

29 Μαϊου 1453

Θεόφιλος, "ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος"
Σα σήμερα, 29 Μαϊου του 1453, αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους, με το θρυλικό Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, το "μαρμαρωμένο βασιλιά" όπως τον ονομάτισε ο λαός μας, τελευταίο αυτοκράτορα υπερασπιστή της.. Παραπέμπω στην ιδιαίτερη και τόσο ενδιαφέρουσα εγγραφή της Φωτεινούλας, που με άγγιξε βαθιά, στο http://asteraki.pblogs.gr/2008/05/oyk-ealw-to-fws.html και, εδώ, αρκούμαι σε ένα μικρό λογοτεχνικό απόσπασμα του Κώστα Κυριαζή, που αφορά τη μέρα τούτη:

"... -Πήραν την Πόλη, πήραν την!

Ο Θρήνος από μέσα δυνάμωσε, πέταξε πάνω από τη Βασιλεύουσα, έφθασε μέχρι το θρόνο του Θεού κι Εκείνος απόστρεψε το πρόσωπό Του.

-Πήραν την Πόλη, πήραν την!

Οι `Αγγελοι φτερούγισαν από την Κωνσταντινούπολη και χάθηκαν πάνω στα ουράνια.

-Πήραν την Πόλη, πήραν την!

Ήχησαν οι καμπάνες, σπάσανε τα σημαντρά τους, ραγίσαν οι καρδιές τους.

-Πήραν την Πόλη, πήραν την!

Πέθανε ο Αυτοκράτωρ, χάθηκε, φτερούγισε μακριά ο δικέφαλος μαύρος αετός.

-Πήραν την Πόλη, πήραν την!

Ξεσχίσαν οι φωνές τους λάρυγγες των τυραννισμένων, που χάναν τις ελπίδες τους, που βλέπανε μπροστά τους θάνατο, σκλαβιά, μαύρα, κατάμαυρα τα χρόνια τους.

-Πήραν την Πόλη, πήραν την!

Δακρύσαν οι εικόνες, φιλήθηκαν για στερνή φορά οι Χριστιανοί, μετάλαβαν όσοι πρόλαβαν.

-Εάλω η Πόλις!

Βούιξαν οι καμπάνες της Αγιάς Σοφιάς. Δονήθηκε η Πλάση. Τρεμούλιασε στα χέρια του Δεσπότη το `Αγιο Δισκοπότηρο.

-Εάλω η Πόλις!

Μια κραυγή βγαλμένη από χιλιάδες στόματα, που μπορούσαν ακόμη να ουρλιάζουν στην απόγνωσή τους. Μια φωνή που αγκάλιασε ολόκληρη τη Βασιλεύουσα, πέρασε τα πατημένα τειχιά κι έφτασε στους κάμπους, που βουβάθηκαν, στη θάλασσα, που ανατρίχιασε κι έπαψε για μια στιγμή να στέλνει τα κύματά της να γλύφουνε τα πόδια της Πόλης που είχε πέσει.

-Εάλω η Πόλις!

Το τέλος, η καταστροφή, το ξεψύχισμα...

-Εάλω η Πόλις!

Οι μανάδες σφίξανε στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους, τα κρύψανε στον κόρφο να μην ιδούν το θάνατο που ζύγωνε, τα κυρτά σπαθιά, που υψώνονταν πάνω από τα κεφάλια τους.

-Εάλω η Πόλις!

Αρχοντολόι και λαός, ανθρωποθάλασσα ανταριασμένη, έτρεξαν, μπροστά στα κύματα των Τούρκων που μπαίναν στην πατημένη Πύλη, στις εκκλησιές να βρουν τη σωτηρία κοντά στους Αγγέλους, που, αλίμονο, είχαν πια φύγει, κοντά στις εικόνες που δάκρυζαν, δίπλα στις καμπάνες, που σκίζαν τον αγέρα με τις βαριές, απελπισμένες τους φωνές:

-Εάλω η Πόλις! ..."


(Κώστας Δ.Κυριαζής, "Κωνσταντίνος Παλαιολόγος", εκδ. Εστία)

* Για την ημέρα της αλώσεως και το Μαρμαρωμένο Βασιλιά βλ.: Μαρμαρωμένος Βασιλιάς )

Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Καλοκαίριασε...

Καλοκαίριασε για τα καλά.. κι αρχίζουνε τα πρώτα μπανάκια.. Την Κυριακή έκανα την πρώτη μου βουτιά, σε μια παραλία κατάμεστη από κόσμο, σ'ένα σκηνικό που θύμιζε μέρες του Αυγούστου και που δεν τό'χω ξανασυναντήσει Μάϊο μήνα.. Ξεχύθηκε ο κόσμος στην παραλία, στις ξαπλώστρες, στην αμμουδιά και στα ταβερνάκια.. η παγωμένη θάλασσα μονάχα φιλοξένησε λιγότερες ανθρώπινες παρουσίες, καθώς πολλοί υπήρξανε διστακτικοί.. Κι ο πιτσιρικάς, έμεινε με την υπόσχεση πως την άλλη Κυριακή, θα τον αφήσουν να βουτήξει στην αγκαλιά της..


Από Δευτέρα πιο ήσυχα (ευτυχώς για μένα!).. το σκηνικό επανήλθε στους εποχιακούς ρυθμούς του..


Καλό καλοκαίρι νά'χουμε...

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

κουκούτσια από βερίκοκο...



Κάποτε οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν καθετί που τους χάριζε η φύση.. Τότε που ζούσαν σε αυτή, τότε που ήταν ένα με αυτή.. που ανήκαν σ'αυτό που λέμε ευρύτερο οικοσύστημα.. Τότε που δεν υπήρχαν σκουπίδια στον πλανήτη, γιατί καθετί είχε τη χρησιμότητά του, το ρόλο του.. τίποτα δεν ήταν άχρηστο (εξάλλου αυτός δεν είναι κι ο ορισμός τους σκουπιδιού; "καθετί άχρηστο, απόρριμα" γράφει και το λεξικό). Η φύση, λοιπόν, δεν είχε λόγο να δημιουργήσει "άχρηστα", να δημιουργήσει "σκουπίδια". Τώρα, το τί λόγο είχαμε εμείς να το κάνουμε, σηκώνει μεγάλη κουβέντα.

Κάποτε, λοιπόν, στο χωριό πετούσαν τα "σκουπίδια" τους στη φύση.. αλλά τότε "σκουπίδια" ήταν τίποτα φλούδια από φρούτα, κανένα τσόφλι από καρπό και άλλα σχετικά, που μόνο "άχρηστα" δεν ήταν, αφού σχηματίζαν ένα ωραιότατο φυσικό λίπασμα και ποτίζαν με ζωή τον επόμενο καρπό που θα ξεφύτρωνε στα απομεινάρια τους. Σήμερα, υπάρχουν κάποιοι στο χωριό που ακόμα πετούν τα σκουπίδια τους στη φύση.. πλαστικά περιτυλίγματα, συνθετικά σακουλάκια, μπογιατισμένα κονσερβοκούτια κι όλα τα σχετικά.. Το πλαστικό σακουλάκι από το κρουασάν αντικατέστησε τα κουκούτσια από τα τζάνερα.. Τα τζάνερα σαπίζουν πάνω στα δέντρα, καθώς κανείς δε μπαίνει στον κόπο να τα μαζέψει να τα κάνει μαρμελάδα για το πρωινό, αφού πλέον το πρωινό φυτρώνει σε πλαστικά σακουλάκια, κι όχι στη φύση. Κοινώς φυτρώνει μέσα σε μελλοντικά σκουπίδια (καθετί άχρηστο δεν είπαμε είναι ο ορισμός;). Η μεγάλη δυστυχία είναι, πως δεν κυκλοφορεί μονάχα η βρώση μας τυλιγμένη σε πλαστικά μελλοντικά απορρίματα με αμφιβόλου ποιότητας περιεχόμενο τεχνητής μυρωδιάς και γεύσης και συνθετικής αφής, αλλά και η πνευματική μας τροφή ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχουνε μπει στο χορό και τα συναισθήματα κι η ίδια η αγάπη.. Εκεί να δεις περιτύλιγμα, άρωμα τεχνητό, γεύση συνθετικής σοκολάτας τόσο τέλεια διαμορφωμένη που ξεγελά και τον πιο εκπαιδευμένο γευσιγνώστη, κι εμφάνιση αα'! Κι αρχίζουν να σερβίρονται και τα συναισθήματα σε σακουλάκια.. με ημερομηνία λήξεως (άλλοτε καθαρή, άλλοτε δυσδιάκριτη, άλλοτε και εκ προθέσεως αλλοιωμένη), με βλαβερές συνέπειες για τα δόντια (παλιά θά'σπαγες κανά δόντι από κανένα σκληρό μύγδαλο, τώρα σαπίζει από το υλικό.. εννοείτε τη διαφορά;), μ'εκείνη τη μυρωδιά του χημικού συντηρητικού να πλανιέται στον ουρανίσκο(ακόμα και στην πιο απολαυστική μπουκιά), μπουκιές με τεχνητό άρωμα κεράσι ή βερίκοκο (ανάλογα τα γούστα ή την περίσταση) συσκευασμένες σε απορρίματα φανταχτερά, ενυπωσιάκα ή ακόμη και ιδιαίτερα προσεγμένα και διακριτικά που, τσακ, τα κουβαριάζεις στη χούφτα σου και τα πετάς στον κάλαθο των αχρήστων... και στη βιτρίνα, σε περιμένουν τα επόμενα..

Κι ας επανέλθω στο τότε.. τότε που ο άνθρωπος δεν είχε την πολυτέλεια να αναλώνει το χρόνο του πλάθοντας σκουπίδια και ξετυλίγοντας σακουλάκια.. τότε που εργαζόταν απ'το ξημέρωμα ως τη μαύρη νύχτα για να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή επιβίωση (σε αντίθεση με το σήμερα που "δεν έχει την πολυτέλεια" να αναλώνει το χρόνο του κουβεντιάζοντας με τα παιδιά του, πίνοντας κρασάκι παρέα με ένα φίλο ή φυτεύοντας ένα γιασεμί στο μπαλκόνι του γιατί.. εργάζεται από το πρωί μέχρι το βράδυ για να εξασφαλίσει περισσότερα πλαστικά σακουλάκια τροφής, πνεύματος και συναισθημάτων...).. ας επανέλθω στο τότε, λοιπόν.. κι ούτε καν στο "τότε" των περασμένων αιώνων, αλλά στο "τότε" κάνα-δυο γενεών πριν.. που, τουλάχιστον στην επαρχία, ο άνθρωπος ήταν ακόμη κομμάτι, "μέρος", της φύσης που τον περιέβαλλε..

Κι εδώ κολλάνε τα κουκούτσια από βερίκοκο.. μιας και, καθώς, τίποτα, δεν πήγαινε χαμένο.. τα κουκούτσια τούτα, χρησίμευαν στο να παρασκευαστεί το πατροπαράδοτο λικεράκι που σερβίραν στον καλεσμένο, συντροφιά με το γλυκό του κουταλιού. Κι επειδή, αυτές τις μέρες, το έφτιαξα κι εγώ με τα κουκούτσια της βερικοκιάς μου, ας παραθέσω τη συνταγή.. για τον όποιο τυχόν ενδιαφερόμενο.. Κι ας αναφέρω επιπλέον ότι τα συστατικά τούτου του "άχρηστου" κουκουτσιού έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες και θεωρούνται ιδιαίτερα ωφέλημα για τον οργανισμό και τη μακροζωϊα (αν και η υπερβολική και αλόγιστη κατανάλωση τους μπορεί να αποβεί τοξική).


Η συνταγή συναντάται με διάφορες παραλλαγές. Θα περιγράψω την πιο απλή. Βάση για το λικέρ μπορεί να αποτελέσει το κονιάκ, το τσίπουρο (θα συνιστούσα χωρίς γλυκάνισο σε αυτή την περίπτωση) ή ακόμη και η βότκα. Εγώ προτίμησα το κονιάκ. Πάντως χρειαζόμαστε ενάμιση λίτρο αλκοολούχας βάσης για 150 περίπου κουκούτσια βερίκοκου και γύρω στο μισό κιλό ζάχαρη (προσωπικά χρησιμοποιώ λιγότερη γιατί δεν το προτιμώ να γλυκίζει).  Καταρχάς, μ'ένα σφυρί (ή με κάποιο εξειδικευμένο εργαλείο) σπάμε τα κουκούτσια του βερίκοκου για να αφαιρέσουμε τον πυρήνα τους, ο οποίος και μας ενδιαφέρει. Ένας πυρήνας με όψη, άρωμα και γεύση μικροσκοπικού πικραμύγδαλου. Τούτα τα "αμυγδαλάκια" παρέα με καμιά δεκαριά ολόκληρα κουκούτσια, θα τα τοποθετήσουμε σε ένα γυάλινο δοχείο, μαζί με το κονιάκ και τη ζάχαρη. Θα σφραγίσουμε το βάζο και θα το αφήσουμε κάτω από τις ακτίνες του ήλιου για κανένα μήνα, ανακατεύοντας το μείγμα κάθε τόσο (ακόμη και μια φορά τη βδομάδα) ώστε να μην κρυσταλλώσει η ζάχαρη. Τέλος θα το σουρώσουμε και θα είναι έτοιμο για να τρατάρουμε όποιον περάσει το κατώφλι μας για να μας αποθέσει την ανθρώπινη καλημέρα του...


Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

Η επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας


"Στις παραμονές της Επανάστασης αρκετοί Πηλιορείτες ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, μεταξύ των οποίων ο προοδευτικός λόγιος `Aνθιμος Γαζής, ο οποίος τότε βρισκόταν στην πατρίδα του τις Μηλιές, όπου μαζί με το συμπατριώτη του Γρηγόριο Κωνσταντά είχε ιδρύσει την εκεί περίφημη Σχολή. Ο Γαζής είχε αναλάβει να υποκινήσει τη Θετταλομαγνησία και είχε μυήσει αρκετούς, όπως το γενναίο Μακρινιτσιώτη αρματολό Κυριάκο Μπασδέκη.

Μετά την έκρηξη της Επανάστασης στη νότια Ελλάδα, ο επαναστατικός πυρετός δυνάμωνε και ο Γαζής αναζητούσε την κατάλληλη ευκαιρία. Η Επανάσταση του Πηλίου ξεκίνησε από τις Μηλιές. [...]

Στις 7 Μαϊου στις Μηλιές, που αποτέλεσε το κέντρο της Επανάστασης, έγινε συγκέντρωση και την ίδια μέρα ο Γιάννης Δήμου ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και μίλησε ο Κωνσταντάς καλώντας τους συμπατριώτες του να ξεσηκωθούν για την ελευθερία." (Αννίτα Ν. Πρασσά, "1821, οι αθέατες όψεις, "Ελευθεροτυπία) 

Η σημαία που είχε κεντήσει η αδελφή του Δήμου, ήταν λευκή, στη μέση είχε ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό, στις γωνίες τέσσερις κόκκινους μικρούς σταυρούς, στο πάνω μέρος τον ήλιο της Ελλάδας που ανατέλλει και στο κάτω μέρος την ημισέληνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που δύει.

"Όταν τα ελληνικά καράβια φουντάρησαν στην Αγριά, ο Γιάννης Δήμου που ήταν αντικαταστάτης του Γαζή, σήκωσε τη σημαία της επανάστασης στην πλατεία του χωριού. Χτύπησαν οι καμπάνες, έγινε δοξολογία και οι Μηλιώτες δακρυσμένοι φιλούσαν ο ένας τον άλλον. Ο χαιρετισμός ήταν "Ελλάς Ανέστη". [...]

Ο Τούρκος ζαμπίτης Μπραμ αγάς, που ήταν στις Μηλιές, στην αρχή παραξενεύτηκε:

-"Μπρε τί καμώματα είναι τούτα; Κλέφτικα πράματα γλέπω. Τί 'ναι αυτά μπρε.. κατίστε φρόνημα."

-"Αγά μου κι εμείς δεν ξέρουμε", τού'πανε μερικοί.

Ο Τούρκος θέλησε να εξακριβώσει τί γινόταν.

Στο αναμεταξύ όμως, η σημαία κυμάτιζε στην πλατεία, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, κι απ'τα γύρω χωριά: Λαμπνού, Πρόπαν, Βυζίτσα, Πινακάτες και Τσάγκαράδα, έρχονταν ομάδες ομάδες με τραγούδια και φλάμπουρα, με ζουρνάδες και νταούλια.

Ο ζαμπίτης Μπραμ αγάς θέλησε να φύγει:

-"Αγά μου, του είπαν μερικοί, θα σε κρύψουμε εμείς. Μη φοβάσαι."

Ο αγάς έτρεμε και κιτρίνισε σα φλουρί.

Ο Δήμου έβγαλε διαταγή να μην τον σκοτώσουν. Του φόρεσαν ράσα και τον έκρυψαν στο μοναστήρι τ' Αη Νικόλα, εκεί κοντά. Δεν ήταν κακός άνθρωπος και πάντα υποστήριζε το χωριό. Δεν είχε κανέναν εχθρό και ο Δήμου σκέφτηκε σαν ανθρωπιστής.

Το απομεσήμερο της άλλης μέρα - ήταν μέρα Κυριακή (8/20 του Μάη) - ο Κωνσταντάς έβγαλε λόγο στην πλατεία κι είπε πάνω κάτω τούτα τα λόγια με τρεμάμενη φωνή:

"Συμπατριώτες, ελευθερία!

Τα βάσανά μας ετελείωσαν. Χαίρεται αδελφοί, χαίρεται όλον το Γένος από άκρου εις άκρον είναι ανάστατον. Από την Ρουσίαν εώς την Κρήτην όλοι οι αδελφοί μας χριστιανοί εσηκώθηκαν, συντρίβουν ταις αλυσίδαις τεσσάρων αιώνων τυραννίας. Οι εχθροί μας είναι ολιγότεροι και πολεμούνται αναμεταξύ τους. Το αίμα χιλιάδων αθώων ψυχών έγινε ωκεανός και θα καταποντίσει τους τυράννους. Ο Μωάμεθ δε θα σώσει πλέον τους Αγαρηνούς. Η εξουσία του είναι εις την δύσιν της. Αγάπην και ομόνοιαν αδελφοί, αγάπην έχετε, και σωζώμεθα. Η ένωσις είναι η δύναμις. Είναι προτιμότερος ο ένδοξος θάνατος, παρά η άτιμη ζωή. Ας αποθάνωμεν τί την θέλομεν τέτοιαν ζωήν; Ας αποθάνωμεν όμως εκδικούμενοι το αίμα των αθώων αδελφών μας, το αίμα τόσων γενεών χριστιανών όπου τους έσφαζον αθεόφοβα οι άπιστοι Αγαρηνοί. Το αίμα των πατέρων μας, όπου έτρεξε ποτάμι. Αλλ'όχι θα αποθάνωμεν, θα νικήσωμεν. Χαίρεται αδελφοί, χαίρεται, θα βασιλεύση η πίστις του Χριστού. Ζήτω η ελευθερία.."

Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος. Το χωριό πανηγύριζε κι ο κόσμος από τον ενθουσιασμό του είχε πάθει παραλήρημα." (Γ.Κορδάτος, "Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς")


Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Ειρήνη...

(της Ειρήνης της Μεγαλομάρτυρος σήμερα..)

του Νικηφόρου Βρεττάκου..

"Ειρήνη, λοιπόν, είναι ό,τι συνέλαβα μες απ' την έκφραση και μες απ' την κίνηση της ζωής. Και Ειρήνη είναι κάτι βαθύτερο απ' αυτό που εννοούμε όταν δεν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Ειρήνη είναι όταν τ' ανθρώπου η ψυχή γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος. Κι ο ήλιος ψυχή μες στον άνθρωπο."


(απόσπασμα από το έργο "Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου")

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

Η Αγία Μαύρα και το μαύρο...





Οι προλήψεις κι οι δεισιδαιμονίες χαρακτήριζαν, αλλά και χαρακτηρίζουν ακόμη, πάρα πολλές εθιμικές εκδηλώσεις, αλλά και καθημερινές αντιδράσεις του λαού μας. Το μαύρο χρώμα είναι συχνά τόσο συσχετισμένο με την έννοια του κακού, του θανάτου ή της γρουσουζιάς, που ακόμα και σήμερα, από πολλούς, θεωρείται άσκημος οιωνός να διασχίσει το διάβα τους μαύρη γάτα! Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα από βιβλίο του Αθανάσιου Μπουτούρα ("Προλήψεις του ελληνικού λαού"): "Θεωρείται καλόν να τρέφει τις κατοικίδια ζώα χρώματος μελανός, πάντως διότι πιστεύεται ότι αι εκ μέρους των κακοποιών πνευμάτων επήρειαι επισύρονται ένεκα του χρώματος επ'αυτών και αποτρέπονται από των ενοίκων"! Κοινώς, καλά κάνω κι έχω μαύρο γατί στο σπίτι μου, καθώς όλα τα κακά πνεύματα θα με αφήσουν εμένα ανέγγιχτη και θα τρυπώσουν στην καημένη την ψυχούλα του, γιατί τους έλκει η μαύρη εμφάνισή του! Αχ, και νά'ταν όλοι οι ξανθωποί, οι ασπρουδεροί μα κι όσοι στολίζονται πολύχρωμα απελευθερωμένοι από τα πνεύματα τούτα! Θα ξέραμε και να φυλαγόμαστε.. Παρόλα αυτά, οφείλω να ομολογήσω πως αμέσως μόλις διάβασα το απόσπασμα τούτο, το μετέφερα στη μάνα μου, η οποία το έχει καημό που μας έτυχε μαύρο γατί, κι όχι κανένα ασπρούλικο. Όχι πως δεν το αγαπά, μα την ακούω κάθε τόσο να του λέει με γλύκα "Καημενούλι μου, έπρεπε νά'σαι τόσο μαύρο.." και να κοιτάζει με αγωνία το άσπρο σημάδι στην κοιλιά, μπας και έχει μεγαλώσει..

Της Αγίας Μαύρας σήμερα, κι όπως ήταν φυσικό, λόγω της ετυμολογίας του ονόματός της, η μέρα της γιορτής της καταγράφεται στην παράδοση του λαού μας ως μέρα ιδιαίτερα δυσοίωνη. Και αναμενόμενος είναι ο συνειρμός αυτός, όπως αναμενόμενος ήταν κι ο φόβος του ανθρώπου για το σκοτάδι, όταν μάλιστα η νύχτα δε φωτιζόταν ούτε καν από ηλεκτρικά λαμπιόνια κι οι κίνδυνοι καραδοκούσαν ύπουλα στο μαύρο φόντο της καθημερινής και πολύωρης βασιλείας της. Κι έτσι το "μαύρο" έβγαλε το κακό το όνομα και, από την άλλη, κοντέψαμε να ξεχάσουμε πως χάρη σ'αυτό μπορούμε και διακρίνουμε το φως!

Γενικά, ο Μάης, παρόλο που είναι ο μήνας των λουλουδιών, γεννά πολλές προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Γράφει ο Γ.Α.Μέγας "Αυτός ο μήνας, λέγουν, έχει πολλές κακές ώρες. ...Το Μάη δεν κόβουν ρούχα, ούτε παντρεύονται γιατί 'τους παίρνει ο Μάης'. .Η δεισιδαιμονία αυτή συναντάται σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς κι εξηγείται από τη λατρεία των αρχαίων Ρωμαίων, που το Μαϊο τελούσαν γιορτή προς τιμή των θεοτήτων του κάτω κόσμου...." Ε, είναι και της "Αγίας Μαύρας" στις 3 του μηνός, ήρθε κι έδεσε! Οι φόβοι κι οι απαγορεύσεις εντείνονται στο έπακρο. "Στη Μεσσηνία μάλιστα, όποια μέρα πέσει της αγίας Μαύρας, αυτή τη μέρα τηνε φυλάνε όλο το χρόνο' δεν κόβουν ρούχο, δε λευκαίνουν πανί, δεν αλωνίζουν, δεν κάνουν ελιές στο λιοτριβειό, γιατί γίνεται μαύρο το λάδι... Κι οι Κύπριοι χωρικοί τη μέρα αυτή δεν τυροκομούν γιατί γεμίζει το σπίτι και το τυρί 'μαύρες' (κατσαρίδες)" (Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας").

Στην Αιτωλία δε σπέρνουν γιατί δε φυτρώνουν, λένε, οι σπόροι και στην παλιά Αθήνα οι νοικοκυρές, δεν έπιαναν βελόνα για να μη βγάλουν το μαύρο σπυρί, τη "μαύρη".

Σημειώνει κι ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας") για τους τσοπάνηδες: "Τη γιορτή της Αγίας Μαύρας, θα τη συναντήσουμε στις 3 του Μάη και τ'όνομά της φυτεύει στην ψυχολογία του λαού μας 'μαύρα προαισθήματα' για ολάκερη την υπόλοιπη χρονιά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η γιορτή αυτή για τις γυναίκες. Της Αγίας Μαύρας, οι γυναίκες δεν κάνουν καμιά δουλειά, γιατί τό'χουν σε μεγάλο κακό. Φοβούνται κι ο φόβος 'φυλάει τα έρημα', λέει η παροιμία. Έτσι, δεν κόβουν ρούχα, δε ράβουν, δε λευκαίνουν πανιά, δε γνέθουν, δεν υφαίνουν, δεν τραβούν διασίδια, δεν απλώνουν γνέματα, δε λαναρίζουν, δεν ξαίνουν μαλλιά και, μάλιστα, μερικές τη μέρα που πέφτει τη φυλάνε ολοχρονίς ή "χρονικίς", όπως λένε.

Οι τσοπάνηδες την ημέρα της Αγίας Μαύρας δεν τυροκομούν. Το γάλα το δίνουν στους φτωχούς την ημέρα αυτή, για το καλό των ζωντανών τους."

Τέτοιος, λοιπόν, ήταν ο φόβος για τη μέρα τούτη που η εκκλησία μας τιμά την αγία Μαύρα αλλά και το σύζυγό της άγιο Τιμόθεο, ένα νεαρό και νιόπαντρο ζευγάρι που απλά πίστεψε στο Φως και για την πίστη του αυτή θανατώθηκε με τα χειρότερα βασανιστήρια από ανθρώπους που σίγουρα είχαν βασιλιά της ψυχής τους το Σκοτάδι κι ας μην το πρόδιδε αυτό καμιά ονομασία και κανένα χρώμα πάνω τους... Πώς λέμε, "άλλος έχει τ'όνομα κι άλλος τη χάρη"!

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Ζάμαντας






Την Παρασκευή της εβδομάδας του Πάσχα είναι της Ζωοδόχου Πηγής, γιορτή της Παναγίας. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας γίνονται λιτανείες κι ακολουθούν πανηγύρια και χοροί, ιδιαίτερα σε τόπους και εκκλησιές που έχουν αγίασμα, νερό αγιασμένο και θαυματουργό. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το έθιμο του "Ζάμαντα" που τέτοια μέρα λαμβάνει χώρα στην Πεντάπολη Σερρών και περιγράφει ο Α.Μελισσάς:

"[...].Η λαϊκή παράδοση της Πεντάπολης θέλει η ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα, να γιορτάζεται κάθε χρόνο στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, με διήμερο πανηγύρι. [...]
Το πρωί της ημέρας αυτής, αφού ψαλεί ο όρθρος στον κεντρικό Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, ακολουθεί η τέλεση της Θείας Λειτουργίας στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής.[...] Μόλις τελειώσει η θεία Λειτουργία, νέοι του χωριού παραλαμβάνουν τις ιερές εικόνες από τον πολιούχο `Αγιο Αθανάσιο, τα δύο παρεκκλήσια, την Αγία Παρασκευή και Αγία Βαρβάρα, καθώς και από τα τρία εξωκλήσια, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου. Αφού τις στολίσουν με κεντητά πολύχρωμα υφάσματα, «καρέδες» και λουλούδια των αγρών, τις επωμίζονται και σχηματίζουν θρησκευτική πομπή..[...] ακολουθούν όλοι οι κάτοικοι του χωριού με αναμμένες λαμπάδες Η πομπή συνοδευόμενη από κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών κατευθύνεται στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στο οποίο, αφού φτάσει, ο ιερέας «διαβάζει Αγιασμό» και οι νέοι περιφέρουν τις άγιες εικόνες τρεις φορές γύρω από την εκκλησία. Έξω δε από τις πόρτες των σπιτιών, από τα οποία διέρχεται η θρησκευτική πομπή, καίγονται θυμίαμα και κεριά.
Στη συνέχεια οι νέοι με τις εικόνες και μαζί τους ο ιερέας ανεβασμένος σ' ένα περήφανο και δυνατό άλογο, το οποίο είναι στολισμένο, φορώντας το επιτραχήλιο και κρατώντας με το δεξί του χέρι μια εικόνα κατευθύνεται με ακολουθία πιστών προς το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία.

Από εκεί κατευθύνονται στον `Αγιο Γεώργιο και μετά στον `Αγιο Νικόλαο. Σε κάθε εκκλησία γίνεται θρησκευτική τελετή και περιφέρονται τρεις φορές οι εικόνες. Από τον `Αγιο Νικόλαο, η πομπή κατευθύνεται και περιοδεύει στην αγροτική περιοχή του χωριού. Σε ορισμένα μεγάλα σταυροδρόμια με προσανατολισμό τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπως στη «Ζαγγαριάνη», στα «Τόπια», στο «Ντίκιλτάς(ι)», στον «Περιστεριό», καθώς και σε όλα τα παρεκκλήσια και εξωκλήσια, ο ιερέας δέεται προς τον Επουράνιο Κύριο «υπέρ προστασίας της κωμοπόλεως ταύτης και των κατοικούντων εν αυτής» και για καλή σοδειά της γεωργικής παραγωγής. Κατά τις δεήσεις αυτές, ο ιερέας τοποθετεί, θάβοντας μέσα στη γη, ή στον κορμό κάποιου εύρωστου δέντρου «προσφορά» (αγιασμένο αντίδωρο) από τη Θεία Λειτουργία ή όπως λέγεται «Ύψωμα».
[...]
Αφού τελειώσει η περιφορά των εικόνων όλοι συγκεντρώνονται στην πλατεία της Αστυνομίας.[...]. Στην πλατεία αυτή ακολουθεί λαϊκό πανηγύρι που ανοίγει με το χορό του «Ζάμαντα» κατά τη διάρκεια του οποίου χορεύουν όλοι γέροι και νέοι και τελειώνει όταν κάποιος, συνήθως από τους προύχοντες φωνάζει: Αϊντε κάηκαν τ' αρνούδια (αρνιά). Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι κάτοικοι με τους φιλοξενούμενους πρέπει να πάνε για φαγητό και το απόγευμα να συνεχίσουν το γιορτασμό.

Για τις ρίζες του εθίμου αυτού και ιδιαίτερα του χορού «Ζάμαντα» υπάρχουν δύο αναφορές.

Στην πρώτη η φαντασία των απλοϊκών κατοίκων της περιοχής έπλασε ένα μύθο. Δημιούργησε ένα φανταστικό αχόρταγο τέρας - δράκο τη «Λάμια». Αυτή φύλαγε το «τρανό σουλνιάρ(ι)» δηλαδή μια πηγή νερού με βρύσες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να φοβούνται να πάρουν νερό και να είναι έτσι καταδικασμένοι σε λειψυδρία. Έρχεται λοιπόν ο γενναίος ήρωας - το δυνατό παλικάρι - ο «Ζάμαντας» και σκοτώνει το θεριό «Λάμια» και το πολύτιμο νερό πλημμυρίζει με ζωή τη γύρω περιοχή.

Η άλλη αναφορά φαίνεται πιο πραγματική. Έχει τις ρίζες της στην περίοδο παρακμής του Βυζαντίου και της κυριαρχίας των Οθωμανών. Όταν οι κάτοικοι του χωριού γιόρταζαν χορεύοντας και πανηγυρίζοντας μετά την Ανάσταση τον ερχομό της άνοιξης έτσι όπως συνήθιζαν να κάνουν πολλά χρόνια οι αλλόθρησκοι κατακτητές με διάφορα προσχήματα προκαλούσαν τους χριστιανούς δημιουργώντας πολλές φορές σοβαρά επεισόδια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σταματούν οι θρησκευτικές και λαϊκές εκδηλώσεις «Χαλνούση του παναήρ(ι)» η προσμονή των οποίων και η προετοιμασία για αυτές ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για τη ζωή ολόκληρου του χωριού.

Κατά τη διάρκεια λοιπόν ενός τέτοιου μεγάλου πανηγυριού όλος ο κόσμος ήταν πιασμένος στο χορό «τρία κάτια χουρός γένουνταν» δηλαδή χόρευε τόσος κόσμος ώστε να έχουν σχηματιστεί τρεις ομόκεντρες κυκλικές σειρές με την ελπίδα πως αυτή τη φορά το πανηγύρι τους θα ολοκληρώνονταν έτσι όπως το ήθελαν. Ξαφνικά όμως αντιλαμβάνονται να ανηφορίζει και να πλησιάζει το βάρβαρο μπουλούκι των άπιστων Οθωμανών. Εξαγριωμένοι αυτοί χτυπώντας και βρίζοντας τους κατοίκους ήθελαν και πάλι να τους «χαλάσουν» τη γιορτή. Ήταν γνωστή αυτή η τακτική ορισμένων βαθμοφόρων Οθωμανών προς τους Χριστιανούς διαφόρων περιοχών με σκοπό να τους εξαναγκάσουν σε εξισλαμισμό ή να επωφεληθούν από αρπαγές φόρων και περιουσιών.

Να όμως που ένας λεβέντης δεν ανέχτηκε τις αφόρητες προκλήσεις και τραμπουκισμούς των απίστων και ξεπετάχτηκε μέσα από το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο - ένα δυνατό και ψυχωμένο παλικάρι. Ήταν γιος μιας χήρας μάνας και προτάχθηκε για να αναμετρηθεί στην προκλητική πρόσκληση του Οθωμανού αρχινταή που δρούσε στην περιοχή. Αυτός ο βάρβαρος Οθωμανός ήταν γνωστός, ή τον αποκαλούσαν με το όνομα «Ζάμαντα» (πιθανόν η ονομασία αυτή να προήλθε από τις οθωμανικές λέξεις Zantarma = χωροφύλακας και Zantarmalik = το επάγγελμα του χωροφύλακα - νταηλίκι - τραμπουκισμός).

`Αρχισαν τότε να χτυπιούνται κάτω από τα τρομαγμένα και ανήσυχα βλέμματα όλων και τις σπαρακτικές παρακλήσεις της μάνας. Ο αγώνας όμως ήταν άνισος για το νέο γιατί με δόλιο τρόπο (κρατούσε ο Ζάντας δεντρί ξεριζωμένο, λέει ο στίχος του τραγουδιού) κατάφερε να τον χτυπήσει θανάσιμα. Το τι επακολούθησε τότε μπορούμε να το φανταστούμε. Στην αρχή πανικός και ξεφωνητά του πλήθους, καθώς έβλεπαν το παλικάρι που ξεψυχούσε πλημμυρισμένο στα αίματα στη σπαρακτική αγκαλιά της μάνας του. Οι βάρβαροι αναστατωμένοι από την ανέλπιστη αυτή τη φορά εξέλιξη της επιδρομής τους αποχωρούσαν βιαστικά φοβούμενοι κάποιο επεισόδιο αντεκδίκησης.

Το σοβαρότατο και δυσάρεστο αυτό γεγονός μαθεύτηκε σε όλη την περιφέρεια και πιθανόν να αποτέλεσε αιτία για εντονότατες διαμαρτυρίες προς το Σουλτάνο της Υψηλής Πύλης. Για να αποφύγουν οι κατακτητές αντιδράσεις και επεισόδια παρεχώρηοαν προς τους κατοίκους ιδιαίτερα προνόμια ελευθερίας, ιδιοκτησιών, φόρων κ.λπ. Από τότε αρχίζει για τον τόπο μια καλύτερη ζωή. (Η περιοχή σε απογραφές του 13ου - 14ου αιώνα έχει σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον και ειδικό ιδιοκτησιακό καθεστώς, έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας).

Σε ανάμνηση της θυσίας του νέου και ως ελάχιστο φόρο τιμής οι άνθρωποι του χωριού μετέβαλαν τα συναισθήματα τους σε λόγο (τραγούδι), κίνηση και μελωδία προϊόντα της λαϊκής, δημιουργίας. Έτσι η λαϊκή μούσα θέλοντας να υμνήσει το γενναίο παλικάρι δημιουργεί στίχους και τραγουδά το «Ζάμαντα».

«ΟΥ ΖΑΜΑΝΤΑΣ»

Του παναήρι γένιτ
μιγάλου παναήρι.
Αράδα κάντιν άρχουντοις
αράδα κι παπάδοις.
Αράδα κι φτουχουλουγιά
σ'τουν ήλιου, στουν προυσήλιου.
Σ ν' αράδα τ' αρχουντόπουλα
μι χέρια σταυρουμένα.
Διψούν οι μάνες για νιρό
κι τα πιδιά για γάλα.
Όλνοι του Θιό παρακαλούν
τουν Κύριου δοξάζουν.
Κύριη μην έρθη ου Ζάμαντας
χαλνά του παναήρι.
Κι λόγου δεν επλήρουσι
κι συντυχιά δεν τούχει.
Κι ου Ζάμαντας απώφτασι
σαν φίδι πυρουμένου.
Κρατεί δεντρί στου χέρι του
δεντρί ξηριζουμένου.
Βάζει τηλάλ(ι) κι φώναξι
στη μέσ(η) στου παναήρι.
Ποιος είνι άξιους κι άγουρους
ποιος είνι παλικάρι.
Να βγη για να παλαίψουμι
στη μέσ(η) στου παναήρι.
Κανείς δεν πιλουγήθηκι
απόλ(ου) του παναήρι.
Μον'τσ χήρας γιος πλουγήθηκε
τσ χήρας του παλικάρι.
Ιβγήκι κι πινευτικι
μέσα στου παναήρι.
Ιγώ μι άξιους κι άγουρους
ιγώ μι παλικάρι.
Να βγω για να παλαίψουμι στη μέσ(η) στου παναήρι.
Κάτσι πιδίμ'μη πιάνηση
μη Ζάμαντα μη βγαίνεις.
Ιψές κι σι ουνειρεύτικα
(α)' χαμνό (ο)'νειρου σι είδα.
Είδα τουν ουρανό θουλό
κι τ άστρα ματουμένα.
Μη του θηρίου πιάστηκι
μη του θηρίο παλεύει.
Απ' τα μαλλιά τουν άρπαξι
στα μάρμαρα τουν κρούει.
Γιμίζου τόπους γ' αίματα
τα μάρμαρα κουμάτια.
Κι μάνα του, τουν έκλιγι
κι μάνα του, τουν λέει.
Δεν σ'ίλιγα νι γω, νι γιε μ'
νι γιέμ'νι παΠικάρι μ'.
Μι Ζάμαντα μη πιάνιση
σ'του παναήρ(ι) μη βγαίνεις
Γιατί πιδίμ' δεν μί άκουσες
του ονείρου που σ' είδα.
Έχασες τώρα τα νιάτα σου
και την παλικαριά σου.
[...]"
Απόστολος Στ. Μελισσάς
(πηγή και περισσότερες πληροφορίες: http://www.serrelib.gr/topikes.php?id=15)

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Πρωτομαγιάτικα...



Πλήθος τα έθιμα του τόπου μας για τον εορτασμό της μέρας τούτης που συμβόλιζε πάντοτε την τελική νίκη του καλοκαιριού και της ζωής κατά του χειμώνα και του θανάτου.. Της μέρας τούτης, που δεν ξεχνάμε πως εκτός από γιορτή της άνοιξης, είναι αφιερωμένη και στον εργατικό αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη. Η Πρωτομαγιά, λοιπόν, η Εργατική και η Ανοιξιάτικη, πάντα όμως για ένα πιο φωτεινό Αύριο, πάντα δυναμική κι ελπιδοφόρα...

Πέρα από τον παραδοσιακό στολισμό της θύρας του σπιτιού με το ολάνθιστο στεφάνι, τα τραγούδια, οι αναπαραστάσεις, οι προλήψεις, οι γιορτινές συνήθειες κι οι συμβολισμοί ανθούσαν και παράλλαζαν από περιοχή σε περιοχή της Ελλάδας για τη μέρα της Πρωτομαγιάς.

Όπως καταγράφει ο λαογράφος μας Γ.Α.Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"), "...στην ηρωική Πάργα, από το πρωί της Πρωτομαγιάς τα παιδιά εγύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι του Μαϊου, στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας στα χέρια τους μεγάλους κλώνους πορτοκαλιάς ή νεραντζιάς, γεμάτους άνθη.. [...]... Στην Κέρκυρα περιφέρουν κορμό τρυφερού κυπαρισσιού, ίσιου και φουντωτού' τον έχουν σκεπασμένο με κίτρινες μαργαρίτες και άλλα άνθη, του κρεμούνε κι ένα στεφάνι' από τα χλωρά κλαδιά του δένουνε μεταξωτά μαντίλια, ζουνάρια και κορδέλες' από το στεφάνι τέλος κρεμάνε φρούτα και χορταρικά πρώιμα..[...]..Αλλού, όπως στον άγιο Λαυρέντιο του Βόλου, ο Μάης ενσαρκώνεται στο Μαγιόπουλο, ένα παιδί στολισμένο με λουλούδια' χορός από προσωπιδοφόρους το συνοδεύουν τραγουδώντας τα Μαγιάπριλα τραγούδια τους στους δρόμους του χωριού, ενώ χορεύει το Μαγιόπουλο. Στη Ναύπακτο το Μαγιόπουλο το συντροφεύουν γέροι φουστανελάδες βαστώντας στο ένα χέρι κουδούνια στολισμένα με ανθισμένη ιτιά...[...] Το έθιμο το βρίσκουμε και στο Ξηροχώρι Ευβοίας, συνδιασμένο με την παράκληση για βροχή. Εκεί ένας χωρικός, ντυμένος σ'όλο του το σώμα με λουλούδια και κλαδιά ελιάς, καρυδιάς και άλλων δέντρων, λέγεται Πιπεριά...[...]Στην Πορταριά (πριν από 80 περίπου χρόνια) την Πρωτομαγιά μεταμφιέζοντο πέντε πρόσωπα: το κορίτσι, ο γιανίτσαρος, όλο άρματα κι ασήμι, ο γιατρός με το ψηλό φράγκικο καπέλο και δυο άλλα πρόσωπα. Πήγαιναν εν πομπή ανά το χωρίον και στην πλατεία άρχιζε η παράστασις. Ο γιανίτσαρος εδοκίμαζε να κλέψει το κορίτσι' το κορίτσι απ'την τρομάρα του πέφτει λιγωμένο. Ακολουθούν μοιρολόγια και κοπετοί. Ο γιατρός ανασταίνει την κοπέλα. Ακολουθούν χοροί, τραγούδια και χαρές...[...] Η παράσταση αυτή, δηλαδή η έκθεση του νεκρού και η ανάστασή του, συνηθίζεται ακόμη, με ολότελα αρχαιότερη μορφή, στο Ζαγόρι της Ηπείρου. ...[...]"

Ένα αντίστοιχο έθιμο, τους Μάηδες του Πηλίου (βλ. Οι "Μάηδες" που χάθηκαν... ) , ιστορεί κι ο Κώστας Λιάπης στο βιβλίο του "Ώρες του Πηλίου".

Όπως σημειώνει ακόμα ο Γ.Α.Μέγας, "Την ομορφιά και τη δροσιά από τη φύση θέλουν να φέρουν έπειτα και στο σπίτι τους, κόβοντας λουλούδια του αγρού και πλέκοντας στεφάνι πολύχρωμο, που το κρεμούν στην πόρτα του σπιτιού. Αλλ'αν το λουλούδι είναι για τον κάτοικο της πόλης σύμβολο της άνοιξης και της χαράς, για τον αγρότη το άκαρπο λουλούδι δε σημαίνει αυτό που θέλει και ζητά: να εξασφαλίσει από τη μητέρα γη τη θαλερή βλάστηση, την πλούσια καρποφορία. Γι'αυτό το "Μάη" τους ο αγρότης κι η αγρότισσα δεν κάνουν με λουλούδια, αλλά με λογής λογής πρασινάδες και καρπούς, χωρίς να παραλείπουν το σκόρδο για τη βασκανία και το αγκάθι για τον εχθρό. Π.χ. στο Ρεϊσδερε της Σμύρνης οι αγρόται επήγαιναν την παραμονή της Πρωτομαγιάς στην εξοχή κι έκοβαν από όλα τα πράγματα πού'χουν καρπό: σιτάρι, κριθάρι, συκιά με τα σύκα, σκόρδο, κρομμύδι, αμυγδαλιά με τ'αμύγδαλα, ροδιά με το ρόδι και τα κρεμούσαν στην πόρτα απάνω. Αυτός ήταν ο Μάης και τον είχαν κρεμασμένο ως τ'Αϊ Γιαννού του Θεριστή. Τότε τον έβγαζαν και τον έριχναν στη φουρνάρα."

Γράφει η Μαρία Μιχαήλ-Δέδε ("Γιορτές-έθιμα και τα τραγούδια τους"), για το Τρίκερι της Θεσσαλίας: Την ημέρα της Πρωτομαγιάς, η Τρικεριώτισσα γυναίκα του βαρκάρη, θα φτιάξει μια ανθοδέσμη και θα την προσφέρει στον άντρα της. Αυτός με τη σειρά του, θα την προσφέρει στη βάρκα του που τον περιμένει στο γιαλό. Μα η σημασία του λουλουδιού, δε δηλώνεται μόνο έτσι. Οι κοπέλλες έχουν τη σειρά τους το απόγευμα. Φοράνε τα καλά τους που τα ταυτίζουν σε ένα θαυμάσιο ψυχολογικό κρίκο με την όμορφη και πλούσια τοπική τους φορεσιά. Θα μαζέψουνε λουλούδια στις πλαγιές και τα πλατώματα των αγρών κι ύστερα κρατώντας λουλούδια θα κατέβουν στην πλατεία του χωριού τους να χορέψουν. Η πρώτη του χορού δε θ'αποχωριστεί την ανθοδέσμη της και θα δηλώνει έτσι ολόκληρος ο χορός την πραγματική του έννοια. Τον θαυμασμό, την αγάπη, την τιμή στο Μάη.[...]"



Παρακάτω ένα απόσπασμα του Γεώργιου Βιζυηνού από το διήγημά του "Πρωτομαγιά" (που βρήκα μονάχα σε μετάφραση στα νεοελληνικά), μας ταξιδεύει μοναδικά σε κείνα τα χρόνια, που ο απλός λαός μας βίωνε μοναδικά την ιδιαιτερότητα κάθε μέρας, κάθε γιορτής, κάθε εποχής..:

"[...]

-`Ακουσες τι σε είπα Μόσκο; 
-`Ακουσα , με συμπάθιο, είπε ο Μόσκος, μα δεν κατάλαβα . 
-Αύριο πρέπει να είμαι στην Πόλη, είπα εγώ πιο διακριτικά. 
-Ω , Θεός και Παναγία! είπε ο Μόσκος και έκανε το σταυρό του πολλές φορές. Αύριο είναι επίσημη ημέρα, με συμπάθιο, και οι φρόνιμοι άνθρωποι δεν ταξιδεύουν. 
-Μα μήπως σ΄ερώτησα τι ημέρα είναι αύριο, χριστιανέ; Η εργασία μου είναι πιο σημαντική απ΄όλες τις επισημότητές σου, και αναβολή δεν επιδέχεται. Πρώτη σου δουλειά λοιπόν άμα πάμε στο σπίτι θα είναι να μου βρεις ένα γερό αμάξι με δύο καλά άλογα, για να μη με αφήσουν , σαν την άλλη φορά, μέσα στους δρόμους. 
Ο Γέρο-Μόσκος ξεστόμισε, όπως συνήθιζε , πολλά κλαψουρίσματα και θρήνους, επειδή δεν ήθελα να τιμήσω γιορτάζοντας την αυριανή ημέρα αφού είδε ότι δεν κατορθώνει τίποτα. 
-Καλά , είπε απειλητικά , θα ξεκινήσεις αύριο; 
-Και βέβαια! Αφού σου το λέω . 
-Λοιπόν σου το λέγω κι εγώ , με συμπάθιο, όποιος ξεκινήσει αύριο για ταξίδι, κάτι κακό θα τον βρει στο δρόμο, θα γυρίσει μισόστρατα. 
`Ανοιξα το στόμα μου για χιλιοστή τώρα φορά να τον επιπλήξω για τις προλήψεις του , αλλά τότε ακριβώς πρόβαλε πίσω από τους θάμνους απέναντί μας ένα τσούρμο παιδιά αγόρια και κορίτσια, αλλά χωρίς καπέλο, άλλα ξιπόλητα , μα όλα φορώντας τη γραφικότατη τοπική ενδυμασία και κρατώντας μεγάλες ανθοδέσμες από αγριολούλουδα στα χέρια τους. Μόλις πρόφτασα να τα περιεργαστώ και η μικρή εκείνη στρατιά με περικύκλωσε με θόρυβο, αλαλάζοντας, χοροπηδώντας ενώ πάντοτε συναγωνίζονταν ποιός θα βρει τις ανεμώνες και τουλίπες και όποιο άλλο αγριολούλουδο βρισκόταν στις όχθες του κατακάθαρου ρυακιού. 
Όταν σε λίγο ο δίσκος του ήλιου κρύφτηκε εντελώς πίσω απ΄τα δυτικά βουνά, το μεγαλύτερο παιδί υψώνει ξαφνικά μεγάλο ανθοστέφανο, που στο μέσο μ΄άνθη πλεγμένο είχε το σημείο του σταυρού, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά , παραταγμένα τριγύρω του , κυκλικά άρχισαν να χορεύουν ενθουσιασμένα, τραγουδώντας δυνατά κάποιο δημοτικό τραγούδι, που οι πρώτοι του στίχοι , αν δε με απατά η μνήμη μου ήταν: 
Εμβήκ΄ ο Μας, εμβήκ΄ ο Μας, 
εμβήκ΄ ο Μας, ο μήνας , 
με τα΄άνθη, με τα λούλουδα, 
με τα τριανταφυλλάκια. 
Και η γραφικότατη αυτή σκηνή που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, επαναλαμβάνεται μ΄όλη την ειδυλλιακή χάρη της απ΄όλες τις παρέες που τριγυρνούν στην εξοχή, μια και η ατμόσφαιρα αντηχεί τώρα απ΄όλες τις διευθύνσεις μακριά και κοντά , είτε μόνο με το σκοπό που ψέλνουν τα παιδιά. [...]" 

Οι "Μάηδες" που χάθηκαν...



του Κώστα Λιάπη (αποσπάσματα)

"..[...].. Ένας μικρός, λοιπόν, Διόνυσος πλαντούσε από παλία στην ψυχή του κάθε πηλιορείτη, ένας ανθοστόλιστος κι αγκρισμένος "Μάης" ασφυκτιούσε στην καρδιά του κάθε ξωμάχου του βουνού των πανάρχαιων μύθων.

Με τον ερχομό της ευωδιασμένης `Ανοιξης τούτος ο Μάης ξεπεταγόταν αλλοπαρμένος μέσα απ'το πανηγύρι της οργασμένης φύσης και πιλαλούσε λαγνισμένος πάνω στο παχύ χορτάρι κι ανάμεσα στις μοσχοβολιές των λουλουδιών. Σύμβολο ακατάλυτο λες της παγανιστικής χαράς και της αναγέννησης της φύσης, για να ξαναφέρει την πίστη του πανάρχαιου λαού στις παλιές ρίζες της και να ξαναδώσει, ανάμεσα από τους αιώνες της ελληνικής ζωής, ατόφιες τις οργιαστικές ιεροτελεστίες, όπου συμβολίζεται ο παμπάλαιος δεσμός της πηλιορείτικης γης με το θεό της βλάστησης και της αναπαραγωγής.

Έτσι, λοιπόν, στο πηλιορείτικο χορευτικομιμητικό έθιμο των Μάηδων, που αποτελεί μία απ'τις γνωστότερες και γραφικότερες εκδηλώσεις της ελληνικής Πρωτομαγιάς, βλέπουμε, μ'όλο τον καταιγισμό των ξενικών επιδράσεων, διατηρημένες ακέραιες τις βασικές ομοιότητες με τους πανάρχαιους Διονυσιακούς μύθους και τα θεμελιώδη τελετουργικά γνωρίσματα της λατρείας της φύσης που εκφράζονται με παρόμοιες με τη γιορτή των Μάηδων αρχαίες τελετές.

Στους μύθους, ιδιαίτερα, τους σχετικούς με τον `Αδωνη και το Διόνυσο αναγνωρίζουμε πάμπολα στοιχεία των Μάηδων της εποχής της τουρκοκρατίας, αλλά και των κατοπινών, μέχρι την εποχή του μεσοπολέμου, χρόνων. Σε πολλούς απ'αυτούς τους μύθους, όπως και στο μύθο των Μάηδων, ο κεντρικός καμπάς είναι ο ίδιος: Ένα πρόσωπο δολοφονείται, θάβεται μ'ένα χλωρό κλαρί ή μ'ένα λούλουδο στο χέρι και στα στερνά ανασταίνεται κάτω απ'την επίδραση των τραγουδιών και των χορών των φίλων του.

Κάτι παρόμοιο, εξάλλου, με το παραπάνω, βλέπουμε και στα ΄"Ελευσίνια" όπου, όπως μας πληροφορεί ο Πρόκλος, η Περσεφόνη δίνει με τη βοήθεια του άντρα της, του Πλούτωνα, μια νέα ψυχή σε έναν από κείνους που λίγο πιο πριν είχαν χτυπηθεί καίρια απ'το θάνατο. Ο Συμβολισμός που επισημαίνεται σε τούτους τους αρχαίους μύθους είναι τόσο φανερός, όσο κι η ομοιότητα των τελευταίων με το νεότερο μύθο των Μάηδων.

Τί ήταν όμως τούτοι οι Μάηδες στο Πήλιο και πώς γιορτάζονταν;

Ο μακαρίτης ο Κορδάτος μας πληροφορεί πως η γιορτή τούτη δεν ήταν παρά μια δραματική παράσταση που γινόταν από 15-20 μεγάλους νέους μασκαρεμένους πού'χαν στη μέση το "Μάη", έναν νέο δηλαδή, καταστόλιστο από λουλούδια. Σε κάποια στιγμή, ένας απ'τους μασκαρεμένους νεόυς πείραζε άσεμνα το κορίτσι που ακολουθούσε τη συντροφιά και τότε ο νέος, πού'ταν ντυμένος σα γενίτσαρος, πυροβολούσε και "σκότωνε" το φταίχτη. Όταν ο θάνατος του τελευταίου διαπιστωνόταν από την κουστωδία του Μάη, η παρέα έβαζε ένα λουλούδι πάνω στο "νεκρό" κι έστηνε γύρω του εύθυμο χοροκόπι. Μέσα στο ξέφρενο τότε πανδαιμόνιο που ακολουθούσε, ο "σκοτωμένος" ανασταινόταν κι ακολουθούσε ολόγερος την πανεύθυμη συντροφιά του.

Αυτή ήταν η αρχική βασική πλοκή του μύθου των Μάηδων. Αργότερα όμως τούτος ο μύθος παράλλαξε στις λεπτομέρειές του κι απ'την όλη εκδήλωση, που ξομπλιάστηκε στο μεταξύ και με καινούρια γραφικά στοιχεία, έλειψαν τα ... αίματα και προστέθηκε το ωφελιμιστικό στοιχείο.

Πρωταγωνιστής όμως πάντα, μέχρι δηλαδή τις παραμονές του τελευταίου μεγάλου πολέμου που το βαθιά ριζωμένο στην παράδοση του πηλιορείτικου λαού έθιμο γιορταζόταν σε όλα τα πηλιορείτικα χωριά και κυρίως στη Μακρυνίτσα, ήταν ο Μάης. Τούτος είχε, όπως τον παρουσιάζει ο λαογράφος Βασίλης Πλάτανος, το σώμα του σκεπασμένο με κισσούς, κλήματα, δάφνες, αγιοκλίματα, τριαντάφυλλα, γαρούφαλλα, παπαρούνες, μαργαρίτες, ανεμώνες, βιόλες, σπαρτιές και ήταν πλουμισμένος με τα χρώματα των λουλουδιών τα πράσινα, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μενεξελιά, τα βυσσινιά, τα γαλάζια, τα καφετιά, τα λιοτροπιασμένα, απ'την κορφή ίσαμε τα νύχια των ποδιώνε του, και στο κεφάλι φορούσε μυριοπλεγμένο στεφάνι μ'ολάκερο τον ανθισμένο κόσμο της γης. Στα χέρια του κρατούσε το οργιαστικό σύμβολο του προκατόχου του Διόνυσου, το μαγιόξυλο, καταφορτωμένο με λουλούδια και καρπούς και καθώς το χτύπαγε πάνω στο χώμα, τραγούδαγε ένα αψάφωνο σκοπό με τούτα τα λόγια:

"Κόρη ξανθή τραγούδησε από γυαλένιον πύργο,

και πήρ'αγέρας τη φωνή και στο γυαλό την πάει,

κι όσα καράβια τ'άκουσαν όλα λιμάνια πιάσαν,

κι ένα καράβι κρητικό βαθιά καλαρμενίζει.

Με τον αγέρα μάλωνε, με το βοριά μαλώνει.

-Δε σε φοβάμαι κυρ-βοριά, μαέστρο-τραμουντάνα

έχω καράβ' από καρυά, κατάρτ' από πλιξάρι,

έχω και καραβόσκοινα όλο μαργαριτάρι,

έχω κι ένα μουτσόπουλο θαλασσογυρισμένο

-Ανέβα βρε μουτσόπουλε στο μεσιανό κατάρτι,

να δεις τι αγέρας μας βαρεί και τι καιρός μας δέρνει.

Παιζογελώντας 'νέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει.

-Τί είδες βρε μουτσόπουλε, και κλαις και κατεβαίνεις;

-Κορ' είδα με ξανθά μαλλιά και με τα μαύρα μάτια.

-Κόρη ξανθιά μου άνοιξε την πόρτα την καρένια,

έχω δυο λόγια να σου πω γλυκά και ζαχαρένια.

Κόρη σα θέλεις φίλημα, σα θέλεις μαύρα μάτια

πάρε κι αρμάθιασε φλουριά και κάν' πέντ' αρμάδες,

κι έλα μαζί μου μια βραδιά, αμάν, αμάν, αμάν ένα Σαββάτο βράδυ,

Πού είν' η μάνα μ' στ'ν εκκλησιά, πατέρας στο παζάρι,

τα δυο 'δελφάκια στο σκολειό, σ'ένα χαρτί διαβάζουν,

τό'να διαβάζει λεμονιά και τ'άλλο κυπαρίσσι."

Με το σκοπό τούτο ο Μάης κουβαλούσε ως την εποχή μας τις περιπλανήσεις του Διονύσου στις θάλασσες του ελληνικού αρχιπελάγους, όταν ο θεός του κρασιού, όντας αιχμαλωτισμένους από τυρρηνούς πειρατές, κατάφερε να τους γητέψει με τις μαγείες του και να βγει στα στερνά της Νάξου όπου και παντρεύτηκε την ξανθιά Αριάδνη, την προδομένη απ'το Θησέα, κόρη του Μίνωα. Έτσι διαιωνίστηκε ως τις μέρες μας ο τραγουδισμένος κι απ'τον θείο Όμηρο αρχαίος μύθος που συμβολίζει την ένωση του αγροτικού θεού Διονύσου με την Αριάδνη, που προσωποποιεί την ανοιξιάτικη φύση, τη γονιμοποιημένη κάτω απ'την επίδραση του αγκρισμένου αρχαίου θεού.

Ο Μάης όμως δεν ήταν μονάχος σε τούτο το εθιμικό γιορτάσι. Και μπορεί βέβαια σ'αυτή τη διθυραμβική πορεία του πάνω στη λουλουδόσπαρτη πηλιορείτικη γη να μην τον ακολουθούσαν οι παλιοί σάτυροι, οι τράγοι, οι σειληνοί, οι νύμφες και οι λήνες, τον περιτριγύριζαν όμως χορευτικά οι σύγχρονοι ακόλουθοί του πού'ταν κυρίως τα ζεϊμπέκια, γιορτινοντυμένα με πλουμιστά γελέκια και σαλβάρια, με φαρδιά ζωνάρια γιομάτα γιαταγάνια και πιστόλες και σαρίκια όλο φούντες και κρόσια.

[...]

Και σόδευαν τα φιλέματα οι μασκαρεμένοι Μάηδες (σύκα, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα και παράδες) κι έτρεχε ασταμάτητο κι ερεθιστικό απ'τις τσιτούρες και τις κρασόφλασκες στους ξαναμμένους καταπιόνες το ντόπιο κοκκινέλι, η μπραϊλα και το φραουλί.

Οχτώ ολάκερα μερόνυχτα κρατούσε στα καλά τα χρόνια τούτο το πηλιορείτικο γιορτάσι. Και τριγύριζαν ξεφρενιασμένοι οι Μάηδες από χωριό σε χωριό, και ξεδίπλωναν το ασίγαστο κι οργιαστικό χοροκόπι από καλντερίμι σε καλντερίμι κι από παζάρι σε παζάρι...

[...]

...Ανεπίστροφα κύλισε η χαρισάμενη εκείνη εποχή. Ξεθυμασμένα πια κάτω από τις σύγχρονες επιταγές τα πηλιορείτικα ραβαϊσια, άφαντοι ξορκισμένοι κι οι Μάηδες της ντόπιας παράδοσης. Ο αγέρας της "προόδου" σάρωσε στις μέρες μας την "οσμή της πνευματικής ευωδίας" που πλατάγιζε πυκνή κι ευφρόσυνη στους παλιότερους καιρούς πάνω απ'τον πηλειορίτικο χώρο. Απογυμνωμένη φαντάζει πια η λαϊκή ψυχή απ'τα παραδοσιακά της ξόμπλια, γυμνή απ'τις πατροπαράδοτες εθιμικές της καταβολές. Πολλή "τζαζ" ακούγεται πια στο Τέμενος της γνήσιας Τέχνης και Παράδοσης, καλά το είπε ο μακαρίτης ο Μυριβήλης, πολλή "σκοπιμότητα" αλλοτρίωσε τους ιερούς εθιμικούς μας Ναούς. Κάτω από τούτες, λοιπόν, τις συνθήκες, όπου τα παραδοσιακά μας έθιμα γίνονται κακόγουστα "σήριαλς" και "σλόγκαν" για φτηνή τουριστική εκμετάλλευση, φυσικό ήταν κι οι "Μάηδες" να μην ξαναδιώσουν μεταπολεμικά με την αλλοτινή τους τουλάχιστο, εθιμική γνησιότητα. [...]"

Κώστας Λιάπης, "Ώρες του Πηλίου"