Το τραινάκι του Πηλίου, ο παλιός Μουντζούρης, που σήμερα, καθώς έχει επαναλειτουργήσει τα τελευταία χρόνια, τα Σαββατοκύριακα των καλοκαιρινών μηνών (συνήθως τα δρομολόγια ξεκινούν μετά το Πάσχα) προσφέρει στους επισκέπτες του βουνού των Κενταύρων την πανέμορφη εμπειρία της διαδρομής Λεχωνίων-Μηλεών, κάποτε, στις αρχές του περασμένου αιώνα, αποτελούσε το μοναδικό μεταφορικό μέσο που ένωνε τα χωριά του ανατολικού Πηλίου με την πρωτεύουσα του νομού. Κι αν αφεθούμε στις αναμνήσεις της γιαγιάς-Μαρίας, που ευτυχώς φρόντισε να μας τις αφήσει καταγεγραμμένες σαν πολύτιμο, παλιό φυλαχτό, νομίζω πως τούτο το τραινάκι μπορεί να μας χαρίσει ένα μοναδικό ταξίδι σε μιαν άλλη εποχή...:
"Ένα γνωστό και αγαπημένο σφύριγμα ακούγεται' το τραινάκι μας, ύστερα από πολλά χρόνια, ξαναγύρισε στο χωριό μας. Πόσες αξέχαστες στιγμές, πόσες αναμνήσεις ξαναγύρισαν στο μυαλό μου. Ξαναθυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, ξανάζησα τις καλές και τις κακές στιγμές που έζησα. Αυτό ήταν το μόνο μέσο συγκοινωνίας που εξυπηρετούσε όλο το Ανατολικό Πήλιο' ο μουντζούρης, ο καρβούνης, έτσι τον λέγαμε.
Με πόση χαρά περιμέναμε όλα τα παιδιά να μας πάρουν οι γονείς μας, να μας πάνε στο Βόλο. Σε όλη τη διαδρομή να είμαστε στα παράθυρα και να μη χορταίνουμε να κοιτάζουμε έξω και με κομμένη την ανάσα να περνάμε τη σιδερένια γέφυρα. Πιο πέρα προχωρώντας προς τη Γατζέα υπάρχει ένα τούνελ που περνάει μέσα το τραίνο. Περνώντας μέσα, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Κρατούσα τη Μητέρα μου από το χέρι και αυτή γελούσε. "Μητέρα αργούμε;". "Μη φοβάσαι, μου έλεγε, πλησιάζουμε" και όταν έβλεπα να διαλύεται το σκοτάδι και να βγαίνουμε στο φως πηδούσα από τη χαρά μου και φώναζα. Όλα αυτά στο παιδικό μου μυαλό ήταν ωραία, ήταν φανταστικά και θα μου μείνουν αξέχαστα. Για μας τα παιδιά ήταν Ό,τι ωραιότερο περιμέναμε. Όταν θα πήγαινα στο Βόλο, όλη τη νύχτα έμενα άγρυπνη, ώσπου να φέξει για να βρεθώ στο σταθμό. Ας ξαναγύριζαν εκείνα τα χρόνια.
Με πόση χαρά χαρά περιμέναμε έναν δικό μας άνθρωπο να έρθει από το Βόλο, να μας φέρει ένα δωράκι, ένα σακουλάκι καραμέλες, που τόσο λαχταρούσαμε εκείνα τα χρόνια, που τις βλέπαμε στα μάτια μας μια φορά το χρόνο. Τρέχαμε στο Σταθμό να περιμένουμε το μουντζούρη, να μας φέρει τα δωράκια μας' με χιόνια, με βροχές δε σταματούσε ποτέ.
Όλα τα ανατολικά χωριά του Πηλίου για να πάνε στο Βόλο έπρεπε να έρθουν στις Μηλιές. Έπαιρναν τα ζώα του (άλογα, γαϊδουράκια), φόρτωναν τα δισάκια τους και έρχονταν στο σταθμό. Εκεί υπήρχε ξενοδοχείο φαγητού και ύπνου και ένας μεγάλος στάβλος το λεγόμενο χάνι. Βάζαν τα ζώα τους μέσα, παίρναν τα δισάκια τους και τραβούσαν για το Βόλο. Όταν γύριζαν, φόρτωναν τα πράγματά τους στα ζώα τους και επέστρεφαν στα χωριά τους, μέσα στο κρύο στα χιόνια. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε να εξυπηρετηθούν.
Μα το 1932 έχασαν τη ζωή τους τρία άτομα. Ήταν Απρίλης και εβδομάδα των Βαϊων. Ο καιρός ήταν κακός. Αυτά τα άτομα δεν υπολόγισαν καλά τον καιρό, φόρτωσαν τα ζώα τους και ξεκίνησαν για τα πίσω χωριά. Είχε αρχίσει να χιονίζει. Βγαίνοντας απ'το χωριό μας τους έπιασε μια μεγάλη χιονοθύελλα. Δε μπόρεσαν να αντέξουν, τους σκέπασε το χιόνι στη θέση Κακό Ρέμα' εκεί άφησαν την τελευταία τους πνοή. Τους θάψαμε τη Μεγάλη Δευτέρα. Αυτό δεν το ξεχνώ, γιατί τότε παπάς του χωριού μας ήταν ο παππούς μου, ο παπα-Δουζένης. Ήταν γέρος και άρρωστος και δεν του επέτρεπαν να πάει στην κηδεία, μέσα στα χιόνια. Δεν άκουσε κανένα. "Εγώ, είπε, θα κάνω το χρέος μου κι ας πεθάνω". Πήγε στον τόπο που ξεψύχησαν να τους διαβάσει και τους συνόδεψε ως τον τάφο. Γυρίζοντας στο σπίτι έπεσε με υψηλό πυρετό. Σε τρεις ημέρες πέθανε' τον θάψαμε τη Μεγάλη Παρασκευή.
Ήρθε το '40, το μεγάλο ΟΧΙ. Ο πόλεμος στην Αλβανία, εκείνο δε θα το ξεχάσω. Όλη την ημέρα την περνούσαμε στο σταθμό. Το τραίνο αγκομαχώντας και σφυρίζοντας πηγαινοερχόταν μεταφέροντας τα φανταράκια μας στο μέτωπο από το Πήλιο. Ήταν στιγμές που δεν ξεχνιούνται. Φωνές, κλάματα και τραγούδια. Μανάδες να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους και να κλαίνε. Γυναίκες κρατώντας τα μωρά στην αγκαλιά τους να αποχαιρετούν τους άντρες τους, να κουνούν τα μαντήλια και να φωνάζουν "Στο καλό και η Παναγιά μαζί σας". "Και με τη Νίκη". Οι νέοι στα παράθυρα να κουνούν τα μαντήλια τους και να τραγουδούν στις κοπέλες. "Έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Μηλιωτοπούλες..." και όταν ξεκινούσε το τραίνο, εκείνο το σφύριγμα σου έσφιγγε και σου πάγωνε την καρδιά. Τα κλάματα, οι φωνές και τα σφυρίγματα δεν έχουν σβήσει ακόμα από τα αυτιά μου. Στα φορτηγά βαγόνια βάζανε τα καλύτερα άλογα και τα τραβούσαν για το μέτωπο.
Τί να πρωτοθυμηθείς αγαπημένο μου τραινάκι! Τώρα έχουν άλλα μέσα να εξυπηρετηθούν, κούρσες, μεγάλα αυτοκίνητα και εσένα που τόσο μας εξυπηρέτησες σε έχουν ξεχάσει, σε έχουν παραμερίσει. Εσύ όμως σφύριζε όσο μπορείς, μη σταματάς, για μας τους γέρους που ζήσαμε μαζί και δε σε ξεχνάμε να σφυρίζεις μουντζούρη, να ξυπνάν μέσα μας όλες οι καλές και οι κακές στιγμές που ζήσαμε μαζί, καρβούνη μας.
Λένε οι παππούδες, όταν πρωτοήρθε το τραίνο στο χωριό, είχαν μαζευτεί όλοι και το περιμένανε να το δουν. Όταν το αντίκρισαν, όλοι κάναν το σταυρό τους "Δεν είναι καλό, Θεού έργο" λέγανε "είναι δαιμονικό" είχαν σαστίσει να βλέπουν να περπατάει στο δρόμο και να σφυρίζει, να φυσάει σαν δράκος "Θα μας χάσει ο Θεός" λέγανε."
(Μαρία Γιαννιού, "Αναμνήσεις και εικόνες μιας ζωής")
(*** Οι τρεις παλιές φωτογραφίες είναι από το βιβλίο της Ελένης-Φαίης Σταμάτη, "Μηλιές, κώμη του Πηλίου όρους")