Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Ο Άγιος Τρύφωνας των αμπελιών και των κηπευτικών!

 "`Αι-Τρύφωνας τριβ', Υπαπαντή πλαθ' κι ο Συμεών σημνειών'",

έλεγε ο λαός μας αναφερόμενος στις τρεις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, τα "Συμόγιορτα", που αφορούν τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη. 

Την πρώτη ημέρα του Φεβρουαρίου τιμάμε τον Άγιο Τρύφωνα (βλέπε και: Ο Άγιος Τρύφωνας των αμπελιών), προστάτη των αμπελιών και των κηπευτικών, στις δύο του μηνός τη μέρα της Υπαπαντής του Χριστού (βλέπε: Της Παναγιάς της Μυλιαργούσας (λαογραφικά της Υπαπαντής)) και στις τρεις τον Άγιο Συμεών (βλέπε: Ο Άγιος Συμεών, "σημειώνει"... (έθιμα και παραδόσεις)).

 


Σημειώνει ο λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος για τον Άγιο Τρύφωνα των αμπελιών που τιμάται σε όλη την ελληνική ύπαιθρο:

"Αγαπημένος λαϊκός και γεωργικός άγιος. Κατά το συναξάρι του, φτωχός χηνοβοσκός, με το ελληνικότατο αυτό όνομα, ζούσε στη Μ.Ασία (κοντά στην Νίκαια) στα τελευταία χρόνια των χριστιανικών διωγμών. Νέος, που είχε προσχωρήσει στην νέα θρησκεία, εμαρτύρησε με βασανιστήρια κι αποκεφαλίστηκε.

Η λατρεία του αγίου Τρύφωνα άρχισε από νωρίς αφού ήδη τον 6ο αιώνα είχε δύο ναούς στην Κωνσταντινούπολη κι ένα μοναστήρι. [...] Μπορούμε να πούμε ότι το ελληνικό όνομα του αγίου καθώς και η νεαρή ηλικία του συσχετίσθηκαν με τη λέξη "τρυφερός", κι άπλωσαν τη λατρεία του ώστε, μαζί με την κατάλληλη γεωργική εποχή της γιορτής του, να θεωρείται προστάτης στη βλάστηση και στην καλλιέργεια, ιδαίτερα στους κήπους και στα αμπέλια, που, αρχές Φεβρουαρίου, μπουμπουκιάζουν ή κλαδεύονται.

Στην Υμνογραφία του αγίου ακούγονται φράσεις που βοηθούν τις αντιλήψεις αυτές ("ἔσπευσας πρὸς τὸ σκάμμα" και "κατήρδευσας τὰ τῆς ἐκκλησίας βλαστήματα"), αλλά σημαντικότερες είναι οι ευχές κι οι εξορκισμοί που διαβάζονται στα αμπέλια και στα χωράφια, στο όνομα του αγίου Τρύφωνα [...] Ο άγιος φέρεται να διώχνει τα βλαβερά ζωύφια από τις καλλιέργειες των ανθρώπων (σκουλήκια, κάμπιες, κανθάρους, ακρίδες, σαλιγκάρια, αρουραίους, κλπ) με τον εξορκισμό. 

"Ὁρκίζω ὑμᾶς... μὴ ἀδικήσετε τὴν ἄμπελον, μήτε τὸν κῆπον τῶν δένδρων τε καὶ λαχάνων... ἀλλά ἀπέλθετε εἰς τὰ ἄγρια ὄρη, εἰς τὰ ἄκαρπα ξύλα, εἰς ἅ ἐχαρίσατο ὑμίν ὁ Θεὸς ττὴν καθημερινὴν τροφήν." ("Μικρό Ευχολόγιο"). 

Δεν έχει, νομίζω, μελετηθεί (ειδικά κι αντικειμενικά) η ψυχολογική συμπαράσταση που έδειξε πάντα η Εκκλησία (ήδη με τα λόγια του Χριστού) στον κοπιώντα γεωργό. Με τις ευχές, τις ευλογημένες σπορές ή απαρχές, και με τις λιτανείες της, στις τραγικές ώρες της ανομβρίας, του παραστάθηκε και τον ενθάρρυνε να αισιοδοξεί, να ελπίζει και να αγωνίζεται.

 

Στην εικονογραφία του ο άγιος Τρύφωνας παριστάνεται με κλαδευτήρι στο χέρι, κάποτε μάλιστα δείχνεται στο βάθος της εικόνας και κάποιος γεωργός, που τιμωρήθηκε (του κόπηκε η μύτη) επειδή δεν ετήρησε την αργία της γιορτής του. Η σχετική παράδοση διηγείται:

"Οι σταφιδοπαραγωγοί στη μνήμη τ'άι Τρυφώνου έχουν μικρή σχόλη, γενικό εκκλησιασμό, αποφεύγουν δε αυστηρά όχι μόνο να πατήσουν σε χτήμα (για κλάδεμα), αλλά και να πιάσουν κλαδευτήρι στο χέρι τους... Κάποιος που μαγάρισε τη μνήμα του αγίου και δούλεψε στ'αμπέλι έκοψε τη μύτη του. Κι ένας που το διηγόταν, και κρατούσε, την ημέρα αυτή, κλαδευτήρι, έκαμε να δείξει πώς, κι έκοψε τη δική του." (Ηλεία 1963, Ντίνος Ψυχογιός). 

Από παρετυμολογία του ονόματός του: Άγιος Στρίφωνας, παλιότερα δεν έστριφαν γνέμα για ύφανση οι νοικοκυρές. Ο Δ. Καμπούρογλου διηγείται για την τουρκοκρατούμενη Αθήνα ότι φοβούνταν οι γυναίκες "να στριφώσουν" νήμα ή ρούχα, γιατί μπορούσαν να πάθουν και προσωπικό στρίφωμα. 

Άλλη αγροτική παρετυμολογία συναντούμε στη Δ.Μακεδονία όπου για να τους βοηθάει ο άγιος στην καλή βλάστηση του τριφυλλιού (για τα ζώα τους) τον λένε άγιο Τρίφυλλα. (Μ.Καλινδέρη, "Ο βίος της Βλάτσης") [...]

Χαρακτηριστικό είναι το πειραχτικό ανέκδοτο (φώνημα) που λένε για τους Βυτινιώτες, με το συχνό όνομα του αγίου στον τόπο τους (*είναι πολιούχος στη Βυτίνα της Αρκαδίας):

"Ε! Τρύφωνα! Να πεις του Τρύφωνα, να πάει στον Τρύφωνα, να πει του Τρύφωνα, να στείλει τον Τρύφωνα εδώ, που τον θέλουν." 

("Λαογραφία" 8, 1921) [...]" (Δημητρίου Λουκάτου, "Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης", εκδόσεις Φιλιππότη)

 


 Κατά τον Γεώργιο Μέγα,

άγιος Τρύφωνας θεωρείται φύλακας των αμπελιών και προστάτης των αγρών, καθώς πιστεύεται ότι έχει εξουσία εναντίον των ποντικών και της κάμπιας. Γι' αυτό και στις εικόνες του παριστάνεται με κλαδευτήρι στο χέρι, ενώ στο κόλλυβο που παραθέτουν στην εκκλησία οι Αγχιαλίτες κ.α. "είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Τρύφος με το σταφύλι". Κηπουροί κι αμπελουργοί κάνουν στην εκκλησία αγιασμό και αρτοκλασία με κόλλυβα. Από τον αγιασμό αυτόν δεν πίνουν, ούτε τον παίρνουν μέσα στο σπίτι, αλλά μόνο ραντίζουν αμπέλια και κήπους.

Πολλές και διάφορες είναι οι τοπικές συνήθειες. Π.χ. στην Ήπειρο κάμνουν κουλούρες και τις κυλούν στ'αμπέλια, τα χωράφια και τους κήπους τραγουδώντας:

Τρύφωνα πολύκαρπε,

έλα δω στ'αμπέλι μου

και στο χωραφάκι μου,

να φάμε και να πιούμε.

Στη Στενήμαχο έσφαζαν βόδι (κουρμπάνι), "για να ευχαριστήσουν τον άγιο", και μοίραζαν τα κομμάτια στους κατοίκους. Μετά τη λειτουργία γινόταν κι αγώνας πάλης στην πλατεία. "Παλεύουν δυο αντρειωμένοι κι όποιος νικήσει παίρνει βραβείο ένα αρνί". Στον Δρυμό της Μακεδονίας ταυτόχρονα με το ράντισμα παραχώνουν και το "κλικούδ' τ' καλλ'κάτζαρου" (που θυμνιάζεται Χριστούγεννα, αϊ-Βασίλη και Φώτα) και το κόκκινο αυγό της Μ.Πέμπτης' τα κόβουν μικρά μικρά κομματάκια και τα θάβουν στ' αμπέλια και στα γεννήματα." (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις Οδυσσέας)

Περισσότερες πληροφορίες για τα κουρμπάνια της Στενημάχου μας δίνει ο έτερος λαογράφος μας Γεώργιος Αικατερινίδης στη μελέτη του για τις ζωοθυσίες:

 

 Μεταφερόμαστε και στην Κρήτη με την σπουδαία πένα του Νίκου Ψιλάκη:

"[...]Γύρω από τον Ψηλορείτη, σε περιοχές όπου ευδοκιμεί και καλλιεργείται το αμπέλι, ο εορτασμός του Αγίου αποτελούσε ξεχωριστό γεγονός. [...]πολλές αμπελουργικές οικογένειες δεν έστρωναν τραπέζι τη μέρα της γιορτής του αν δεν είχαν φτιάξει κάποιο γλύκισμα ή φαγητό με προϊόντα αμπελιού. Φυσικά υπήρχε πάντα κρασί στο τραπέζι, όπως υπήρχε σταφιδόψωμο ή πετιμεζόπιτα. Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που μπορούσε να δει κάποιες γυναίκες έξω από τους ναούς του Αγίου Τρύφωνα, κατά την ημέρα της εορτής του, να κερνάνε μουστοκούλουρα (συνήθως τα ζύμωναν με πετιμέζι) ή σταφιδόπιτα.[...]

Η επικοινωνία των ανθρώπων της υπαίθρου με τον Άγιο αποτελεί σε αρκετές περιπτώσεις μια εθιμική πρωτοτυπία. Φροντίζουν να πάνε στην εικόνα του, μπροστά στα μάτια του, δείγματα των εντόμων που απειλούν την παραγωγή. Τελευταία μαρτυρία για το εντυπωσιακό αυτό έθιμο έχουμε από ένα μικρό χωριό του Μεραμπέλλου, τα Έξω Λακώνια, όπου το 1925, για τελευταία φορά, κρέμασαν κάμπιες στην εικόνα του! Ο πληθυσμός των βλαβερών εντόμων είχε αυξηθεί εκείνη τη χρονιά τόσο που απειλούσε να καταστρέψει ολόκληρη την παραγωγή του χωριού.[...]


Στην Κνωσσό διατηρείται ακόμη και σήμερα η παμπάλαια συνήθεια της προσφοράς λατρευτικών απαρχών κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Τρύφωνα. Παλαιότερα οι περβολάρηδες από το Μακρύ Τοίχο προσέρχονταν στον ναό για να πάρουν τον καθιερωμένο αγιασμό κρατώντας μικρή ποσότητα από τα γεννήματα που είχε το περιβόλι τους: λάχανα, κουνουπίδια, καρότα, πράσα, ματσάκια μαϊντανό, σέλινο, πορτοκάλια, λεμόνια...Γέμιζαν ένα μεγάλο πανέρι και το εναπόθεταν κάτω από την εικόνα του Αγίου, δίπλα ακριβώς από το χώρο που γινόταν ο καθιερωμένος αγιασμός. Όσα δε χωρούσαν στο πανέρι τα άφηναν δίπλα ή τα παρέδιδαν στους επιτρόπους. Και ήταν μεγάλη ευλογία για τον κάθε περβολάρη να πάει στη χάρη του Αγίου λίγα από τα προϊόντα του.[...]" (Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)

Ενώ κι ο Δημήτριος Λουκόπουλος μας επιβεβαιώνει πως και οι γεωργοί της Ρούμελης δεν αγνοούσαν τη μέρα τούτη:


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Αναζητώντας μια μυρτιά, δοξαστική μυρσίνη....

"Τῆς δικαιοσύνης ἥλιε νοητέ 
καὶ μυρσίνη σύ δοξαστική 
μή παρακαλῶ σας μή 
λησμονάτε τὴ χώρα μου!"

(Οδυσσέας Ελύτης, "Άξιον Εστί") 


 Αφορμή στάθηκε ένα μήνυμα πριν λίγες μέρες: "Μήπως έχεις τίποτα για τη μυρτιά;"

Ήταν η φίλη και συν-ιστολόγος Ξανθή (https://asproylas.gr/) η οποία ετοιμαζόταν να φτιάξει λικέρ από μύρτα (διάσημο στην Κορσική και τη Σαρδηνία!) και να δημοσιεύσει τη συνταγή, την οποία κι ήθελε να "γαρνίρει" με κάποια στοιχεία παραπάνω κι επειδή γνώριζε την τρέλα μου (αν και δεν ξέρω μέχρι ποιο βαθμό!) ευελπιστούσε πως κάτι λαογραφικό/μυθολογικό θα μου εκμαίευε! Μ'έπιασε όμως αδιάβαστη γιατί το μόνο που μου ερχόταν στον νου ήταν ο περίφημος στίχος του Ελύτη μας: "Μυρσίνη συ δοξαστική"... Και για να πω και την αλήθεια δεν ήμουν κι απόλυτα σίγουρη, παρ'οτι θαμώνας του βουνού των Κενταύρων, ότι θα την αναγνώριζα αν την συναπαντούσα! Γι'αυτό το τελευταίο ντράπηκα... Νά'χω προσπεράσει έτσι τη δοξαστική μυρσίνη... Κι άρχισα τα τηλέφωνα! "Έχουμε καμιά μυρτιά εδώ γύρω στο χωριό;" Κανείς δε θυμόταν να μου πει. Μοναχά στα κτήματα, αλλά κι εκεί στο αόριστο. Κι όταν ένας φίλος φιλοτιμήθηκε και μού'φερε λίγα κλαριά, τότε σιγουρεύτηκα κι εγώ πως όντως είμαστε παλιοί γνώριμοι από τα λιοπερίβολα! Τί άρωμα τούτος ο μικροσκοπικός καρπός, τί ευωδία! Μπήκα στον πειρασμό και τον δοκίμασα' κι ας ήταν στυφός, μέθυσε ο ουρανίσκος μου...

"Κάτι θα βρω.." βεβαίωσα την Ξανθή και το πρώτο που θυμήθηκα ήταν τα στεφάνια των "Συμποσιακών" του Πλουτάρχου. Και κατέληξα για τρεις-τέσσερις μέρες με τη βιβλιοθήκη όλη ανακατεμένη κι αμέτρητους τόμους ανοιγμένους παντού. Ξεσκάλιζα και στο διαδίκτυο, αλλά δυστυχώς σε αυτό λείπουν μονίμως οι πηγές και πλεονάζουν οι "αυθαιρεσίες" που, επιπλέον, πολλαπλασιάζονται με την περίφημη μέθοδο "αντιγραφής-επικόλλησης" την οποία, δυστυχώς, συνηθίζουν οι περισσότεροι. Τέλος πάντων, μπορεί το κεφάλι μου νά'γινε κουδούνι αυτές τις μέρες, αλλά νομίζω πως με την ευωδιαστή μυρτιά καταφέραμε να ξανασυστηθούμε!

Η ανάρτηση, φυσικά, αφιερωμένη στη φίλη Ξανθή που μου έδωσε το κίνητρο!

Εδώ:  Λικέρ από μύρτα  μπορείτε να δείτε το περίφημο λικέρ με μύρτα που έφτιαξε η χρυσοχέρα Ξανθή, το οποίο νομίζω πως θα μπω στον πειρασμό να δοκιμάσω κι εγώ αν βρω αρκετούς από τους μοσχοβολιστούς, λιλιπούτειους τούτους καρπούς.

σχέδιο μυρτιάς του Ferdinand Lukas Bauer (1760-1826) από το έργο "Flora Greca" του Johannes (John) Sibthorp)

"Παρ' ἡμῖν ὡς καὶ πανταχοῦ σχεδὸν τῆς Ἀνατολῆς οἱ μὲν κλάδοι τῆς μύρτου χρησιμοποιοῦνται πρὸς διακόσμησιν, τὰ δὲ φύλλα αὐτῆς πρὸς ἐπίστρωσιν τῶν εἰσόδων τῶν ἐκκλησιῶν, τῶν σχολείων καὶ ἀλλων δημοσίων ἱδρυμάτων κατὰ τὰς ἑορτασίμους ἡμέρας καὶ τὰς τελετάς. Εἶναι δὲ ἡ συνήθεια αὔτη ἀρχαιοτάτη ἀνὰ τὴν Ἀνατολήν. Ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει ὁτι οἱ Πέρσαι κατὰ τινὰς τελετὰς καὶ ἡμέρας ἑορτασίμους ἔστρωνον τὰς ὁδούς μὲ κλαδία καὶ φύλλα μύρτου (7,54 & 8,99), οἱ δὲ ἱερεῖς των ἐστέφωντο κατὰ τὰς θυσίας μὲ κλάδους μύρτου (1,132). Κλάδους μύρτου ἔφερον κατὰ τινὰς ἑορτάς των καὶ οἱ Ἕλληνες ὡς μαρτυρεῖ τὸ τοῦ Καλλιστράτου (Ἀνθολογία 527):

"Ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω

Ὥσπερ Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων

Ὅτε τὸν τύραννον κτανέτην

Ἰσονόμους τ' Ἀθήνας ἐποιησάτην"

Συνήθης ἦτο παρ' Ἕλλησι καὶ ἡ χρῆσις τοῦ μυρτίνου στεφάνου' τοιούτους στεφάνους ἔφερον καὶ κατὰ τὸν πότον (Ἀθήν. ΙΕ, 675) καὶ κατὰ τὰς θυσίας (Ἀθην. ΙΕ 676) ' τοιοῦτον δὲ στέφανον ἔφερον συνήθως καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἀθηναίων. Τόσον δὲ κοινὴ ἦτο τὸ πάλαι ἡ χρήσις μυρτίνων στεφάνων ὥστε εἰς τὰς Ἀθήνας ὑπῆρχεν ἴδιον ἐν τῆ ἀγορᾶ διαμέρισμα ("αἱ μυρρίναι") ἐν ὧ ἐπλέκοντο καὶ ἐπωλοῦντο ἀποκλειστικῶς τοιοῦτοι στέφανοι (Ἀριστόφ."Θεσμοφόροι" 448).

  Ἦ δὲ ἡ μύρτος ἀφιερωμένη εἰς τὴν Ἀφροδίτην (διὸ καὶ προσωνομάζετο ὁ θάμνος Ἱερά) καὶ ἐθεωρεῖτο σύμβολον τῆς παρθενίας, ὅθεν φαίνεται νὰ ἐπεκράτησεν ἡ μέχρι σήμερον ἐνιαχοῦ τῆς Ἀνατολῆς διατηρηθεῖσα συνήθεια τῆς κατὰ τὴν τέλεσιν γάμων χρήσεως μυρτίνων στεφάνων

 

Botticelli, La nascita di Venere: Η γέννηση της Αφροδίτης του Μποτιτσέλι

Ἀλλὰ καὶ τοῦ καρποῦ τῆς μύρτου (τῶν μύρτων ἤ μυρτίδων) ἐγένετο τὸ πάλαι μεγάλη κατανάλωσις (Ἀθήν. Δ, 138 & ΙΔ,640). Ὁ ἐπαινῶν τὴν γλυκύτητα τοῦ κλίματος τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφάνης λέγει ὁτι έν μέσω χειμῶνι ἐπωλοῦντο εἰς τὴν ἀγορὰν ἐλαῖαι καὶ μύρτα καὶ σταφυλαὶ καὶ ἄπια καὶ σῦκα (Ἀθην. Δ, 372). Ἐκ μελάνων μύρτων καὶ οἴνου ἐσκευάζετο ὁ μυρτινίτης οἶνος, ἐκ φύλλων δὲ καὶ καρπῶν ὁ μυρσινίτης οἶνος 'ἐξ ὀμφακίνου δὲ ἐλαίου καὶ ἁπαλῶν καὶ κεκομμένων φύλλων τῆς μελανοκάρπου μύρτου παρασκευάζετο τὀ μυρσινέλαιον (Διοσκρ.). Ὠς σήμερον δὲ οὕτω καὶ τὸ πάλαι αἱ ἐτήσιοι ράβδοι τῆς μύρτου ἐχρησιμοποιοῦντο πρὸς πλεκτικὰ ἔργα. [...]" (Π.Γ. Γενναδίου, "Λεξικόν Φυτολογικόν")

Η μυρτιά, λοιπόν, ή κατά το αρχαιότερον "μύρτος" ή "μυρσίνη" ή "μυρρίνη", θάμνος αειθαλλής αφιερωμένος στη θεά του έρωτα Αφροδίτη:

"...άμα διαβή κανείς τον ποταμόν Έρμον, θα εύρη εις την Τήμνον άγαλμα της Αφροδίτης κατασκευασμένον από θαλερήν μυρσίνην' το άγαλμα τούτο, όπως γνωρίζομεν εκ παραδόσεως, αφιέρωσεν ο Πέλοψ προσπαθών να καταστήση εκ των προτέρων ευνοϊκήν την θεάν υπέρ αυτού και παρακαλών να συμβάλη αυτή εις το να γίνη ο γάμος του με την Ιπποδάμειαν." (Παυσανίου, "Ηλειακά"-13, απόδοση: Α. Παπαθεοδώρου)

""...Τηρείστε τώρα ευλαβική σιγή και ζώστε τους κροτάφους σας με κλώνους".

Είπε και φόρεσε διάδημα μυρτιάς, της μάνας του της Αφροδίτης σήμα..."

(Βιργιλίου, "Αινειάς" Ε71, απόδοση: Θ.Παπαγγελής)

Botticelli - Primavera: Η "Άνοιξη" του Μποτιτσέλι, στο κέντρο της οποίας η θεά Αφροδίτη μπροστά από το ιερό της φυτό, τη μυρτιά...αριστερά οι τρεις Χάριτες...

"Οἱ μὲν ἀρχαιότεροι [...] ἔγραψαν τὰς Χάριτας ἐνδεδυμένας' οἱ δὲ νεώτεροι ὕστερον ἐζωγράφιζον αυτὰς γυμνὰς, ὡς παρθένους, νέας, ὡραίας, κρατουμένας διὰ τῶν χειρῶν ' καὶ αἱ μὲν δύω βλέπουσι πρὸς τοὺς ὁρῶντας, ἡ δὲ τρίτη πρὸς αὐτὰς τὰς δύω [...]'Ἐνίοτε δὲ ἐκράτουν, ἡ μὲν ρόδον, ἡ δὲ ἀστράγαλον, ἡ δὲ ἄλλη κλῶνον μυρσίνης' τὸ μὲν ρόδον καὶ ἡ μυρσίνη ἦσαν ἱερὰ τῆς Ἀφροδίτης' τὸ μὲν ρόδον, ὡς σύμβολον κάλλους, ἡ δὲ μυρσίνη ἐπιθυμίας' αἱ δὲ Χάριτες λαμβάνονται ἐνίοτε ἀντὶ τῶν θελγήτρων τῆς Ἀφροδίτης.[...]"  (Αθανασίου Σταγειρίτη, "'Ωγυγία ή Ἀρχαιολογία", τόμος Β')

 


Σύμβολο παρθενίας αναφέρεται αλλού, σύμβολο επιθυμίας, χαρακτηρίζει τη μυρσίνη ο Σταγειρίτης... Σίγουρα πάντως σύμβολο συνδεδεμένο με τη θεά του έρωτα την Αφροδίτη. Πάντως σύμφωνα με εγκυκλοπαιδικά λεξικά, τα μύρτα, εκτός από καρποί της μυρτιάς, "εις την ανατομίαν καλούνται [...] τα υπολείμματα του εκ της πρώτης συνουσίας διαρραγέντος παρθενικού υμένος"΄. ("Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου"") Όπως, επίσης:

Μύρτον: ο καρπός της μύρτου, μυρσίνης, αλλά και:

"τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον (Ἀριστοφ.Λυσ.1034)' ταυτόσημον τῶ "νύμφη"ή "κλειτορίς"

("Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης", Liddell-Scott)

και:

"μύρτος: ἡ μυρρίνη. Καὶ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον' οἱ δὲ τὸ σχίσμα τῆς γυναικός" (Ησύχιου, Λεξικό)

"Υπάρχει επίσης και ιερόν των Χαρίτων και ξόανα με επίχρυσον την εσθήτα και μαρμάρινον το πρόσωπο, τας χείρας και τους πόδας' η μία από τας Χάριτας κρατεί ρόδον, η μεσαία αστράγαλον και η τρίτη μικρόν κλάδον μυρσίνης. Είναι δυνατόν να υποθέση κανείς ότι κρατούν τα είδη αυτά δια τους εξής λόγους: Το ρόδον και η μυρσίνη είναι ιερά σύμβολα της Αφροδίτης, σχετικά με την περί Αδώνιδος παράδοση, ενώ οι Χάριτες συνδέονται με την Αφροδίτην φιλικότατα, περισσότερον από όλους τους θεούς' ο αστράγαλος είναι παιχνίδιον των νέων και νεανίδων τους οποίους δεν έπληξε ακόμη κανέν από τα κακά του γήρατος." (Παυσανίου, "Ηλιακά"- 24, απόδοση: Α. Παπαθεοδώρου

 

Tomas Hiepes- Myrtle in a vase

Πάντα με τη "σύνδεση" και της Αφροδίτης, η μύρτος αναφέρεται στη μυθολογία και σε σχέση με την ιστορία της Φαίδρας που ερωτεύτηκε παράφορα τον πρόγονό της Ιππόλυτο, γιο του Θησέα:

"Εις το άλλο μέρος του περιβόλου ευρίσκεται το στάδιον του Ιππολύτου κι άνωθεν αυτού υψούται ο ναός της Αφροδίτης, την οποίαν ονομάζουν Κατασκοπίαν, διότι εις το σημείον ακριβώς που ευρίσκεται ο ναός εστέκετο η Φαίδρα, ερωτευμένη με τον Ιππόλυτον, και τον παρακολούθει όταν εγυμνάζετο. Εκεί υπάρχει επίσης η μυρσίνη, της οποίας τα φύλλα είναι τρυπημένα και δια την οποίαν ωμίλησα ήδη*. Και λέγουν ότι η Φαίδρα οσάκις ήτο απελπισμένη, διότι δεν εύρισκε καμίαν ανακούφισιν εις τον έρωτά της, έστρεφε την εκδίκησίν της κατά των φύλλων της μυρσίνης. Ο τάφος της Φαίδρας ευρίσκεται εις μικράν απόστασιν από τον τάφο του Ιππολύτου, ο οποίος δεν είναι μακράν της μυρσίνης." (Παυσανίου, "Κορινθιακά" (Τροιζηνιακά) -32, απόδοση: Α. Παπαθεοδώρου)

*"Ότε ο Θησεύς επρόκειτο να λάβη σύζυγον την Φαίδρα, επειδή δεν ήθελεν, εάν απέκτα εξ αυτής τέκνα, ούτε να είναι ανώτερος αυτών ο Ιππόλυτος, ούτε να βασιλεύει αντί αυτών, αποστέλλει τούτον εις τον Πυθέα ίνα ανατραφή και βασιλεύση της Τροιζήνος. [...] (Ο Θησέας) έρχεται εις την Τροιζήνα ένεκα καθαρμού και η Φαίδρα δια πρώτην φοράν είδεν εδώ τον Ιππόλυτον και αγαπήσασα αυτόν εσκέφθη τα περί του θανάτου. Υπάρχει εις την Τροιζήνα μυρσίνη, η οποία έχει τελείως τα φύλλα της τρυπημένα' λέγουν, ότι αυτή δεν εφύτρωσεν ούτω εξ αρχής, αλλ' ότι το πράγμα συνέβη εκ της, ένεκα του έρωτος, ανίας της  και της κορφίδος την οποίαν είχε η Φαίδρα εις την κόμη της." (Παυσανίου, "Αττικά"- 22, απόδοση: Α. Παπαθεοδώρου)

 "Ἡ δὲ Φαίδρα ἦλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας γυνὴ τοῦ Θησέως γενομένη, ὡς εἵρηται.  ὅτε δὲ ῆλθεν ὁ Θησεὺς εἰς τὴν Τροιζῆνα, νὰ καθαριστῆ μετὰ τὸν θάνατο τῶν Παλλαντίδων, ἔλαβε καὶ αὐτὴν, καὶ τότε ἰδοῦσα τὸν Ἱππόλυτον ἐτρώθη. [...] Πρῶτον μὲν ἐδοκίμασε νὰ ἀποφύγη τὸ πάθος' μὴ δυναμένη δὲ, ἔκτισε ναὸν τῆς Ἀφροδίτης εἰς τὴν Τροιζῆνα ἐπὶ τινός λόφου, καὶ ἐρχομένη ἐκεῖ συνεχῶς, χάριν εὐλαβείας δῆθεν, ἔβλεπεν αὐτὸν γυμναζόμενον ἐν τῶ γυμνασίω' ὅθεν ὠνομάσθη ὁ ναὸς ἐκεῖνος Ἀφροδίτης τῆς Κατασκοπίας. Πρὸς διασκέδασιν δὲ τῆς μελαγχολίας καὶ τοῦ ἔρωτος ἐτρύπα τὰ φύλλα τινὸς μυρσίνης μὲ τὴν περώνην τῆς κεφαλῆς αὐτῆς. Ὅπερ ἔμειναν ὕστερον τετρυπημένα. [...]" (Αθανασίου Σταγειρίτη, "'Ωγυγία ή Ἀρχαιολογία", τόμος Δ')

 


 Αλλά οι κλάδοι μυρσίνης, δεν αφιερώνονταν αποκλειστικά και μόνο στη θεά Αφροδίτη, παρά και σε άλλους ναούς θεοτήτων:

"Ευρίσκεται δε εις τον ναόν της Πολιάδος ξύλινον άγαλμα του Ερμού, λεγόμενον ότι είναι αφιέρωμα του Κέκροπος το οποίον δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθή εξ όλων των μερών ένεκα κλάδων μυρσίνης." (Παυσανίου, "Αττικά"- 27, απόδοση: Α. Παπαθεοδώρου)

"Λοιπόν υποχρεωθέντες να εγκαταλείψουν ταύτας τας πόλεις, εζήτουν που έπρεπε να κατοικήσουν' και κάποιος χρησμός τους έλεγεν ότι η Άρτεμις θα τους υποδείξη που θα κατοικήσουν. Καθώς απεβιβάσθησαν εις την ξηράν, εμφανίζεται ένας λαγός, τον οποίον ηκολούθησαν ως οδηγόν. Αφού δε ο λαγός εκρύβη εις μίαν μυρτιάν, έκτισαν εκεί, όπου ήτο η μυρτιά, πόλιν και τιμούν το δένδρον εκείνο, και την Άρτεμιν την ονομάζουν Σωτείραν." (Παυσανίου, "Λακωνικά"- 22, απόδοση: Α. Παπαθεοδώρου)

  

Πάντως, για να μεταφερθούμε και στα σημερινά, στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας έχουμε την Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα, με την υπέροχη παράδοση που θέλει να βρέθηκε η εικόνα της τον 14ο αιώνα από έναν βοσκό σε μια τοποθεσία γεμάτη μυρτιές στα Κύθηρα. Η παράδοση λέει πως εμφανίστηκε η Παναγιά στο βοσκό και του ζήτησε να βρει την εικόνα της κι εκείνος την ανακάλυψε μέσα σε κλάδους μυρσίνης σαράντα ημέρες μετά την μνήμη της Κοιμήσεώς Της. Μια μικρή εκκλησία κτίστηκε εκεί που βρέθηκε η εικόνα κι ονομάστηκε Μυρτιδιώτισσα. Η θαυματουργή εικόνα φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Μυρτιδίων στα Κύθηρα. Εκεί γίνεται λαμπρό πανηγύρι εις ανάμνηση της ευρέσεως της εικόνας στις 24 Σεπτεμβρίου (αλλά και το Δεκαπενταύγουστο), οπότε και συγκεντρώνεται πλήθος πιστών.

(Εντυπωσιακό που και η Αφροδίτη καλούνταν "Κυθέρεια"...  ["Παρὰ τὸ κεύθειν τὸν ἔρωτα, ή κευθόμενον ἔχουσα ἐν ἐαυτῆ τὸν ἔρωτα.... ἤ παρὰ τὸ κεύθειν καὶ κρύπτειν τὸ αισχρὸν.... Ο δὲ Ἠσίοδος ἀπὸ τῆς τῶν Κυθήρων πόλεως... Τινὲς δὲ τὰ Κύθηρα ἀπ' αὐτῆς, ὅτι γεννηθεῖσα ἐκεῖ ἐκρύπτετο...."-Μεγάλο Ετυμολογικό/ Etymologicum Magnum]) 

Αλλά κι ο Ιταλός Σάντρο Μποτιτσέλι, εκτός των έργων του που αφορούσαν την Αφροδίτη και εμπεριείχαν κλάδους μυρτιάς, στον περίφημο πίνακά του  "Η Παναγία της Ευχαριστίας" ζωγραφίζει τον άγγελο με στεφάνι από κλάδους μυρτιάς:

Botticelli, Madonna dell' Eucaristia

Ο Νικόλαος Πολίτης ("Λαογραφικά Σύμμεικτα Γ'") μας αναφέρει σχετικά με τα έθιμα του γάμου και τα φύλλα μυρτιάς:

 

 

Σύμφωνα με το "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου"" ο στέφανος από συγκεκριμένα φυτά χρησιμοποιούνταν ως στολισμός της κεφαλής σε όλους τους αρχαίους Ανατολικούς λαούς. Η αρχή του στεφάνου συνδέεται στην Ελλάδα με τη θεία λατρεία... "Εις το Δία προσεφέρετο στέφανος δρυός... εις την Αφροδίτην μύρτου....". Με την πάροδο του χρόνου, όμως, καθιερώθηκε και σε πολλές άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Έτσι στους γάμους "οι νυμφίοι έφερον στέφανον" που συνήθως, παλαιότερα, "επλέκοντο από αειθαλή φυτά", όπως η ελαία κι η μυρτιά. Αλλά στην αρχαιότητα και "κατά τας κηδείας οι νεκροί εστέφωντο δια στεφάνων μύρτου, κισσού, κρίνων...". Ακόμη περισσότερο επεκτάθηκε η χρήση των στεφάνων με την καθιέρωσή τους ως τιμητικά έπαθλα σε αγώνες ή των "επ'ανδραγαθία διακρινομένων εις τους πολέμους".

Μουσείο Μπενάκη: "Στεφάνι από φύλλα μυρτιάς, με πολύφυλλο άνθος στο κέντρο. Τα στεφάνια μυρτιάς, κοινά σε πολλές περιοχές κυρίως της Μακεδονίας και της Νότιας Ιταλίας, παραπέμπουν στην Αφροδίτη, τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, θεότητες της γονιμότητας και της βλάστησης. Τα χρυσά στεφάνια που μιμούνται ως επί το πλείστον στεφάνια από φυσικά κλαδιά, φύλλα και άνθη ελιάς, μυρτιάς, βελανιδιάς και κισσού, προέρχονται κυρίως από βασιλικούς τάφους και αποτελούν εξαίσιο δείγμα της χρυσοχοικής τέχνης των ελληνιστικών χρόνων. Ελληνιστική περίοδος. Αρ.ευρ. 2088"

Δοξαστικοί κλάδοι και στέφανα μυρτιάς, λοιπόν, που από την αρχαιότητα στόλιζαν ναούς και δημόσια ιδρύματα κατά τους εορτασμούς... τιμούσαν θεότητες, ήρωες, πρωταθλητές κι άρχοντες....

 
Χρυσό στεφάνι μυρτιάς, λεπτομέρεια. Νεκροταφείο Πύδνας, Μακρύγιαλος Πιερίας. Γύρω στο 330 π.Χ.- Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
 

Χρυσό στεφάνι μυρτιάς. Τάφος Δ' Δερβενίου.350-325π.Χ. - Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
 
... αλλά στεφάνωναν και τους συμποσιαστές ή τραγουδιστάδες....

 "Πράγματι, λένε για τα σκόλια ότι δεν ήταν είδος τραγουδιών δυσνόητων, αλλά ότι στην αρχή τραγουδούσαν από κοινού επινίκια ωδή στον θεό όλοι με μια φωνή, έπειτα όμως περνούσε στον καθένα με τη σειρά μυρσίνη, την οποία ονόμαζαν "αίσακον", επειδή νομίζω, αυτός που την παραλάμβανε τραγουδούσε και ταυτόχρονα έκανε τον γύρο η λύρα. Ο καλλιεργημένος την έπαιρνε και τραγουδούσε με τη συνοδεία της. Οι άμουσοι όμως δεν την άγγιζαν, οπότε το τραγούδι που δεν ήταν κοινό ούτε εύκολο ονομάστηκε σκολιό. Άλλοι, ωστόσω, λένε πως η μυρσίνη δεν περνούσε απ'τον ένα στον άλλο με τη σειρά, αλλά πήγαινε στον καθένα από ανάκλιντρο σε ανάκλιντρο με ιδιόμορφο τρόπο. Ο πρώτος, αφού τραγουδούσε, την έστελνε στον πρώτο του δεύτερου ανακλίντρου, εκείνος στον πρώτο του τρίτου [...] οπότε λόγω των εναλλαγών και της φιδωτής πορείας ονομάστηκε σκολιό." (Πλουτάρχου "Συμποσιακά"1.Α., απόδοση: Φιλολογική ομάδα Κάκτου)

χωρίς ποτέ να παραβλέπουν και τις θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού και του αρώματός του:

"Χρειάζονταν λοιπόν βοηθήματα για όσους ένιωθαν πίεση στο κεφάλι από το ποτό. [...] Γι' αυτό το στεφάνι από μυρσίνη που μειώνει και απομακρύνει την αναθυμίαση των κρασιών, το στεφάνι από ρόδα, που έχει κάποια δύναμη ν'ανακουφίζει απ'την κεφαλαλγία και σε κάποιο βαθμό να δροσίζει κι επιπλέον το στεφάνι από δάφνη πρέπει να το θεωρούμε ότι δεν είναι ακατάλληλο για οινοποσία. [...] Σχετικά με το στεφάνι της Ναύκρατης [...] κάποτε αργά βρήκα το βιβλίο του Πολύχαρμου από τη Ναύκρατη που έχει τίτλο "Περί Αφροδίτης" ' σ'αυτό είναι γραμμένα τα ακόλουθα:

 "Κατά την 23η Ολυμπιάδα ο Ηρόστρατος, ένας συμπολίτης μας που ασχολούνταν με το εμπόριο και ταξίδευε σε πολλές περιοχές, κάποτε έφτασε στην Πάφο της Κύπρου' εκεί αγόρασε ένα αγαλματάκι της Αφροδίτης όσο μια πιθαμή, παλιάς τέχνης δημιούργημα, και το έφερνε στην Ναύκρατη. Καθώς πλησίαζε στην Αίγυπτο, επειδή ξαφνικά δημιουργήθηκε θαλασσοταραχή και δε μπορούσαν σχεδόν να δουν σε ποιά περιοχή ήταν, κατέφυγαν όλοι στο άγαλμα της Αφροδίτης παρακαλώντας να τους σώσει. Η θεά (επειδή αγαπούσε τους Ναυκρατίτες) ξαφνικά έκανε όλα τα κοντινά μέρη να γεμίσουν με πράσινη μυρσίνη και γέμισε το πλοίο με πολύ ευχάριστη οσμή, ενώ ήδη οι ταξιδιώτες είχαν απογοητευτεί για τη σωτηρία τους [...]' τότε έλαμψε ο ήλιος, είδαν τους όρμους και έφτασαν στην Ναύκρατη. Ο Ηρόστρατος βγήκε απ'το πλοίο με το άγαλμα κι έχοντας πράσινες μυρσίνες που του είχαν παρουσιαστεί ξαφνικά τα αφιέρωσε στον ναό της Αφροδίτης, προσέφερε θυσία στη θεά, αφιέρωσε το άγαλμα στην Αφροδίτη, κάλεσε σε γλέντι τους συγγενείς και τους στενούς φίλους του κι έδωσε στον καθένα ένα στεφάνι από μυρσίνη, που τότε πια το ονόμασε στεφάνι της Ναύκρατης."

Αυτά , λοιπόν, λέει ο Πολύχαρμος. Εγώ τα πιστεύω, επειδή νομίζω ότι το στεφάνι της Ναύκρατης δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που γίνεται με μυρσίνη, επειδή το φορά ο Ανακρέοντας μαζί με το στεφάνι από ρόδα. Και ο Φιλωνίδης έχει πει ότι το στεφάνι από μυρσίνη απομακρύνει την αναθυμίαση των κρασιών..." (Αθήναιος, "Δειπνοσοφιστές" ΙΕ- 676, απόδοση: Θ.Μαυρόπουλου)


"Ὁ γὰρ τοῦ μυρρίνου καρπός εὐώδης, εὔοσμος δἐ καὶ αὐτή."
(Θεοφράστου,  «Περὶ Φυτῶν Αἰτίαι» Z.14.8)


Αναφορές για τις ιδιότητες και τις θεραπευτικές χρήσεις της μυρτιάς βρίσκουμε στον Ιπποκράτη, αλλά και στον Διοσκουρίδη:

"Από την ήμερη μυρτιά για ιατρική χρήση είναι πιο κατάλληλη η σκούρα από την ανοιχτόχρωμη, κι από αυτήν περισσότερο η ορεινή. Έχει όμως καρπό λιγότερο δυνατό. Οι ιδιότητες και του ιδίου του φυτού και του καρπού του είναι στυπτικές. Ο καρπός της δίνεται και χλωρός και ξερός να φαγωθεί από αυτούς που κάνουν αιμοπτύσεις κι από αυτούς που έχουν πόνους στην κύστη' κι ο χυμός απ'το στύψιμο των χλωρών μύρτων έχει τις ίδιες ιδιότητες, ενώ κάνει καλό στο στομάχι κι είναι και διουρητικός, κατάλληλος μαζί με κρασί για όσους έχουν τσιμπηθεί από αράχνη και σκορπιό. Και το αφέψημα του καρπού βάφει τα μαλλιά, ενώ αν αυτός βραστεί μαζί με κρασί και γίνει κατάπλασμα, θεραπεύει τα έλκη των άκρων' ως κατάπλασμα μαζί σκόνη από κριθάλευρο καταπραϋνει τις φλεγμονές των ματιών, ενώ επαλείφεται και στα συρίγγια του δακρυϊκού ασκού. Και το κρασί που παράγεται απ'αυτήν, αν στιφτεί ο καρπός και βραστεί για κάποιο διάστημα- γιατί ξινίζει αυτό που δεν παρασκευάζεται έτσι- όταν πίνεται πριν απ'το κρασί, εμποδίζει το μεθύσι ενώ κάνει καλό σε όσα κι ο καρπός κι ενδείκνυται για ατμόλουτρα για τις προπτώσεις της μήτρας και του πρωκτού και για τη γυναικεία αιμορραγία. Καθαρίζει και την πιτυρίαση και την κασίδα και τα εξανθήματα και σταματά την τριχόπτωση' προστίθεται και στα λιπαρά έμπλαστρα, όπως και το λάδι που παρασκευάζεται από τα φύλλα της. Και το αφέψημα των φύλλων είναι κατάλληλο για ατμόλουτρα και με ωφέλεια γίνονται με αυτό πλύσεις στις λυμένες αρθρώσεις και στα σπασμένα οστά και σε αυτά που δεν έχουν παραγάγει πώρο' καθαρίζει και τους αλφούς κι ενσταλάζεται στα αυτιά που τρέχουν πύο, αλλά ενδείκνυται και για το μαύρισμα των μαλλιών ενώ κι ο χυμός τους έχει τις ίδιες ιδιότητες. Τα ίδια τα φύλλα λιωμένα ως κατάπλασμα ωφελούν τα υγρά έλκη και κάθε περιοχή που πάσχει από καταρροή και τα κοιλιακά, καθώς και τις φλεγμονές των όρχεων και τις ματωμένες φλύκταινες των ποδιών και τα κονδυλώματα. Ξερά και λεπτοτριμμένα πασπαλίζονται με ωφέλεια στα αποστήματα στη βάση των νυχιών και στα πτερύγια, αλλά και στις υγρές μασχάλες και τους μηρούς, ενώ και στην περίπτωση των καρδιαλγιών αναστέλλει την εφίδρωση' Καμμένα και ωμά μαζί με έμπλαστρο κεριού θεραπεύουν τα εγκαύματα, τα πτερύγια και τις φλεγμονές στα άκρα των νυχιών. Το εκχύλισμα των φύλλων λαμβάνεται όταν τα περιχύσουμε με παλιό κρασί ή βρόχινο νερό και τα στύψουμε. [...]" (Διοσκουρίδη, "Περί Ύλης Ιατρικής Α 112, απόδοση: Φιλολογική ομάδα Κάκτου)

 
 
 

Αλλά και σύγχρονες μελέτες δείχνουν πως οι θεραπευτικές ιδιότητες της μυρτιάς (ιδιότητες φύλλων, καρπών και αιθέριου έλαιου) αφορούν ένα ευρύ φάσμα παθήσεων, όπως του αναπνευστικού (βρογχίτιδα, άσθμα, βήχας), του νευρολογικού (άγχος, κατάθλιψη, γνωστικές λειτουργίες), του ουροποιητικού (ουρολοιμώξεις, κυστίτιδες), του γαστρεντερικού (φλεγμονές, πεπτικά προβλήματα, διάρροιες, αιμορροϊδες), του ενδοκρινικού (ορμόνες, διαβήτης), αλλά και του δέρματος (ακμή, ψωρίαση, φλεγμονές) και των γεννητικών οργάνων (κονδυλώματα, λευκόρροια) του ήπατος, των αρθρώσεων, κ.α. Γενικότερα, έχει αντιμικροβιακή, αντιβακτηριδιακή κι αντιμυκητιασική αλλά και αντιφλεγμονώδη δράση. Επιπλέον, τονώνει το ανοσοποιητικό, αποτελεί πλούσια πηγή αντιοξειδωτικών, είναι ωφέλιμη για το ήπαρ και τα νεφρά, αλλά και τις παθήσεις των αρθρώσεων. Έρευνες δείχνουν ότι προφυλάσσει από θρομβώσεις και ισχαιμικά επεισόδια, καθώς κι ότι ρυμίζει τη χοληστερίνη και τα λιπίδια. Νεότερες μελέτες δείχνουν πως έχει δράση και στην καταπολέμηση των καρκινικών όγκων. [Για πληροφορίες σχετικά με ιδιότητες και φαρμακευτική δράση, εδώ: Myrtle (Myrtus communis L.) berries, seeds, leaves, and essential oils: New undiscovered sources of natural compounds with promising health benefits].  Χρησιμοποιείται και ως καλλυντικό για την περιποίηση του δέρματος (ακόμη και για την απάλυνση των ρυτίδων) και ως αρωματικό σε ποτά και φαγητά. Τα αποξηραμένα φύλλα της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αφέψημα, αλλά εξαιρετικό είναι και το αιθέριο έλαιό της. 
 
 
 


"Είχα μια θάλασσα στο νου
κι ένα περβόλι, περιβόλι τ’ ουρανού.
Την ώρα π’ άνοιγα πανιά
για την απάνω γειτονιά.

Στα παραθύρια τα πλατιά
χαμογελούσε μια μυρτιά.
Κουράστηκα να περπατώ
και τη ρωτώ και τη ρωτώ.

–Πες μου, μυρτιά, να σε χαρώ:
Πού θά βρω χώμα, θα βρω χώμα και νερό
να ξαναχτίσω μια φωλιά
για της αγάπης τα πουλιά;

Στα παραθύρια τα πλατιά
είδα και δάκρυσε η μυρτιά.
Την ώρα π’ άνοιγα πανιά
για την απάνω γειτονιά."
 
(Νίκου Γκάτσου, "Μυρτιά"

Αναζητώντας, λοιπόν, το άρωμα μιας μυρτιάς, είπα κι εγώ να την τιμήσω λίγο, να θυμίσω τον δοξασμένο κλάδο της που στόλιζε ναούς και μνήματα ηρώων σε μια εποχή που ξέχασε να θυμάται, να τιμά, αλλά και να δοξάζεται... Αναζητώντας το άρωμα μιας μυρτιάς που σαν να κρύφτηκε μακριά από μας και να προτίμησε να καρποφορεί, ελεύθερη, αντάμα με τις αγριλιές στα περιβόλια... Αναζητώντας την χαμένη ευωδιά της χαμένης αλήθειας μας...

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Του Αγίου Αθανασίου τα κουρμπάνια

Η μνήμη του Αγίου Αθανασίου (Πατριάρχης Αλεξανδρείας, 295-373), που επονομάστηκε Μέγας για την αρετή και πνευματικότητά του αλλά και τους αγώνες του για την Ορθοδοξία, εορταζόταν πανηγυρικά από το λαό μας -κυρίως δε το βορειοελλαδίτικο- με παύση εργασιών, κοινά συμπόσια και λοιπά έθιμα.

Φωτίου Κόντογλου, "Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας", τ.Α', εκδ. Αστήρ

Ο Γεώργιος Μέγας μας πληροφορεί πως η γιορτή του Αγίου Αθανασίου "σε αγροτικές περιοχές της Β. Ελλάδας, συνοδεύεται με θυσία βοδιού ή προβάτων, που σφάζονται κατά τη διάρκεια πανηγυριού αφιερωμένου στο άγιο, για κοινό σκοπό, για την υγεία δηλαδή και την ευτυχία ολόκληρης της κοινότητας." Το έθιμο τούτο λέγεται "κουρμπάνι" και το συναντάμε και σε εορτές άλλων Αγίων. Μπορεί η "θυσία ζώου" να φαντάζει στα μάτια των σημερινών ως "βάρβαρο" έθιμο, αλλά αν αναλογιστεί κανείς, από τη μια, ότι τότε η κρεωφαγία ήταν πολύ πιο περιορισμένη από όσο στις "πολιτισμένες" κι "ήμερες" ημέρες μας- και λόγω φτώχειας, αλλά και λόγω των νηστειών της Ορθοδοξίας που η πλειονότητα του λαού τηρούσε ευλαβικά- κι από την άλλη, πως ειδικά στην ύπαιθρο τα κρέατα δεν τα προμηθεύονταν πακεταρισμένα από κάποια αγορά ή σύγχρονο κρεοπωλείο, αλλά οι ίδιοι ή κάποιος χωριανός έπρεπε, έτσι κι αλλιώς να σφάξει για να μπορέσουν να τραφούν, η διαδικασία της τελετουργικής"θυσίας" (που νιώθω πως αποδίδει και κάποιο σεβασμό στο ζώο και στο θάνατό του, σε αντίθεση με την κατάσταση στα σύγχρονα σφαγεία) την οποία ακολουθεί το κοινό καζάνι και το κοινό συμπόσιο όλης της κοινότητας στα πλαίσια του κοινού εορτασμού (εξάλλου, μονάχα κάτι τέτοιες γιορτινές μέρες είχαν την δυνατότητα να γεύονται κρέας) και της κοινής ευχής για κοινή ευημερία του συνόλου μου φαντάζει πολύ λιγότερο απολίτιστη και βάναυση....

Ο έτερος λαογράφος μας, Γεώργιος Αικατερινίδης, του οποίου μάλιστα η διδακτορική διατριβή αφορούσε συγκεκριμένα τις θυσίες ζώων, καταγράφει, μεταξύ άλλων:

"Με τη γιορτή του Αγίου Αθανασίου και με τις θυσίες που γίνονται την ημέρα αυτή μεταφερόμαστε αποκλειστικά στο χώρο της Β. Ελλάδας, όπου τα κουρμπάνια έχουν μεγάλη διάδοση, και ιδιαίτερα στη Θράκη [...]

Η θυσία είναι κατά κανόνα "δημοτελής" -και φυσικά το κρέας μοιράζεται από κοινού- γι' αυτό και πρόκειται για ακριβά σφάγια, όπως συμβαίνει σε όλες αυτές τις δημόσιες, με έξοδα της κοινότητας, θυσίες: κριάρια, βόδια, μοσχάρια, αγελάδες, πολύ σπανιότερα δαμάλι, γίδα, προβατίνα. Τέλος σφάζονται πετεινοί ως ιδιωτική θυσία. Φανερή είναι πάλι η προτίμηση στο αρσενικό ζώο. [...]

Χαρακτηριστική περιγραφή της θυσίας, από κληρικό μάλιστα, έχουμε από το Διδυμότειχο: 

Στην πλατεία της συνοικίας "Πέρα μαχαλάς" ή "Πυρωστιά", μπροστά από το σπίτι του παπά, υπήρχε πηγάδι, το "πηγάδι του Αγίου Αθανασίου". Στη συνοικία γινότανε κάθε χρόνο στις 18 Ιανουαρίου το "κουρμπάνι". Το βράδυ της παραμονής, μόλις έδυε ο ήλιος, οι ενορίτες, και προπάντων όσοι κατοικούσαν γύρω στην πλατεία, έφερναν στο πηγάδι από μια μικρή λαμπάδα και θυμίαμα' τις λαμπάδες τις άναβαν γύρω στο πηγάδι, πάνω στο πέτρινο περιστόμιο' το λιβάνι το έκαιαν πάνω σε κεραμίδι, που το στήριζαν στο μέσο του στομίου του πηγαδιού με κλαδιά τοποθετημένα σε σχήμα σταυρού. Όταν καίγονταν οι λαμπάδες και το λιβάνι, ό,τι έμενε το έριχναν μέσα στο πηγάδι. Στη συνοικία υπήρχε και μια παλιά, καθώς έλεγαν, εικόνα του Αγίου Αθανασίου, που τη φύλαγε στο εικονοστάσι του όλη τη χρονιά ένας ενορίτης, ο οποίος εκλεγόταν για ένα έτος και άναβε κάθε μέρα καντήλι μπροστά της. Την ημέρα εκείνη έφερνε την εικόνα στο πηγάδι και την τοποθετούσε σε κάθισμα σκεπασμένο με καθαρό κάλυμμα. Δίπλα της, πάνω σε άλλο κάθισμα, έβαζε θυμιατό αναμμένο και σ'ένα τραπέζι δίσκο με ποτηράκι γεμάτα ρακή ή κονιάκ και λίγα "λεμπλεπιά" (φρυγμένα ρεβύθια) και κερνούσε όσους έρχονταν να προσκυνήσουν. Λίγα βήματα πιο πέρα έβραζαν μερικά κομμάτια του θυσιασμένου ζώου, που ήταν πρόβατο ή κριός ή και μεγαλύτερο ακόμα και το είχαν σφάξει το πρωί, αφού πριν το είχε ευλογήσει ο παπάς. Από το πρωί επίσης ένας φτωχός της συνοικίας, "μπαχτσεβάν" (κηπουρός), γύριζε μ'ένα σακούλι στη συνοικία με συνοδεία παιδιών που φώναζαν: "Άλας και πιπέρι στου μπαξεβάν το χέρι." και μάζευε από τα σπίτια ό,τι χρειαζόταν για το βράσιμο και το καρύκευμα του κρέατος: ξύλα, αλάτι, κόκκινο πιπέρι, κρεμμύδια, πράσα, όσπρια, σιτηρά, κλπ. Το μεγαλύτερο μέρος του θύματος μοιραζόταν πριν μαγειρευτεί στους νοικοκύρηδες, που το πήγαιναν στο σπίτι τους, πληρώνοντας ένα ποσό. Το υπόλοιπο το έτρωγαν στην πλατεία, αφού ο παπάς διάβαζε την ανάλογη ευχή. Τα έξοδα επιβάρυναν κάθε φορά τον φύλακα της εικόνας, που τα ξεπλήρωνε από τα έσοδα' ό,τι έμενε το διάθεταν για κοινωφελή έργα της συνοικίας. Ο νέος φύλακας οριζόταν από κεινού μετά τη γιορτή. 

Υπήρχε κι εδώ ο ψυχολογικός- εθιμικός εξαναγκασμός: η παράλειψη του εθίμου ήταν κακός οιωνός' μια φορά που δεν έγινε "επήλθε πανώλις κι απέθανον πενήντα άτομα εκ της συνοικίας". 

Η ευλόγηση του σφαγίου από τον ιερέα, συνηθισμένη σε μεγάλες θυσίες έρχεται από παλαιά, ενώ το άναμμα των κεριών στο πηγάδι μπορεί να θεωρηθεί εξασθενημένη παραλλαγή ενός τελετουργικού στοιχείου, που διασώθηκε σε αρκετές άλλες περιπτώσεις. Π.χ., "Του Αγίου Αθανασίου μετά τη λειτουργία φέρνουμε το βόδι στο προαύλιο της εκκλησίας. Τοποθετούμε στα κέρατά του δυο κεριά και τα ανάβομε. Ο παπάς διαβάζει μια ευχή και μετά σφάζεται το βόδι."

Στις μαρτυρίες που υπάρχουν γίνεται λόγος, έστω και έμμεσα, για την αιτία της προτιμήσεως των Θρακομακεδόνων στον Άγιο Αθανάσιο' φαίνεται δηλαδή ότι ο Άγιος, κατά παρετυμολογία του ονόματός του, θεωρείται προστάτης απ'τις αρρώστιες: "Αφού το γδάρουν, το κομματιάζουν σε τόσες μερίδες, όσες είναι οι οικογένεις του χωριού, κι έπειτα, αφού το διαβάσει ο παπάς, χτυπούν την καμπάνα, μαζεύονται όλοι οι χωρικοί με τα πιάτα τους και το μοιράζουν. Η κάθε νοικοκυρά το μαγειρεύει στο σπίτι της και τρώγουν όλοι για να προστατεύονται, με τη φροντίδα του Αγίου Αθανασίου, από τις διάφορες αρρώστιες. 

Κάποτε η γιορτή και η θυσία της ημέρας αυτής συνδέονται με παραδόσεις για σωτηρία από λοιμό. Ειδικότερα, η μακεδονική μαρτυρία, ανέκδοτη από την Τσάκονη της Καστοριάς, μας πληροφορεί, ότι η θυσία και η τοπική γιορτή επικράτησαν όταν παρουσιάστηκε μεγάλη επιδημία στο χωριό και για να απαλλαγούν θυσίασαν ένα δαμαλάκι τριών χρονώ στον Άγιο Αθανάσιο, αφού πρώτα έζωσαν κυκλικά με ασημένιο αλέτρι τρεις φορές το χωριό. Πρόκειται δηλαδή για πρακτική συνήθη για την αποτροπή ασθενειών [...] Οπωσδήποτε, η σύμπτωση της πιο πάνω μαγικής τελετής με την ημέρα του Αγίου Αθανασίου ενίσχυε την άποψη, ότι η θυσία αυτή είχε έντονο αποτρεπτικό, και μάλιστα από ασθένειες, χαρακτήρα.

Και η παρουσία σε ορισμένες (θρακικές) περιπτώσεις της αλεκτοροθυσίας συνηγορεί για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ενέργειας. Ο πετεινός θυσιάζεται συνήθως στο περιθώριο της δημόσιας εκδηλώσεως του κουρμπανιού, ιδιωτικά, σε κάθε σπίτι για την υγεία των μελών, ως μια ενίσχυση της δυνάμεως της μεγάλης και συλλογικής θυσίας. 

Εξάλλου, η αλεκτοροθυσία συνδέει τη σύγχρονη θυσία με αρχαία λατρευτικά έθιμα, που υπήρχαν στην ίδια περιοχή. Ο Ν.Γ. Πολίτης [...] θεωρεί "πιθανωτάτη" τη σχέση του σημερινού εθίμου με την προσφορά αλεκτρυόνος στον Ασκληπιό. Και ο Γ.Α. Μέγας, πολύ πιο συγκεκριμένα, κάνει ταύτιση "αρχαίου" παρεκκλησίου του Αγίου Αθανασίου με ιερό του Ασκληπιού και οδηγείται στο συμπέρασμα, "ότι ο Ασκληπιός κατείχεν εξέχουσαν θέσιν εν τη λατρεία των αρχαίων (...) Θρακών. [...]"(Γεωργίου Αικατερινίδη, "Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες", Δελτίον ελληνικής λαογραφικής εταιρείας 1979)


Από την άλλη, ο Δημήτριος Λουκάτος παρατηρεί: "Από την ετυμολογία του ονόματος του αγίου "Αθανάσιος- αθάνατος" (ή κι από την παρετυμολογία του "Θανάσης - θνητός"), προέρχεται η συχνότητα των μικρών εκκλησιών στα Νεκροταφεία μας, με το όνομα "Άι- Θανάσης". Είναι γνωστή και η παροιμιακή φράση "Είναι για τον Άι-Θανάση", που δηλώνει τον ετοιμοθάνατο. Τον φοβούνται ή τον σέβονται οι παραδοσιακές ελληνικές κοινωνίες τον Άι-Θανάση, και σαν ιερό Χάρο (που μπορεί να φέρει ή και να γιατρέψει αρρώστιες), γι'αυτό και την ημέρα της γιορτής του τη χειμωνιάτικη, σφάζουν κόκκορο ή κοινό κουρμπάνι, για την υγεία όλων, τη δε καλοκαιρινή (2 Μαϊου), βγαίνουν στο ύπαιθρο, λειτουργούν τα εκκλησάκια των Κοιμητηρίων κι έπειτα... χορεύουν, για μια συνέχεια ζωή. Στη Δωδεκάνησο (Σύμη) μαντεύονται με κλήδονα τα κορίτσια, και ρίχνουν τον "Κουκουμά":

-Άι-Θανάση αφέντη μας, έλα στη γειτονιά μας!

Στην αντιθανατική αυτή "συμπεριφορά" της ελληνικής λαϊκής λατρείας οφείλονται και τα πολλά βαφτιστικά "Αθανάσιος" των νεοελλήνων, που, ενώ στη βάφτιση τα παίρνουν για αθανασία, όμως αυτοί τα προσεγγίζουν προς το θάνατο, λέγοντας συνήθως Θανάσης. [...]"(Δημητρίου Λουκάτου, "Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης", εκδόσεις Φιλιππότη)

Τέλος, ο Γεώργιος Μέγας αναφέρει επιπλέον για τη μέρα τούτη: " ακόμη "τ'αγιο-Θανασού τό'χουνε  σε κακό να κάνουνε αρχή" (μιας εργασίας) και οι γυναίκες απέχουν από κάθε δουλειά: "δε ζυμώνουν, δεν πλένουνε, λένε είναι της Άσπρης"." (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις Οδυσσέας)

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Ο Αγιασμός των υδάτων, ο Φωτισμός της πλάσης κι οι Καλημέρηδες!

Θεοφάνεια

 Ο Μεγάλος Αγιασμός σήμερα, ο Αγιασμός των Υδάτων...

Μνημονεύει η πένα του Κώστα Καραπατάκη ("Το Δωδεκαήμερο"):

"Τα Θεοφάνεια, που λέγονται και Επιφάνεια, και Φώτα, γιατί τότε, κατά την αντίληψη του λαού, βαπτίζονται τα νερά και φωτίζονται με τον αγιασμό τα σπαρτά, τα δένδρα, τα ζώα, τα σπίτια, οι στάβλοι, τα μαντριά και μαζί μ'αυτά και οι αέρηδες, κατέχουν την πρώτη θέση μέσα στο εορτολόγιο του Δωδεκάμερου των Χριστουγέννων, την Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας, σε αντίθεση με τους Δυτικούς, που όλο το βάρος των γιορταστικών εκδηλώσεων το δείχνουν στη γέννηση του Χριστού και σ'αυτήν αφιερώνονται όλες οι προετοιμασίες και οι φροντίδες τους. [...]

Για μερικές μάλιστα περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, τα Φώτα θεωρούνταν, παλιότερα, σαν η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου. Και γι'αυτό, κάθε καινούριο ρούχο, που έφτιαχναν από το Πάσχα, ως τα Χριστούγεννα και κάθε στολίδι που αγόραζαν μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα, τότε θα το πρωτοφορούσαν, "για να φωτισθεί"! [...]

Με όλα αυτά και επειδή με την "κατάδυση του σταυρού" και τις θρησκευτικές και λαϊκές πομπές η μέρα των Θεοφανείων έπαιρνε μια ασυνήθιστη και εξαιρετική κίνηση, όλα άλλαζαν στην ψυχή του λαού κι όλα έπαιρναν μια εξαιρετική όψη και λαμπρότητα, μια καινούρια δύναμη και ζωή κι ο άνθρωπος άλλαζε και ξανάνιωνε κι αυτός, σαν να ξαναγεννιόταν. 

Έτσι, η μέρα των Φώτων δεν είναι μόνο μέρα κάθαρσης και εξαγνισμού των ανθρώπων, αλλά και ξανανεώματος της φύσης και της ζωής, που με το πέσιμο του Σταυρού στο νερό, όλα τα νερά παίρνουν καθαρτικές και εξυγειαντικές ικανότητες, και ιδιαίτερα τα νερά της θάλασσας, που αγκαλιάζουν ολόκληρο τον πλανήτη μας. Από κει και πέρα όλα καθαρίζουν και γαληνεύουν. Γι'αυτό και οι εμποροκαραβοκυραίοι, παλιότερα, αυτή την εποχή ξεκινούσαν για τα μακρινά ανοιξιάτικα ταξίδια, απαλλαγμένοι από το φόβο και τον κίνδυνο του πνιγμού, γιατί τα αγριεμένα κύματα και οι τρικυμίες γαλήνευαν κι "η θάλασσα γινότανε λάδι". Με το άγιασμα των νερών, οι κάτοικοι των νησιών και πολλών άλλων παράλιων μερών, ύστερα από την κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα, τρέχανε  να πλύνουν τα γεωργικά τους εργαλεία και τις άγιες εικόνες με θαλασσινό νερό, από σαράντα κύματα, για να πάρουν καινούρια δύναμη και να ξαναποχτήσουν την παλιά δύναμη και αξία που είχαν χάσει μέσα στο χρόνο.

Ο λαός μας πίστευε και πιστεύει ακόμα, πως με το πέρασμα του χρόνου, όλα τα πράγματα κι αυτά ακόμα τα ιερά όπως οι εικόνες της εκκλησίας, χάνουν την αρχική τους δύναμη και την αξία τους και μόνο με τον αγιασμό των Φώτων και το αγιασμένο νερό εκείνης της ημέρας την ξαναβρίσκουν και την αποχτούν.

Η πίστη αυτή και η δοξασία του λαού μας για το ξανάνιωμα της ζωής οδήγησε τους ανθρώπους της υπαίθρου στην ανάγκη να πλένουν και να καθαρίζουν τις εικόνες της εκκλησιάς και του σπιτιού τα Φώτα, δίνοντας σ'αυτές καινούρια δύναμη [...]  

Το πλύσιμο των εικόνων είναι παλιά προγονική επιβίωση, που έφτασε ως εμάς, από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά, δείχνοντας έτσι τη συνέχεια της πορείας του λαού μας από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο κι από κει και δώθε, ως εμάς. [...] Οι αρχαίοι Αθηναίοι, όταν γιορτάζανε τη γιορτή των "Πλυντηρίων" [Βλέπε και: Τα "βρεξούδια", τα "πλυντήρια" και τα "καλησπερίσματα"! ], κατέβαζαν με παράτες και ειδικές πομπές το άγαλμα της Αθηνάς, απ'την Αθήνα στο Φάληρο κι εκεί τό'πλεναν με θαλασσινό νερό για να το καθαρίσουν απ'τη σκόνη που είχε καθήσει απάνω του, μέσα στο χρόνο, και για να ανανεωθούν οι δυνάμεις του αγάλματος της θεάς. Τη συνήθεια αυτή την πήραν αργότερα οι Βυζαντινοί με το πλύσιμο των εικόνων και στη συνέχεια οι νεότεροι."

 (Κώστα Καραπατάκη, "Το Δωδεκαήμερο: Παλιά Χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα", εκδόσεις Παπαδήμα)

 

Φωτίου Κόντογλου, "Έκφρασις", τόμος Β', εκδόσεις Αστήρ


Ο Νίκος Ψιλάκης στο πολύτιμο έργο του "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", μεταξύ πολλών άλλων, σημειώνει:

"Η καθαρτήρια περιφορά του αγιασμού θα επιφέρει την κάθαρση ύστερα από μία περίοδο επιβαρυμένη, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, με καλικαντζάρους (βλέπε: καλικάντζαροι), δαιμονικές επιφάνειες και μιαρά πνεύματα, που η λαϊκή πίστη τα φαντάζεται όντα μαυριδερά, με ουρές. Στις αγροτικές περιοχές, όμως, η περιφορά του αγιασμού μπορεί να σημαίνει και το προμήνυμα της άνοιξης. Η ευλογία που μεταφέρει το νερό θα βοηθήσει τον θαμμένο στην γη σπόρο να βλαστήσει και τα ξερά κλήματα της αμπέλου να πρασινίσουν πάλι. [...]

Ολόκληρη η εορταστική περίοδος χαρακτηρίζεται από την επιφάνεια δαιμονικών όντων σε έναν κόσμο ανυπεράσπιστο και απροστάτευτο, αφού ο ίδιος ο Χριστός δεν έχει ακόμη βαφτιστεί, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα αβάπτιστα νήπια που χρειάζονται ειδική προστασία καθ'όλο το διάστημα από τη γέννηση μέχρι τη βάπτισή τους. Επομένως, το Δωδεκαήμερο αποτελεί περίοδο διασάλευσης της θείας τάξης, σε σημείο ώστε να παραμένει ελεύθερο το πεδίο για δαιμονικές εμφανίσεις. Η αναλογική μεταφορά από το ανθρώπινο στο θείο γενικεύεται. Ο Χριστός αντιπροσωπεύει τη θεία και την ανθρώπινη τάξη. Μετά την διασάλευση, λοιπόν, ακολουθεί η αποκατάσταση στο τέλος αυτής της περιόδου. Και το γεγονός που αλλάζει τον κόσμο δεν είναι άλλο από τη Βάφτιση. Ο κόσμος επανέρχεται στην κανονική του πορεία, στη βέβαιη διακυβερνήσή του. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε ότι δεν βαφτίζεται μόνο ο Χριστός, αλλά και τα νερά, όπως λένε στην Κρήτη, κι ο κόσμος ολόκληρος, που αποκτά πλέον τη μόνιμη προστασία την οποία παρέχει το κορυφαίο μυστήριο. Μετά τον αγιασμό των Φώτων οι κοπελιές πήγαιναν στη βρύση του κάθε χωριού και γέμιζαν τις στάμνες τους, ανανέωναν το νερό του σπιτιού, μια και το νερό της βρύσης ήταν καθαρό κι αγιασμένο [...] Το νερό που αγιάζεται μέσα στην πήλινο λεκάνη της εκκλησίας είναι το μέρος που μπορεί να αντιπροσωπεύει το όλον. Ο αγιασμός ανανεώνει τη θεία ευλογία σε όλα τα ποτάμια, τις πηγές, τα πηγάδια, τις θάλασσες. Ακόμα και το νερό των ζώων έπρεπε να ανανεωθεί, ιδιαιτέρως των οικοσίτων. [...]

Η καθαρτήρια δύναμη του αγιασμένου νερού μπορούσε να προστατεύσει όχι μόνο την αγροτική παραγωγή και το σπιτικό, αλλά και τους μυστικούς πόθους των νέων γυναικών, που ταυτίζουν την προίκα τους με την καλή τύχη και το όνειρο του γάμου. Στα χωριά του Μεραμπέλλου "κάθε κοπελιά πήγαινε από ένα πορτοκάλι, το έβαζε στον αγιασμό και μετά το πήγαινε στα προικιά της". Στο Καμηλάρι Πυργιωτίσσης σώθηκε μέχρι πρόσφατα μια θεαματική συνήθεια: "Βγάζουνε τα υφαντά και τα κεντήματα, όλα τα προικιά και τα ρούχα του σπιτιού, τα απλώνουνε στο σπίτι και περιμένουν τον παπά να τα ραντίσει με αγιασμό." [...]


Στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων συνήθιζαν οι βοσκοί να καλούν στις μάντρες τους τον ιερές με δύο-τρία μέλη της ακολουθίας του για τον αγιασμό των προβάτων. Ψάλλοντας το "Εν Ιορδάνη..." ο παπάς πλησίαζε στη μάντρα και ράντιζε όλες τις εγκαταστάσεις που υπήρχαν εκεί. Την καλύβα ή το σπιτάκι του βοσκού, το τυροκομειό, ακόμη και το χώρο γύρω κι έξω από τη μάντρα.  Οι βοσκοί που τον περίμεναν δεν έβγαζαν τα πρόβατα έξω, για να τα ραντίσει κι αυτά. ...

"... Τα πρόβατα φεύγουν προς την πόρτα αλλά, έτσι που στέκει εκεί ο παπάς με τον άλλο κι έχουν απλωμένο το πετραχήλι, όλα τα ζώα περνούν από κάτω. Την ώρα αυτή ο παπάς ψάλλει και ραντίζει συνέχεια με το κλαδί το βασιλικό που κρατεί."


[...] Στην νότια Κρήτη επιβιώνει ακόμη και σήμερα το έθιμο της ευλογίας των κουδουνιών. Ο αγιασμός μεταφέρει την κάθαρση και την ευλογία της εκκλησίας σε κείνο που αντιπροσωπεύει το κουδούνι, δηλαδή στο ίδιο το κοπάδι. ...στη Μονή Οδηγήτριας στις αρχές του 1990 και του 2001.. Από την παραμονή των Θεοφανείων καταφθάνουν στο μοναστήρι οι βοσκοί των γύρω περιοχών και παραδίδουν στον ηγούμενο τα κουδούνια τους, μικρό αριθμό καθένας, ή τα πηγαίνουν και τα κρεμούν κάτω από το τραπέζι του Μεγάλου Αγιασμού. Παραμένουν εκεί όλη την νύχτα και αγιάζονται. Μετά τη λειτουργία.... τα παίρνουν και τα πάνε πάλι στα κοπάδια τους."

(Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)

"Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα": Το μικρασιάτικο τραπέζι του Δωδεκαήμερου από το Αρχείο Προφορικής
Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, έρευνα-επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα

 Μέσα στο πλήθος εθίμων και παραδόσεων που αφορούν την ημέρα των Θεοφανείων, ξεχωρίζουν και τα ευχετήρια τραγούδια από ομάδες νέων συνήθως αντρών που γυρνούσαν τα σπίτια χωριών και συνοικιών την παραμονή το βράδυ (αλλού και Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς) για να αναγγείλουν την Βάπτιση του Χριστού, αλλά και να ευχηθούν τους νοικοκύρηδες και να κεραστούν την παραμονή το βράδυ. Έθιμο που συνεχίζεται και στις μέρες μας σε πολλά χωριά του Πηλίου (βλέπε: Πηλιορείτικα καλησπερίσματα! ).  

"Χερσέ, βασιλόπιτες και άλλα": Το μικρασιάτικο τραπέζι του Δωδεκαήμερου από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, έρευνα-επιλογή: Ελένη Σταματοπούλου, σχέδια: Μάρκος Καμπάνης, εκδόσεις του Φοίνικα


Άλλοτε, όμως, τα ευχετήρια τούτα τραγουδίσματα λάμβαναν χώρα τις πρωινές ώρες ανήμερα των Θεοφανείων. Εντυπωσιακό το απόσπασμα του Δημητρίου Καμπούρογλου (1852-1942) που αναφέρεται στους "Καλημέρηδες" της παλιάς Αθήνας (βλ. και: Έθιμα και παραδόσεις του Δωδεκαήμερου της παλιάς Αθήνας (Χριστούγεννα & Πρωτοχρονιά) που δεν ήταν άλλοι από τους υδρονομείς (υπευθύνους των υδάτων που αγιάζονται!) του Κηφισσού!:

"Ἡ ἑορτή τῶν Φῶτων συνεδέετο ἰδίως μετὰ τοῦ ποταμοῦ Κηφισσοῦ' ἦτο δὲ ἑορτὴ ἀνήκουσα εἰς τὴν ἀποκλειστικὴν ἐκμετάλλευσιν τῶν ἐπὶ τῆς διαρρυθμίσεως καὶ διανομῆς τῶν ποτιστικῶν ὑδάτων τοῦ Κηφισσοῦ.

Ἦσαν δὲ οὖτοι ὁ Ποταμάρχης καὶ οἱ διατελοῦντες εἰς τὴν ὑπηρεσία του νομεῖς. 

Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι πρόκειται περὶ νεοελληνικῆς ἐμφανίσεως. Νομαὶ ἐλέγοντο, καὶ καθ'ὅλους τοὺς αἰῶνας τῆς Τουρκοκρατίας αἱ ποτιστικαὶ διακλαδώσεις τοῦ Κηφισσοῦ... 

Οἱ ὑδρονομεῖς λοιπὸν αὐτοὶ -Καλημέρηδες ἀποκαλούμενοι -εἶχον τὸ ἀποκλειστικὸν δικαίωμα νὰ λέγουν τὰ Καλήμερα. 

Προηγουμένου τοῦ φλάμπουρου - ὁ βακχικὸς νάρθηξ δὲν ἔλειπεν ἐξ αὐτοῦ - καὶ μουσικῶν ὀργάνων, ἐπεσκέπτοντο οὖτοι τὰς οἰκίας τῶν νοικοκυραίων ἰδίως, μεθ' ὦν εὑρίσκοντο εἰς κτηματικὴν ἐπικοινωνίαν, ἀλλὰ τιμητικῶς καὶ τὰς τῶν Ἀρχόντων. 

Χρήματα δὲν κατεδέχοντο νὰ λάβουν οὖτοι, Ἀκριβοπληρώνοντο ὅμως τὰ βιολιά.

Ἰδιαιτέρα συνεννόησις, καθιερωμένη ὑπὸ μακρὰς συνηθείας ἐκανόνιζε τὰς μερίδας τῶν συλλεγομένων χρημάτων. 

Οἱ Καλημέρηδες, ὅμως, εἰσερχόμενοι εἰς τὴν αὐλὴν τῶν σπιτῶν, εἶχον τὸ δικαίωμα νὰ πάρουν οἱονδήποτε πουλερικὸν εὕρισκον ἐν αὐτῇ. Ὥστε ἀπὸ βαθείας πρωϊας ἠκούτεο ἡ φωνὴ τῆς πεπειραμένης γερόντισσας: "Κλειδῶστε τὰ πουλερικὰ στὸ κοτέτσι γιατὶ θαρθοῦνε οἱ Καλημέρηδες!"

Ἐννοεῖται ὅτι ἐπίτηδες ἄφηναν ὄρνιθά τινα μἢ διακρινομένην βεβαίως ἐπί ἐκτάκτω εὐρωστία, διὰ τοὺς Καλημέρηδες." 

(Δημητρίου Καμπούρογλου, "Αι παλαιαί Αθήναι")


Δημητρίου Καμπούρογλου, "Η ιστορία των Αθηναίων", τόμος Α'

Έθιμα αμέτρητα που αφορούν την τόσο σπουδαία γιορτή της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης μας, πάντα με στόχο τον καθαρμό, τη φώτιση, την αναγέννηση...

Καταγράφει κι ο Δημήτρης Λουκόπουλος στα "Γεωργικά της Ρούμελης" :

"Τα Φώτα στις 6 Γεναριού από κάτω στο τραπέζι που διαβάζει ο παπάς τον αγιασμό, στη Φθιώτιδα, βάζουν μια "σκλίδα" (δεσμίδα "σάλωμα": καλάμη βρίζας) για ν'αγιαστεί. Και τη σκλίδα αυτή τη φυλάνε ως τη Λαμπρή. Την νύχτα που γίνεται η Ανάσταση, την παίρνει ένας επίτροπος της εκκλησιάς, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Παραδέχονται πως ο τόπος γύρω που θα ιδεί το φως αυτής της σκλίδας, ανάγκη από χαλάζι δεν έχει. ... Και την ημέρα των Φώτων όλοι οι γεωργοί "αϊάζουν" (ραντίζουν) τα χωράφια κι αμπέλια τους με μεγάλο αγιασμό' μερικοί χώνουν στην άκρη στο χωράφι τους ένα μπουκαλάκι με μεγάλο αγιασμό, για να το φυλάει από κάθε κακό."

(Δημήτρη Λουκόπουλου, "Τα γεωργικά της Ρούμελης", εκδόσεις Δωδώνη)

αλλά κι ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"):

"Ακόμα, μερικοί, πιστεύουν πως την παραμονή των Φώτων τα μεσάνυχτα ανοίγουν οι ουρανοί. Κείνη τη στιγμή, αν ζητήσεις κάτι απ'το Θεό θα σου το δώσει, λέει ο λαός μας. [...] Οι ζευγολάτες, πιστεύουν πως ξημερώνοντας τα Φώτα, το βράδυ στο παχνί τους μιλούν ακόμα και τα καματερά τους. Κουβεντιάζουν, λένε, κι αυτά με το Χριστό. Φτάνει, βλέπεις, ο Χριστός ίσαμε εκεί, γιατί αυτά τον πρωτοζέσταναν την ώρα της Γέννησής Του, μέσα στη θεία σπηλιά, όταν τον κυνηγούσε η ανθρώπινη κακία..."

(Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας", εκδόσεις Δωδώνη)

Μας "ξεναγεί" ο μοναδικός Φώτης Κόντογλου ("Έκφρασις", τόμος Α', εκδόσεις Δωδώνη) στην περίφημη εικόνα της Βαφτίσεως:


 



Καλή Φώτιση νά'χουμε!

Χρόνια πολλά!