Τα νυχτοκάλαντα των Φώτων...
αφιερωμένο στη Φωτεινούλα
Φωτεινούλα μου, χρόνια πολλά και καλά και πάντα την αγάπη μου...
Παραμονή των Φώτων , καθώς σουρουπώνει, οι άντρες του χωριού μαζεύονται για να τραγουδήσουν τα «νυχτοκάλαντα» ή, όπως συνηθίζουν να τα λένε, τα «καλησπερίσματα», ένα έθιμο που ακόμη κρατάει γερά στο Πήλιο. Μέχρι αργά τη νύχτα, ξεχύνονται σε όλα τα σπίτια του χωριού για να ευχηθούν και να κεραστούν και να συγκεντρώσουν κάποια χρήματα, είτε υπέρ της εκκλησίας, είτε υπέρ του πολιτιστικού συλλόγου. Βραδιές χειμωνιάτικες, βραδιές παγωμένες κι εμείς κουρνιασμένοι στην απαράμιλλη θαλπωρή του αναμμένου τζακιού περιμένουμε ν'ακούσουμε τον απόηχο των τραγουδιών τους να πλησιάζει και το δικό μας σπιτικό, χρωματίζοντας τη νυσταγμένη σιωπή της νύχτας. Τα κεράσματα απλωμένα στο τραπέζι, γλυκά και πιοτά με το καθιερωμένο τσίπουρο πάντα να πρωτοστατεί, για να τους καλωσορίσουμε και να τους ζεστάνουμε μόλις καταφθάσουν. Τα γέλια και τα τραγούδια τους αντιλαλούν σ'όλη τη γειτονιά στους ρυθμούς που δίνει το τουμπερλέκι που, τουλάχιστον στο χωριό μας, τους συνοδεύει σταθερά τα τελευταία χρόνια:
"Να τον καλησπερίσουμε και τούτον τον αφέντη...
Καλησπερίσ' αφέντη μου, καλησπερίσ' κυρά μου
Απόψε ήρθα στο σπίτι σου, ήρθα στ'αρχοντικό σου
Να μη σου κακοφάνηκε, να μη σου πέσει βάρος
έτσι τα φέρνει ο καιρός και τα γυρίζει ο χρόνος
Αφέντη, αφεντούτσικε, δέκα φορές αφέντη
Δέκα κρατούν το άλογο, δέκα το καλιγώνουν
και δέκα το παρακαλούν να καβαλ'κέψ' ο αφέντης
Κι ο αφέντης καβαλίκεψε στ'αστέρι τ'άλογό του
αστέρι έχει στη μύτη του, φεγγάρι στο λαιμό του
και πίσω στην κουβέρτα του τρεις φραγκοπούλες παίζουν
Η μια παίζει τον ταμπουρά, η άλλη το λαγούτο
κι η τρίτη η μικρότερη παίζει με τον αφέντη
Παίζοντας και χορεύοντας αποκοιμήθ' ο αφέντης
φέρτε νταούλια να βροντούν, ζουρνάδες να χουιάζουν
για να ξυπνήσει ο αφέντης μας να λύσει το μαντήλι
Λύσε το αφέντη μ', λύσε το, το αργυρομάντηλό σου
κι αν έχεις και χρυσά φλουριά, δώς τα, μην τα λυπάσαι
κι αν έχεις και γλυκό κρασί, κέρνα τα παλικάρια
Κέρνα τα αφέντη μ', κέρνα τα, να σε πολυχρονίσουν
να ζήσεις χρόνια εκατό κι απάνω απ'τα διακόσια
κι απά διακόσια σα μπροστά, ν'ασπρίσεις, να γεράσεις
να γένεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ'άσπρο περιστέρι
σαν τ'αηδονάκι που λαλεί, χειμώνα καλοκαίρι
Πολλά'παμε τ'αφέντη μας, ας πούμ' για την κυρά μας
Κυρά μ' ψιλή, κυρά μ' λιγνή, κυρά μ' καγκελοφρύδου
κυρά μ' όταν στολίζεσαι να πας στον αγιασμό σου
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη
και του κοράκου το φτερό βάνεις καγκελοφρύδι
Πολλά'παμε για την κυρά, ας πούμε για την κόρη
'Εχεις και κόρη έμορφη γραμματικό γυρεύει
κι εκείνος ο γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει
Γυρεύει αμπέλια 'τρύγυτα, ψωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει μύλους δώδεκα μ'όλους τους μυλωνάδες,
γυρεύει και τη θάλασσα με όλα τα καράβια,
γυρεύει και τον κυρ-βοριά να τα καλαρμενίζει
Προξενητάδες έρχονται μέσα από την Πόλη
κι όλοι ρωτούν, ξαναρωτούν πού νά'βρουν τέτοια κόρη
Πολλά'παμε της κόρης του, ας πούμε για το γιο του
Έχεις και γιο στα γράμματα, διαβάζει το ψαλτήρι,
να τ'αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι
Στο σπίτ' που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει!"
Φυσικά, οι παραλλαγές κι οι εμπνεύσεις της στιγμής δίνουν και παίρνουν, ανάλογα με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των νοικοκυραίων. Το κέφι, τα τσίπουρα κι η χιουμοριστική διάθεση, προκαλούν και μικρές παρεμβάσεις στον καθιερωμένο ευχετήριο στίχο, κι έτσι ο μπακάλης του χωριού μπορεί να ακούσει:
"...Κι ο νοικοκύρ'ς του μαγαζιού, πατάτες να πουλήσει!"
Θα προσθέσω εδώ κι ένα απόσπασμα από τις "'Ωρες Πηλίου" του Κώστα Λιάπη, που αναφέρεται στις περιπτώσεις που ο «αφέντης» κάνει τον κουφό πίσω απ'την πόρτα του και δεν ανοίγει στους τραγουδιστάδες:
«Έχει όμως τον τρόπο της και τότε η κουστωδία να σου τον 'περιποιηθεί', χωρίς μάλιστα ν'αλλάξει χαβά, καταπώς του αξίζει:
Αφέντη μου στην κάπα σου, εννιά χιλιάδες ψείρες
άλλες γενούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγομαζώνουν
κι άλλες Θεό παρακαλούν να μην τις ζεματίσουν.
Αν μάλιστα ο 'αφέντης' έχει την ατυχία νά'χει και κόρη της παντρειάς η έμμετρη 'περιποίησή' του γίνεται δηκτικότερη:
Την κόρη σου την έμορφη, βάντην μες στο ζεμπίλι
και κρέμασέ την υψηλά, να μην τη φαν οι ψύλλοι...»
`Αντε, και του χρόνου!