Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Το ποδαρικό της αγελάδας κι άλλα έθιμα πρωτοχρονιάτικα!



("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


"Το βράδυ τούτο, που όλος ο κόσμος περιμένει την αλλαγή και μαζί με την αλλαγή του χρόνου και την αλλαγή της τύχης του, δεν κοιμάται, αν δε βεβαιωθεί για "τα μέλλοντα συμβήναι άγνωστα τοις θνητοίς" και αν δε γνωρίσει το άγνωστο τμήμα της Μοίρας του. Γι'αυτό και παίζει, γι'αυτό και γλεντάει, γι'αυτό και κάνει διάφορα μαντέματα.
Στο Δρυμό της Μακεδονίας, σαν συγκεντρώνονταν όλη η οικογένεια στο σπίτι το βράδυ, ένα αγόρι κατέβαινε στο στάβλο και ψαχουλεύοντας τα παχνιά με τα χέρια του, μάζευε κάμποσα σπυριά στάρι, όπως έπεφτε απ'τ'άχυρο, και ο πατέρας ή η μάνα, ονοματίζοντας ένα σπειρί για τον καθένα, τόβαζε στη ζεστή πλάκα της "παρστιάς" του τζακιού και όλοι κοίταζαν προς τα πού θα πήγαινε, την ώρα που θάσκαζε με κρότο από τη ζέστη της πλάκας. Κι' αν σκάζοντας πετούσε προς τ'απάνω, τούτο ήταν σημάδι δύναμης, υγείας και γερωσύνης, για κείνον που το βάζανε. Αν όμως καιγόταν, χωρίς ν'αλλάξει θέση, τότε ήταν σημάδι αδυναμίας, αρρώστιας και δυστυχίας....[...]
....τα κορίτσια της παλιάς Αθήνας [...] κάθονταν στο παράθυρο μετά τα μεσάνυχτα που άλλαζε ο χρόνος και κοιτάζοντας σ'ένα καθρέφτη περίμεναν ν'ακούσουν κάποιο αντρικό όνομα απ'τους διαβάτες, που θα περνούσαν απ'έξω. Μόλις άκουγαν το πρώτο αντρικό όνομα, έκαναν τρεις φορές το σταυρό τους και λέγανε σιγανά, για να μην τους ακούσει κανείς:
Τ'όνομά που άκουσα, νά είναι τ'όνομά του!
Του χρόνου νάναι κύρης μου, κι εγώ νά'μαι κυρά του."

(Κώστας Καραπατάκης,"Το Δωδεκαήμερο", εκδόσεις Παπαδήμα)




("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


"Για τον Κρητικό κάτοικο της υπαίθρου ο Άγιος Βασίλης ήταν ζευγολάτης που ξημεροβραδιαζόταν στα χωράφια για να προλάβει τη σπορά πριν προχωρήσει ο χειμώνας. Έσπερνε κριθάρι, σιτάρι, ταγή και ρόβι, όπως λένε τα κάλαντα, όπως έκανε και ο κάθε κρητικός αγρότης. [...]
Για να αποφευχθούν ανεπιθύμητες πρωτοχρονιάτικες επισκέψεις, οι άνθρωποι λάμβαναν τα μέτρα τους επιλέγοντας για το ποδαρικό της χρονιάς ένα παιδί "άκακο και προκομμένο". Ωστόσο, σε πολλές περιοχές δεν το διακινδυνεύανε. Αντί για άνθρωπο επέλεγαν ένα ζώο ή ένα εικόνισμα. Κατά γενικό κανόνα, οι οικογένειες που είχαν ως κύρια κατεύθυνσή τους την αγροτική παραγωγή, επέλεγαν μιαν αγελάδα για να τους κάνει το ποδαρικό. Κι αν είχαν ως προτεραιότητα την κτηνοτροφία, ένα πρόβατο. [...]
Το πρωί της Αρχιχρονιάς φρόντιζαν να βάλουν την αγελάδα στο σπίτι, να την κεράσουν με ψωμί ή γλυκίσματα και να την αφήσουν εκεί για κάμποση ώρα. Αλλού είχαν ζυμώσει ειδικά κουλουράκια τα οποία κρεμούσαν στα κέρατά της, ένα στο καθένα, και αλλού ειδική πίτα, τη βουιδόπιτα, πάνω στην οποία είχαν βάλει ένα κορδόνι με ζυμάρι και είχαν σχηματίσει το ζυγό, σύμβολο της επίπονης αλλά και της ευλογημένης και έντιμης εργασίας, όπως και της καλής σοδειάς. Θεωρούσαν πολύ καλό σημάδι το να "κατουρήσει μέσα στο σπίτι" η αγελάδα.[...]
Τα κουλούρια που κρεμούσαν στα κέρατα των βοδιών γίνονταν με το ζυμάρι των πρωτοχρονιάικων ψωμιών. Ήταν η "καλή χέρα" που έπαιρναν τα ζώα. [...]"


(Νίκος Ψιλάκης, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)






("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


"Σύνταχα την Πρωτοχρονια, πριν ακόμα καλοφέξει, πηγαίνουν κι απιθώνουν στις πετρόβρυσες, στις ξυλόβρυσες και στα κρεμάμενα λαγκαδίσια νερά, γλυκά κι άλλα ζαχαρωτά, για τις μοίρες της χρονιάς. Κι αυτές, αφού λούσουν και χτενίσουν τα μαλλιά τους, τρώνε τα γλυκά κι ύστερα σκορπίζουν μες στο θαμποσκόταδο, χορέυοντας και χαμηλοτραγουδώντας.
Οι τσοπαναραίοι πιστεύουν πως αυτό, δηλαδή το φάγωμα των καλουδιών απ'τις μοίρες, είναι καλό σημάδι για την καινούρια χρονιά. "Γλυκάθηκαν οι τύχες, γλύκανε κι ο χρόνος", τους ακούς να λένε..[...] Αν όμως τα πιάσει το πρωί τούτα τα ζαχαρωτά και δεν τα φάγουν οι ειμαρμένες, αυτό είναι κακό σημάδι για τους τσελιγκάδες. [...]
Το πρωί, πάλι, τις πόρτες απ'τα κατοικιά των ζωντανών τις πρωτοπιάνουν και τις πρωτανοίγουν μικρές βλαχούλες για να γεννιούνται τ'αρνοκάτσια θηλυκά....."


(Βασίλης Λαμνάτος, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας", εκδόσεις Δωδώνη)




("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


Αλλά κι εδώ στα χωριά μας στο Πήλιο, έτσι θυμούνται οι παλιοί: "Στην αλλαγή του χρόνου έβανε η μάνα μου ένα μεγάλο κουτσουμπάνι στη φωτιά να καίει όλη μέρα. Έσβηνε την παλιά φωτιά κι έβαζε καινούρια μ'αυτό." Και το πρωί, "πάαινε η μάνα μου, έπαιρνε μια πέτρα και την έβαζε πίσω απ'την πόρτα για νά'ναι το σπίτι γερό, χωρίς να μιλήσει καθόλου. Πάαινε το πρωί κι έπαιρνε με το κανάτ' νερό στη βρύση για νά'ναι αμίλητο και τό'φερνε να πιούμε στα ποτήρια."



(Νίκος Καζαντζάκης, "Αλέξης Ζορμπάς", εκδόσεις Δημητράκου)


"Στη Σούδα και σ'άλλα μέρη της Κρήτης την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, τα παιδιά περνούσαν και σπάζαν μπροστά στις πόρτες των σπιτιών από μια "ασκελετούρα" λέγοντας "χρόνια πολλά!".
Στα χωριά της Πρέβεζας, κρεμούσαν κρεμμύδες στις πόρτες των σπιτιών ή τις βάζανε στα κεραμίδια, "για να διώχνουν τα κακά". [...]
Οι μπότσικες, οι κρεμμύδες, τα σφερδούκλια και οι ασκελετούρες είχαν τον ίδιο σκοπό και το ίδιο νόημα. Όλα τούτα είναι σύμβολα της μακροζωϊας και της ανανέωσης του ανθρώπινου οργανισμού, που τόσο τα ποθούσε ο άνθρωπος και τα δυο, γιατί τούτα τα φυτά, αντί να μαραθούν και να σαπίσουν, όταν τα ξεριζώνουν και τα χωρίζουν από τη μάνα γη, αυτά όχι μόνο δε μαραίνονται και δεν σαπίζουν, μα βγάζουν καινούρια φύλλα και νέα βλαστάρια από το σώμα τους...."


(Κώστας Καραπατάκης,"Το Δωδεκαήμερο", εκδόσεις Παπαδήμα)

("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα)


Καλή Χρονιά!

Χρόνια πολλά, όμορφα και λεύτερα!

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Μαγειρέματα του Δωδεκαήμερου και "τα σπάργανα της Παναγιάς"..

Χριστουγεννιάτικες μοσχοβολιές ...

Καταγράφει ο πηλιορείτης λαογράφος μας, Κώστας Λιάπης ("Διατροφή και μαγειρέματα στο παλιό παραδοσιακό Πήλιο") για τα εδέσματα των ημερών:

"Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, συνήθιζαν να τρώνε κότα σούπα και ψητό χοιρινό κρέας (το ψήσιμο γινόταν στη χόβολη του τζακιού). Υπήρχε, όμως, κι εποχή που τη μέρα αυτή έτρωγαν χοιρινό με πρασοσέλινο, ή όποιο άλλο κρέας με πιλάφι, μαγείρεμα που το έλεγαν μάλιστα "τ' Χριστού το φαϊ". Την Πρωτοχρονιά η συνήθεια ήταν και είναι να φτιάχνουν κότα (βλέπε: Η πηλιορείτικη κότα της Πρωτοχρονιάς) ή και "κούρκο" (γαλοπούλα), γεμιστή με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά, κρομμύδι, πιπέρι και μαϊδανό, όλα καβουρδισμένα. Φυσικά υπάρχει πάντα η παραδοσιακή "Άι-Βασ'λόπ'τα" (ή σκέτα Βασ'λόπ'τα) που παλιότερα ήταν σκέτο ψωμί, μέσα στο οποίο η κάθε νοικοκυρά έβαζε, εκτός απ'τον καθιερωμένο "παρά" κι ένα τσακνάκι κλήμα, ένα κοτσανάκι ελιά, ένα άλλο από πουρνάρι, ένα ακόμα από σ'καμνιά, ένα άχυρο κι ένα κλαδάκι κρανιάς (σύμβολο υγείας) που φυσικά έφταναν στα κομμάτια των τυχερών της φαμελιάς, για να τους δώσουν συμβολικά κι αντανακλαστικά τη γνωστή αντίστοιχη εύνοια μέσα στον καινούριο χρόνο."

Όσο για τα γλυκά των ημερών, εδώ στο Πήλιο, πέρα απ'τα γνωστά φοινίκια ή μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, συνηθίζουν να φτιάχνουν τις φλογέρες και τα "χαμαλιά" (βλέπε: Πηλιορείτικα "χαμαλιά" και "φλογέρες"), με το χαρακτηριστικό τριγωνικό δίπλωμα που θυμίζει φασκιές, σπάργανα ("τα σπάργανα της Παναγιάς"). Γιατί τούτες τις μέρες των Χριστουγέννων, συνηθίζονταν σ'όλη την επικράτεια διάφορα εδέσματα που η μορφή τους συμβόλιζε τα σπάργανα του νεογέννητου Χριστού, από τους τυλιχτούς λαχανοντολμάδες (που κατά κύριο λόγο γίνοταν με γέμιση από κιμά χοιρινό, που προερχόταν απ'τα χοιροσφάγια), μέχρι τα διάφορα γλυκά, συνήθως νηστίσιμα, με τη μορφή δίπλας. Καταγράφει, ο Κώστας Καραπατάκης ("Το Δωδεκαήμερο"), σχετικά:

"Εκτός από το δυνάμωμα της φωτιάς του τζακιού με πολλά και χοντρά ξύλα, "για να μη κρυώσ' η Παναγιά", οι γυναίκες ταυτίζοντας τη λεχωνιά της Παναγιάς με τη λεχωνιά των άλλων γυναικών, που θέλανε καλή και μπόλικη τροφή "για να μη κοπεί το γάλα τους", φρόντιζαν όχι μόνο για τη ζεστασιά της, μα και για την καλυτέρεψη και την ενίσχυση της τροφής της. Κι' όπως σ'εκείνες πήγαιναν "λαγγίτες" και "μπογανίκια", έτσι έφτιαχναν και "λαγγίτες" για την Παναγιά, που ήταν λεχώνα.
Τις "λαγγίτες", που σ'άλλα μέρη τις λένε "λαλαγγίτες", "λαλαγγίδες", "λαλαντζίτες", "πιτλίδες", "πιτιλίτσες", "λαλάγγια" και τηγανίτες, τώρα τις λέγανε "σπάργανα της Παναγιάς".
Τις "λαλαγγίτες" στην Ήπειρο τις έψηναν στην καυτή πλάκα της φωτιάς του τζακιού, για νάναι απόλυτα νηστίσιμες, στα δε άλλα μέρη στο τηγάνι με καυτό λάδι. Στο Πωγώνι, για να ψήσουν τις "λαλαγγίτες", βάζανε πάνω στα αναμμένα κάρβουνα την "πυροστιά" και πάνω στην πυροστιά μια "πλάκα" ή μια λαμαρίνα. Πάνω στην πλάκα ή στη λαμαρίνα, αφού καιγόταν πρώτα καλά, έριχναν το νερουλό ζυμάρι και το άπλωναν, για να γίνει σαν φύλλο. Το φύλλο αυτό σαν ψηνόταν από τη μία μεριά, το γύριζαν και ψηνόταν κι'από την άλλη. Ύστερα βάζανε τα φύλλα το ένα πάνω στ'άλλο, σ'ένα χαλκωματένιο ταψί και αφού τα περίχύναν με μέλι ή σιρόπι, ανακατεμένο με κοπανισμένα καρύδια, για να γίνουν αφράτα και νόστιμα, τα τρώγανε. [...] Τα"σπάργανα της Παναγιάς" τα τρώγανε το ίδιο βράδυ με μέλι ή με ζάχαρη. Όσοι ήταν φτωχοί και δεν είχαν ζάχαρη ή μέλι, τα τρώγανε με καρύδια κοπανισμένα με σκόρδο και αλάτι, που τ'ανακάτευαν με ζεστό νερό και τάκαναν "καρυδοζούμι"."

Αλλά, ας δούμε και τ'αντίστοιχα "σπάργανα", σε μια μικρασιατική εκδοχή ("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα", από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών", έρευνα επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα):

Πάντως, στις περισσότερες περιοχές, κυρίαρχο έδεσμα των ημερών, εκτός από την κότα ("Πρωτοχρονιά εσφάζανε κότα, όχι πετεινό, γιατί ελέγανε τον αρχηγό δεν τόνε σφάζουν"), ήταν το χοιρινό, σε διάφορες μορφές του, το προερχόμενο από τα "χοιροσφάγια" (βλέπε: Τα χοιροσφάγια των Χριστουγέννων), που τουλάχιστον εδώ στα χωριά μας γίνονταν παραμονές Χριστουγέννων, αλλά συχνά και παραμονές των Φώτων. Σημειώνει ο Κώστας Καραπατάκης:

"Τις μέρες των Χριστουγέννων δεν έπρεπε να μείνει κανείς χωρίς χοιρινό κρέας. Κι εκείνοι που δεν είχαν και δεν έσφαζαν δικό τους γουρούνι, έπρεπε να φάνε και να χαρούν κι αυτοί, όπως και οι άλλοι. Γι'αυτό και η αλληλεγγύη τους ήταν πολύ ανεβασμένη.
Αν ένας δεν είχε γουρούνι στο χωριό, όλοι οι άλλοι του στέλναν από ένα μεγάλο κομμάτι ψαχνό κρέας, μισής ή μιας οκάς και τον βοηθούσαν να χαρεί κι αυτός με την οικογένειά του τούτες τις μέρες, χωρίς να νιώσει τη στεναχώρια της ανέχειας."


Βέβαια, σε περιοχές που δε συνήθιζαν να εκθρέφουν χοίρους, το γιορταστικό τραπέζι αντί για χοιρινό κρέας μπορούσε να περιλαμβάνει αρνίσιο ή κατσικίσιο. Όσο για τη Βασιλόπιτα (βλέπε και: Βασιλόπιτα και έθιμα πρωτοχρονιάτικα), η οποία ανά περιοχές της Ελλάδας πλαθόταν από τελειώς διαφορετικά υλικά, στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας, συνήθως είχε μορφή άρτου με διάφορα μυρωδικά. Για τα έθιμα του Κλήματος Σκοπέλου, μας πληροφορεί ο π.Κωνσταντίνος Καλλιανός ("Σεργιάνι σε ξεχασμένα μονοπάτια"):

"Όταν τέλειωνε η εκκλησιά, θαμπά ακόμα, πήγαιναν στο σπίτι, όπου έτρωγαν τηγανίτες, "μαργαρίτις" τις αποκαλούσαν κι ύστερα μαζεύονταν στο γιορτινό τραπέζι, το οποίο ήταν όντως χαρμόσυνο, μετά από τόση περίοδο νηστείας και τρώγανε συνήθως σούπα από κότα ή κάποιο "πράμα" αρνί ή κατσίκι, από αυτά που ανάθρευαν για να το φάνε αυτές τις καλές ημέρες. Συνήθιζαν, μάλιστα, να κάνουν και "πατσί", το οποίο άφηναν να παγώσει και το τρώγανε κρύο' ήταν δηλαδή η γνωστή στη Σκόπελο πηχτή.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ζύμωναν "τσ'κλούρις", τις οποίες "τσουγκράνιζαν", δηλ. κεντουσαν με προσοχή κάνοντας σχήματα μαργαρίτας χωρίς τον κορμό της ή απλώς σχεδιάζοντας το άνθος της. Η όλη διαδικασία γινόταν ως εξής' αφού ετοίμαζαν το ζυμάρι, στο οποίο είχαν προσθέσει ζάχαρη, κανέλα, μυρωδικά και καμμένο ελαιόλαδο, το άφηναν να "γίνει". Μετά το έβαζαν σε μεγάλο ταψί και σχεδίαζαν το άνθος με προσοχή' και παίρνοντας δυο σπιρτόξυλα, σήκωναν ελαφρά το ζυμάρι, ώστε να σχηματιστεί με "πτήδιο" και νοικοκυρεμένο τρόπο το λουλούδι επάνω στην επιφάνεια, που με το ψήσιμο φαινόταν σαν ανάγλυφο. Μάλιστα, για πιο φανταχτερό στόλισμα, τοποθετούσαν σε τρεις μεριές ολόκληρα καρύδια σπασμένα ή όχι και γύρω από αυτά βάζανε "κοκόσες" από ξεφλουδισμένο αμύγδαλο, τις οποίες κάρφωναν κάθετα στο ζυμάρι. [...] Το απόγευμα της παραμονής οι νύφες πήγαιναν στην πεθερά την κουλούρα τυλιγμένη σε καθαρό μαχραμά, ενώ στο καλαθάκι έβαζαν γλυκά και κάποιο καινούριο ρούχο για να το φορέσουν την επόμενη μέρα, την Πρωτοχρονιά για το καλό."


Ενώ, στο Φερτέκι, περιφέρεια Νίγδης ("Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα"):


Όσο για τους τσοπάνηδες, με τα πολλά κοπάδια, τα εδέσματα των ημερών, μετά από την πολυήμερη νηστεία, εμπεριείχαν και νοστιμιές πλούσιες σε γάλα. Γράφει σχετικά ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"):

"Όλόγυρα και παρεκεί, πολύπειρες βλάχισσες κι ανήξερες βλαχούλες, ανασκουμπωμένες και βιαστικές, περίχαρες και γελαστές, με σιγοτράγουδα κι αχνόγελα στο στόμα, διπλοκαίνε τους φούρνους και τις γάστρες, για να ψήσουν τις καλόφτιαστες τις πίτες, στραγγίζουν τα μαζεμένα γάλατα και χτυπούν τους κρόκους των αυγών για να φτιάξουν τα χριστουγεννιάτικα φαγητά. Απ'΄ολα το πιο ξεχωριστό και νόστιμο είναι το κοκοφρίνι, που γίνεται μ'αυγά και μαζεμένο πρωτόγαλο.
Ανήμερα το πρωί θα φάνε κιόλας την καλόγευστη "κλάστρα" π'αρταίνει και νοστιμίζει το στόμα ύστερα από τόσες μέρες σαρακοστή. Γιατί οι τσοπαναραίοι συνηθίζουν να μην αρταίνονται το σαρανταήμερο. Κι αν τους ρωτήσεις γιατί το κάνουν αυτό, σ'απαντούν πως "παθαίνουν τα ζωντανά". "Αρρωσταίνουν και ψοφούν παράκαιρα". "Απορίχνουν οι έγκυες γιδοπροβατίνες". Άλλα ζωντανά χάνονται, άλλα τσακίζονται, άλλα τα τρων τα ζουλάπια κι άλλα "μασταριάζονται"."

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα... με ποιόν Χριστό;






(από την μηνιαία έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, "Πληροφόρηση"

εικόνα: "Η Γέννηση του Χριστού", του π.Σταματίου Σκλήρη

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Τα χοιροσφάγια των Χριστουγέννων

"Ξημερώνοντας η παραμονή των Χριστουγέννων, οι γυναίκες έπρεπε να είναι νεταρισμένες από τα ζυμώματα και τις χριστουγεννιάτικες κουλούρες. Σε λίγο θα έπρεπε να καταπιαστούν με τα γουρούνια που θα έσφαζαν οι άντρες, γιατί σ'αυτές θα έπεφτε όλο το βάρος και η φροντίδα για τα "χοιροσφάγια"." (Κώστας Καραπατάκης, "Το Δωδεκαήμερο")

Μέρες Χριστουγέννων πλησιάζουν, κι ακόμη και σήμερα, στα χωριά του Πηλίου, όσα σπιτικά συντηρούν χοίρους αναμένουν τον άνθρωπο που θ'αναλάβει να τα σφάξει, για το απαραίτητο χοιρινό, συνήθως μαγειρεμένο πρασοσέλινο, αλλά και ως τηγανιά, του γιορτινού τραπεζιού. Κι αν είναι και κανένας μερακλής, μπορεί να φτιάξει και λουκάνικο!

"Άλλο έθιμο των Χριστουγέννων είναι το σφάξιμο του γουρουνόπουλου. Το γουρουνόπουλο αυτό το τρέφουν από πολύ καιρό στα χωριά της δυτικής θεσσαλομαγνησίας και όταν έρθουν οι μέρες των Χριστουγέννων το σφάζουν για να το φάνε τούτες τις χρονιάρες μέρες. Το πιο πολύ όμως το κάνουν λουκάνικα. Σχετικό είναι και το έθιμο όταν σφάζουν το γουρούνι να ρίχνουν στο κεφάλι του μπόλικο λεμόνι και θυμίαμα μαζί. Γιατί έτσι πιστεύουν πως διώχνουν μακριά τους καλλικαντζάρους, που έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στο κρέας." ("Κοντά στις ρίζες μας", Μαθητική Κοινότητα στ' τάξης 11ου Δημοτικού Σχολείου Βόλου)

Φωτ. Νίκου Ψιλάκη, από "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδ. Καρμάνωρ

Μας πληροφορεί κι ο Νίκος Ψιλάκης στο πολύτιμο βιβλίο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" (εκδόσεις Καρμανωρ):

"Φωνές γροικώ στσι γειτονιές,
μουγκρές γροικώ στσι σταύλους
χαρούμενο συντάλαχο γροικώ στα καλντιρίμια.
Στσι γειτονιές ζυμώνουνε, στσι σταύλους μαχαιρώνου...
... και στα σιντεροτσίκαλα νερό στσ' αυλές τως βράζου,
τσι χοίρους τσι θροφάρηδες που σάξα να μαδήσου...

Οι στίχοι αυτοί του Κωστή Φραγκούλη (Δίφορα, βιβλίο Β) που αποκαλύπτουν όλη τη μαγεία της τελετουργίας των χοιροσφαγίων στον αγροτικό χώρο της Κρήτης θυμίζουν έντονα την αρχαία παροιμία "αι των χοίρων φωναί περί τας Καλάνδας". Ο Κρητικός ποιητής είναι πιο λυρικός και πιο περιγραφικός από την παροιμιώδη φράση' στην ουσία, όμως, και τα δύο αποσπάσματα λένε το ίδιο ακριβώς πράγμα κι ας τα χωρίζουν κάμποσοι αιώνες. Ίσως να μη χρειάζονταν καν για να καταδείξουν τη συνέχεια για ένα πανελλήνιο έθιμο που απηχεί παλαιότερες επιβιώσεις, το έθιμο της ρωμαϊκής χοιροθυσίας, τα χοιροσφάγια, όπως αναφέρονται μετά τον εκχριστιανισμό τους. Οι ρίζες του εθίμου πρέπει να αναζητηθούν στα πανάρχαια διαβατήρια έθιμα που έχουν ως στόχο να υποβοηθήσουν τη γονιμότητα ενεργοποιώντας, μέσω της θυσίας, τις ευνοϊκές για την περίσταση δυνάμεις. Εκτός απ'αυτή τη διάσταση, όμως, πρέπει να αναζητηθεί και η σχέση του ίδοου του χίρου με τη βλάστηση, μια σχέση που έχει επισημανθεί από σύγχρονους εθνολόγους, αλλά φαίνεται πως χρειάζεται να ερμηνευτεί περισσότερο. Ο Α. Ρουσουνίδης συνδέει το βλαστικό και γονιμικό χαρακτήρα του χοίρου με την ιδιότητα του αγριόχοιρου να καταστρέφει "περισσότερον εις τας πρωτογόνους εποχάς, την βλάστησιν, αγρίαν και ήμερον." (*)
Η αρχαία συνήθεια της θυσίας χοίρου κατά τις τελευταίες ημέρες του χρόνου καταφέρνει να επιβιώσει πολύ εύκολα στα βυζαντινά χρόνια και να παραμείνει μέχρι και το τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα ως κυρίαρχο στοιχείο του χριστουγεννιάτικου εθιμολογίου. Ο Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός, που στο "Περί Μηνών" έργο του διασώζει σημαντικές πληροφορίες για το ρωμαϊκό εορτολόγιο και τους θρύλους που συνδέονται με την τελετουργία, σημειώνει:


(*) "Ο χοίρος είναι πιθανότατα μία ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, είτε, επειδή με την αδηφαγία του καταστρέφει τη βλάστηση είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του." (http://www.kentrolaografias.gr/default.asp?V_DOC_ID=2326)

Ενώ ο Κώστας Καραπατάκης ,μεταξύ άλλων, καταγράφει:

"Με τα οικόσιτα αυτά γουρούνια, που τα λέγανε και "χοιράδια" και "χοιροσφάια", όλα τα γεωργικά σπίτια εξασφάλιζαν το κρέας για το χειμώνα και το λίπος για όλη τη χρονιά. Ύστερα, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να διατηρεί το κάθε σπίτι και από ένα "χοιράδι", γιατί με τη γεωργία και την κτηνοτροφία που ασχολούνταν οι πιο πολλοί Έλληνες, και γεννήματα είχαν να τα δώσουν, και τυρόγαλο έβγαζαν, και αποφάγια εξασφάλιζαν, που όλα αυτά, αντί να τα πετάνε, τα δίναν στα γουρούνια τους.
[...] Για νάναι τα γουρούνια τους "φαγουδερά", πριν τ'αγοράσουν, κοίταζαν τ'αυτιά τους να είναι μεγάλα και κρεμασμένα προς τα κάτω, ο "ζουρνάς" τους μικρός, οι τρίχες τους κατσαρές και τα κορμιά τους "ξεπλεμένα". Όσο πιο πολύ έτρωγε ένα γουρούνι, τόσο πιο πολύ λίπος έβαζε και τόσο πιο πολλούς τενεκέδες "λίγδα" έβγαζε το σπίτι.
[...] Στην Αγιοπηγή της Καρδίτσας, καθώς και στ'άλλα τα γύρω χωριά, την ώρα που κόβανε το κεφάλι του γουρουνιού, έπαιρνε ένας το φτυάρι με το λιβάνι και θυμιάτιζε όλους, όσοι ήταν εκεί κι' ύστερα τα κάρβουνα, μαζί με το λιβάνι, τάριχνε στο κομμένο μέρος του λαιμού, λέγοντας:
"Μέλι, ζάχαρη και με γεια να ξοδευτεί!"
Μετά το σφάξιμο, η πρώτη τους δουλειά ήταν ν'ανοίξουν την κοιλιά και να βγάλουν τα σπλάχνα του. Τα "μέσα" του κάτι λέγανε για το τυχερό του σπιτιού, που έπρεπε να το ξέρουν όλοι και ιδαιίτερα ο νοικοκύρης του σπιτιού.
Αν η σπλήνα ήταν διπλωμένη, κάποιος θα παντρευόταν απ'το σπίτι και θα γινόταν διπλός. Αν η σπλήνα ήταν φαρδιά στο πίσω μέρος, τότε θα είχαν όψιμο χειμώνα. Αν ήταν στο μπροστινό, τότε ο χειμώνας θα ήταν πρώιμος. [...] Αν το συκώτι ήταν χωρισμένο σε περισσότερα κομμάτια από τα μέλη της οικογένειας, κάποιος θα παντρευόταν ή θα γεννιόταν στο σπίτι. Αν όμως ήταν λιγότερα, τότε ο χρησμοδότης σταματούσε να λαλεί.
Όλο αυτό το τελετουργικό, καθώς και η χρησμοδότηση και οι παρατηρήσεις των σπλάχνων, θυμίζανε λίγο τους βωμούς και τις θυσίες των αρχαίων.
Σαν τέλειωνε κι' αυτό, οι άντρες, τραβούσαν το γουρούνι μέσα στο σπίτι κι' η νοικοκυρά τηγάνιζε τα συκώτια και με δυνατή μεταβγαλμένη ρακή κερνούσε τους αυτοσχέδιους χασάπηδες, για να τους ευχαριστήσει."


Τέλος, ο λαογράφος μας Γεώργιος Αικατερινίδης, στη διδακτορική του διατριβή για τις "Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες", μας δίνει πλούσια στοιχεία σχετικά με το έθιμο τούτο:

"Τους χοίρους όχι σπάνια πριν ή κατά ή μετά το σφάξιμο, που κάποτε γίνεται με ξεχωριστό μαχαίρι, τους θυμιατίζουν και τους σταυρώνουν. Στους Βλαχόφωνους π.χ. της Πίνδου πριν γδάρουν το χοίρο, χαράσσουν με μαχαιράκι στην κοιλιά του, κοντά στον ομφαλό, ένα σταυρό και επάνω βάζουν αναμμένα κάρβουνα και θυμίαμα' συγχρόνως ένα παιδί απαγγέλει το "Πάτερ ημών". Το κάνουν για να καθαρισθεί ο χοίρος, τον οποίον θεωρούν ζώο ακάθαρτο, τον τρώγουν όμως, γιατί πιστεύουν ότι έτσι διακρίνονται οι Χριστιανοί από τους Εβραίους και τους Οθωμανούς. (σημ. Ανέκδοτη Θεσσαλική παράδοση δικαιολογεί αλλιώς τα χοιροσφάγια: "Τα Χ'στούγιννα σφάζ'μι τα γ'ρούνια, γιατί τα Χ'στούγιννα πήγινι η Παναγιά μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ'ρούνια χαλούσαν τα χνάρια κι γι'αυτό τα κάνουμ' gουρbάν', τά'χουμι για του καλύτιρου gουρbάν'")
Στην περιοχή της Καλαμπάκας όταν σφάζουν το γουρούνι, με το οικογενειακό μαχαίρι, χαράσσουν στην κοιλιά και κοντά στον αφαλό του ένα σταυρό, και επάνω του βάζουν αναμμένα κάρβουνα με θυμίαμα και φύλλα δάφνης (σημ. Προβάλλει εδώ η ιερότητα της δάφνης και η χρήση της για αποτρεπτικούς σκοπούς.), ενώ ένα παιδί και εδώ λέει το "Πάτερ ημών". [...] Στον Κρόκο Κοζάνης πίστευαν ότι θυμιατίζουν το γουρούνι, γιατί είναι κουρμπάνι, υπήρχε δηλαδή η συνείδηση της προσφοράς της θυσίας' τη συνείδηση αυτή βρίσκομε και στη Γρατινή Κομοτηνής και στους Σαρακατσάνους. Στα χωριά των Γρεβενών δεν έβαζαν το χοίρο στο σπίτι, αν πρώτα δεν τον διάβαζε ο παπάς.[...]
Από το αίμα τωτου ζώου σχηματίζουν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών ή και των ζώων, ή κάνουν και άλλες παρεμφερείς χρήσεις για θεραπευτικούς, μαγικούς ή αποτρεπτικούς σκοπούς.[...]
Για μαγικούς-αποτρεπτικούς σκοπούς χρησιμοποε'ιται επίσης και το ρύγχος του χοίρου: το καρφώνουν στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα, για να απομακρύνουν τους καλλικαντζάρους, ή το κρεμούν στο αχούρι για να μη ζυγώσει αρρώστια τα ζώα, ή το βάζουν πίσω στην πόρτα για να ξορκλίζουν τις αρρώστιες. Για μαγικοθεραπευτικούς και μαντικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται ακόμα το λίπος ή άλλα όργανα του χοίρου: μέσα στην κύστη του χοίρου ρίχνουν τόσα ρεβύθια, όσα είναι τα ζώα που έχουν και την κρεμούν "στη σκέπο" (ταβάνι)' έτσι τα ζώα μένουν μαντρωμένα και δεν προκαλούν ζημιές. [...]

Ο καθαρά θυσιαστικός χαρακτήρας της χοιροσφαγίας δηλώνεται όχι μόνο από τις πολλαπλές χρήσεις του "καθαγιασμένου" αίματος, αλλά και από τα μαντεύματα που γίνονται τότε και από τις άλλες μαγικές ενέργειες, που είδαμε να συνδέονται με το σφάξιμο των γουρουνιών. Το χαρακτήρα αυτό τονίζει άριστα το κυπριακό έθιμο (περιοχή Μαραθάσας) να μοιράζουν τα Χριστούγεννα στην εκκλησία "χοίρειον κρέας προς κοινήν μετάληψιν, αντί ηυλογημένου άρτου"."

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Πήλιο... φθινοπωρινά αρώματα...


Το βουνό του Χείρωνα στολίστηκε στα πορτοκαλιά, ο ουρανός μελαγχόλησε και γκρίζαρε σα μεσόκοπος που πορεύεται προς το χειμώνα της ζήσης του, τ' άρωμα της βρεγμένης γης πότισε την ανάσα μας κι η πλάση, αέναος καλλιτέχνης, ανανέωσε για άλλη μια φορά τις αποχρώσεις στην παλέτα της για να τις συνταιριάξει με την εποχή...

Όσο κι αν λέω ότι αγαπώ την άνοιξη, το φθινόπωρο, όπως κι η κάθε εποχή, μπορεί να σε μαγέψει... Εδώ, γεννιέται στο κοκκίνισμα των μήλων και στις ευωδιές των σταφυλιών, ύστερα τρυπώνει στο άρωμα του φρεσκοκομμένου ξύλου και των πολύχρωμων μανιταριών του βουνού και καταλήγει στις απίθανες χρυσοκιτρινοπορτοκαλί ανταύγειες των δέντρων, στη θαλπωρή της ξυλόσομπας και της φωτιάς που αντιφεγγίζει στο δωμάτιο, στη γεύση του καινούριου κρασιού της κληματαριάς...

Με απλές πινελιές, η φύση μας ξεδιπλώνει την ομορφιά και μας την προσφέρει, μας προβάλει το πρότυπο του Δημιουργού για ακολουθήσουμε τα χνάρια του, ως λιλιπούτεια δημιουργήματα και ως λιλιπούτειοι, παράλληλα, δημιουργοί... αλλά δυστυχώς εμείς έχουμε ξεχάσει ν'αφουγκραζόμαστε την αρμονία, να βιώνουμε την απλότητα της ομορφιάς και ό,τι πλάθουμε συνήθως φαντάζει παράταιρο, άγαρμπα κι άκαιρα στολισμένο, άψυχο... Ευτυχώς όμως, κάπου-κάπου, μας χαμογελούν κι οι εξαιρέσεις...


... πίνακες ζωγραφικής της πλάσης, που το χέρι του ανθρώπου πρόσθεσε τα δικά του χνάρια με σεβασμό..


... πλάι στο ασημόγκριζο της ιερής ελιάς...


ή ανάμεσα στο μαυροπράσινο των κυπαρισσιών που πασχίζουν να φτάσουν τον ουρανό...


Το φθινόπωρο απλώθηκε στο βουνό των Κενταύρων... και ξεδιπλώθηκε μ'όλη του την ομορφιά σε μια στροφή, καθώς άφηνα το χωματόδρομο...


μού'κλεισε το μάτι κάτω από μια ομπρέλα, το πρωινό της Παναγιάς..


ξεχύθηκε σα χείμαρρος να μεταμορφώσει τις εικόνες μου...


...μου μαγνήτισε τη ματιά με τα έντονά του χρώματα..


...και με κέρασε ένα ποτήρι κρασί, μ'αγριοντόματα τηγανιτή -τελευταία συγκομιδή απ'τον κήπο του καλοκαιριού...


...τόσο απλά και τόσο όμορφα....

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Γουργουλιάνες και κοκκινομανίταρα!


Έφαγα τα λυσσακά μου, φέτος το φθινόπωρο, να βρω μια γουργουλιάνα! Μα δε μου καθόταν, λέμε.... με τίποτα... Καταρχάς το καλοκαίρι δεν έλεγε να τελειώσει-όχι πως με πολυχάλασε αυτό, γιατί εγώ παιδί του καλοκαιριού είμαι... αλλά ρίξε και μια βροχούλα στο ανάμεσο! Τίποτα! Ξεραϊλα σκέτη! Κι όταν κάποτε αποφάσισε να βρέξει, η αφυδατωμένη γη ούτε που πρόλαβε να ξεδιψάσει! Σαν να μην την αγγίζαν οι σταγόνες, τζάμπα ο κόπος τους, τζάμπα το ταξίδι απ'τα ουράνια... "Βρήκες καμιά μανιτάρα;" "Μπα..." Άντε και ξανάβρεξε, μια και δυο. Και μου φέρανε πεσκέσι μια γουργουλιάνα. Άλλη η χάρη, όμως, να τη βρεις μονάχος, να την ψάχνεις με το βλέμμα σου, ομπρελίτσα στητή να καμαρώνει στο καστανοπράσινο τοπίο! Είπα να ξαμοληθώ... τζίφος! Βρε, δεν πά'νά'χαν ανθίσει τα κυκλάμινα, δεν πά'να σκάσαν οι βασίλες και τα καλογεράκια στο βουνό, γουργουλιάνα καμιά! Και δεν ήμουν η μόνη που την είχα άχτι! Ποζάρουν κι υπέροχα οι άτιμες και κουβαλούσα μες στις γλίστρες και τη μηχανή... τζάμπα ταλαιπωρία! Μονάχα οι βασίλες μου καθήσανε, άντε και κανένα καλογεράκι!


Ε, μπήκε για τα καλά ο Νοέμβρης, κρυάδιασε, ντουμανιάσαμε τις σόμπες.. κόντεψα να ξεχάσω τις έρ'μες τις γουργουλιάνες! Το πήρα απόφαση, ότι φέτος γουργουλιάνα δε θα μου κάτσει! Κι όπως βρέθηκα με μια παρέα για κρασάκι, ενώ έξω έβρεχε του καλού καιρού, αντικρύζω μια τσουρουφλισμένη ξάπλα στο πιατάκι. "Βρήκα και μια γουργουλιάνα!" ακούω! Ώπα, εδώ είμαστε! Το επόμενο απόγευμα ξαμολήθηκα! Μία, δύο, τρεις! Μιλάμε για χαρά, σαν παιδί που του χαρίσανε το αγαπημένο του παιχνίδι! Κι ύστερα παραδίπλα, αγκαλιές κάτι μανιταράκια συμπαθέστατα. Καθ'ότι σχετικά καινούρια στο άθλημα, τα κύτταξα με δυσπιστία... Δε μοιάζαν μ'εκείνα τα γλιτσερά τα παλαβιάρικα. Νά'ναι "κοκκινομανίταρα";. Ε, δεν ήθελα και να γεμίσω τις τσάντες με παλαβά, παίρνω ένα δείγμα να μου το τσεκάρουνε οι πιο ειδικοί και σκέφτομαι "Δε βαριέσαι.. τώρα παίρνει να σκοτεινιάσει... αν είναι καλό, πουρνό-πουρνό έρχομαι να τα μαζέψω.. Δε θα με προλάβει άλλος "κυνηγός"". Έτσι νόμιζα τουλάχιστον! Αλλά υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο...


Το δείγμα μου απεδείχθη μια χαρά κοκκινομανίταρο και πολύ χαλάστηκα που άφησα τα αδερφάκια του να περιμένουνε. Βροχή, ξεβροχή, ξεκίνησα το πρωί για το "μέρος" με μπόλικες σακούλες! Πόσα και πόσα με περιμένανε! Έκανα και σχέδια πώς θα τα χωρέσω στον τιγκαρισμένο καταψύκτη, να τρώμε κοκκινομανίταρα όλο το χειμώνα! Αμ δε! Φτάνω κι αντικρύζω βομβαρδισμένο τοπίο! Τα χώματα πεταμένα, γούρνες παντού, φρεζαρισμένα θαρρείς τα πάντα! Λες κι είχε περάσει κανένας μανιακός με την τσάπα κι έψαχνε χρυσάφι! Όλα ανακατωμένα! Βρε τα κωλογούρουνα! Σήμερα βρήκαν να ξαμοληθούν εδώ; Λοιπόν αυτά τα παλιοκαπριά, που τα λυπόμουν που τα κυνηγούσανε, πολύ μού'χουν μπει στο μάτι! Δε φτάνει που τρομάζουν τα αγαπημένα μου άλογα -κι είχαμε ουκ ολίγα ατυχήματα φέτος... ούτε να τα σκέφτομαι δε θέλω- δε φτάνει που δεν έχουν αφήσει όρθιο νιόφυτο δεντράκι στα χωράφια για να τρίβουν τη χοντροπλατάρα τους, δε φτάνει που για να ποτίζεις το καλοκαίρι πρέπει κάθε φορά να σκάβεις απ'την αρχή γούρνες κι αυλάκια σ'όλη την έκταση, δε φτάνει που έχουνε ξεπατώσει τα πάντα -παρ'ολίγον και το αμπέλι- κι έχουμε βαρεθεί να φράζουμε κι εκείνα πάλι να βρίσκουν τρόπο να σαρίζουν και να τρυπώνουν, τώρα μου φάγανε και τα μανιτάρια;! Ε, ρε κυνήγημα που τους χρειάζεται!


Αλλά, όχι... βγήκα για μανιτάρια και θα βρω ο κόσμος να χαλάσει! Κι έτσι, μες στη γερή βροχή, άρχισα να παίρνω σβάρνα όσους μανιταρότοπους είχα στο νου μου. Στην αρχή, δεν είχα μεγάλη επιτυχία... άντε δυο-τρία κοκκινομανίταρα, άντε και μια γουργουλιάνα μωρό που είχε γλιτώσει απ'τη μανία των αγριογούρουνων. Τό'βαλα πείσμα όμως. Αφήνω τη μηχανή στο αμάξι -εμ, τόση βροχή, να φάω και καμιά γλύστρα στα μονοπάτια που χωνόμουνα να πάει χαμένη- κι αρχίζω το περπάτημα. Και τσουπ, νά'τη η πρώτη η καμαρωτή ομπρελίτσα! Μπροστά στα πόδια μου ξεπρόβαλε, σκέτη ομορφιά, με φόντο τ'όμορφο φθινοπωρινό τοπίο. Δέκα βρήκα και να μην έχω τη μηχανή ούτε μια να αποθανατίσω! Αχ, αχ, αχ... κι ήτανε σκέτη ζωγραφιά, λες και ποζάρανε σε καλλιτέχνη! Κρίμα και ξανά κρίμα... Όσο χαιρόμουν που τις ξετρύπωνα, τόσο μετάνιωνα που δεν είχα κουβαλήσει τη φωτογραφική μηχανή... μα ήταν μία και μία... ομορφότερο φόντο δε μπορούσαν νά'χαν διαλέξει να ξεπροβάλουν!


Αφού, λοιπόν, μούσκεψα απ'την κορφή μέχρι τα νύχια -χμ... μπα, τα νύχια ήταν τα μόνα στεγνά, καθ'ότι, δόξα τω Θεώ, αδιάβροχα τα αρβυλάκια.. αλλά η υπόλοιπη έσταζα ολόκληρη- αποφάσισα τελικά να επιστρέψω σπίτι! Ας μην είμαι και άπληστη, μια χαρά συγκομιδή πέτυχα! Μοναχά... να... νά'χα και τη μηχανή μαζί.... αλλά δε μπορούμε να τά'χουμε κι όλα!


Γουργουλιάνες, λοιπόν, για ψήσιμο το μεσημεράκι! Γουργουλιάνες ο αγαπημένος φθινοπωρινός μεζές του Πηλίου, οι ομπρελίτσες του βουνού. Γουργουλιάνες τις λέμε εδώ... και ψάχνω στο διαδίκτυο να βρω την επίσημη ονομασία: Lepiota procera, Macrolepiota procera βρίσκω. Αλλού τη λένε αδραχτίτη, αλλού ζαρκαδίσιο, αλλού ομπρέλα, αλλού ελαφίσιο... κοινότατον στον ελληνικό χώρο, κι όχι μόνο. Έχει, βέβαια, και κάτι που μοιάζουνε -τουλάχιστον στις φωτογραφίες, δεν έχω πετύχει από κοντά- που είναι κάργα δηλητηριώδη... γι'αυτό και δεν πά' να θεωρείται εδώ το πιο αναγνωρίσμο και συνηθισμένο, εγώ μια δεύτερη γνώμη πάντα θα την πάρω! Κι ας μην έχει τύχει ποτέ να μαζέψω λάθος μανιτάρι απ'τη μέρα που μου δείξανε πέντε-έξι εδώδιμες ποικιλίες να τις ξεχωρίζω. Εγώ το τσεκάρω πάντα στο βλέμμα ενός πιο ειδικού. Αλλά αποδείχτηκα καλή μαθήτρια, λέμε!


Υ.Γ. Εμ βρήκα κι άλλες και τις φωτογράφισα! Όχι που θα τις άφηνα!

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Ρήμα το σκοτεινόν....

"Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε 
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος 
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα 
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται 
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά 
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα 





Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα 

Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη 
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A 
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά καιρούς 
Mέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες 
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους κήπους 
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης 
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη 





Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να μεγεθύνω τα όμικρον 

Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του 
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω 
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου 
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως 
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ 
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη 
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα 
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και πεθαμένους να κατατρομάξεις 





Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας 

Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω: κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω 
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα 
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα 
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες 
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία 
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης





Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε "ουρανός" δεν είναι· "αγάπη" δεν· "αιώνιο" δεν. Δεν 

Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του σκοτωμού 
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου θηράματα 
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ 
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι 
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει 
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας 
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι 




Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων 

Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου 
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες 
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις 
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω 
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες ανοίγονται 
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη να φανερωθεί 
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν 
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη 





Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ' άλλες. Aλλ' 

H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται."





Οδυσσέας Ελύτης 


Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Καλορίζικος!!!

Δεν τον πρόλαβα τη στιγμή που γεννήθηκε, αλλά τρεις-τέσσερις μέρες μετά. Πότε είναι τ'ακριβή του γενέθλια δεν ξέρουμε, αλλά θά'θελα να υποθέσω ότι είναι σημαδιακά, στις 28 του Οκτώβρη, μιας κι η ημερομηνία κάπου εκεί παίζει με καμιά μέρα απόκλιση! Βρέθηκε δίπλα σε μια εκκλησιά του Αη Γιώργη, πεσμένος σ'ένα φρεάτιο. Η μάνα του στεκόταν από πάνω μ'αγωνία, χωρίς να ξέρει πως να τον απεγκλωβίσει. Ο Βαγγέλης, πραγματικός παραστάτης, δεν απομακρυνόταν στιγμή από κοντά της κι όταν πήρε πρέφα τ'αφεντικό του άρχισε να χλιμιντρίζει για βοήθεια! Κι έτσι ο μικρός τη γλίτωσε και μόλις πάτησε στη γη άρχισε να καλπάζει πίσω απ'τη μάνα του, απτόητος από την τόση ταλαιπωρία του! Τότε με πήρε τηλέφωνο: "Ανεβαίνω με τις φοράδες κι έναν βαρβάτο!" ... "Γέννησε;!" πέταξα απ'τη χαρά μου κι άρχισα να ετοιμάζομαι γρήγορα να πάω να τον δω!


Ε... φυσικά τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά! Τόσο μικρούλης, με εκφραστικά μεγάλα μάτια, μια φουντωτή ουρά ("καλέ σαν σκίουρου είναι!") κι ένα χρωματάκι... αν μη τί άλλο, πρωτότυπο! Γκριζομπεζάκι που σκουραίνει σε σημεία και κάνει υπέροχη αντίθεση με τη μαύρη του χαίτη. Και να, έχει κι αστέρι στο μέτωπο, αστέρι τυχερό! Τυχερός νά'ναι και γερός! Φτού του κι όλο τον θαυμάζω! Σκαρφάλωσα για να πηδήξω μέσα στο περιφραγμένο και να τον πλησιάσω. Χάιδευα και τη μάνα του να μην ανησυχεί, αλλά αυτή μάνα καλή ανησυχούσε.. Μ'άφησε, όμως, να τον χαϊδέψω κι ας τον έπαιρνε παραδίπλα της να τον κρύψει. "Βρε, τί κούκλο μας γέννησες! Μπράβο κοπέλα μου, μπράβο!" Κι άρχισα να πλάθω σενάρια για την "εκπαίδευσή" του και για τις βόλτες μας παρέα μόλις μεγαλώσει αρκετά... Φτού του, φτού του και πάλι, γιατί πολλά στραβά μας κυνηγάνε... κι εμάς και τ'άλογα... μη μείνουμε αμανάτι με τα όνειρα...


Ένα μικρό αλογάκι, λοιπόν, στην παρέα μας... Και γιατί ά-λογον; "Η σημερινή ονομασία "άλογον" προέρχεται εκ της συνεκδοχής -κατά τη μέτρησιν στρατιωτικών δυνάμεων- :άνδρες...τόσοι, άλογα ζώα...τόσα", μας ενημερώνει η Άννα Τζιροπούλου ("Ο εν τη λέξει λόγος") και συνεχίζει "Το δε θεωρούμενον ως "αραβικόν" "άτι", είναι αντιδάνειον εκ της συνεκφοράς "ο ίππος άττει"=ορμά". Όσο για το μικρό αλογάκι, το πουλάρι, που προέρχεται από το αρχαίο πωλάριον, υποκοριστικό του πώλος: "Το νεογνόν του ίππου ονομάζεται πώλος (πουλάρι) επειδή πωλέει= τριγυρίζει γύρω από την μητέρα του και επί την πόαν= χλόην. Γενικώς, παν μικρόν ζώον λέγεται πώλος, εξ ου και "πουλί"."

Κι όντως ο μικρός μας στιγμή δεν αφήνει τη μάνα του κι όλο γυροφέρνει τριγύρω της με τα αδύνατα ποδαράκια του. Άσε που την παρακολουθεί και προσπαθεί κι αυτός, ενώ ακόμη δεν έβγαλε δοντάκια, να μασουλήσει το χορτάρι όπως κι αυτή!


Ας δούμε, όμως, και για την ονομασία "ίππος" και την ετυμολογία της (και πάλι από την Άννα Τζιροπούλου):




[*κέλης: (εκ του κέλλω= κατευθύνω το πλοίον προς την ακτήν) = ίππος ιππασίας, δρομικός, ο μη ζευγνύμενος μετ'άλλου // 2)ταχύπλουν πλοιάριον με μίαν μόνο σειρά κωπών. Ετυμολογία: κέλης, λακωνικά κέληξ' κατά τινάς συγγενής του κέλλω, κέλομαι, κελεύω' πρβλ. "ίπποισι κελητίζειν"= πηδάν εκ του ενός ίππου εις τον άλλον..., "Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης", Ι.Σταματάκου]


Ενώ, κατά την ίδια: φοράς (φοράδα), η (θηλυκή) ίππος, "ως φέρουσα καρπόν, ως γεννώσα".

ή φορβάς= [εκ του φέρβω (=τρέφω, βόσκω)] =ο παρέχων φορβήν [=βοσκήν, νομήν, τροφήν], ο τρέφων // ο εν αγέλη βόσκων, ο εν λειμώνι βόσκων // (απόλ.) φορβάς, κοινώς φοράδα. ("Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης", Ι.Σταματάκου)

Αλλά, μιας και άρχισα να μιλάω περί ίππων, περί τούτων των υπέροχων συντρόφων του ανθρώπου, δε μπορώ, κλείνοντας, να μην αναφερθώ και τους αθάνατους ίππους του Αχιλλέα,


τους πιστούς συντρόφους του στη μάχη, που θρήνησαν με δάκρυα, σαν άνθρωποι, το χαμό του Πατρόκλου...


που αποκτούσαν ως κι ανθρώπινη λαλιά για να προειδοποιήσουν τον Αχιλλέα για την αλγεινή του μοίρα...


που ενέπνευσαν, αιώνες μετά, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, να τους αφιερώσει τους στίχους του:


αλλά και γνωστούς ζωγράφους να τους απαθανατίσουν με το πινέλο τους, όπως τον Anthony van Dyck στον παρακάτω πίνακά του: