"Κι είναι ωραίο, πολύ ωραίο τούτο που θα σας πω. Για μένανε είναι ωραίο, δεν ξέρω για σας πώς θα σας φανεί. Εκεί, λοιπόν, που επήγαινα, μόλις άρχισα να ξεπερνάω το αυλάκι, τους σωλήνες που μας φέρνουνε νερό κι έκανα προς τα πάνω, προς μια ανωφέρεια, ήτανε πάρα πολλά αηδόνια σ'αυτή την καναλιά. [...]
Τέλος πάντων, λοιπόν εκεί πέρα είδα ένα αηδονάκι στον δρόμο από πάνω, σ'ένα δένδρο το οποίο μπορεί να υπάρχει και σήμερα. Φτειάναμε κουτάλες από αυτό και το ξύλο του ήταν λίγο κοκκινωπό' το λέγαμε ίστρια. Την ξέρεις την ίστρια;
-Όχι Γέροντα.
-Όχι, Γέροντα...! Ρε τί πάθαμε, τί πάθαμε! Ούτε μια μέρα κακόμοιροι δεν κάνουμε εμείς μαζί.
Λοιπόν, άκου να δεις. Και... είδα ένα αηδονάκι που κελαηδούσε. Πω, πω, πω. Παναγίτσα μου! Και πήγα και κάθησα σ'ένα βράχο. Κάθησα εκεί εκεί στον βράχο και σε τρία μέτρα απόσταση το αηδονάκι κελαηδούσε. Εγώ έλεγα το "Κύριε Ιησού Χριστέ" και κοίταζα. [...] και εκείνο έκανε κάτι λαρυγγισμούς!! Εδώ κάτω, εδώ, εδώ να! Φούσκωνε ο λάρυγγάς του έτσι, πετιότανε πέρα. Ρε παιδιά, αν δεν έχετε δει αηδονάκι, έχετε αμαρτήσει. Να δείτε αυτό το πουλάκι, το μικροσκοπικό, που δεν πηγαίνει είκοσι γραμμάρια, πώς να το πούμε λοιπόν, να κάνει αυτή τη φωνάρα και αυτούς τους λαρυγγισμούς και να κάνει πίσω τα φτερά του και να τεντώνεται με όλη τη δύναμη που είχε. Με όλη τη δύναμη να βγάζει αυτούς τους ωραίους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ολόκληρο εδώ από κάτου.
Παιδιά, μη με παρεξηγήσετε. Αν θέλετε, ακούστε τα. Και όχι μόνο να τα ακούσετε, αλλά και να τα θυμόσαστε. Λοιπόν, κοιτάξτε, αν παρατηρήσετε, θα το ιδείτε το αηδονάκι έτσι όπως σας το λέω. Λοιπόν [...] μου ήρθανε τα δάκρυα κι έλεγα το "Κύριε Ιησού Χριστέ". [...]
Είπα: "Τί μυστήριο! Γιατί αυτό το πουλάκι, το αηδονάκι, έβγαζε αυτούς τους λαρυγγισμούς; Γιατί έψαλλε αυτό το ωραίο άσμα; Γιατί; Γιατί; Γιατί να ξελαρυγγίζεται; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ποιός ο σκοπός;" Μόνος μου φιλοσοφούσα. [...]
"Γιατί αυτό εκεί πέρα κελαηδάει; Έχει κόσμο μπροστά του; Ξέρει ότι άκουγα εγώ; Μπορεί επιτέλους, εμένα να με είδε, αλλά εκείνα μέσα στον λόγγο; Στη ρεματιά που ήταν και την νύχτα και την ημέρα και το βράδυ και το πρωί, νύχτα! Ποιός τ'άκουγε που ξελαρυγγιαζόντουσαν όλα; Και γιατί το κάνανε αυτό το πράγμα; Και γιατί πηγαίνανε σε τέτοια κρυφά μέρη και σπάζανε τον λάρυγγά τους;"
Τα πέρασα ότι όλα αυτά ήτανε του Θεού άγγελοι, δηλαδή πουλάκια που δοξάζανε τον Θεό, τον Πλάστη των απάντων. Και δεν τ'ακουγε κανείς. Κρυβόντουσαν να μην τ'ακούει κανείς. Δεν τα ενδιέφερε να τ'ακούνε. Αλλά τα ενδιέφερε μέσα στη μοναξιά, μέσα στην ησυχία, μες στην ερημιά, μες στη σιωπή, τα ενδιέφερε να τα ακούσει ποιός; Ο Πλάστης των απάντων, αυτός που τους έδωσε πνοή και ζωή. [...]
Λοιπόν, που λέτε, όμως το μεγάλο που μου γεννήθηκε ήτο ότι έπρεπε να φύγω. [...]" (*)
"-Στη στεναχώρια του και στη δυσκολία του, αναγκάζεται κανείς να καταφύγει στο Θεό.
-Ναι.
-Να εκτείνει τας χείρας και να ζητήσει το έλεός του: "Ἐν θλίψεσαι ἐκέκραξα πρὸς Κύριον καὶ επήκουσέ μου".
[...]
-Μέσ' στο εκκλησάκι που έμπαινα, πήγαινα, καθόμουνα στο στασίδι κι έριχνα μια ματιά. Γύρω ήταν βουνά, από πάνω ήσαν κουμαριές, δάσος, δάσος, γύρω, ούτε ψυχή. Μόνο κάτω στον κάμπο ήταν τα χωριά, η Βάθεια. Εκεί έχει τέλεια ερημιά, δηλαδή για να καταλάβετε το έρημο και το, ας πούμε, το αβοήθητο. Ανέβαινα ψηλά και κοίταζα για να καταλάβω καλά, πού είμαι, πού κάθομαι, πού βρίσκομαι. [...]
Σ'ένα έρημο μέρος, όπως μού'τυχε εμένα να με κλείσει ένας άγριος καιρός πάνω σ'ένα βουνό, πού'ναι ένα μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Βάθειας κι έκανε μια κακοκαιρία, έβρεχε μέρες. Δέκα μέρες συνέχεια βροχή και αέρας. Μούγκριζε ο αέρας, μούγκριζε ο πλάτανος κι εγώ πήγαινα μέσα σε ένα εκκλησάκι αρχαίο κι έτρεμε ο κουμπές (τρούλος) του, και τρέμανε οι άγιες ζωγραφιές του, οι τοιχογραφίες, κι εγώ καθόμουν στο στασίδι, ε, κι έβγαινα, πήγαινα έτσι πιο πάνω κι απ'τα σύννεφα κι απ'τις βροχές, κι απ'τον αέρα κι έβλεπα κάτω τον εαυτό μου έρημο μέσα στη θύελλα...., να μουγκρίζει ο αέρας, τα θηρία ας πούμε της φύσεως, και να νομίζει κανείς, πως βρίσκεται στην κόλαση. Αλλά το αισθανόμουνα σαν το πουλί το κατατρεγμένο με τα ξεροβόρια, με τα χιόνια, που ζητούσε ένα καταφύγιο να πάει να γλυτώσει. Και το καταφύγιό μου ήταν να ταξιδέψω προς τα πάνω, διότι εδώ στη γη ήτανε φουρτούνα, ήτανε κακοκαιρία, ήτανε δύσκολη η ζωή. Και η ψυχή μου ζητούσε κάτι πιο άγιο, πιο υψηλό, πιο τέλειο. Κι αυτό ήταν η αγκαλιά του Χριστού. Βλέπετε πώς αυτά έρχονται μόνα τους... Με παρεξηγείτε;
Αυτός ο ασκητής όλα τα θυσιάζει αρκεί να επιτύχει τον τρόπο, έτσι να αισθανθεί τη Χάρη του Θεού, τη θαλπωρή του Χριστού, την αγκάλη του Χριστού. Ε, να ενωθεί, να αισθανθεί τη συντροφιά του με τον Θεό. Την ένωσή του με το Θεό. Κατάλαβες; Δεν τό'χει για κακό... Εσείς όμως το βλέπετε για κακό. Σου λέει, τί είναι αυτό το πράγμα...!" (*)
"Εργαζόμουνα με τους δικούς μου στο σπίτι, φτιάχνοντας πουλόβερ, ζακέτες, τέτοια πράγματα, για να συντηρηθούμε απ'τα εργόχειρα αυτά. Γι'αυτό, ο παπάς του αγίου Παύλου της οδού Ψαρρών, επειδή εγώ ως παπάς δεν είχα τυχερά, μου λέει "Δεν έρχεσαι των Θεοφανείων ν'αγιάσεις την οδό Ψαρρών, την οδόν Μαιζώνος, την οδό τάδε, τάδε" - μού'βαλε τρεις τέσσερις δρόμους- και με κατάφερε και επήγα. Πήγα και αγίαζα λοιπόν, ανέβαινα τις πολυκατοικίες, χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου άνοιγαν και έμπαινα μέσα: "Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου Κύριε".
Λοιπόν, όπως γύριζα, εκεί, στην οδόν Μαιζώνος βλέπω μια σιδερένια πόρτα, είχε και αυλή, που ήταν φυτεμένες μανταρινιές και πορτοκαλιές, εσπεριδοειδή, και είχε μια σκάλα εξωτερική. Ένα σπίτι καλό, όπως φαινότανε, κι ανέβαινε πάνω. Είχε και υπόγειο πιο κάτω, είχε και πάνω. Εγώ ανέβηκα πάνω, χτυπάω την πόρτα, έρχεται μια κυρία και μου ανοίγει.
Εγώ, κατά τη συνήθειά μου, αμέσως τρύπωσα μέσα: "Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου Κύριε"... Πωπ, πέφτει μπροστά αυτή. Μου λέει: "Σταμάτα!" Λοιπόν, εντωμεταξύ με ακούσανε δεξιά κι αριστερά, στο διάδρομο και βγαίνανε κοπέλες από μέσα απ'τα δωμάτια, και κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής είπα μέσα μου. Λοιπόν, αυτή μπροστά, λέει "Να φύγεις! Δεν κάνει.", μου λέει, "να φιλήσουνε τον Σταυρό αυτές. Να φιλήσω εγώ τον Σταυρό και να φύγεις, παπά μου, σε παρακαλώ.", μου λέει. Λοιπόν, εγώ, πού να φύγω; Πήρα κι εγώ άλλο ύφος. Της λέω, άκουσε σε παρακαλώ, δε μπορώ να φύγω εγώ. Εγώ είμαι παπάς, ήρθα εδώ ν'αγιάσω. "Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν.". Μα δεν το ξέρουμε αυτό, λέω, αν κάνει να φιλήσουν αυτές ή εσύ. Εγώ, λέω, αν με ρωτούσε ο Θεός και μου έλεγε "Ποιός κάνει να φιλήσει, οι κοπέλες για η κυρία;", μπορεί νά'λεγα ότι οι κοπέλες κάνει να φιλήσουν, αλλά τούτη εδώ δεν κάνει να φιλήσει το Σταυρό. Λοιπόν, σαν να κοκκίνησε λίγο. Λέω, άσε τα κορίτσια να φιλήσουνε. Τους έκανα νεύμα και ήρθανε. Λοιπόν, ήρθαν να φιλήσουν τον Σταυρό, εγώ έψαλλα "Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου", το έψαλλα έτσι λίγο πιο μελωδικά έτσι, γιατί αισθάνθηκα μια χαρά, που έτσι ο Θεός οικονόμησε να πάω εκεί πέρα στα κορίτσια.
Λοιπόν, φίλησαν όλες. Τους είπα: Παιδιά μου -είχανε βάλει εκεί πέρα κάτι φούστες χρωματιστές, είχανε κι αυτές με τη γιορτή εξωραΐσει το σπίτι τους- παιδιά μου, χρόνια πολλά! Ο Θεός σας αγαπάει όλες! Μας αγαπάει όλους. Όλοι τον έχουμε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός, μόνο να φροντίζομε να τον γνωρίσομε, να τον αγαπήσομε. Είναι πολύ καλός! Μας αγαπάει όλους. Και για όλους βρέχει και για όλους βγαίνει ο ήλιος και όλους μας αγαπάει κι εμένανε με αξίωσε ν'ανέβω εδώ να σας αγιάσω και χάρηκα πολύ. Χρόνια πολλά! τους λέω δυνατά, Χρόνια πολλά. Κι έφυγα. [...]" (*)
"Τί είναι ο χριστιανικός αγώνας; Να, η ψυχή είναι ένας κήπος χωρισμένος σε δύο μέρη. Στον μισό φυτρώνουν αγκάθια, στον άλλο μισό λουλούδια. Κι έχομε μια δεξαμενή νερού (τις δυνάμεις της ψυχής) με δύο βρύσες και δύο αυλάκια. Η μία κατευθύνει το νερό στα αγκάθια και η άλλη στα λουλούδια. Κάθε φορά μόνο μια βρύση μπορώ να ανοίξω. Αφήνω απότιστα τα αγκάθια και μαραίνονται, ποτίζω τα λουλούδια και ανθίζουν." (**)
"Ήμουν στη σκήτη μας στο Άγιον Όρος. Εκεί μια μέρα, οι υποτακτικοί μου βρίσκονταν σε εκνευρισμό, διότι ένας μάνταλος σφηνώθηκε στην πόρτα και δε μπορούσαν να τον απελευθερώσουν. Προσπαθούσαν, τον χτυπούσαν, τον τραβούσαν, θύμωναν, τίποτα' ο μάνδαλος εκεί, σφηνωμένος. Τότε σηκώθηκα και τους είπα να τον αφήσουν σ'εμένα. Τον πρόσεξα καλά, έκανα μια απλή κίνηση και τον απελευθέρωσα. Οι μοναχοί με κοίταζαν με θαυμασμό. Τους λέω: Τί με κοιτάτε έτσι, βρε ευλογημένοι; Δεν έκαμα τίποτα σπουδαίο' μια κίνηση έκαμα, αλλά την έκαμα με προσευχή και ηρεμία. Εσείς, έτσι που είχατε νευριάσει, δε θα ελευθερώνατε τον μάνταλο ούτε μέχρι αύριο. Όταν η ψυχή είναι ταραγμένη, θολώνει το λογικό και δε βλέπει καθαρά. Μόνον όταν η ψυχή είναι ήρεμη, φωτίζει το λογικό για να βλέπει καθαρά την αιτία κάθε πράγματος." (**)
"Όταν θηλάζεις να είσαι μόνη. Να μη σε βλέπουν οι άλλοι. Να βάζεις μια λευκή ρόμπα. Εσύ και το μωρό απερίσπαστοι. Ιερές στιγμές διαπαιδαγώγησης! Οι βραδινοί θηλασμοί είναι οι ωραιότεροι. [...] Να προσεύχεσαι πάνω απ'τα κρεβάτια τους, όταν κοιμούνται, διότι τότε το κακό είναι αδύναμο, δεν αντιστέκεται. [...] Τα σταυρώνουμε, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά κι ευχόμαστε με λαχτάρα. Η προσευχή μας τότε επιδρά πιο εύκολα και η ευχή ενεργεί σε βάθος. [...] Όταν θηλάζεις να μη σε βλέπει το άλλο παιδί, θα είναι μαχαιριά στην καρδιά του. Αυτή η ζήλια δύσκολα σβήνει." (***)
"-Και λέει ο αββάς Βαρσανούφιος ότι το θέλημα είναι ο θώραξ του Άδη.
-Δύσκολο να το καταλάβεις, γιατί η κοινωνία μας διδάσκει το αντίθετο από ό,τι λέει το "Πάτερ ἡμῶν" κάθε μέρα: Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀγιασθήτω τὸ ὄνομὰ σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω "τὸ θέλημά μας", λέει η κοινωνία κάθε μέρα, τα παιδιά έτσι διδάσκονται." (*)
(*) Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, "Θα σας πω..." (Ηχογραφημένες διηγήσεις του αγίου για τη ζωή του), εκδόσεις: Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος
(**) Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, "Ανθολόγιο Συμβουλών", εκδόσεις: Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος
(***) Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, "Ένας να με ακούσει..." ("... και θα του στείλει ο Θεός πλούσια τη Χάρη Του!"), εκδόσεις: Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος