Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Σούρβα.. σαν παραμύθι απ' τα παλιά

Σούρβα, σούρβα κι 'Αι-Βασίλ'ς
κι' από χρόν' τον Άι-Βασίλ'
Μια κοπάνα πίτυρα
κι' από χρόν' καλύτερα!


"Όπως στα κόλιαντα, έτσι και στα "σούρβα" τα παιδιά, χτυπώντας την καμπάνα της εκκλησιάς για τη μάζωξη, φώναζαν όσο μπορούσαν πιο δυνατά, για ν'ακουστούν σ'όλο το χωριό:
- Σούρ--βα!! Σούρ--βα!! Σούρ--βααααααααα!!!
Κι η φωνή τους, μαζί με τον περίγλυκο αχό της καμπάνας, που άλλοτε δυνάμωνε κι' άλλοτε έσβηνε, για να δυναμώσει και πάλι σε λίγο, από τα δυνατά κύματα του βοριά, σκορπούσε σ'όλο το χωριό, που κάτω απ'το βάρος του χιονιού κοιμόταν βουβό, ήσυχο, μεσ' στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας.
[...]
Τα σούρβα, όπως και τα κόλιαντα, ήταν γιορτές των αγοριών. Κι' όπως την παραμονή των Χριστουγέννων τραγουδούσαν τον ερχομό της μεγάλης γιορτής, έτσι και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τραγουδούσαν τον ερχομό του καινούριου χρόνου και του Άι-Βασίλη.
[...]
Από την έρευνα όμως και τη μελέτη που έχω κάνει ο ίδιος βγαίνει το συμπέρασμα πως τα "σούρβα" πήραν το όνομά τους απ'τις κρανιές, που στη Θράκη τις λένε "σούρβες".
Εκεί, αντί για ματσούκες, που κρατούσαν σ'άλλα μέρη τα παιδιά, κρατούσαν φρεσκοκομμένες κλάρες από μπουμπουκιασμένες κρανιές και μ'αυτές χτυπούσαν τους ανθρώπους στις πλάτες, για να τους μεταδώσουν τη δύναμη και τη γερωσύνη τους, λέγοντας:
Σούρβα, σούρβα,
γερό κορμί,
γερό σταυρί,
σαν ασήμι,
σαν κρανιά
και τη χρόν'
γούλ(ι) γεροί
και καλόκαρδοι.
[...]
Στα Βέντζια και Χάσια των Γρεβενών, στον Τσιαρτσιαμπά και στ' άλλα χωριά της Κοζάνης και σ'όλες εκείνες τις περιοχές, που βρίσκονται κατά μήκος του Αλιάκμονα, από τις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου κι' ως κάτω στα Πιέρια και στο Όλυμπο, όχι μόνο την ονομασία τους κράτησαν τα σούρβα, ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή που τα σάρωσε, μα και το αρχικό τους χρώμα και την πανάρχαια δομή τους.
Τούτες οι περιοχές, δασωμένες και αδιάβατες, όπως ήταν, χωρίς δρόμους και γεφύρια στον Αλιάκμονα, γνωστές μόνο σαν κλεφτότοποι και ληστοκρατούμενες περιοχές, αποκλεισμένες απ'τα γύρω βουνά, στάθηκαν τα τελευταία προπύργια της παλιάς εποχής.
Εδώ, και σήμερα ακόμα, μπορεί να βρει κανείς πολλά απομεινάρια του γραφικότατου τούτου εθίμου, που να μαρτυρούν το πέρασμά του και το ξεκίνημά του από τα βάθη των αιώνων και από τα πανάρχαια έθιμα της "ειρεσιώνης", των "κορωνισμάτων" και των "χελιδονισμάτων".
Και τότε, όπως και τώρα, τα παιδιά των αρχαίων προγόνων μας, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κι από γειτονιά σε γειτονιά, τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια στους νοικοκυραίους, για τη γιορτή της ημέρας και μαζί μ'αυτά και διάφορα ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για το κάθε σπίτι.
Οι νοικοκυρές, όπως και οι δικές μας, για να ευχαριστήσουν τα παιδιά, τους έδιναν διάφορα φιλοδωρήματα.
[...] ..ας γυρίσουμε πάλι στην περιοχή Γρεβενών κι ας παρακολουθήσουμε νοερά τα σούρβα της Σαρακίνας...[...]
Τώρα, θα έβγαιναν κι έξω απ'το χωριό τους και θα πήγαιναν και σ'άλλα γειτονικά χωριά κι έπρεπε να είναι καλοντυμένα και "καλοφαινούμενα" γιατί εκεί που θα πήγαιναν, θα τους κοίταζαν απ'την κορυφή ως τα νύχια και δε θα τους έδιναν κανένα κορίτσι, αν τους έβλεπαν λασπωμένους και "ανάλαγους".
Επειδή όμως τούτο το μυστικό, το ξέραν οι μεγάλοι απ'τον εαυτό τους, όταν πήγαιναν στο μαντρί, να τους αντικαταστήσουν για καναδυό μέρες, τους λέγανε αστειευόμενοι:
"Άιντε, πάρε τ' ματσούκα σ' και σύρε στο χωριό, να ιδείς και κανά κορίτσ'! Κοίτα μόνο να πας αλλαγμένος και λουσμένος στ'άλλο το χωριό κι όχ' όπως είσαι!"
Έτσι, σαν χτυπούσε η καμπάνα για τη μάζωξη, η πρώτη τους δουλειά ήταν να βγάλουν τον αρχηγό.
Ο αρχηγός έπρεπε να είναι ένα απ'τα πιο μεγάλα αγόρια του χωριού, με δύναμη, κύρος και εξυπνάδα, για να μπορεί, όχι μόνο να επιβάλεται και να δίνει τις πιο σωστές λύσεις και κατευθύνσεις σ'ολόκληρη την ομάδα του χωριού του, μα και για ένα λόγο ακόμα.
Αν το χωριό τους συναντιόταν με την ομάδα κανενός άλλου χωριού κι' έκαναν εκείνοι να τους αρπάξουν τα "βλιάγματα" και τα "ζαϊρέδια", όπως συνηθίζανε εκείνα τα χρόνια, τότε ο αρχηγός ήταν υποχρεωμένος να δώσει τη μάχη, παλεύοντας με τον αρχηγό της άλλης ομάδας, ώσπου ο ένας να πέσει και "να πάρει χώμα η ράχη του".
Η νίκη ή η ήττα του αρχηγού, ήταν νίκη ή ήττα ολόκληρης της ομάδας. Γι'αυτό και διάλεγαν τον πιο χεροδύναμο.
Επειδή όμως τη φορά αυτή, τα φιλοδωρήματα δεν περιορίζονταν μονάχα σε "βλιάγματα", αλλά θα μάζευαν και κρέας και λίγδα και τυρί και αυγά και τραχανά και κρασί και ό,τι άλλο χρειάζονταν, για ένα ομαδικό γλέντι και φαγοπότι, τα παιδιά σχημάτιζαν ένα είδος επιμελητείας που φροντίδα τους ήταν να μαζεύουν το ζαϊρέ σε "τρουβάδες", σε "ντραγατσίκες", σε κακάβια και σε "γκιούμια".
Τα "βλιάγματα", θα τα μάζευε ο αρχηγός στη δική του "ντραγατσίκα", καθώς και τα χρήματα, που θα τους έδιναν σε κάθε σπίτι.
Γι'αυτό, εκτός απ'τα άλλα προτερήματα, που έπρεπε να έχει ο αρχηγός, έπρεπε να είναι και τίμιος και "να μη κάνει ζαβολιές".
Την ίδιο ώρα, και πριν ξεκινήσουν για τα σπίτια, έπαιρναν απόφαση σε ποιο σπίτι θα έκαναν "κονάκι" και σε ποιο άλλο χωριό θα πήγαιναν.
Το "κονάκι", δηλαδή το σπίτι που θα συγκεντρώνονταν το βράδυ για να φάνε και να γλεντήσουν, έπρεπε να είναι μεγάλο και "στρωτό" (ισόγειο), για να μην έχει φόβο να πέσει απ'το πολύ βάρος κι απ'το χορό που θα έκαναν τα παιδιά.
Επειδή όμως, τα πιο πολλά σπίτια τότε ήταν στρωτά και χαμηλά, γιατί η φτώχια και η σκλαβιά δεν τους άφηναν να φτιάξουν μεγαλύτερα, προτιμούσαν το σπίτι καμιάς χήρας με πολλά παιδιά ή καμιανού φτωχού, που δεν είχε να σφάξει γουρούνι για τα Χριστούγεννα, με σκοπό να τον αφήσουν όλο το ζαϊρέ, που θα περίσσευε.
Σαν τελείωνε κι'αυτό, ο αρχηγός έδινε τις τελευταίες εντολές στα παιδιά κι' όλα μαζί ξεκινούσαν για τα σπίτι φωνάζοντας:
- Σουρ--βα! Σούρ--βα! Σούρ--βα!! Σούουουουουρβα κι' Άι-Βασίλτς!!
Και τώρα, όπως και στα κόλιαντα, στο πρώτο σπίτι που θα πήγαιναν, ήταν το σπίτι του παπά. Γι'αυτό κι' από μακριά ακόμα άρχιζαν και τραγουδούσαν:
Σ'αυτά τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροστρωμένα,
με τις μεγάλες τις αυλές και τις πλακοστρωμένες,
εδώχουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
έχουν ζευγάρια είκοσι και δεκαχτώ φοράδες,
έχουν γελάδες εκατό κι' αμπάρια φορτωμένα,
να μπαινοβγαίνουν οι δικοί, οι φίλοι να μη λείπουν
κι' όσοι διαβάτες απαιρνούν, να τρώνε, να κοιμούνται.
Η παπαδιά, σαν άκουγε το τραγούδι και τα χτυπήματα στην πόρτα, έβγαινε και οδηγούσε τα παιδιά στον "καλό το νουντά", που τα περίμενε ο παπάς, καθισμένος στην "κώχη".
Ο αρχηγός, δρασκελώντας το κατώφλι της πόρτας με το δεξί του πόδι, για να φέρει γούρι και καλό στο σπίτι, τραβούσε ίσια στο τζάκι με τη φωτιά κι' ανακατεύοντας τη χόβολη με τη ματσούκα του, έλεγε γρήγορα-γρήγορα και φωναχτά, όπως και στα κόλιαντα:
"Καλημέρα τ'ς αφεντά σας! Φέρου γειά, γερωσύνη, χαρά. Αμπάρια μι τα στιάρια, βαένια μι κρασί, νύφις γαμπρούς, φουράδις μι τα μπλάρια, γίδις μι τα κατσίκια, προυβατίνις μι τ'αρνιά, μάνις μιλίσσια, γρόσια μι του διρμόν(ι), φλουριά μι το ταψί, κλουσσαριές μι τα πλιά, κύρκις, κυρκούλια, γκαβαμάρα τα τουρκούλια - αχώρια τον Αλή- προύκα τσιτσιτσί κι κάτσι καταή!"
Με το σύνθημα αυτό τα παιδιά κάθονταν όλα κάτω στο πάτωμα "για να κάτσ'ν οι κλουσσαριές" και τραγουδούσαν:
Και βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σακκούλα
κι άν έχεις γρόσια και φλουριά, κέρνα τα παλικάρια.
Στον Άι-Γιώργη Γρεβενών, δεν σταματούσαν ως εδώ, μα συνέχιζαν:
Κέρνα τ' αφέντη μ', κέρνα τα, τα λάσποπατημένα,
να τρών' να πίν', να χαίρονται, να λέν για την υγειά σου,
για την υγειά σ' αφέντη μου, για την καλή καρδιά σου.
[...]
Ο παπάς, κερνούσε τότε τον αρχηγό κι' έλεγε:
- Άιντε, κι τα χρονάκια σας! Κι τ' χρόν' νάμαστε καλά! Καλή χρονιά να μας δώσ(ι) ου Θιός!
- Κι τ' χρόοοοοοον! Φώναζαν όλα μαζί τα παιδιά.
Την ώρα αυτή, έμπαινε μέσα η παπαδιά, κρατώντας στα χέρια της το "κανίσκι" - ένα μεγάλο χαλκωματένιο ταψί- που μέσα του είχε τα "βλιάγματα" και τα φιλοδωρήματα και τότε, αφού τόπαιρναν τα μεγαλύτερα παιδιά και το σήκωναν ψηλά με το δεξί τους χέρι, λέγανε φωναχτά και ρυθμικά:
"Καλώς μας ήρθε το βαρύ κανίσκ(ι) απ'τον αφέντη μας! Αμπάρια, στιάρια, βαένια κρασί, δερμάτια τυρί, νύφες, γαμπρούς, πάντα νάχ(ι) να δίν(ι) κι' η καρδιά τ' να μην τον πονεί!"
- Κι τ' χρόοοοοον!!! Φωνάζαν ύστερα όλα μαζί τα παιδιά και το καθένα έπαιρνε απ'το ταψί, το είδος που μάζευε.
Το κρασί το βάζανε σε ξεχωριστά νεροκολόκυθα. Το τυρί και τη "λίγδα", σε ξεχωριστά κακάβια.
Τα "βλιάγματα" τ'αδειάζανε στη ντραγατσίκα του αρχηγού. Και τότε, όλα μαζί τα παιδιά βελάζανε, συμβολίζοντας με τις φωνές τους την ποικιλία και την αφθονία των ζώων, που εύχονταν νά'χει το σπίτι.
Στο τέλος, αποχαιρετώντας όλους στο σπίτι, τραγουδούσαν:
Έχετε γεια, έχετε γειά
και τώρα και του χρόνου!!
Περνώντας ύστερα μπροστά από τ'αμπάρια με τα γεννήματα, τα χτυπούσαν δυνατά με τις ματσούκες τους λέγοντας:
"Άιντε, καλά μπερικέτια! Πάντα γιομάτα!!"
Αν το σπίτι είχε καμιά νύφη, που δεν είχε χρονίσει και δεν είχε γεννοβολήσει ακόμα, τη χτυπούσαν κι' αυτή ελαφρά με τις ματσούκες στις πλάτες ή χτυπούσαν τις ματσούκες τους στον αέρα, πάνω απ'το κεφάλι της, φωνάζοντας: " Άιντε και με γιο!!!"
Ύστερα, βγαίνοντας έξω, για να πάνε σ'άλλο σπίτι, τραγουδούσαν:
Απ'τ'ς αφεντάδες φεύγουμε,
στους αρχοντάδες πάμε.
Τώρα, χτυπούσαν την πόρτα του πρώτου σπιτιού, που βρισκανε δεξιά κι' όλο "δεξιά πηγαίναν, για να τους πάει η δ'λειά καλά".
Με τον τρόπο αυτόν, περνούσαν όλα τα σπίτια. [...] "


(αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη, "Το Δωδεκαήμερο, Παλιά Χριστουγεννιάτικα Ήθη και Έθιμα")



Καλή χρονιά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου