Οι όμιλοι των μεταμφιεσμένων δίνουν στο ύπαιθρο και διάφορες παραστάσεις, που έχουν κάποτε δραματικό-θεατρικό χαρακτήρα. Αναφέρω όσα τελούν, απ'την Πρώτη του χρόνου μέχρι τα Θεοφάνεια στον Πόντο οι λεγόμενοι μωμόεροι. Ο πρωταγωνιστής, που ακούει στο όνομα Ουζεϊν-Αλής απάγει μία νέα και την μεταφέρει στο σπίτι ενός χωρικού. Ο πατέρας της νέας, που παρουσιάζεται "κωδωνοφόρος και με μεγάλο πρόσωπο", βρίσκει το κρησφύγετο, ορμά σ'αυτό και σκοτώνει τον Αλή. Η κόρη θρηνεί πάνω απ'τον άντρα που αγάπησε, γιατί της φέρθηκε με καλοσύνη, και ο πατέρας μετανοεί και προσκαλεί γιατρό, που μ'ένα μαγικό χόρτο ανασταίνει τον σκοτωμένο. Ακολουθεί γάμος αυτού με την κόρη και χορός με πρώτο τραγούδι "αρχή κάλαντα και αρχή χρόνου" κ.λ.π..
Τέτοιου είδους παραστάσεις, δηλαδή φόνος του γαμπρού και ανάστασή του, γάμος, γέννηση παιδιού και χοροί με βωμολοχίες και άσεμνες κινήσεις, γίνονται, όπως είδαμε στη Θράκη κατά την έναρξη της σποράς των δημητριακών και επαναλαμβάνονται την άνοιξη (Αποκριές και Πρωτομαγιά). Ανήκουν στις μιμικές πράξεις που αποβλέπουν, σύμφωνα με τη λεγόμενη συμπαθητική μαγεία, στην πρόκληση της γονιμοποιού ενέργειας της φύσης, στην προαγωγή της βλάστησης και στην καρποφορία." (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") [* βλέπε και: καλόγεροι κι άλλα πανάρχαια έθιμα της αποκριάς..].
Στην ιστοσελίδα "Άμαστρις" (http://amastris-piperdim.blogspot.com/2010/01/blog-post_05.html) παρατίθεται ένα σχετικό κείμενο του 1927, του Δημοσθένους Οικονομίδη από το "Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος":
"Τη νύχτα της παραμονής του νέου χρόνου μετά το δείπνο, ενώ από την μία παιδιά από διάφορες συνοικίες των πόλεων, των κωμοπόλεων ή και από τα χωριά, γυρίζοντας με φανάρια επισκέπτονταν συγγενικές ή γνωστές οικογένειες και χτυπώντας τις πόρτες των σπιτιών ψάλλανε μπροστά στην πόρτα τα συνηθισμένα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: «Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου κλπ.», από την άλλη νεαροί και άνδρες μεταμφιεσμένοι και με μάσκες στα πρόσωπά τους, έρχονταν κατά ομάδες στα σπίτια συγγενών, γειτόνων ή και στενών φίλων και εκεί προξενούσαν ευθυμία και ασυγκράτητα γέλια στους παρισταμένους με κάθε είδους κωμικές παραστάσεις, με φράσεις, με αστείους ή και κοροϊδευτικούς διαλόγους, με μιμητικές ή αλλόκοτες κινήσεις του σώματος. Ακόμα και με χορό που συνοδευόταν από το τραγούδι του Κιόρογλου και με λύρα και νταούλι ή ζουρνά. Και όταν έλειπαν τα μουσικά αυτά όργανα, με τον κρότο ξύλινων κουταλιών, τα οποία καθώς ακουμπούσαν μεταξύ τους από το κυρτό μέρος, κρατημένα όρθια από την λαβή τους με το αριστερό χέρι του παίκτη, έκαναν ρυθμικό κρότο, κάθε φορά που η λαβή του άλλου κουταλιού που κρατιόταν στο αριστερό χέρι κατέβαινε και ανέβαινε ανάμεσά τους, σύμφωνα με τον χρόνο του τραγουδιού..."
Επίσης, στα "Αντέτια Δωδεκαημέρου" η Αργυρώ Μάμαλη-Κοπάνου, μας πληροφορεί: "Στον Πόντο οι μεταμφιεσμένοι του Δωδεκαημέρου λέγονταν "Μωμοέρια" (Μωμό-γέροι). Τα "Μωμοέρια" αποτελούνταν από ομάδα κωμικών προσώπων (ο Βασιλέας, ο Καζάκον-υπασπιστής-, η νύφε, ο γιατρόν, ο διάβολον, ο γέρον, η γραία, ο άρκον, ο Αρναούτς με ευζωνικά) που έπαιζαν κωμικές σκηνές.
Στην Τραπεζούντα έπαιρναν χρώμα εθνικό με το σπαθοφόρο, φουστανελλοφόρο επικεφαλής κάθε ομάδας. Έκαναν περιοδείες, εορταστική επίδειξη με ερανισμούς αλλά και ποντιακή πάλη μεταξύ τους οι ομάδες με σκοπό τη μαγική συμπαράσταση στην αιώνια πάλη των φυσικών στοιχείων, ώσπου να δώσουν στον άνθρωπο τη σχετική ευημερία της χρονιάς. Επικράτηση των καλών πνευμάτων πάνω στη βλάστηση και στην προσεχή ετοιμασία της σοδειάς."
Οι μωμόγεροι, λοιπόν, έθιμο πανάρχαιο, με σαφείς ρίζες στη λατρεία του Διονύσου (κάπως έτσι, άλλωστε, δεν ξεκίνησε και το θέατρο, οι τραγ-ωδίες...;) αλλά και στο μύθο της Περσεφόνης που άρπαξε ο Πλούτωνας (καθώς ένα από τα κλασικά του δρώμενα αναπαριστά μια ανάλογη σκηνή όπως θα δούμε) θα μπορούσαν να συνδεθούν ετυμολογικά από τη μίμηση (μίμος) μέχρι και με το θεό Μώμο που, όπως αναφέρει το "Νεότερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου" ήταν:
"Θεός των αρχαίων, υιός του Ύπνου και την Νυκτός, προσωποιών την χλεύην και την κατάκρισιν. Κατά την μυθολογίαν, έσκασε διότι δεν κατόρθωσε να εύρει κάποιαν ατέλειαν εις την Αφροδίτην. Παρίστατο φέρων ράβδον η οποία άνω κατέληγεν εις εικόνα γυναικός. Κατά τον μύθον κατέκρινε τον Ήφαιστον, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο, διότι δεν κατασκεύασε παράθυρα εις το στήθος ώστε να βλέπει ο κόσμος τί διανοείται και αν ψεύδεται ή λέγη την αλήθεια."Χαρακτηριστικό είναι και το απόσπασμα του Λουκιανού, στο έργο του "Περί ορχήσεως" ,79, που μας μεταφέρει στον 2ο αιώνα π.Χ. και εστιάζει επίσης στην περιοχή του Πόντου:
"Και αυτή η βακχική όρχησις, η οποία συνηθίζεται και εκτιμάται προπάντων εις την Ιωνίαν και τον Πόντον, καίτοι είναι σατυρική, τόσον έχει υποδουλώσει τους εκεί ανθρώπους, ώστε κατά την ορισμένην εποχήν αφήνουν πάσαν άλλην ασχολίαν και επί ημέρας κάθηνται και βλέπουν τιτάνας και κορύβαντας, σατύρους και βουκόλους ορχούμενους. Εκτελούν δε τους χορούς τούτους οι ευγενέστατοι και οι πρωτεύοντες εις εκάστην των πόλεων, και όχι μόνον δεν εντρέπονται δια τούτο, αλλά και υπερηφανεύονται περισσότερον παρά δια τας ευγενείας, τα αξιώματα και τα προγονικά των κατορθώματα." (απόδοση Ιωάννου Κονδυλάκη).
Η ρίζα, λοιπόν, μπορεί νά'ναι διονυσιακή και πανάρχαιη, αλλά σαφώς επηρεάστηκε, όπως ήταν φυσικό, από την παρέλευση των τόσων ιστορικών γεγονότων. Έτσι, πολύ συχνά, ο αυτοσχέδιος θίασος εμπλουτίζεται με καινούρια πρόσωπα, με νέες μιμητικές αναπαραστάσεις, όπως, για παράδειγμα, αντλώντας στοιχεία από την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
"Ειδικότερα στον Άγιο Μάρκο την πρώτη Ιανουαρίου, ο θίασος των Μωμόγερων, που αποτελείται από χορευτές, ηθοποιούς και οργανοπαίχτες, γυρίζει στο χωριό και δίνει παραστάσεις στους δρόμους. Την πομπή οδηγεί, συνήθως, ένα έφηβο αγόρι που κρατά έναν άντρα μεταμφιεσμένο σε τράγο, στο λαιμό του οποίου κρέμεται μια σακούλα με αίμα (απ'τη σφαγή του τράγου). Όλη η πομπή ραντίζεται με το αίμα του τράγου και ξεκινάει η παράσταση, όπου οι "τράγοι" παλεύουν μεταξύ τους υπό την συνοδεία μουσικής. Ακολουθεί η μονομαχία δύο αντρών για χάρη μιας γυναίκας. Συγκεκριμένα, ένας γέρος παντρεύεται μια νέα, την οποία διεκδικεί ένας νεότερος άντρας' ο τελευταίος σκοτώνει το γέρο και κερδίζει τη γυναίκα' εκείνη, όμως, τον ανασταίνει με τη γενετήσια πράξη. Άλλο κεντρικό πρόσωπο του εθίμου είναι ο Τούρκος τιμαριούχος ή Αλογάς (ντερέμπεης), ο οποίος επιθυμεί τις γυναίκες των άλλων και τους σκοτώνει για να τις αποχτήσει. Ακολουθούν εικονική δική, όπου κατηγορείται ο φονιάς και διακωμωδείται η απονομή δικαιοσύνης, ιατρική γνωμάτευση και αρπαγή της νύφης από τους θεατές. Το δρώμενο κορυφώνεται με τον παράξενο χορό των μωμόγερων υπό τους ήχους οργάνων. " (Νομός Κιλκίς, εκδόσεις Δομή).
Ανάλογης φιλοσοφίας, βέβαια, είναι και τα έθιμα της "Μπάμπως" ή των "Αράπηδων", ή τα "Λιουγκατζάρια" της Θεσσαλίας, τα "Ραγκουτσάρια", καθώς και άλλα πολλά που λαμβάνουν χώρα σε χωριά κυρίως της Βορείου Ελλάδος, την ημέρα του Άη Γιαννιού (βλέπε: Ο Άη-Γιάννης των κουμπάρων, οι Προδρομίτες κι οι Μπαμπόγεροι!), των Φώτων, στις 8 Ιανουαρίου ή ακόμη και κατά ολόκληρο το πρώτο οχταήμερο της νέας χρονιάς ή όλο το Δωδεκαήμερο, τα έθιμα της αποκριάς (καλόγεροι κι άλλα πανάρχαια έθιμα της αποκριάς..) -όπως και, γενικότερα οι μεταμφιέσεις που συνηθίζονται εκείνες τις ημέρες-, αλλά ακόμη και τα πιο ανοιξιάτικα έθιμα του Μάη (Οι "Μάηδες" που χάθηκαν...,Πρωτομαγιάτικα...).
Στη Φλώρινα, αντίστοιχο έθιμο με τους Μωμόερους είναι τα "Μπαμπάρια" που αναβιώνουν κάθε Πρωτοχρονιά: "Οι ρίζες του ανάγονται στην αρχαιότητα και συμβολίζει το ξύπνημα της γης και την καρποφορία. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός γάμου, στον οποίο η νύφη αποτελεί σύμβολο γονιμότητας και κινδυνεύει να απαχθεί. Τη φύλαξή της αναλαμβάνει μια ομάδα περίπου 15 ανδρών, οι οποίοι φορούν στολές και προσωπίδες από προβιές αρνιού και κουδούνια στη μέση τους. Η αμφίεσή τους είναι κωμική καθώς προκειμένου να "φοβερίσουν" τους "κακούς" φορούν φασόλια γίγαντες για δόντια. Άλλοι χαρακτήρες του δρώμενου είναι ο παππούς, η γριά Μπάμπω, ο παπάς με το θυμιατό, ο γιατρός και ο κουρελής ή καμπούρης. Η νύφη είναι ένας άντρας ντυμένος με τοπική νυφική ενδυμασία και κουδουνάκια αλόγου. Κάποια στιγμή ο γαμπρός πεθαίνει, αλλά σύντομα ανασταίνεται συμβολίζοντας το θάνατο της φύσης το χειμώνα και την ανάστασή της την άνοιξη. Όλη η πομπή, δηλαδή, τα Μπαμπάρια, μπαινοβγαίνουν στις αυλές των σπιτιών και οι νοικοκυράδες πρέπει να δώσουν το ένα δέκατο της σοδειάς τους σε κρασί, τσίπουρο και λουκάνικα." (Νομός Φλώρινας, εκδόσεις Δομή).
Ο Κώστας Καραπατάκης ("Το Δωδεκαήμερο, Παλιά Χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα") μας ταξιδέυει στην παλιά Πρωτοχρονιά των Γρεβενών με τα παραπλήσια "ρουγκατσιάρια":
"Στα χωριά των Γρεβενών καθώς και στ'άλλα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας, που γινόταν το μεσημέρι, όλα τα μεγάλα κι' ανύπαντρα αγόρια του χωριού, καθώς και οι νιόπαντροι και πολλές φορές και οι μεγάλοι, που τόλεγε ακόμα η περδικούλα τους, συγκεντρώνοντας στο "κονάκι" ή σε κάποιο άλλο σπίτι του χωριού κι' εκεί έφτιαχναν τα "ρουγκατσιάρια", όπως συνήθιζαν κάθε χρόνο κι' όπως το βρήκαν απ'τους παππούδες τους. Ύστερα, χορεύοντας και τραγουδώντας, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και από μαχαλά σε μαχαλά, για να σιασκεδάσουν τον κόσμο με τις αστείες τους παραστάσεις και για να μαζέψουν και άλλα "ζαϊρέδια", για το ομαδικό τους γλέντι, που θάκαναν το βράδυ.
Παλιότερα, τα καρναβάλια της αποκριάς ήταν άγνωστα στα χωριά. Τα μασκαρέματα και οι τέτοιου είδους εκδηλώσεις γίνονταν μονάχα την Πρωτοχρονιά ή τις άλλες μεγαλογιορτές του Δωδεκάμερου των Χριστουγέννων.
Τούτα τα μασκαρέματα, που γιορτάζονταν την ίδια εποχή, που γιορτάζονταν και τα "Διονύσια κατ'αγρούς" ή "Μικρά Διονύσια" απ'τους αρχαίους προγόνους μας, έχουν τη συνέχειά τους απ'την αρχαιότητα και δεν είναι α΄σχετα μ'αυτά.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι γιορτάζανε τα "Κατ'αγρούς Διονύσια" τον έκτο μήνα των Αθηναίων, τον Ποσειδεώνα, που ισοδυναμεί με το δικό μας Δεκέμβρη, χωρίς ν'αλλάξουν οι χρονολογίες από τότε.
Τότε ακριβώς, και μέσα στο μεσοχείμωνα, που οι Μαινάδες γιορτάζανε κι' αυτές το θεό Διόνυσο και τόριχναν στα λεγόμενα "διονυσιακά όργια" μέσα στα δάση και στις λαγγαδιές, τότε και οι αρχαίοι Έλληνες ανοίγανε τα καινούρια τους κρασιά (βλέπε και: Καθώς μπαίνει το Τριώδιο... (λαογραφικά και άλλα..)) κι' ύστερα απ'τις θυσίες που έκαναν στο θεό Διόνυσο και στους άλλους Ολύμπιους θεούς τόριχναν στο γλέντι και στο φαγοπότι, για να καταλήξουν κι' αυτοί στο μεθύσι και στα διονυσιακά όργια.
Για να μη γνωρίζονται όμως απ'τους άλλους και για να μπορούν να λένε ό,τι θέλουν κι' ότι τους κατέβαινε στο κεφάλι, κρύβαν τα πρόσωπά τους με λογής-λογής μάσκες και κεφαλαριές ζώων με κέρατα και άρχιζαν τ' αστεία, τις ειρωνίες και τα πειράγματα, άλλοτε σατυρίζοντας διάφορα πρόσωπα και καταστάσεις και άλλοτε ξεσκεπάζοντας διάφορα απλυτα της κοινωνίας και πράξεις και ενέργειες των διαφόρων κυβερνήσεων.
Έτσι, από κει ξεκίνησε αργότερα η κωμωδία, η τραγωδία και το θέατρο. [...]
Στα χωριά της Καλαμπάκας τα ρουγκατζιάρια και λιουγκατζιάρια. Στα χωριά της Έδεσσας, ρουγκατσιάρους. Στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκηςρογκάτσια, όπως και σε πολλά χωριά της Καρδίτσας, ενώ εκεί τα λένε και ρουγκατσιάρια. Στη Φυτιά της Βέροιας και σ'άλλα χωριά τα λένε ρουγκανάδες. Στην Καστοριά ρουγκατσιάρια. Στη Σιάτιστα, μπουμπουσιάρια. Ίσως απ'το μπούφος (σκιάχτρο-φόβητρο). Στα χωριά των Βεντζίων, σαν κλαίγανε τα μικρά και θέλανε να τα κάνουν να ησυχάσουν τα φοβερίζανε λέγοντας: "Μην κλαις, γιατί θα σε φάει ο Μπούμπος". Στο Βέλβενδο των Σερβίων, αράπδις. Στην Νικήσιανη της Καβάλας, αραπκούς. Στα χωριά της Χαλκιδικής, καραβασλάδες. Στο Κάντσικο της Κόνιτσας μπαμπαϊούρδις. Στο Λειβάδι του Ολύμπου, μπαμπαλιούρδες. Στα χωριά των Τρικάλων καλκάντζαρους. Στο Ξυνό Νερό της Φλώρινας εσκιάρους και τζβογκάρους, δηλαδή μασκαράδες και κουδουνάδες. Στη Θράκη τζαμάλες και στο Αιγίνιο Τζαμαλάδες.
Όπως θα δούμε και παρακάτω, όλα τα σημεία μας λένε, πως με τα ρουγκατσιάρια δε γίνονταν, παρά μια αναπαράσταση κι' ένας συμβολισμός του θανάτου και της ζωής, της ανάστασης και του ξυπνήματος της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη, το διώξιμο του χειμώνα απ'το καλοκαίρι και το διώξιμο του παλιού απ'τον καινούριο χρόνο. [...]
Ο φαλλός, καθώς και οι προσωπίδες με τις κεφαλαριές και τα κέρατα των ζώων, όπως και οι συμβολικές παραστάσεις που θα ιδούμε παρακάτω, μας δυναμώνουν πιο πολύ ακόμα την πεποίθηση, πως το έθιμο τούτο είναι κατάλοιπο διονυσιακό και δεν έχει καμιά σχέση με τα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια.
Ο Διόνυσος δεν είναι μόνο ο θεός του κρασιού και προστάτης των αμπελιών στους Έλληνες, μα και θεός που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο.
Είναι ο "Δαίμων ο Ενιαυτός", που γεννιέται την άνοιξη, μεγαλώνει γοργά, γνωρίζει έναν ιερό γάμο και πεθαίνει για να ξαναγεννηθεί του χρόνου.[...]
Ο θάνατος και η ανάσταση του Διόνυσου, δεν είναι, παρά ο συμβολισμός των δυο πρωταγωνιστών του Εποχικού δράματος.
Οι δυο αυτοί πρωταγωνιστές, όπως παρουσιάζονται στα ρουγκατσιάρια, είναι μασκαρεμένοι έτσι, που να δείχνουν την αντίθεσή τους στη δύναμη, στο κάλλος και στην ηλικία και να συναγωνίζονται στο ποιός θα παραμερίσει και θα εξαφανίσει τον άλλο. Άσχημος, καμπούρης, κουρελής και γερασμένος ο ένας..[...]...νέος, ωραίος, γεμάτος δύναμη και ζωτικότητα ο άλλος..[...]
Η Μπούλα-έτσι λέγανε την κοπέλα- σύμβολο της βλάστησης και της νέας ζωής, είναι το τρίτο πρόσωπο του διονυσιακού θιάσου, που όλο και ερωτοτροπεί με το νεαρό φουστανελλοφόρο κι όλο θέλει να ξεφύγει απ'την επιρροή και την επίβλεψη του ρουγκατσιάρη , μα δε μπορεί. [...]
Τότε τα παιδιά που κρατούσαν τις ντραγατσίκες και τους τρουβάδες, έπαιρναν το ζαϊρέ απ'το κανίσκι κι' όλοι μαζί τραγουδούσαν: