"Ήταν μια φορά κ' έναν καιρό μια φτωχή γυναίκα κ' είχε τέσσερα θηλυκά παιδιά. Δούλευε η άτυχη να τα μεγαλώσει, αλλά τι να σου πρωτοκάνει; Μεροκάματο, μεροφάγωτο. Ίσα-ίσα το ψωμί των παιδιών της έβγαζε. Τα είχε κ' εγύριζαν γυμνά και ξυπόλυτα ' δεν περίσσευε λεπτό να τους πάρει και κανένα ρουχαλάκι. Αν βρισκόταν καμμιά χριστιανή και της έδινε κανένα παλιό, το συγύριζε για τη μεγάλη, έπειτα το έκοβε, να το βάλει η δεύτερη, η τρίτη. Για το μικρό δεν απόμενε τίποτα. Χειμώνα και καλοκαίρι γύριζε μ'ένα κουρελιασμένο πουκαμισάκι, ξυπόλυτο και ξετραχηλισμένο.
Μια χρονιά ο χειμώνας ήρθε πολύ βαρύς! Βροχές, κρύα, χιόνια. Το καημένο το μικρό έτρεμε, δε μπορούσε να ζεσταθεί. Λέει της μάνας του: "Μάνα! Γω θα φύω! Θα πά να βρω άλλη μάνα, να μου κάνει και κανένα ρουχαλάκι καμμιά φορά. Θα πεθάνω, αν απομείνω άλλο εδώ! Μόνο με το πουκαμισάκι δε βαστώ!"
Φεύγει το παιδί! Πάει... πάει... Στο δρόμο βρίσκει ένα πουλάκι κάτω απ'ένα δέντρο. Το πουλάκι ήταν μικρό κι αμάλλιαγο. Είχε πέσει απ'τη φωλιά του και φώναζε. Δεν είχε δύναμη να πετάξει, ν'ανεβεί πάνω στο δένδρο. Θα ψοφούσε κάτω στο χώμα.
Το παιδί το λυπήθηκε. Το πήρε στα χεράκια του, το ζέστανε μεσ'στη φούχτα του. Κοίταξε γύρω του και, σαν είδε έναν άντρα που ερχόταν, του είπε και το έβαλε πίσω στη φωλιά του. Το γλίτωσε το πουλί!
Πήρε πάλι το δρόμο του το παιδί και πήγαινε να περάσει ανάμεσα από κάτι κλαδιά. Βλέπει μιαν αράχνη κ' έπλεκε το πανί της πάνω κάτω, μπρος-πίσω και το μεγάλωνε γράηγορα- γρήγορα λες κ'είχε βιάση μεγάλη. Στάθηκε το παιδί και λέει: "Ας μη της χαλάσω το πανάκι της, ας πάω απ'την άλλη μεριά, να μη στεναχωρήσω την αράχνη." Του λέει η αράχνη:
- Σ'ευχαριστώ, καλό παιδί! Το καλό που μού'κανες τι θέλεις να σου κάνω; Πού πας τώρα έτσι δα γυμνό και ξυπόλυτο;
- Πά να βρω πανί, να το πάω της μάνας μου, να μου κάνει κ'εμένα κανένα ρουχαλάκι, γιατί κρυώνω.
- Πήγαινε, του λέει η αράχνη, και στο γυρισμό σου πέρασε από δω να μου πεις να σε βοηθήσω κ'εγώ σε ό,τι δύνομαι.
Φεύγει το παιδί, πάει πιο πέρα, βρίσκει ένα βάτο. Πάει να περάσει, πιάνεται το πουκαμισάκι του πάνω στ'αγκάθια, κουρελιάστηκε, απόμεινε ντιπ τσίτσιδο. Έκλαιγε πια το παιδί. Ήταν καημός καρδιάς να τ'ακούς και να το βλέπεις!...
Τ'ακούει εν'αρνάκι που έβοσκε εκεί δα κάτω στο λιβάδι. Του λέει:
- Τί έχεις παιδάκι μου; Γιατί κλαις; Σ'έδειρε κανείς;
- Αχ! λέει το παιδί, πήγαινα να βρω κανένα ρουχαλάκι, να ντυθώ και πέρασα απ' το βάτο κι ο βάτος μου κουρέλιασε το πουκαμισάκι μου κι απόμεινα ολοτσίτσιδο.
Ερωτά τ'αρνί το βάτο:
- Αμ' γιατί του έκανες αυτό το κακό; Τί θα γίνει τώρα με το παιδί;
- Δώσ'του συ μαλλί κ'εγώ να το ξάνω. Να το πάρει, να πάει στη μάνα του, να του κάνει ρουχαλάκια, να είναι και μάλλινα να μην κρυώνει, λέει ο βάτος.
Αρχίζει τ'αρνί, γυρίζε, γύριζε γύρω-γύρω στο βάτο άφηνε πάνω στ'αγκάθια το μαλλί, το μάζευε το παιδί ξασμένο. Αφού μάζεψε κάμποσο, λέει:
- Σ'ευχαριστώ, αρνάκι μου! Πάω τώρα να προκάμω τη μάνα μου, να μου το γνέσει και να μου το υφάνει, να το κόψει και να το ράψει πριν απ'του Χριστού, να το βάλω που θα πάω να κοινωνήσω.
Έτρεχε πια στο δρόμο όλο χαρά, αλλά συλλογιόταν κιόλας που δε θα πρόκανε η μάνα του, μεροκαματάρισσα όπως ήταν, να κάνει όλες τούτες τις δουλειές ως του Χριστού και στεναχωριόταν.
Άμα έφτασε κάτω απ'το δέντρο, που ήταν η φωλιά του πουλιού, νά'σου μπροστά του η μάνα του πουλιού:
- Αχ! καλό παιδί! του λέει, πώς να σ'ευχαριστήσω; Το καλό που μού'κανες κι έσωσες το πουλάκι μου, πώς να σου το ξεπληρώσω; Τί'ναι τούτο που βαστάς στα χέρια σου;
Λέει το παιδί πως ήταν το μαλλί που τού'δωκε τ'αρνάκι και βιαζόταν να το πάει στη μάνα του να το γνέσει, να το υφάνει, να το κόψει, να το ράψει, να του κάμει ρουχαλάκια, να τα βάλει του Χριστού, να πά να κοινωνήσει.
- Δώσ'μου να σ'το γνέσω εγώ! λέει το πουλάκι.
Το πήρε στη μύτη του, ανέβηκε ψηλά-ψηλά, να κάμει μακριά κλωστή. Ως να γυρίσεις να ιδείς, τό'χε γνεσμένο, τό'κανε κουβάρι!
Το πήρε το παιδί και έφυγε.
Σαν έφτασε στην αράχνη, εκείνη το περίμενε.
- Ε! Τί έκαμες; Ηύρες τίποτα;
Σαν είδε τα κουβάρια το νήμα που βαστούσε στο χέρι του, πήρε το νήμα κι αρχίνησε, το ύφανε μάνι-μάνι μια χαρά!
Πήγε το παιδί στη μάνα του, της έδωκε το πανί, κι αυτή του έκοψε το φουστανάκι του, του το έρραψε, το έβαλε και ωμορφοστολίστηκε. Πήγε στην εκκλησία κι όλοι το εχάιδευαν που ήταν έτσι δα ζεστό κι ομορφοντυμένο."
Μια χρονιά ο χειμώνας ήρθε πολύ βαρύς! Βροχές, κρύα, χιόνια. Το καημένο το μικρό έτρεμε, δε μπορούσε να ζεσταθεί. Λέει της μάνας του: "Μάνα! Γω θα φύω! Θα πά να βρω άλλη μάνα, να μου κάνει και κανένα ρουχαλάκι καμμιά φορά. Θα πεθάνω, αν απομείνω άλλο εδώ! Μόνο με το πουκαμισάκι δε βαστώ!"
Φεύγει το παιδί! Πάει... πάει... Στο δρόμο βρίσκει ένα πουλάκι κάτω απ'ένα δέντρο. Το πουλάκι ήταν μικρό κι αμάλλιαγο. Είχε πέσει απ'τη φωλιά του και φώναζε. Δεν είχε δύναμη να πετάξει, ν'ανεβεί πάνω στο δένδρο. Θα ψοφούσε κάτω στο χώμα.
Το παιδί το λυπήθηκε. Το πήρε στα χεράκια του, το ζέστανε μεσ'στη φούχτα του. Κοίταξε γύρω του και, σαν είδε έναν άντρα που ερχόταν, του είπε και το έβαλε πίσω στη φωλιά του. Το γλίτωσε το πουλί!
Πήρε πάλι το δρόμο του το παιδί και πήγαινε να περάσει ανάμεσα από κάτι κλαδιά. Βλέπει μιαν αράχνη κ' έπλεκε το πανί της πάνω κάτω, μπρος-πίσω και το μεγάλωνε γράηγορα- γρήγορα λες κ'είχε βιάση μεγάλη. Στάθηκε το παιδί και λέει: "Ας μη της χαλάσω το πανάκι της, ας πάω απ'την άλλη μεριά, να μη στεναχωρήσω την αράχνη." Του λέει η αράχνη:
- Σ'ευχαριστώ, καλό παιδί! Το καλό που μού'κανες τι θέλεις να σου κάνω; Πού πας τώρα έτσι δα γυμνό και ξυπόλυτο;
- Πά να βρω πανί, να το πάω της μάνας μου, να μου κάνει κ'εμένα κανένα ρουχαλάκι, γιατί κρυώνω.
- Πήγαινε, του λέει η αράχνη, και στο γυρισμό σου πέρασε από δω να μου πεις να σε βοηθήσω κ'εγώ σε ό,τι δύνομαι.
Φεύγει το παιδί, πάει πιο πέρα, βρίσκει ένα βάτο. Πάει να περάσει, πιάνεται το πουκαμισάκι του πάνω στ'αγκάθια, κουρελιάστηκε, απόμεινε ντιπ τσίτσιδο. Έκλαιγε πια το παιδί. Ήταν καημός καρδιάς να τ'ακούς και να το βλέπεις!...
Τ'ακούει εν'αρνάκι που έβοσκε εκεί δα κάτω στο λιβάδι. Του λέει:
- Τί έχεις παιδάκι μου; Γιατί κλαις; Σ'έδειρε κανείς;
- Αχ! λέει το παιδί, πήγαινα να βρω κανένα ρουχαλάκι, να ντυθώ και πέρασα απ' το βάτο κι ο βάτος μου κουρέλιασε το πουκαμισάκι μου κι απόμεινα ολοτσίτσιδο.
Ερωτά τ'αρνί το βάτο:
- Αμ' γιατί του έκανες αυτό το κακό; Τί θα γίνει τώρα με το παιδί;
- Δώσ'του συ μαλλί κ'εγώ να το ξάνω. Να το πάρει, να πάει στη μάνα του, να του κάνει ρουχαλάκια, να είναι και μάλλινα να μην κρυώνει, λέει ο βάτος.
Αρχίζει τ'αρνί, γυρίζε, γύριζε γύρω-γύρω στο βάτο άφηνε πάνω στ'αγκάθια το μαλλί, το μάζευε το παιδί ξασμένο. Αφού μάζεψε κάμποσο, λέει:
- Σ'ευχαριστώ, αρνάκι μου! Πάω τώρα να προκάμω τη μάνα μου, να μου το γνέσει και να μου το υφάνει, να το κόψει και να το ράψει πριν απ'του Χριστού, να το βάλω που θα πάω να κοινωνήσω.
Έτρεχε πια στο δρόμο όλο χαρά, αλλά συλλογιόταν κιόλας που δε θα πρόκανε η μάνα του, μεροκαματάρισσα όπως ήταν, να κάνει όλες τούτες τις δουλειές ως του Χριστού και στεναχωριόταν.
Άμα έφτασε κάτω απ'το δέντρο, που ήταν η φωλιά του πουλιού, νά'σου μπροστά του η μάνα του πουλιού:
- Αχ! καλό παιδί! του λέει, πώς να σ'ευχαριστήσω; Το καλό που μού'κανες κι έσωσες το πουλάκι μου, πώς να σου το ξεπληρώσω; Τί'ναι τούτο που βαστάς στα χέρια σου;
Λέει το παιδί πως ήταν το μαλλί που τού'δωκε τ'αρνάκι και βιαζόταν να το πάει στη μάνα του να το γνέσει, να το υφάνει, να το κόψει, να το ράψει, να του κάμει ρουχαλάκια, να τα βάλει του Χριστού, να πά να κοινωνήσει.
- Δώσ'μου να σ'το γνέσω εγώ! λέει το πουλάκι.
Το πήρε στη μύτη του, ανέβηκε ψηλά-ψηλά, να κάμει μακριά κλωστή. Ως να γυρίσεις να ιδείς, τό'χε γνεσμένο, τό'κανε κουβάρι!
Το πήρε το παιδί και έφυγε.
Σαν έφτασε στην αράχνη, εκείνη το περίμενε.
- Ε! Τί έκαμες; Ηύρες τίποτα;
Σαν είδε τα κουβάρια το νήμα που βαστούσε στο χέρι του, πήρε το νήμα κι αρχίνησε, το ύφανε μάνι-μάνι μια χαρά!
Πήγε το παιδί στη μάνα του, της έδωκε το πανί, κι αυτή του έκοψε το φουστανάκι του, του το έρραψε, το έβαλε και ωμορφοστολίστηκε. Πήγε στην εκκλησία κι όλοι το εχάιδευαν που ήταν έτσι δα ζεστό κι ομορφοντυμένο."
("Ελληνικά Παραμύθια" -Το φτωχό καλό παιδί, εκλογή: Γ.Α.Μέγα, εικόνες: Ράλλη Κοψίδη και Φώτη Κόντογλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου