Και μιας και θυμήθηκα τα καζάνια χθες το βράδυ, μού 'ρθε στο μυαλό κάποιο χειμωνιάτικο γιόμα που βράζαμε τσίπουρα στου φίλου μου του Ν. Είχε παγωνιά, καταχείμωνο, μες στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και ψιλούτσικες υγρές νιφάδες χόρευαν κάτω απ' το βλέμμα ενός ήλιου που χανόταν πίσω απ' το βουνό... Χιονόνερο... Και μεις στην «παράγκα», κάτω απ' το σπίτι, δίπλα στα καζάνια που βράζανε... Και δώσ' του κι άλλες κλάρες στη φωτιά, κι άντε άλλη μια καζανιά... Το άρωμα μεθυστικό να διαχέεται παντού... και κάθε τόσο να δοκιμάζουμε κι από ένα ποτηράκι για να ζεσταθεί το μουδιασμένο απ' το κρύο κορμί και να γελάσει η καρδιά μας. Βάζουνε διάφορα αρωματικά στο τσίπουρο εδώ... μπόλικο γλυκάνισο, μήλα, σύκα, από καμιά πορτοκαλόφλουδα, μια χούφτα κριθάρι και καλαμπόκι, ένα κρεμμυδάκι... και, άντε μια γουλιά ακόμη... Μας πήρε η νύχτα κι ανάψανε τα κάρβουνα στην ψησταριά, δίπλα στα καζάνια. Κι οι μυρωδιές να κάνουν πανηγύρι... Τ' άρωμα του χειμώνα, του ξύλου που καιγόταν και της φωτιάς, το οινόπνευμα να διαπερνά τα ρουθούνια και να σε πλημμυρίζει κι ύστερα το γλυκάνισο να μπερδεύεται με την τσίκνα του χωριάτικου λουκάνικου που τσιτσίριζε παραδίπλα... Κι άντε στην υγειά μας, και του χρόνου... κι άντε νά 'μαστε καλά κι ένα ποτηράκι ακόμα...
στὸ βουνὸ τῶν Κενταύρων, στὰ μονοπάτια τοῦ Χείρωνα... (παραδόσεις κι έθιμα, Θεός και φύση, μυθολογία και γλώσσα, σκέψεις κι εικόνες...)
Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007
βράζοντας τα τσίπουρα...
Και μιας και θυμήθηκα τα καζάνια χθες το βράδυ, μού 'ρθε στο μυαλό κάποιο χειμωνιάτικο γιόμα που βράζαμε τσίπουρα στου φίλου μου του Ν. Είχε παγωνιά, καταχείμωνο, μες στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και ψιλούτσικες υγρές νιφάδες χόρευαν κάτω απ' το βλέμμα ενός ήλιου που χανόταν πίσω απ' το βουνό... Χιονόνερο... Και μεις στην «παράγκα», κάτω απ' το σπίτι, δίπλα στα καζάνια που βράζανε... Και δώσ' του κι άλλες κλάρες στη φωτιά, κι άντε άλλη μια καζανιά... Το άρωμα μεθυστικό να διαχέεται παντού... και κάθε τόσο να δοκιμάζουμε κι από ένα ποτηράκι για να ζεσταθεί το μουδιασμένο απ' το κρύο κορμί και να γελάσει η καρδιά μας. Βάζουνε διάφορα αρωματικά στο τσίπουρο εδώ... μπόλικο γλυκάνισο, μήλα, σύκα, από καμιά πορτοκαλόφλουδα, μια χούφτα κριθάρι και καλαμπόκι, ένα κρεμμυδάκι... και, άντε μια γουλιά ακόμη... Μας πήρε η νύχτα κι ανάψανε τα κάρβουνα στην ψησταριά, δίπλα στα καζάνια. Κι οι μυρωδιές να κάνουν πανηγύρι... Τ' άρωμα του χειμώνα, του ξύλου που καιγόταν και της φωτιάς, το οινόπνευμα να διαπερνά τα ρουθούνια και να σε πλημμυρίζει κι ύστερα το γλυκάνισο να μπερδεύεται με την τσίκνα του χωριάτικου λουκάνικου που τσιτσίριζε παραδίπλα... Κι άντε στην υγειά μας, και του χρόνου... κι άντε νά 'μαστε καλά κι ένα ποτηράκι ακόμα...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου