Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Γη των ανθρώπων...

(για τη Φωτεινούλα μου)


αποσπάσματα από τη "Γη των ανθρώπων" του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξιπερύ

"... Ένιωθα πως δεν ήμουν καλά προετοιμασμένος. Η Ισπανία ήταν φτωχή σε καταφύγια. Φοβόμουν πως, σε περίπτωση βλάβης, δε θά'ξερα που να αναζητήσω κανένα πεδίο προσγείωσης. Είχα μελετήσει τους χάρτες, χωρίς να βρω, στη στέγνα τους, τις πληροφορίες που χρειαζόμουν.[...]

Μα τί παράξενο μάθημα γεωγραφίας πήρα τότε! Ο Γκυγιωμέ δε μου μάθαινε την Ισπανία, την έκανε φίλη μου: Δε μου μίλησε ούτε για υδρογραφία, ούτε για πληθυσμούς, ούτε για πανίδα. Δε μου μίλησε για το Κάδιξ, μα για τρεις πορτοκαλιές που υπήρχαν σε ένα χωράφι, κοντα στο Κάδιξ: "Πρόσεχέ τες, σημείωσέ τες στο χάρτη σου". Κι οι τρεις πορτοκαλιές έπιαναν από τότε στο χάρτη μου περισσότερη θέση από τη Σιέρα Νεβάδα. Δε μου μίλησε για το Λόρκα, μα για μια απλή φάρμα κοντά στο Λόρκα. Για μια ζωντανή φάρμα. Και για τον ιδιοκτήτη της και τη γυναίκα του. Και το ζευγάρι αυτό, χαμένο στο διάστημα, χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά μας, έπαιρνε για μας μια υπέρμετρη σημασία. Καλοβαλμένοι στην πλαγιά του βουνού τους, ήταν έτοιμοι, σα φαροφύλακες κάτω απ'τα αστέρια τους, να τρέξουν να βοηθήσουντους ανθρώπους.
Ανασύραμε έτσι απ'τη λήθη τους, απ'την ασύλληπτη απομάκρυνσή τους, λεπτομέρειες που αγνοούσαν οι γεωγράφοι όλου του κόσμου. Γιατί μόνο ο Έβρος που αρδεύει τις μεγάλες πόλεις ενδιαφέρει τους γεωγράφους. Όχι όμως κι αυτό το ρυάκι, το κρυμμένο κάτω απ'τα χόρτα, δυτικά του Μοτρίλ, πατέρας-τροφοδότης για καμιά τριανταριά λουλούδια. "Πρόσεχέ το αυτό το ρυάκι, διαβρώνει το χωράφι... Σημείωσέ το κι αυτό στο χάρτη σου..." Α! Θα το θυμόμουν αυτό το φιδάκι του Μοτρίλ! Έδειχνε πως δεν ήταν τίποτα, πως με το ζόρι ίσως, με το ανάλαφρο μουρμούρισμά του, να γοήτευε μερικούς βατράχους - λαγοκοιμόταν, όμως, με το ένα μάτι. Στον παράδεισο του βοηθητικού αυτού πεδίου απογειώσεως, ξαπλωμένο κάτω απ'τα χόρτα, με παραφύλαγε, δυο χιλιάδες χιλιόμετρα από δω. Με την πρώτη ευκαιρία θα με έκανε ένα κουβάρι φλόγες...
Το ίδιο αποφασιστικά περίμενα κι εκείνα τα τριάντα μαχητικά πρόβατα, που υπήρχαν εκεί, στην πλαγιά του λόφου, έτοιμα να επιτεθούν! "Νομίζεις πως είναι ελεύθερο αυτό το λιβάδι, κι ύστερα φραπ! να τα τριάντα σου πρόβατα που σου χώνονται κάτω απ'τις ρόδες." Κι εγώ απαντούσα μ'ένα σαστισμένο χαμόγελο σε μια τόσο ύπουλη απειλή.
Κι έτσι, σιγά σιγά, η Ισπανία του χάρτη μου γινόταν, κάτω απ'το φως της λάμπας, μια παραμυθένια χώρα. Σημείωνα, μ'ένα σταυρό, τα καταφύγια και τις παγίδες. Σημείωνα κείνον τον αγρότη, αυτά τα τριάντα πρόβατα, αυτό το ρυάκι. Έβαζα, στη σωστή της θέση, αυτή τη βοσκοπούλα που είχαν παραμελήσει οι γεωγράφοι...."

"...Προσγειώθηκα μέσα στη γλύκα του απόβραδου. Πούντα Αρένας! Ακουμπώ σε μια κρήνη και κοιτάζω τα κορίτσια. Δυο βήματα απ'τη χάρη τους, νιώθω καλύτερα το ανθρώπινο μυστήριο. Σ'ένα κόσμο που η ζωή ανταμώνει τόσο γρήγορα τη ζωή, όπου τα λουλούδια, στην ίδια την κλίνη του ανέμου, σμίγουν με τα λουλούδια, όπου ο κύκνος γνωρίζει όλους τους κύκνους, μονάχα οι άνθρωποι χτίζουν τη μοναξιά τους.
Πόσο χώρο κρατάει ανάμεσά τους ο πνευματικός κόσμος μας! Ένα όνειρο μια κοπέλας την απομονώνει από μένα- πώς να την πλησιάσω; Τί μπορεί να ξέρεις για μια κοπέλα που γυρίζει σπίτι της, με βήματα αργά, με μάτια χαμηλωμένα, χαμογελώντας μόνη της, γεμάτη ήδη επινοήσεις κι αξιολάτρευτες ψευτιές; Μπόρεσε απ'τις σκέψεις, απ'τη φωνή κι απ'τη σιωπή ενός εραστή να δημιουργήσει ένα βασίλειο, κι από τότε, έξω από αυτό, δεν υπάρχουν για κείνη παρά βάρβαροι. Καλύτερα από το νά'ταν σε κάποιον άλλο πλανήτη, τη νιώθω κλεισμένη στο μυστικό της, στις συνήθειές της, στους τραγουδιστούς αντίλαλους της μνήμης της. Γεννημένη χθες από ηφαίστεια, από πρασιές, απ'την αλμύρα της θάλασσας- έγινε κιόλας σχεδόν θεά.
Πούντα Αρένας! Ακουμπώ σε μια κρήνη. Μερικές γριές έρχονται να πάρουν νερό. Από το δράμα τους δε θα μάθω παρά αυτή την κίνηση της υπηρέτριας. Ένα παιδί, ακουμπισμένο στον τοίχο, κλαίει σιωπηλά. Στη μνήμη μου δε θα απομείνει απο αυτό παρά ένα ωραίο παιδί, απαρηγόρητο παντοτινά. Είμαι ξένος. Δεν ξέρω τίποτα. Δεν εισχωρώ στα βασίλειά τους... "

"... Σε τί φτωχό διάκοσμο παίζεται αυτό το μεγάλο παιχνίδι του μίσους, της φιλίας, της ανθρώπινης χαράς! Από πού οι άνθρωποι αντλούν αυτήν την αίσθηση της αιωνιότητας, παρακινδυνεύοντας πάνω σε μια χλιαρή ακόμα λάβα, απειλούμενοι ήδη για το μέλλον απ'την άμμο και τους πάγους; Οι πολιτισμοί τους δεν είναι παρά ευθραυστα επιχρυσώματα: Ένα ηφαίστειο τους εξαλείφει ή μια καινούρια θάλασσα ή μια αμμοθύελλα..."

"... Κι όμως, αγαπήσαμε την έρημο.
Αν δεν είναι στην αρχή παρά κενό και σιωπή, είναι γιατί δεν προσφέρεται σε εφήμερους εραστές. Κι ένα απλό ακόμα χωριό του τόπου μας μας κρύβεται. Αν δεν απαρνηθούμε, για χάρη του, όλον τον υπόλοιπο κόσμο, αν δεν ταυτιστούμε με τις παραδόσεις του, με τα έθιμά του, με τους ανταγωνισμούς του, αγνοούμε τα πάντα για αυτό που είναι πατρίδα για μερικούς από μας. Ακόμα καλύτερα, δυο βήματα από μας, ο άνθρωπος που κλείνεται μέσα στο μοναστήρι του, και ζει σύμφωνα με κανόνες άγνωστους σε μας, αναδύεται πραγματικά μέσα από μια ερμητική μοναξιά, σε μια απόσταση όπου κανένα αεροπλάνο δε θα μας μεταφέρει ποτέ. Τί κι αν πάμε να επισκεφτούμε το κελί τους; Είναι άδειο. Το βασίλειο του ανθρώπου βρίσκεται μέσα του. Έτσι κι η έρημος δεν είναι φτιαγμένη από άμμους, ούτε από Τουαρέγκ, ούτε από Μαυριτανούς, έστω κι οπλισμένους με τουφέκια...
Να όμως που σήμερα νιώσαμε τη δίψα. Και μόνο σήμερα ανακαλύπτουμε πως αυτό το πηγάδι που ξέρουμε ακτινοβολεί σε όλη την έκταση. Μια αθέατη γυναίκα μπορεί να μαγεύει με τον ίδιο τρόπο ένα ολόκληρο σπίτι. Μια πηγή ακτινοβολεί πολύ μακριά, όπως η αγάπη.
Οι αμμώδεις εκτάσεις είναι στην αρχή έρημος. Έρχεται όμως η μέρα, που, καθώς φοβόμαστε την εμφάνιση των ανταρτών, μελετάμε πάνω τους τις πτυχές του μεγάλου μανδύα που τις περιβάλει. Το αντάρτικο μεταμορφώνει έτσι την έρημο.
Αποδεχτήκαμε τους κανόνες του παιχνιδιού- το παιχνίδι, μας πλάθει καθ'ομοίωσή του. Η Σαχάρα αποκαλύπτεται μέσα μας. Δεν την πλησιάζουμε με την επίσκεψή μας σε κάποια όαση, μα κάνοντας θρησκεία μας μια πηγή της...."

"Κάθησα απέναντι σε ένα ζευγάρι. Ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα το παιδί είχε κουρνιάσει και κοιμόταν. Μα γύρισε στον ύπνο του, και στο φως της λάμπας είδα το πρόσωπό του. Α! Τί γλυκό προσωπάκι! Από κείνο το ζευγάρι είχε βγει κάτι σα χρυσός καρπός. Από κείνα τα βαριά σκουτιά είχε βγει αυτό το επίτευγμα της γοητείας και της χάρης. Έσκυψα πάνω σε αυτό το απαλό μέτωπο. Σ'αυτά τα γλυκά σουφρωμένα χείλη και είπα μέσα μου: Να ένα πρόσωπο μουσουργού, να ο Μότσαρτ όταν ήταν παιδί, να μια ωραία υπόσχεση ζωής. Οι μικροί πρίγκιπες των παραμυθιών δεν είχαν καμιά διαφορά από αυτό: προστατευμένο, χαϊδεμένο, καλλιεργημένο, και τί δε θα μπορούσε να γίνει! Όταν στους κήπους γεννιέται, από διασταύρωση, ένα καινούριο ρόδο, όλοι οι κηπουροί συγκινούνται. Το απομονώνουν, το καλλιεργούν, το προσέχουν και το περιποιούνται. Μα δεν υπάρχουν κηπουροί για τους ανθρώπους. [...] Είναι κάτι σαν το ανθρώπινο γένος που πληγώνεται εδώ, κι όχι το άτομο. Αυτό που με βασανίζει δε θεραπεύεται με τις σούπες των λαϊκών συσσιτίων. Αυτό που με βασανίζει δεν είναι ούτε αυτές οι καμπούρες, ούτε αυτές οι ασκήμιες. Είναι ο Μότσαρτ που δολοφονείται μες στον καθένα από αυτούς τους ανθρώπους...."

Antoine de Saint-Exupery

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου