Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Σούρβα.. σαν παραμύθι απ' τα παλιά

Σούρβα, σούρβα κι 'Αι-Βασίλ'ς
κι' από χρόν' τον Άι-Βασίλ'
Μια κοπάνα πίτυρα
κι' από χρόν' καλύτερα!


"Όπως στα κόλιαντα, έτσι και στα "σούρβα" τα παιδιά, χτυπώντας την καμπάνα της εκκλησιάς για τη μάζωξη, φώναζαν όσο μπορούσαν πιο δυνατά, για ν'ακουστούν σ'όλο το χωριό:
- Σούρ--βα!! Σούρ--βα!! Σούρ--βααααααααα!!!
Κι η φωνή τους, μαζί με τον περίγλυκο αχό της καμπάνας, που άλλοτε δυνάμωνε κι' άλλοτε έσβηνε, για να δυναμώσει και πάλι σε λίγο, από τα δυνατά κύματα του βοριά, σκορπούσε σ'όλο το χωριό, που κάτω απ'το βάρος του χιονιού κοιμόταν βουβό, ήσυχο, μεσ' στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας.
[...]
Τα σούρβα, όπως και τα κόλιαντα, ήταν γιορτές των αγοριών. Κι' όπως την παραμονή των Χριστουγέννων τραγουδούσαν τον ερχομό της μεγάλης γιορτής, έτσι και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τραγουδούσαν τον ερχομό του καινούριου χρόνου και του Άι-Βασίλη.
[...]
Από την έρευνα όμως και τη μελέτη που έχω κάνει ο ίδιος βγαίνει το συμπέρασμα πως τα "σούρβα" πήραν το όνομά τους απ'τις κρανιές, που στη Θράκη τις λένε "σούρβες".
Εκεί, αντί για ματσούκες, που κρατούσαν σ'άλλα μέρη τα παιδιά, κρατούσαν φρεσκοκομμένες κλάρες από μπουμπουκιασμένες κρανιές και μ'αυτές χτυπούσαν τους ανθρώπους στις πλάτες, για να τους μεταδώσουν τη δύναμη και τη γερωσύνη τους, λέγοντας:
Σούρβα, σούρβα,
γερό κορμί,
γερό σταυρί,
σαν ασήμι,
σαν κρανιά
και τη χρόν'
γούλ(ι) γεροί
και καλόκαρδοι.
[...]
Στα Βέντζια και Χάσια των Γρεβενών, στον Τσιαρτσιαμπά και στ' άλλα χωριά της Κοζάνης και σ'όλες εκείνες τις περιοχές, που βρίσκονται κατά μήκος του Αλιάκμονα, από τις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου κι' ως κάτω στα Πιέρια και στο Όλυμπο, όχι μόνο την ονομασία τους κράτησαν τα σούρβα, ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή που τα σάρωσε, μα και το αρχικό τους χρώμα και την πανάρχαια δομή τους.
Τούτες οι περιοχές, δασωμένες και αδιάβατες, όπως ήταν, χωρίς δρόμους και γεφύρια στον Αλιάκμονα, γνωστές μόνο σαν κλεφτότοποι και ληστοκρατούμενες περιοχές, αποκλεισμένες απ'τα γύρω βουνά, στάθηκαν τα τελευταία προπύργια της παλιάς εποχής.
Εδώ, και σήμερα ακόμα, μπορεί να βρει κανείς πολλά απομεινάρια του γραφικότατου τούτου εθίμου, που να μαρτυρούν το πέρασμά του και το ξεκίνημά του από τα βάθη των αιώνων και από τα πανάρχαια έθιμα της "ειρεσιώνης", των "κορωνισμάτων" και των "χελιδονισμάτων".
Και τότε, όπως και τώρα, τα παιδιά των αρχαίων προγόνων μας, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κι από γειτονιά σε γειτονιά, τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια στους νοικοκυραίους, για τη γιορτή της ημέρας και μαζί μ'αυτά και διάφορα ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για το κάθε σπίτι.
Οι νοικοκυρές, όπως και οι δικές μας, για να ευχαριστήσουν τα παιδιά, τους έδιναν διάφορα φιλοδωρήματα.
[...] ..ας γυρίσουμε πάλι στην περιοχή Γρεβενών κι ας παρακολουθήσουμε νοερά τα σούρβα της Σαρακίνας...[...]
Τώρα, θα έβγαιναν κι έξω απ'το χωριό τους και θα πήγαιναν και σ'άλλα γειτονικά χωριά κι έπρεπε να είναι καλοντυμένα και "καλοφαινούμενα" γιατί εκεί που θα πήγαιναν, θα τους κοίταζαν απ'την κορυφή ως τα νύχια και δε θα τους έδιναν κανένα κορίτσι, αν τους έβλεπαν λασπωμένους και "ανάλαγους".
Επειδή όμως τούτο το μυστικό, το ξέραν οι μεγάλοι απ'τον εαυτό τους, όταν πήγαιναν στο μαντρί, να τους αντικαταστήσουν για καναδυό μέρες, τους λέγανε αστειευόμενοι:
"Άιντε, πάρε τ' ματσούκα σ' και σύρε στο χωριό, να ιδείς και κανά κορίτσ'! Κοίτα μόνο να πας αλλαγμένος και λουσμένος στ'άλλο το χωριό κι όχ' όπως είσαι!"
Έτσι, σαν χτυπούσε η καμπάνα για τη μάζωξη, η πρώτη τους δουλειά ήταν να βγάλουν τον αρχηγό.
Ο αρχηγός έπρεπε να είναι ένα απ'τα πιο μεγάλα αγόρια του χωριού, με δύναμη, κύρος και εξυπνάδα, για να μπορεί, όχι μόνο να επιβάλεται και να δίνει τις πιο σωστές λύσεις και κατευθύνσεις σ'ολόκληρη την ομάδα του χωριού του, μα και για ένα λόγο ακόμα.
Αν το χωριό τους συναντιόταν με την ομάδα κανενός άλλου χωριού κι' έκαναν εκείνοι να τους αρπάξουν τα "βλιάγματα" και τα "ζαϊρέδια", όπως συνηθίζανε εκείνα τα χρόνια, τότε ο αρχηγός ήταν υποχρεωμένος να δώσει τη μάχη, παλεύοντας με τον αρχηγό της άλλης ομάδας, ώσπου ο ένας να πέσει και "να πάρει χώμα η ράχη του".
Η νίκη ή η ήττα του αρχηγού, ήταν νίκη ή ήττα ολόκληρης της ομάδας. Γι'αυτό και διάλεγαν τον πιο χεροδύναμο.
Επειδή όμως τη φορά αυτή, τα φιλοδωρήματα δεν περιορίζονταν μονάχα σε "βλιάγματα", αλλά θα μάζευαν και κρέας και λίγδα και τυρί και αυγά και τραχανά και κρασί και ό,τι άλλο χρειάζονταν, για ένα ομαδικό γλέντι και φαγοπότι, τα παιδιά σχημάτιζαν ένα είδος επιμελητείας που φροντίδα τους ήταν να μαζεύουν το ζαϊρέ σε "τρουβάδες", σε "ντραγατσίκες", σε κακάβια και σε "γκιούμια".
Τα "βλιάγματα", θα τα μάζευε ο αρχηγός στη δική του "ντραγατσίκα", καθώς και τα χρήματα, που θα τους έδιναν σε κάθε σπίτι.
Γι'αυτό, εκτός απ'τα άλλα προτερήματα, που έπρεπε να έχει ο αρχηγός, έπρεπε να είναι και τίμιος και "να μη κάνει ζαβολιές".
Την ίδιο ώρα, και πριν ξεκινήσουν για τα σπίτια, έπαιρναν απόφαση σε ποιο σπίτι θα έκαναν "κονάκι" και σε ποιο άλλο χωριό θα πήγαιναν.
Το "κονάκι", δηλαδή το σπίτι που θα συγκεντρώνονταν το βράδυ για να φάνε και να γλεντήσουν, έπρεπε να είναι μεγάλο και "στρωτό" (ισόγειο), για να μην έχει φόβο να πέσει απ'το πολύ βάρος κι απ'το χορό που θα έκαναν τα παιδιά.
Επειδή όμως, τα πιο πολλά σπίτια τότε ήταν στρωτά και χαμηλά, γιατί η φτώχια και η σκλαβιά δεν τους άφηναν να φτιάξουν μεγαλύτερα, προτιμούσαν το σπίτι καμιάς χήρας με πολλά παιδιά ή καμιανού φτωχού, που δεν είχε να σφάξει γουρούνι για τα Χριστούγεννα, με σκοπό να τον αφήσουν όλο το ζαϊρέ, που θα περίσσευε.
Σαν τελείωνε κι'αυτό, ο αρχηγός έδινε τις τελευταίες εντολές στα παιδιά κι' όλα μαζί ξεκινούσαν για τα σπίτι φωνάζοντας:
- Σουρ--βα! Σούρ--βα! Σούρ--βα!! Σούουουουουρβα κι' Άι-Βασίλτς!!
Και τώρα, όπως και στα κόλιαντα, στο πρώτο σπίτι που θα πήγαιναν, ήταν το σπίτι του παπά. Γι'αυτό κι' από μακριά ακόμα άρχιζαν και τραγουδούσαν:
Σ'αυτά τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροστρωμένα,
με τις μεγάλες τις αυλές και τις πλακοστρωμένες,
εδώχουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
έχουν ζευγάρια είκοσι και δεκαχτώ φοράδες,
έχουν γελάδες εκατό κι' αμπάρια φορτωμένα,
να μπαινοβγαίνουν οι δικοί, οι φίλοι να μη λείπουν
κι' όσοι διαβάτες απαιρνούν, να τρώνε, να κοιμούνται.
Η παπαδιά, σαν άκουγε το τραγούδι και τα χτυπήματα στην πόρτα, έβγαινε και οδηγούσε τα παιδιά στον "καλό το νουντά", που τα περίμενε ο παπάς, καθισμένος στην "κώχη".
Ο αρχηγός, δρασκελώντας το κατώφλι της πόρτας με το δεξί του πόδι, για να φέρει γούρι και καλό στο σπίτι, τραβούσε ίσια στο τζάκι με τη φωτιά κι' ανακατεύοντας τη χόβολη με τη ματσούκα του, έλεγε γρήγορα-γρήγορα και φωναχτά, όπως και στα κόλιαντα:
"Καλημέρα τ'ς αφεντά σας! Φέρου γειά, γερωσύνη, χαρά. Αμπάρια μι τα στιάρια, βαένια μι κρασί, νύφις γαμπρούς, φουράδις μι τα μπλάρια, γίδις μι τα κατσίκια, προυβατίνις μι τ'αρνιά, μάνις μιλίσσια, γρόσια μι του διρμόν(ι), φλουριά μι το ταψί, κλουσσαριές μι τα πλιά, κύρκις, κυρκούλια, γκαβαμάρα τα τουρκούλια - αχώρια τον Αλή- προύκα τσιτσιτσί κι κάτσι καταή!"
Με το σύνθημα αυτό τα παιδιά κάθονταν όλα κάτω στο πάτωμα "για να κάτσ'ν οι κλουσσαριές" και τραγουδούσαν:
Και βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σακκούλα
κι άν έχεις γρόσια και φλουριά, κέρνα τα παλικάρια.
Στον Άι-Γιώργη Γρεβενών, δεν σταματούσαν ως εδώ, μα συνέχιζαν:
Κέρνα τ' αφέντη μ', κέρνα τα, τα λάσποπατημένα,
να τρών' να πίν', να χαίρονται, να λέν για την υγειά σου,
για την υγειά σ' αφέντη μου, για την καλή καρδιά σου.
[...]
Ο παπάς, κερνούσε τότε τον αρχηγό κι' έλεγε:
- Άιντε, κι τα χρονάκια σας! Κι τ' χρόν' νάμαστε καλά! Καλή χρονιά να μας δώσ(ι) ου Θιός!
- Κι τ' χρόοοοοοον! Φώναζαν όλα μαζί τα παιδιά.
Την ώρα αυτή, έμπαινε μέσα η παπαδιά, κρατώντας στα χέρια της το "κανίσκι" - ένα μεγάλο χαλκωματένιο ταψί- που μέσα του είχε τα "βλιάγματα" και τα φιλοδωρήματα και τότε, αφού τόπαιρναν τα μεγαλύτερα παιδιά και το σήκωναν ψηλά με το δεξί τους χέρι, λέγανε φωναχτά και ρυθμικά:
"Καλώς μας ήρθε το βαρύ κανίσκ(ι) απ'τον αφέντη μας! Αμπάρια, στιάρια, βαένια κρασί, δερμάτια τυρί, νύφες, γαμπρούς, πάντα νάχ(ι) να δίν(ι) κι' η καρδιά τ' να μην τον πονεί!"
- Κι τ' χρόοοοοον!!! Φωνάζαν ύστερα όλα μαζί τα παιδιά και το καθένα έπαιρνε απ'το ταψί, το είδος που μάζευε.
Το κρασί το βάζανε σε ξεχωριστά νεροκολόκυθα. Το τυρί και τη "λίγδα", σε ξεχωριστά κακάβια.
Τα "βλιάγματα" τ'αδειάζανε στη ντραγατσίκα του αρχηγού. Και τότε, όλα μαζί τα παιδιά βελάζανε, συμβολίζοντας με τις φωνές τους την ποικιλία και την αφθονία των ζώων, που εύχονταν νά'χει το σπίτι.
Στο τέλος, αποχαιρετώντας όλους στο σπίτι, τραγουδούσαν:
Έχετε γεια, έχετε γειά
και τώρα και του χρόνου!!
Περνώντας ύστερα μπροστά από τ'αμπάρια με τα γεννήματα, τα χτυπούσαν δυνατά με τις ματσούκες τους λέγοντας:
"Άιντε, καλά μπερικέτια! Πάντα γιομάτα!!"
Αν το σπίτι είχε καμιά νύφη, που δεν είχε χρονίσει και δεν είχε γεννοβολήσει ακόμα, τη χτυπούσαν κι' αυτή ελαφρά με τις ματσούκες στις πλάτες ή χτυπούσαν τις ματσούκες τους στον αέρα, πάνω απ'το κεφάλι της, φωνάζοντας: " Άιντε και με γιο!!!"
Ύστερα, βγαίνοντας έξω, για να πάνε σ'άλλο σπίτι, τραγουδούσαν:
Απ'τ'ς αφεντάδες φεύγουμε,
στους αρχοντάδες πάμε.
Τώρα, χτυπούσαν την πόρτα του πρώτου σπιτιού, που βρισκανε δεξιά κι' όλο "δεξιά πηγαίναν, για να τους πάει η δ'λειά καλά".
Με τον τρόπο αυτόν, περνούσαν όλα τα σπίτια. [...] "


(αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη, "Το Δωδεκαήμερο, Παλιά Χριστουγεννιάτικα Ήθη και Έθιμα")



Καλή χρονιά!

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

.. μια άσπρη μέρα..



Το πάλευε από δω, το πάλευε από κει, δυο μέρες τώρα, μια βροχή, μια χαλάζι, μια ένα νερουλιασμένο "τσιρλόχιονο" (να με συγχωρείτε, αλλά δεν περιγράφεται αλλιώς..), χθες τη νύχτα το αποφάσισε να ξημερώσει "μια άσπρη μέρα και για μας".. έστω με την καθαρά κυριολεκτική έννοια, κι όχι με τη μεταφορική που όλοι, φαντάζομαι, θα ευχόμαστε. Με λευκό πέπλο, λοιπόν, στολίστηκε το βουνό μας, μ'ένα αραχνοϋφαντο λευκό πέπλο, χιλιομπαλωμένο, εύθραυστο, έτοιμο με την πρώτη αμυδρή μεταβολή της θερμοκρασίας να αφανιστεί..
Ο ουρανός σκοτεινός, βαρύθυμος, μελαγχολικός κι ο Παγασητικός, πέρα κάτω, να κολυμπά στο γκρίζο φόντο του.. Τα κλωνάρια λυγάνε κάτω απ'τις αφράτες νιφάδες του χιονιού, το τζάμια θολώσανε, τα δέντρα στολιστήκανε με κάτασπρες γιρλάντες, λευκά υφαντά καλύψανε τις στέγες των σπιτιών...Το βουνό μας καλωσόρισε το πρώτο χιόνι της χρονιάς... Γιατί Χριστούγεννα, χωρίς χιόνι, θα μοιάζανε μίζερα, λειψά, στο βουνό των Κενταύρων.. Όπως και να το κάνουμε, οι μέρες τούτες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις πολύτιμες λευκές νιφάδες του ουρανού... Βέβαια, οι μέρες τούτες, οι μέρες των Χριστουγέννων είναι συνδεδεμένες και με κάτι πολύ πιο πολύτιμο, με κάτι ανεκτίμητο.. την Αγάπη.. Μια λέξη που χωρά όλη την ομορφιά και την ουσία της ζωής.. Κι ενώ εδώ η μέρα ξημέρωσε κάτασπρη, σε μια άλλη γειτονιά ξημέρωσε βαμμένη κόκκινη...

"Οργή και θρήνος πνίγουν τη Λωρίδα της Γάζας μετά την πρωτοφανούς έκτασης ισραηλινή επίθεση με απολογισμό 230 νεκρούς και περισσότερους από 600 τραυματίες. Οι αεροπορικές επιδρομές συνεχίζονται και το Ισραήλ εκτοξεύει απειλές ακόμα και για χερσαία επίθεση για την εξουδετέρωση της Χαμάς, η οποία καλεί σε νέα Ιντιφάντα. «Βράζει» ο αραβικός κόσμος.
Ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη έριξαν το Σάββατο στη Γάζα βόμβες άνω των 100 τόνων προκαλώντας πανικό, σύγχυση και όρκους εκδίκησης. Εξαπολύθηκαν συνολικά 100 επιδρομές, βομβαρδίστηκαν περισσότερες από 40 υποδομές του ριζοσπαστικού κινήματος της Χαμάς. Γυναίκες και παιδιά βρήκαν φρικτό θάνατο στη χειρότερη αιματοχυσία που ζει η Λωρίδα της Γάζας στην ιστορία της."
(
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=971160&lngDtrID=245)

Έτσι αποφασίσαν κάποιοι, για κάποιους άλλους.. Τούτη τη μοίρα τους ορίσαν.. τόσο απλά, τόσο αυθαίρετα, τόσο απάνθρωπα, τόσο αδίστακτα.. Κι έμεινα εγώ πάλι να αναρωτιέμαι για όλη αυτή τη φρίκη που δεν έχει τελειωμό..
Όπως γράφει και το Γιωτάκι σήμερα: "και επι γης ειρηνη¨ Σαν ανεκδοτο μου ακουγεται..

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Καλικαντζάρια και πλανήταροι..

Από τις καταγραφές του Νικολάου Πολίτη, στο δίτομο έργο του "Παραδόσεις":

"Λυκοκαντζαραίοι: Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης από κάτου. Ούλον τον χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει της γης. Κόβουν, κόβουν όσο που μινέσκει λιγάκι ακόμα, ως νια κλωνά άκοπο, και λεν: "Χάϊστε να πάμε, και θα πέσει μοναχό του." Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ' έρχονται, κι ούλο 'φτόνη τη δουλειά κάνουν. (ΒΟΥΡΒΟΥΡΑ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ)


Οι Σκαλικάντζαροι: Από την πρώτη ημέρα του σαρανταήμερου ετοιμάζουν τα σκαλικαντζούρια το καράβι τους για νά'ρθουν στο νησί. Την πρώτη ημέρα κόβουν τα ξύλα στο δάσος και τα ετοιμάζουν, και ακούονται οι κούφιοι χτύποι που καρφώνουν τα μαδέρια. Όταν κοντεύουν τα Χριστούγεννα, το πισσώνουν, το καλαφατίζουν και την τελευταία ημέρα το ρίχνουν στο γιαλό. Έρχονται τη νύχτα του Χριστού, και από τότες ως τα Φώτα κανείς δεν τολμά να βγει τη νύχτα στους δρόμους, γιατί θα τον πειράξουν, ούτε κανένα κορίτσι να κάμει νυχτέρι με το λυχνάρι, γιατί ο σκαλικάντζαρος από τον καπνολόγο απάνω κυνηγάει το φως, και η κόρη που δουλεύει θα βουβαθεί ή θα σακατευτεί.
Και την παραμονή των Φώτων, γέροι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλη η φαμίλα των σκαλικαντζάρων, όπου φύγει φύγει. Φοβούνται μη τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει, γιατί θαρρούν πως η παπαδιά έχει θερμό τον αγιασμό, και ακολουθεί τον παπά που κρατεί το σταυρό. Οι γέροι αργά αργά λεν στους άλλους με τη χοντρή φωνή τους, για να τους παρακινήσουν να τρέξουν:
Φεύγεστε να φεύγουμε!
Νά παπάς με το σταυρό,
παπαδιά με το θερμό!
Και όταν ξεκινούν οι μεγάλοι, ακούγεται και η φωνή του μικρότερου παιδιού, που έμεινε πίσω γιατί δεν πρόφτασε να δέσει το τσαρουχάκι του, και τους φωνάζει:
"Καρτέρ' κι εμέ να βάνω το τσαρ'χάκι μ'!" (ΣΚΙΑΘΟΣ)

Οι πλανήταροι: Οι πλανήταροι, που σε μερικά μέρη της Κύπρου τους λεν και καλικαντζάρους, έρχονται στη γη τα Χριστούγεννα και μένουν όλα τα δωδεκαήμερα. Τους βλέπουν οι αλαφροστοίχειωτοι. Πότε παρουσιάζονται σα σκυλιά, πότε σα λαγού, πότε σα γαϊδούρια και σαν καμήλες, και συχνά σαν κουβάρια. Οι αλαφροστοίχειωτοι σκοντάφτουν απάνω τους, σκύβουν να τα πιάσουν, αλλ'άξαφνα το κουβάρι τρέχει μοναχό του και φεύγει. Παραπέρα γίνεται γάδαρος ή καμήλα και πάγει μπροστά. Γελιέται ο άνθρωπος, τον καβαλικεύει, και ο γάδαρος τότε ψηλώνει σα βουνό και τον ρίχνει από ψηλά, και γυρίζει εκείνος μισοπεθαμένος στο σπίτι του, κι αν δεν πεθάνει, θα είναι όμως αρρωστιάρης σ'όλη του τη ζωή.
Αν μπορέσει κανείς τα δωδεκαήμερα και δέσει τον πλανήταρο από πόδι με μόλινο, με λινή κόκκινη κλωστή, θα τον έχει δούλο του να τον στέλνει όπου θέλει σε δύσκολες δουλειές, και να τον διατάζει να του φέρνει ό,τι θέλει. Και όποιος δέσει πλανήταρο, τον βάζει κοντά σ'ένα κόσκινο και του παραγγέλνει να μετρήσει τις τρύπες του. Αυτός μετρά, ένα, δύο, και δε μπορεί να προχωρήσει στα τρία, γιατί φοβάται την Αγία Τριάδα ' σιωπαίνει και πάλι ξαναρχίζει το ένα-δύο.
Την τελευταία ημέρα τα δωδεκαήμερα, που θα φύγουν οι πλανήταροι, τους περιποιούνται και τους κάνουν ξεροτή'ανα. Και αυτοί, από πάνω απ'την τρούπα του καπνολόγου, γυρεύουν τα ξεροτή'ανα και λουκάνικα, που συνηθίζουν να τα κρεμούν στους καπνολόγους, και λέγουν:
Τιτσίν, τιτσίν λουκάνικον,
κομμάτι ξεροτή'ανον,
να φαν' οι καλικάντζαροι,
να πάσιν εις στον τόπον τους.
Τα ξεροτή'ανα τα ρίχνουν απάνω στα δώματα, να τα φάν' οι πλανήταροι που γυρίζουν τότε από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιόνται που θα φύγουν. (ΚΥΠΡΟΣ)


Οι δυο γριές: Δυο γριές πήγαν να γιομίσουν τις βίκες τους νερό στη βρύση, και στο γυρισμό νύχτωσε, και σ'ένα αλώνι είδαν τους λυκοκαντζάρους να χορεύουν. Τις άρπαξαν και τις ανάγκασαν να πιαστούν κι αυτές στο χορό μαζί τους. Αυτές, πονηρές, εγδύθηκαν τσιτσίδι και άρχισαν να χορεύουν σαν να μην τις ένοιαζε καθόλου. Οι λυκοκάντζαροι, να ιδούν τέτοια παράξενα πλάσματα, απόρησαν και τρόμαξαν, και τις άφησαν ύστερα να φύγουν χωρίς ναν τις πειράξουν. (ΚΑΛΑΜΑΙ)"

(εικόνες: από το βιβλίο "Αερικά ξωτικά και καλικάντζαροι" του Θάνου Βελλουδίου, εικόνα πρώτη: του ζωγράφου Π.Τέτση, εικόνα δεύτερη: του ζωγράφου Γ.Γλιάτα)

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

παραδοσιακά "λαϊκά" κάλαντα

"[...] Βράδυ έβγαιναν τα παιδιά, την ώρα που καταστάλαζεν ο μόχθος και ο θόρυβος της Παραμονής, όταν οι οικογένειες συγκεντρώνονταν με το νοικοκύρη μαζί κι ετοίμαζαν τα "εστιακά" τους Χριστούγεννα και την "εστιακή" Πρωτοχρονιά, με τη φωτιά, το ιερό ψωμί και τα ξερά φρούτα...
Ήξεραν βέβαια κι από μόνες τους οι νοικοκυρές την ημέρα της Γιορτής, κι έπαιρναν από μέρες τα μέτρα τους για να διώξουν τα χειμωνιάτικα ξωτικά. Την ήξεραν κι οι καλές μητέρες, που μοσχοσαπούνιζαν τα παιδιά τους για την εκκλησιά...
Περίμεναν, όμως, πάντα να τους έρθει ως την πόρτα η χαρούμενη αγγελία, με το μαγικό στοιχείο της παιδικής φωνής, της μουσικής υπόκρουσης και της τραγουδημένης ευχής...
Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά, κρατώντας το φαναράκι της νύχτας - ένα άστρο χριστουγεννιάτικο για κάθε σπίτι - και χωρίς να περιμένουν την άδεια ("Να τα πούμε;") άρχιζαν ν'αφηγούνται το γεγονός της ημέρας, πάνω στο μουσικό ρυθμό των αιώνων, όπως τους τον κρατούσε το τύμπανο και το τριγωνικό σήμαντρό τους:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγείτε, δες τε, μάθετε, που ο Χριστός γεννάται...
Ήταν μια ευλογία για το σπίτι η παρουσία των παιδιών. Οι ευχές, που πρωτόδιναν στον νοικοκύρη και στη νοικοκυρά, ήταν το πιο συγκινητικό συμβόλαιο - τουλάχιστον για κείνον το χρόνο - με τη ζωή και με το Θεό...
Σ'αυτό το σπίτι πού'ρθαμε, πέτρα να μη ραϊσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει...
Η αμοιβή των μικρών καλαντιστών δεν ήταν ούτε ζητιανιά, ούτε φιλανθρωπία. Ήταν μια πράξη τελεστική, που και μόνη της έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: Την αφθονία των αγαθών και τον πλούτο στο σπίτι του νοικοκύρη. Έριχναν τα παιδιά το καλάθι ή το σακκούλι τους, όσο έψαλλαν, και η νοικοκυρά τους έβαζε μέσα ό,τι αντιπροσωπευτικό είχε των δικών της "ευχών": Καρπούς για την καλή σοδειά, γλυκούδια για την ευτυχία, νομίσματα για τον πλούτο... Στέκονταν στη μέση του σπιτιού και τραγουδούσαν, και από τα λόγια τους γινόταν παραμυθένιο το φτωχικό ή μέτριο νοικοκυριό του σπιτιού:
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, στα πεύκια να κοιμάσαι,
βελούδα να σκεπάζεσαι κι αφέντης να λογάσαι.
Κυρά μου, σα θα στολιστείς, να πας στην εκκλησιά σου,
χρυσά λουλούδια πέφτουνε, απ'την περπατησιά σου...
Αφέντη μου, στα σπίτια σου χρυσές καντήλες φέγγουν,
φέγγουν στους ξένους να δειπνούν, στους ξένους να πλαγιάζουν,
φέγγει και μια σ'το ταίρι σου να στρώνει να κοιμάσαι,
απάνου στα τριαντάφυλλα κι απάνου στα μιμίτσια...
Στα μάτια των παιδιών του σπιτιού, τούτοι οι γενναίοι καλαντιστές φαίνονταν θαυμαστοί με τις στιχουργικές και μελωδικές γνώσεις τους, με την ταιριασμένη μουσική οργανοπαιξία τους και με την τολμηρή έξοδό τους μέσα στη νύχτα. Οι ίδιοι οι καλαντιστές έπαιρναν στα σοβαρά τον αναγγελτικό ρόλο τους, που τους έδινε και το βάπτισμα στο επαγγελματικό αντίκρυσμα της κοινωνίας, τους έδινε τα πρώτα τους συγκινητικά κέρδη, μαζί με μια ευθύνη λογιότητας και καλλιτεχνικής δοκιμής..."
(Δημήτρη Λουκάτου, "Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών")



"Περνώντας απ'τα χειμαδιά, τέτοιες γιορτινές και καλοθύμητες μέρες, έχεις να συναντήσεις και να ιδείς πάμπολλα έθιμα, έχεις να μάθεις πολλά μυστικά της στρούγκας και της βλαχουριάς. Την παραμονή της Γιορτής πουρνόξυπνα και χαρούμενα παιδιά γυρίζουν στα κονάκια των τσελιγκάδων τραγουδώντας τα κάλαντα, πού'ναι διαφορετικά απ'τα κοινά κάλαντα του λαού και περισσότερο ευχετικά:
Αυτά τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροχτισμένα,
με τις μεγάλες τις αυλές και τις πλακοστρωμένες,
νάχουν και χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
νάχουν ζευγάρια είκοσι και δεκαοχτώ φοράδες,
νά'χουν γελάδες εκατό κι αμπάρια φορτωμένα,
να μπαινοβγαίνουν οι δικοί, οι φίλοι να μην λείπουν
κι όσοι διαβάτες απερνούν να τρώνε να κοιμούνται.
Το κάθε βλαχοκόνακο φιλεύει τα βλαχοπαίδια διάφορα γλυκίσματα, αυγά, λεφτά κι αυτά φεύγουν, ύστερα, περίχαρα γι'άλλα κοντινά κονάκια."

(Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας)



"Εκτός από το λόγιο στιχούργημα, υπάρχουν και καθαρά λαϊκά τραγούδια που αναφέρονται στη γέννηση του Χριστού, όπως είναι τα εξής θρακιώτικα:
"Χριστός γεννιέται
σαν γήλιος φέγγει,
σα νιο φεγγάρι,
σαν παλικάρι."
και
"Κυρά Θεοτόκο
ευκολοπόνα
εκοιλοπόνα
και παρακάλειε!
Βοηθήσετέ με
αυτή την ώρα
τη βλογημένη
και δοξασμένη,
μαμή να πάτε
μαμή να φέρτε.
Ώστε να πάσι
και να γυρίσου,
Χριστός γεννήθη
σα νιο φεγγάρι
σαν παλικάρι."
Ποιητικότατα είναι και όσα λέγονται στα τραγούδια των καλάνδων. Αν π.χ. η οικογένεια έχει στάνες και πρόβατα, τα παιδιά στα χωριά του Πηλίου τραγουδούν:
Εδώ σε τούτες τες αυλές τες μαρμαροστρωμένες,
εδώ'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ' ο λόγγος όλος '
σαν πιάσουν τον κατήφορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν,
σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τά'παμε κι ο Θειός να τ'αυγαταίνει.
[...]
Η νοικοκυρά φιλοδωρεί τα παιδιά με κουλούρια και κάστανα ή καρύδια κι αυτά φεύγουν, για να χτυπήσουν άλλη πόρτα, να τα πουν και σε άλλο σπίτι. Αν όμως η πόρτα δεν ανοίξει κι αν τα παιδιά δυσαρεστηθούν, τότε και το τραγούδι τους κάθε άλλο παρά επαινεί το νοικοκύρη. Να ένα από τα σκωπτικά αυτά τραγούδια:
Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν!"

(Γ.Α.Μέγα, ""Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")

(Για περισσότερα βλ. και: 
Τα κάλαντα
Κόλιαντα (χριστουγεννιάτικα κάλαντα.. σαν παραμύθι απ'τα παλιά..) (Αποσπάσματ)

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Πηλιορείτικα "χαμαλιά" και "φλογέρες"





"χαμαλί ή χαϊμαλί (το), το γνωστό φυλαχτό, που στο Πήλιο γίνεται και .. γλυκό του ταψιού, με γέμιση ίδια μ'εκείνη του μπακλαβά. Στο ίδιο οι νοικοκυρές δίνουν σχήμα τριγωνικό, όπως συνήθως είναι και το χαϊμαλί που κρεμούν στο στήθος για φυλαχτό." καταγράφει ο Κώστας Λιάπης στο έργο του "Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου".
"Χαμαλιά" λοιπόν, εκτός από τα γνωστά τριγωνικά χαϊμαλιά με τις χάντρες που κρεμούνε στα άλογα για να μην τα πιάνει το κακό το μάτι, εκτός από τα λιλιπούτεια πάνινα τριγωνικά φυλακτά που καρφίτσωναν με την παραμάνα στα νεογέννητα παιδιά για νά'ναι καλορίζικα, καλότυχα και να μην τα πιάνει η βασκανία, είναι και κάποια χριστουγεννιάτικα γλυκά που συνηθίζουνε στο Πήλιο κι ονομάζονται έτσι για το χαρακτηριστικό τριγωνικό τους σχήμα που, αν μη τι άλλο, πρέπει να φέρνει καλοτυχία τούτες τις γιορτινές μέρες. Τα "χαμαλιά", παλαιότερα, εκτός από τις παραμονές των Χριστουγέννων, τα ετοίμαζαν και τα κερνούσαν και για τα βαφτίσια των παιδιών.
Ας παραθέσω, λοιπόν, την τοπική συνταγή, σύμφωνα με την εκδοχή της φίλης μου της Μαρίας:
Για 1 κιλό φύλλο του μπακλαβά:
υλικά γέμισης:
1/2 κιλό καρύδι τριμμένο
1 ποτήρι του κρασιού στραγάλι τριμμένο
2 ποτήρια του νερού τριμμένο παξιμάδι
1 βανίλια
λίγο μοσχοκάρυδο
λίγο ξύσμα πορτοκαλιού
Τα παραπάνω υλικά τα ανακατεύουμε σε μια λεκάνη και προσθέτουμε σιρόπι (που έχουμε φτιάξει με νερό και ζάχαρη σε αναλογία 1:1), όσο χρειάζεται ώστε να μπορεί το μείγμα να ζυμωθεί. Έτσι πλάθουμε μικρά "κεφτεδάκια".
Ύστερα κόβουμε κάθε φύλλο σε τέσσερις μακρόστενες ροδέλες. Αφού τις βουτυρώσουμε (ή λαδώσουμε, ώστε να είναι νηστίσιμα), σε κάθε ροδέλα τοποθετούμε μια "μπαλίτσα" από το μείγμα μας και το διπλώνουμε τριγωνικά ξανά και ξανά.
Βάζουμε λάδι στο τηγάνι και μόλις κάψει βουτάμε το χαμαλί ίσα που να ροδίσει κι από τις δυο πλευρές. Κατόπιν το αφήνουμε να στραγγίσει, το ραντίζουμε με ανθόνερο, το βουτάμε στο σιρόπι και το πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη και βανίλια.



Όσο για τις "φλογέρες", έτερο γλυκό των ημερών, φτιάχνονται με τα αντίστοιχα υλικά, με τη μόνη διαφορά ότι το φύλλο το τυλίγουμε κυλινδρικά (όπως φανερώνει και το όνομα του γλυκού), αντί για τηγάνι χρησιμοποιούμε ταψί και το φούρνο και, τέλος, πασπαλίζουμε με τρίμμα καρυδιού κι όχι με ζάχαρη άχνη.

Άντε, να γλυκαθούμε και λίγο!! Καλές γιορτές!!

Χριστουγεννιάτικα πηλιορείτικα..



"Γκρίζα και σκυθρωπή η εικόνα του πηλιορείτικου χωριού το "Σαρανταήμερο", όπως προβάλλει μέσα από τα αραχνιένια πούσια και τη σουρντίνα του ανεμόβροχου. Νεκρωμένη η φύση, μουδιασμένοι οι άνθρωποι, έρημοι τόποι που τους αγλάιζε η θερινή ευδία. Καταθλιπτικές οι μέρες, "χρόνος" οι νύχτες, μ'όλη την καταλυτική παρουσία της απανταχού πια οικότροφης Τιβούλας μας. Στους έρημους δρόμους ο γερό-χειμώνας σκηνοθετεί σε "ταμπλώ βιβάντ" εικόνες απελπισίας, στις ανεμοδαρμένες ράχες και στα θαλασσόπληκτα ακρογιάλια η ζωή λες κι έχει σταματήσει και μόνο στα ζεστά κονάκια των χωρικών μας οι φαμελιές του Πηλίου κλώθουν καρτερικά το νήμα της ασάλευτης χειμωνιάτικης ζωής τους.
[...]
Κάποτε ωστόσο τούτη η πληκτική μονοτονία σπάζει κι ένας αλλιώτικος, ευφρόσυνος και ιλαρός τόνος διαχύνεται στις γκρίζες μέρες, στις εφιαλτικές φορές-φορές νύχτες. Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, οι άγιες και βαριές τούτες μέρες της χαράς φτάνουν κι όλοι τότε οι πηλιορείτες νιώθουν σα ν'ανέβηκαν με δυσκολία από μια κακοτράχηλη και σκιερή πλαγιά στη μορφή του βουνού τους, απ'όπου αντικρίζουν επιτέλους μ'ανεκλάλητη ευφροσύνη έναν καινούριο φωτεινό ορίζοντα. Στο έμπα του Γενάρη η πορεία που απομένει ως την πολυπόθητη άνοιξη φαίνεται τώρα πιο ύκολη κι ας κρατούν σφιχτά ακόμα, τα κρυσταλλένια στολίδια τους μέσα στο πηλιορείτικο δάσος τα χιονισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα...
Ξέχωρα αβάσταγη η ανυπομονησία και γλυκιά, όσο "σώνονται" οι μέρες του "Σαρανταήμερου", η προσμονή του παιδόκοσμου του βουνού μας, που βδομάδες πριν ονειρεύεται την ευδαιμονική ατμόσφαιρα του γιορταστικού "Δωδεκαημέρου".
Χαράματα την παραμονή του Χριστού ή της Πρωτοχρονιάς οι αδέξιες αλλά ζωηρές παιδικές φωνούλες τσακίζουν τα κρύσταλλα της παγωμένης μέρας:
"Χριστούγεννα πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγείτε, ιδέτε, μάθετε
όπου Χριστός γεννιέται..."
Η λαϊκή δημιουργική φαντασία απ'τα πανάρχαια χρόνια πεθύμησε κι εδώ μια λυτρωτική διέξοδο μέσα απ'την καταθλιπτική χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα και για αυτό βρήκε και καθιέρωσε ένα απίθανο πλήθος από λατρευτικές τελετές κι ένα σωρό από συμβολικά δρώμενα, που αναφέρονται στην ολόψυχη κυρίως λαχτάρα των ανθρώπων να γευθούν μια καλύτερη τύχη με τον καινούριο χρόνο."

(Κώτσας Λιάπης, "Στο Πήλιο της παράδοσης")








"Έτσι και στο Πήλιο η γιορτή αυτή έχει μια χαρακτηριστική ομορφιά και οι προετοιμασίες της ξεπερνούν κάθε περιγραφή.
Πλούσια σπίτια και φτωχά αυτές τις μέρες αστράφτουν απ'την πάστρα. Ο ασβέστης θα ασπρίσει κάθε τοίχο και θα φτιάξει "γαϊτανόφρυδα" στις πέτρες του κατωγιού. Θα περαστούν κολλαριστά μαξιλάρια κάτασπρα σαν το χιόνι και η "σάλα" θα γίνει της υποδοχής. Παντού θα στρωθούν τα πηλιορείτικα παλιά υφαντά.
Το "μέσα σπίτι", που είναι το κελλάρι του σπιτιού, θα μοσχοβολήσει απ'τα λιμπιστά πράγματα που έχει εκεί μέσα συνάξει η γυναικεία προκοπή. Μήλα μέσα σε δίχτυα κρεμασμένα απ'τις περαστές, κυδώνια, κουλούρια σε πανέρια, μπακλαβάδες, λαχταριστοί κουραμπιέδες.
Οι κουλούρες, οι λειτουργιές και το φρέσκο ψωμί αφήνουν μια γλυκύτατη ευωδιά μέσα απ'τους φούρνους και οι κότες σφάζονται και ετοιμάζονται λογιών-λογιών φαγητά.
Την παλιά εποχή μάλιστα συντροφιές από παιδιά γύριζαν στα σπίτια της Μακρυνίτσας την παραμονή και βοηθούσαν τις νοικοκυρές στο σφάξιμο της κότας τραγουδώντας το παρακάτω δίστιχο:
"Δόμ' κυρά τ'αυγό, να σι σφάξω τού μπιτνό,
δόμ' μανιά την κλούρα, να μη σε τσούξου με τη λούρα"
Γιατί ήταν καθιερωμένο να δίνουν στα παιδιά για τον κόπο τους ένα αυγό ή μια μικρή κουλούρα. Συνέβαινε όμως τις πιο πολλές φορές να τα περιγελούν και ν'αρνιούνται να τα φιλέψουν. Γι'αυτό και τα πιο έξυπνα αποφάσιζαν πρώτα να φιλεύονται κι ύστερα να κάμουν τη δουλειά τους.
[...]
Συνήθεια της παλιάς εποχής ήταν να φτιάχνουν οι νοικοκυρές αυγοκουλούρες, για να φιλεύουν τα παιδιά ανήμερα τα Χριστούγεννα. Ένα αυγό σφιχτά βρασμένο το καθάριζαν και το τύλιγαν μέσα σε ζυμάρι, τό'πλαθαν με τα χέρια, το κεντούσαν και τό'καναν πουλί. Τού'βαζαν μάτια, μύτη, πόδια και μερικά πούπουλα απ'τη σφαγμένη κότα κι ύστερα το άφηναν να ροδίσει λίγο το ζυμάρι του σε ξεπυρωμένο φούρνο."
(Αποστολία Νάνου-Σκοτεινιώτη, "Σελίδες απ'τη Μακρυνίτσα)




Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

ένα λαϊκό χριστουγεννιάτικο παραμυθάκι

"Ήταν μια φορά κ' έναν καιρό μια φτωχή γυναίκα κ' είχε τέσσερα θηλυκά παιδιά. Δούλευε η άτυχη να τα μεγαλώσει, αλλά τι να σου πρωτοκάνει; Μεροκάματο, μεροφάγωτο. Ίσα-ίσα το ψωμί των παιδιών της έβγαζε. Τα είχε κ' εγύριζαν γυμνά και ξυπόλυτα ' δεν περίσσευε λεπτό να τους πάρει και κανένα ρουχαλάκι. Αν βρισκόταν καμμιά χριστιανή και της έδινε κανένα παλιό, το συγύριζε για τη μεγάλη, έπειτα το έκοβε, να το βάλει η δεύτερη, η τρίτη. Για το μικρό δεν απόμενε τίποτα. Χειμώνα και καλοκαίρι γύριζε μ'ένα κουρελιασμένο πουκαμισάκι, ξυπόλυτο και ξετραχηλισμένο.
Μια χρονιά ο χειμώνας ήρθε πολύ βαρύς! Βροχές, κρύα, χιόνια. Το καημένο το μικρό έτρεμε, δε μπορούσε να ζεσταθεί. Λέει της μάνας του: "Μάνα! Γω θα φύω! Θα πά να βρω άλλη μάνα, να μου κάνει και κανένα ρουχαλάκι καμμιά φορά. Θα πεθάνω, αν απομείνω άλλο εδώ! Μόνο με το πουκαμισάκι δε βαστώ!"
Φεύγει το παιδί! Πάει... πάει... Στο δρόμο βρίσκει ένα πουλάκι κάτω απ'ένα δέντρο. Το πουλάκι ήταν μικρό κι αμάλλιαγο. Είχε πέσει απ'τη φωλιά του και φώναζε. Δεν είχε δύναμη να πετάξει, ν'ανεβεί πάνω στο δένδρο. Θα ψοφούσε κάτω στο χώμα.
Το παιδί το λυπήθηκε. Το πήρε στα χεράκια του, το ζέστανε μεσ'στη φούχτα του. Κοίταξε γύρω του και, σαν είδε έναν άντρα που ερχόταν, του είπε και το έβαλε πίσω στη φωλιά του. Το γλίτωσε το πουλί!
Πήρε πάλι το δρόμο του το παιδί και πήγαινε να περάσει ανάμεσα από κάτι κλαδιά. Βλέπει μιαν αράχνη κ' έπλεκε το πανί της πάνω κάτω, μπρος-πίσω και το μεγάλωνε γράηγορα- γρήγορα λες κ'είχε βιάση μεγάλη. Στάθηκε το παιδί και λέει: "Ας μη της χαλάσω το πανάκι της, ας πάω απ'την άλλη μεριά, να μη στεναχωρήσω την αράχνη." Του λέει η αράχνη:
- Σ'ευχαριστώ, καλό παιδί! Το καλό που μού'κανες τι θέλεις να σου κάνω; Πού πας τώρα έτσι δα γυμνό και ξυπόλυτο;
- Πά να βρω πανί, να το πάω της μάνας μου, να μου κάνει κ'εμένα κανένα ρουχαλάκι, γιατί κρυώνω.
- Πήγαινε, του λέει η αράχνη, και στο γυρισμό σου πέρασε από δω να μου πεις να σε βοηθήσω κ'εγώ σε ό,τι δύνομαι.
Φεύγει το παιδί, πάει πιο πέρα, βρίσκει ένα βάτο. Πάει να περάσει, πιάνεται το πουκαμισάκι του πάνω στ'αγκάθια, κουρελιάστηκε, απόμεινε ντιπ τσίτσιδο. Έκλαιγε πια το παιδί. Ήταν καημός καρδιάς να τ'ακούς και να το βλέπεις!...
Τ'ακούει εν'αρνάκι που έβοσκε εκεί δα κάτω στο λιβάδι. Του λέει:
- Τί έχεις παιδάκι μου; Γιατί κλαις; Σ'έδειρε κανείς;
- Αχ! λέει το παιδί, πήγαινα να βρω κανένα ρουχαλάκι, να ντυθώ και πέρασα απ' το βάτο κι ο βάτος μου κουρέλιασε το πουκαμισάκι μου κι απόμεινα ολοτσίτσιδο.
Ερωτά τ'αρνί το βάτο:
- Αμ' γιατί του έκανες αυτό το κακό; Τί θα γίνει τώρα με το παιδί;
- Δώσ'του συ μαλλί κ'εγώ να το ξάνω. Να το πάρει, να πάει στη μάνα του, να του κάνει ρουχαλάκια, να είναι και μάλλινα να μην κρυώνει, λέει ο βάτος.
Αρχίζει τ'αρνί, γυρίζε, γύριζε γύρω-γύρω στο βάτο άφηνε πάνω στ'αγκάθια το μαλλί, το μάζευε το παιδί ξασμένο. Αφού μάζεψε κάμποσο, λέει:
- Σ'ευχαριστώ, αρνάκι μου! Πάω τώρα να προκάμω τη μάνα μου, να μου το γνέσει και να μου το υφάνει, να το κόψει και να το ράψει πριν απ'του Χριστού, να το βάλω που θα πάω να κοινωνήσω.
Έτρεχε πια στο δρόμο όλο χαρά, αλλά συλλογιόταν κιόλας που δε θα πρόκανε η μάνα του, μεροκαματάρισσα όπως ήταν, να κάνει όλες τούτες τις δουλειές ως του Χριστού και στεναχωριόταν.
Άμα έφτασε κάτω απ'το δέντρο, που ήταν η φωλιά του πουλιού, νά'σου μπροστά του η μάνα του πουλιού:
- Αχ! καλό παιδί! του λέει, πώς να σ'ευχαριστήσω; Το καλό που μού'κανες κι έσωσες το πουλάκι μου, πώς να σου το ξεπληρώσω; Τί'ναι τούτο που βαστάς στα χέρια σου;
Λέει το παιδί πως ήταν το μαλλί που τού'δωκε τ'αρνάκι και βιαζόταν να το πάει στη μάνα του να το γνέσει, να το υφάνει, να το κόψει, να το ράψει, να του κάμει ρουχαλάκια, να τα βάλει του Χριστού, να πά να κοινωνήσει.
- Δώσ'μου να σ'το γνέσω εγώ! λέει το πουλάκι.
Το πήρε στη μύτη του, ανέβηκε ψηλά-ψηλά, να κάμει μακριά κλωστή. Ως να γυρίσεις να ιδείς, τό'χε γνεσμένο, τό'κανε κουβάρι!
Το πήρε το παιδί και έφυγε.
Σαν έφτασε στην αράχνη, εκείνη το περίμενε.
- Ε! Τί έκαμες; Ηύρες τίποτα;
Σαν είδε τα κουβάρια το νήμα που βαστούσε στο χέρι του, πήρε το νήμα κι αρχίνησε, το ύφανε μάνι-μάνι μια χαρά!
Πήγε το παιδί στη μάνα του, της έδωκε το πανί, κι αυτή του έκοψε το φουστανάκι του, του το έρραψε, το έβαλε και ωμορφοστολίστηκε. Πήγε στην εκκλησία κι όλοι το εχάιδευαν που ήταν έτσι δα ζεστό κι ομορφοντυμένο."
("Ελληνικά Παραμύθια" -Το φτωχό καλό παιδί, εκλογή: Γ.Α.Μέγα, εικόνες: Ράλλη Κοψίδη και Φώτη Κόντογλου)

Λιοντάρι, λύκος κι αλεπού (λαϊκό παραμύθι)

Στα πρώτα και τα παλιά τα χρόνια όλα τα ζώα μαζεύτηκαν σ'έναν τόπο κ' έκαμαν συμβούλιο, για να εκλέξουν βασιλέα. Όλα τα ζώα συμφώνησαν, ότι απ'όλα πιο αντρειωμένο είναι το λιοντάρι και αυτό πρέπει να είναι ο βασιλέας τους. Έβαλαν λοιπόν το στεφάνι στο κεφάλι του λιονταριού και έγινε βασιλέας.
Με χρόνια πολλά το λιοντάρι αρρώστησε και κείτονταν στο στρώμα. Όλα τα ζώα πήγαν και είδαν το βασιλέα τους, που ήταν άρρωστος.
Μια μέρα ο λύκος, ένας άσπρος λύκος, πήγαινε να ιδεί το λιοντάρι. Κει που πήγαινε, βρίσκει στο δρόμο την αλεπού και της λέει:
- Αλεπού, άιντε πάμε να ιδούμε τι κάνει ο πολυχρονεμένος ο βασιλιάς μας ' είναι άρρωστος.
- Πήγαινε, σαν θέλεις, είπεν η αλεπού ' μήπως είναι εκείνος καλύτερος από μένα και θα πάω εγώ στα πόδια του; Ας έρθει εκείνος στα δικά μου τα πόδια.
Ο λύκος δεν της είπε τίποτε. Εχάρηκε μάλιστα που θα πάη και θα πη στο λιοντάρι "αυτό κι αυτό είπεν η αλεπού", και θα φανή αυτός καλός με το λιοντάρι. Χαιρόταν και πήγαινε στο δρόμο. Η αλεπού πάλι πήγαινε από πίσω του σιγά-σιγά, να ιδή τι θα ειπή στο λιοντάρι.
Πήγεν ο λύκος, μπήκε μέσα κ' έκατσε κοντά στο λιοντάρι. Η αλεπού στάθηκε πίσω από μια κουρτίνα και άκουε τι λένε.
Σε λίγο λέει το λιοντάρι στο λύκο:
-Αυτή η αλεπού πολύ μας περηφανεύτηκε και δεν είπε: "Ο Βασιλέας είναι άρρωστος, ας πάω να ιδώ τι κάνει".
Του λέει κι ο λύκος:
- Ο Θεός να σε πολυχρονίζη, βασιλέα μου. Όταν ερχόμουν, την είδα την αλεπού και της είπα: "Άιντε να πάμε στο βασιλέα τον πολυχρονεμένο, να ιδούμε τι κάνει" και μου είπε: "εγώ δεν θα πάω ' μήπως είναι καλύτερος από μένα;"
Είπε τότε το λιοντάρι:
- Ε και νά έπεφτε από πουθενά στα χέρια μου! ήξερα εγώ τι να την έκανα.
Τη στιγμή εκείνη μπήκε μέσα η αλεπού κ' επροσκύνησε τον βασιλέα.
- Αλεπού, της λέει, πού ήσουνα ως τώρα και δεν ήρθες να με δης;
- Αχ βασιλέα μου, λέει η αλεπού, δεν ξέρεις εγώ που ήμουν! Άκουσα πως ήσουν άρρωστος και ρώτησα που μπορώ να βρω έναν καλό γιατρό και μου είπαν, στο Μπαγδάτι είναι ένας γιατρός ξακουσμένος κι αμέσως ξεκίνησα κ' επήγα στο Μπαγδάτι, για να τον φέρω να σε γιατρέψη. Εκείνος μου είπε: "Εγώ για να πάω δεν είναι ανάγκη. Εγώ ξέρω την αρρώστια του βασιλέα σας. Να σου πω το γιατρικό του και, σαν πας, κάμετέ το: Να κόψετε στη μέση ένα λύκο, έναν άσπρο λύκο, και με το πετσί του να τυλίξετε το βασιλέα σας ' αν δεν το κάμετε αυτό, θα πεθάνη." Εγώ πάλι καθόλου δε στάθηκα ' μέσα σε μιαν ημέρα ήρθα.
Ο λύκος καθόταν εκεί δα. Ευθύς το λιοντάρι πρόσταξε κ' έκοψαν το λύκο κ' ετύλιξαν στο πετσί του το λιοντάρι και γιατρεύτηκε.
Τότε είπε το λιοντάρι:
- Ω, του σκύλου το γυιό, το λύκο! Η αλεπού τόσο καλό μου έκαμε κι αυτός πολεμούσε να της κάνει κακό!"
("Ελληνικά Παραμύθια", εκλογή: Γ.Α.Μέγα, εικόνες: Ράλλη Κοψίδη και Φώτη Κόντογλου)

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Άγιος Μόδεστος, ο προστάτης των ζώων



Στις 18 ή, σύμφωνα με άλλους, στις 16 Δεκεμβρίου τιμάται η μνήμη του Αγίου Μόδεστου που, κατά την παράδοση, υπήρξε θεραπευτής των ζώων και επομένως καθιερώθηκε ως προστάτης τους, ιδιαίτερα των μεγαλόσωμων κι εκείνων που από τα βάθη των αιώνων αποτελούσαν τον πολύτιμο σύντροφο και αρωγό του ανθρώπου στην καλλιέργεια της γης.

Ακόμη και το ίδιο το όνομά του - που λέγεται ότι του δόθηκε από κάποιον Ρωμαίο Συγκλητικό που τον υιοθέτησε και συνεπώς ετυμολογείται από το λατινικό modestus ως άνθρωπος του μέτρου, σεμνός (Δ.Λουκάτος) - πάντα θύμιζε στους γεωργούς μας το "μόδι" (μέτρο χωρητικότητας για τα σιτηρά) κι επομένως οι ιδιότητες τούτου του αγίου επεκτάθηκαν και ως προς την προστασία της καλλιέργειας και την αύξηση της συγκομιδής. Χαρακτηριστική η ευχή "Χίλια μόδια!" που συνήθιζαν να ανταλλάσσουν οι χωρικοί την ημέρα της γιορτής του. Προστάτης, λοιπόν, των ζώων, των γεωργών και των κτηνοτρόφων!

Καταγράφει ο Γεώργιος Μέγας στίς "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας":

"Στα Τελώνια της Λέσβου παίρνουν τον αγιασμό και πάνε στα χωράφια, για να γλιτώσουν από τις αρρώστιες, τις ακρίδες, απ'ούλα. Σκόλη τό'χουνε κείνη την ημέρα για να κάνουν μόδια πολλά.

Στο Δρυμό της Μακεδονίας οι γεωργοί "υψώνουν" και το ύψωμα το δίνουν εις τα ζώα να το φάνε και τα εύχονται να ζήσουν χρόνια πολλά.

Στη Λήμνο οι ζευγάδες κάνουν κόλλυβα για τα ζώα τους, τα πηγαίνουν στην εκκλησία και τα διαβάζει ο παππάς. Στην ταγή για τα βόδια ρίχνουν κι αυτά τα κόλλυβα."



Στο βιβλίο του "Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης", ο Δημήτριος Λουκάτος αναφέρει την εξής ενδιαφέρουσα καταγραφή του φοιτητή του Ε.Ψωμά από το χωριό Εξάντη Ρεθύμνης για τη μέρα τούτη: "Στην Κρήτη τηρούν αυστηρά την αργία του, με μια συγκινητική μέριμνα, να μην κουράσουν και τα ζώα, την ημέρα εκείνη. Σταματούν το όργωμα ή και τα βαριά κουβαλήματα, αν πρόκειται να ταλαιπωρήσουν τα ζώα και να θυμώσει ο άγιος. "Στο Χωριό Αχλαδέ, γύρω στα 1930, κάποιος βγήκε να οργώσει με τα βόδια του, την ημέρα τ'αγίου Μόδεστου, στην πλαγιά. Εκεί που όργωνε αδιάφορος, ξεκόλλησε απ'την κορφή του βουνού ένας πελώριος βράχος και άρχισε να κατρακυλά προς τον άνθρωπο. Την τελευταία στιγμή ο βράχος πήδησε και ξανασκέλισε τα βόδια κι έπεσε, ίσα-ίσα, πίσω από το αλέτρι. Ο άγιος λυπήθηκε τα ζώα. Ο γεωργός φοβήθηκε, και μόλις εσώθηκε, αμόλησε τα ζώα κι εσταμάτησε το όργωμα... Το βράδυ στο χωριό διηγήθηκε τι έγινε, που όλοι το θεώρησαν θαύμα, και πιο πολύ που στάθηκε ο βράχος και δεν προχώρησε πιο χαμηλά. Από τότε, όλες οι οικογένειες κάνουν, στη γιορτή του αγίου, αρτοκλασίες.""

Ο Δημήτριος Λουκάτος στα "Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης" συγκεντρώνει και καταγράφει πολλές ακόμη τοπικές παραδόσεις και έθιμα που σχετίζονται με το πρόσωπο του αγίου Μόδεστου, όπως τις παρακάτω:

"Στη Νάξο των Κυκλάδων τιμούν τον άγιο κι έχουν επίσης παραδόσεις για την "ανθρώπινη" ζωή του. Πχ.: Τα βόδια στην παλιά εποχή ήταν άγρια και δε μπορούσανε να τα ζέψουν ούτε στ'αλώνι, ούτε στο ζευγάρι... Ο άγιος Μόδεστος, τον καλέσανε και τα σταύρωσε και τους έκανε ζυγόλουτρο και ζεύλες, και έτσι τα εμέρεψε και έκανε ο άνθρωπος τις δουλειές του. (Στ.Ημέλλου, "Ο Άγιος Μόδεστος εν Νάξω")

Στη Λέσβο ιδιαίτερα επίστευαν (και πιστεύουν) ότι ο "ανθρώπινος" άγιος Μόδεστος ήταν πρωτοκαλλιεργητής της γης και πρωτοζευγάς. Για αυτό και οι ζευγάδες του νησιού τον έχουν προστάτη στο ισνάφι τους (προσωπική μου καταγραφή στο χωριό Τελώνια το 1940). Διαβάζω αργότερα στο βιβλίο Χρ.Ι.Τραγέλλη, "Τα λαογραφικά της Καλλονής Λέσβου", ότι κάθε χρόνο στη γιορτή του Αγίου, ένας πρωτοζευγάς του τόπου (με τη σειρά του) ετοίμαζε άφθονους ζεστούς λουκουμάδες (χειμώνας σε ελαιοπαραγωγικό νησί) και τους εμοίραζε στα σπίτια και στα καφενεία.

Στη Θεσσαλία τον τιμούσαν επίσης πολύ. Είχε δε και παλιό Μοναστήρι, στην Πύρρα των Τρικάλων (Κοκκίνης, 39). Στα χωριά της Καλαμπάκας, συγκέντρωναν οι κτηνοτρόφοι τα ζώα τους έξω από το χωριό (Καλομοίρα) κι ο παπάς τα ράντιζε με τον αγιασμό της ημέρας.

Και στην Κύπρο ο άγιος Μόδεστος προστατεύει τα ζώα. Στη γιορτή του νοικοκυρές κάνουν κόλλυβα και τα πάνε στην εκκλησία να ευλογηθούν. Απ'αυτά δίνουν στα ζώα τους να φάνε, για να γλιτώνουν τις αρρώστιες και για να δίνουν (οι αγελάδες και τα πρόβατα) περισσότερο γάλα. (Μαρία Παρασκευοπούλου, "Recherches sur les Fetes religieuses pop. de Chypre")"


Υ.Γ. Για περισσότερα βλ. και νεότερη ανάρτηση: Άγιος Μόδεστος, ο προστάτης και θεραπευτής των ζώων

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Ο άγιος Σπυρίδωνας κι οι παραδόσεις

"Απ' τ' άγιου Σπυρίδωνα
σπυρί-σπυρί μεγαλώνει η μέρα"
λέγαν οι παλιοί...

"Έπειτα απ'τη γιορτή τ' Άη-Νικόλα, στις 12 του μήνα έρχεται ο Άη-Σπυρίδωνας, που ο λαός μας πιστεύει πως θεραπεύει τα σπυριά και διώχνει την πανούκλα. Κι ακόμα, οι ξωμάχοι μας πιστεύουν πως είναι ο βοηθός τ' Άη-Νικόλα σε στεριές και θάλασσες και χαλάει τα παπούτσια του τρέχοντας εδώ κι εκεί να βοηθήσει αυτούς που κινδυνεύουν. Δεν σταματάνε κι οι δυο τούτοι Άγιοι, λέει ο λαός μας. Πάντοτε βρίσκονται κάπου και βοηθούν, βοηθούν αυτούς που κινδυνεύουν στ'ανοιχτά πέλαγα και δέρνονται στ'αρμυρονέρια της θάλασσας." 
(Βασίλης Λαμνάτος, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")

"Ο άγιος Σπυρίδωνας πολλές φορές βγαίνει από την εκκλησιά του στην Κέρκυρα, που είναι το λείψανό του, και γυρίζει τη θάλασσα και τη στεριά, για να κάμει καλά και να βοηθήσει εκείνους που τον επικαλούνται. Γι'αυτό χαλάει τα υποδήματά του, και είναι αναγκασμένοι να του τ'αλλάζουν κάθε τόσο." (Νικόλαος Πολίτης, "Παραδόσεις")

"Η πανούκλα και ο άγιος Σπυρίδωνας: Όταν ήταν πανούκλα στην Κέρκυρα, στα 1825 και '16, εφάνη μια φορά στον αέρα ένας καλογεράκος με τη σκούφια του να κυνηγά ένα θηρίο και να το χτυπά μ'ένα μεγάλο σταυρό. Ο καλογεράκος ήταν ο άγιος Σπυρίδωνας και το θηρίο η πανούκλα. Ήταν σα λιοντάρι και μαϊμού μαζί, κι είχε φτερά σαν της νυχτερίδας. Στο κάπο-Σίδερο την ανάγκασε ο άγιος, χτυπώντας την με το σταυρό, να κάμει σταυρό στο βράχο και να ορκιστεί να μην ξαναπατήσει στην Κέρκυρα. Και ο σταυρός είναι τος ακόμη." 
(Νικόλαος Πολίτης, "Παραδόσεις")

"[...] Σε μια κερκυραϊκή παράδοση ο άγιος παριστάνεται να καταδιώκει την πανώλη. Από παρετυμολογία του ονόματός του πιστεύεται ότι θεραπεύει τα σπυριά και την ευλογιά. Γι'αυτό και στη γιορτή του φέρνουν κόλλυβα στην εκκλησία. Ακόμη και τον πόνο των αυτιών θεραπεύει και είναι αξιοσημείωτες οι σχετικές θεραπευτικές συνήθειες. Έτσι στην Κίο: Όποιος πονούσε στ'αυτί έταζε στον άγιο Σπυρίδωνα να του πάει γλυκό, να γίνει τ'αυτί του καλά. "Άγιε Σπυρίδωνά μου, κάνε τ'αυτί μου καλά, να σε φέρω ένα γλυκό". Όποιος είχε τέτοιο τάσιμο, τον εσπερινό τ'αγίου Σπυρίδωνα έκανε λαλάγγια (τηγανίτες) ή χαλβά και τα πήγαινε στον άγιο Σπυρίδωνα' ήτανε ένα "μάρμαρο" στο βουνό, στο εξωκλήσιν άγιον Γεώργιον, έβγαινε μέσα από το βουνό κι είχε μια τρύπα στη μέση. Το είχαν φραγμένο με τζάμια γύρω γύρω. Απάνω στο μάρμαρο ήτανε η εικόνα του αγίου Σπυρίδωνος και ένα καντήλι. Έπαιρνε ο παπάς τα λαλάγγια, τους έλεγε μια ευχή και τα μοίραζε στα παιδιά. Ύστερα πήγαινεν ο άρρωστος, άνοιγε τα τζάμια, έβανε τ'αυτί του επάνω στην τρύπα και παρακαλούσε τον άγιο Σπυρίδωνα να του το γιάνει.[...]" 
(Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")

"[...] Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Kαι είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, που του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός. Mε την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ' έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες που γκρέμνισε τις αποθήκες που φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι: "και μελετώμενον λιμόν παρά των σιτοκαπήλων, έλυσε, συμπεσουσών αυτοίς, των αποθηκών αις τον σίτον συνέσχον". Kαι μ' όλα αυτά εζούσε με τόση φτώχεια, που σαν πήγε κάποτε ένας φτωχός να τον βοηθήσει για να πληρώσει κάποιο χρέος του, δεν είχε να του δώσει τίποτα, και με θαύμα έκανε μαλαματένιο ένα φίδι που βρέθηκε σ' εκείνο το μέρος, και το έδωσε στον φτωχό, κ' εκείνος το έλιωσε και πλήρωσε το χρέος του. Άλλη φορά πάλι έγινε κατακλυσμός, και τα ποτάμια ξεχειλίσανε και πλημμύρισε η χώρα, κι' ο άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και τραβήξανε τα νερά και στέγνωσε ο νεροπατημένος τόπος.[...]" 
(Φώτης Κόντογλου, "Γίγαντες ταπεινοί")


Υ.Γ. Βλέπε περισσότερα και σε νεότερη ανάρτηση: Ο Άγιος Σπυρίδωνας κι οι παραδόσεις (2)

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Θαλασσινέ μου Άη Νικόλα..

"Θαλασσινέ μου Άγιε, Καλέ μ' Άη Νικόλα,
εφτά κεράκια σού'φερα και σου τ'ανάβω όλα.
Θά'ρχομαι τώρα ταχτικά ν'ανάβω το καντήλι,
γι'αυτόν που έφυγε προχθές κουνώντας το μαντήλι.
Προστάτευέ τον Άγιε, των ναυτικών Προστάτη!
Και κάθε άλλος ναυτικός ας σ'έχει παραστάτη!"

(από τα "Αμοργιανά", Σύνδεσμος Αμοργινών, Μάρτιος 2007)

Σήμερα, 6 Δεκεμβρίου, γιορτάζουμε τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο "της γης και του πελάγου", που φέρνει χιόνια στα βουνά, φουρτούνες στα πελάγη. Ο Άγιος Νικόλας, πέρα από άρχοντας του χειμώνα (βλ.Νικολοβάρβαρα: http://firikia.blogspot.com/2008/12/blog-post_05.html ), είναι ο κατ'εξοχήν προστάτης των ναυτικών μας.

Γράφει ο Γ.Α.Μέγας στο βιβλίο του "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας" : " [...] Για το λαό μας μάλιστα ο άγιος Νικόλας δεν είναι ο ονομαστός μητροπολίτης των Μύρων της Μ.Ασίας, αλλά κάποιος που ασκούσε το επάγγελμα του θαλασσινού. Ως καραβοκύρη παριστάνουν τον άγιο και οι αγιογράφοι. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, τα ρούχα του είναι πάντοτε βρεγμένα απ'την άρμη, τα γένεια του στάζουν θάλασσα, το μέτωπό του είναι ιδρωμένο απ'την προσπάθεια να προφτάσει παντού, να βοηθήσει τα καράβια που θαλασσοπνίγονται. Πάρα πολλές είναι οι διηγήσεις για τα θαύματά του. Αλλά την προϋπόθεση για τη βοήθειά του, εκφράζει η παροιμία:
"-Άγιε Νικόλα βοήθα με!
-Κούνα και συ το χέρι σου. (ή -Σείσε και συ το πόδι σου.)"
Ο Άγιος Νικόλαος είναι κύριος των ανέμων και της τρικυμίας. Γι'αυτό πολλές είναι οι προσφορές, οι λιτανείες, και οι παρακλήσεις των ναυτικών μας σ'αυτόν. Η εικόνα του δε λείπει από κανένα ελληνικό πλοίο, μεγάλο ή μικρό.
Από τα κόλλυβα, που στέλνουν στην εκκλησία την ημέρα του αγίου Νικολάου, παίρνουν οι θαλασσινοί της Κίου, όταν ταξιδεύουν. Αν τους πιάσει τρικυμία, τα σκορπούν στη θάλασσα και λέγουν: Άι-Νικόλα μου, και πάψε την οργή σου! Και αμέσως παύει η τρικυμία.
Πιστεύουν και ότι:
Άμα ρίξουν στη θάλασσα από τα κόλλυβα του αγίου Νικολάου και βυθίσουν στη θάλασσα και την εικόνα του, αμέσως θα πνεύσει ο άνεμος, που έχουν κατά νου. (Μάδυτος)"
Στα "Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών" του Δημήτριου Λουκάτου, σώζεται η παρακάτω παράδοση, που προδίδει την ξεχωριστή θέση που κατείχε ο άγιος τούτος στην ψυχή του λαού μας:
"Ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα, να τις παίρνει. Αλλά ο Άη Νικόλας πονούσε να τις παίρνει κι έβαλε το Μιχάλη. Είχανε στείλει τον Άη Νικόλα να πάρει την ψυχή ενός νέου. Εκείνος όμως εσυμπονούσε και πήρε την ψυχή μιανού γερόντου αντίς του νέου. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε απ'τη θέση και έβαλε το Μιχάλη που ήτανε πιο σκληρός."
καθώς κι επόμενη ιστορία
"Ο Άη Νικόλας είναι και καπετάνιος στο τιμόνι. Σε μια φουρτούνα τον είδε σε ένα φορτηγάκι πλοίο (έτσι μου λέγανε κάτι καπεταναίοι) ένα παιδί 15 χρονών. Τον είδε το παιδί αυτό το καμαρωτάκι πίσω στο τιμόνι και τσου λέει "Ένας καλόγηρος βαστάει τη ρόδα", μα εκείνοι δεν το βλέπανε. Το παιδί ήτανε αθώο."
που θυμίζει την υπέροχη διήγηση που διέσωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας για τον Άη Νικόλα και το τιμόνι:
"Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητάδες σ' όλη τη γη: Eμπρός ελάτε ψυχές στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στο μυστήριο, ελάτε μέσα και θα το γνωρίσετε αμέσως! Kαι αμέσως τα μάτια τα κλειστά, οι παθιασμένοι κόσμοι, οι στριμμένες ψυχές έτρεξαν κοπάδι από της γης τα πέρατα, κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, εμπήκαν στο καράβι. Tι τόπους θα χαρούν, τι χαρές θα γνωρίσουν, πόσα χρήματα θα βγάλουν στη στιγμή!
Eκεί προβάλλει κι ένα γεροντάκι ταπεινό και παραπονιάρικο.
― Nά'μπω μέσα κι εγώ; ρωτάει τον καπετάνιο.
― Έμπα, του λέγει εκείνος, έμπα μέσα και συ, έμπα σύνταχα.
― Nα πάρω και το ξυλάκι μου μαζί;
― Πάρ' το το χάτσαλο.
Eμπήκε μέσα το γεροντάκι , έκατσε κατάνακρα στην πρύμη του καραβιού. Άνοιξαν οι ναυτοδιαβόλοι τα πανιά, έτριξαν τα ξάρτια, πήρε δρόμο στ' ανοιχτά το ξύλο.
― Kαλό μας κατευόδιο, ευχήθηκαν συνατοί τους οι ταξιδιώτες.
― Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... εχούγιαξαν από πρύμη σε πλώρη οι ναυτοδιαβόλοι.
Kαι το χουγιατό βοριάς εγίνηκεν ευθύς και ανατάραξε απ' άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Όρος το κύμα σηκώνεται μπροστά, πύργος ακλόνητος ψηλώνει πίσωθε, από τα πλάγια λύκοι χυμούν απάνω του. Eκέρωσαν οι ταξιδιώτες οι άμαθοι. Kαπνός εσκόρπισαν εμπρός τους οι χαρές, οι τόποι, τα χρήματα. Kόρακας ο φόβος φωλιάζει μέσα τους, ξεσχίζει τους τα σπλάχνα, ρουφά το αίμα τους. Tο πλοίο γέρνει δεξιά, γέρνει ζερβά, πηδά πίσω κι εμπρός βαρβάτο πήδημα και τα νερά το πνίγουν, κουρσεύουν, το πατούν. Oι διαβολοναύτες στα ξάρτια σκαρφαλωμένοι τραγουδούν αμέριμνα, αναμπαίζουν πειραχτικά τους ταξιδιώτες, γελούν με την εμπιστοσύνη και την ελπίδα τους.
― Kαλό ταξίδι, καλό κι αιώνιο! φωνάζουν πάντοτε.
Όμως το καράβι, όσο κι αν πατιέται και αν κινδυνεύει, δεν πνίγεται. Παλεύει κι ανδρειεύεται σαν να έχει ψυχή μέσα του. Ψυχή γιγαντωμένη, Kι είναι ψυχή του ο γέροντας που κάθεται στην πρύμη του κι είναι οδηγός του το ξυλάκι, το χάτσαλο. Mα εκείνο παίρνει δρόμο, λοξεύει στα ψηλά κύματα, φεύγει την ορμήν και τη λύσσα τους. Kι ενώ οι διαβολοναύτες τον όλεθρό τους προσδοκούν, κι ενώ οι ταξιδιώτες κλαίνε τη μοίρα τους και τα νερά με πόθο περιμένουν να κλωθοπαίξουν στο σκαρί του, εκείνο σχίζει το μαύρο σύγνεφο και αράζει σε λιμάνι ήμερο και γελαστό!
― Δόξα στον σωτήρα! δόξα στον γέροντα!... ξεσπά σύγκαιρα τρανή φωνή από το στόμα των ταξιδιωτών.
― Kατάρα! απαντά σαν αστροπέλεκο η φωνή των διαβόλων.
Kαι τα νερά του κόρφου δέχονται λαχταρώντας τους ναύτες και τον καπετάνιο τους, τον καπετάνιο και το μίσος του. Eσώθηκεν όμως ο κόσμος. Eγύρισε καθένας στη χώρα του, αγάπησε τους τόπους, υπόμεινε τα πάθη, εσεβάσθηκε το μυστήριο. Kαι δεν δοξολογά παρά τον Άι-Nικόλα, τον γέροντα.
Oι διαβόλοι έχτισαν το καράβι, μα ο Άι-Nικόλας έκαμε το τιμόνι του."
Τέλος, παραθέτω κι έναν ακόμη μύθο για τον άγιο που κατέγραψε ο λαογράφος μας Νικόλαος Πολίτης, στο δίτομο έργο του "Παραδόσεις":
"Κάτω απ'τη βορεινή κορυφή του Υμηττού, στην ανατολική ράχη, είναι μια σπηλιά που λέγεται Σπηλιά του λιονταριού, γιατί σ'αυτή κατοικούσε τον παλαιόν καιρό ένα φοβερό λεοντάρι που έφερνε μεγάλη καταστροφή γύρω. Απ'αυτό εμποδίζονταν οι χριστιανοί να πηγαίνουν στην εκκλησιά του αγίου Νικολάου, που είναι εκεί κοντά, δυτικά απ'την Κάντζα. Και η εκκλησιά έμενε έρημη και αλειτούργητη πολλά χρόνια.
Όταν μια φορά, την παραμονή του αγιού Νικολάου, εφάνη ο άγιος σε πολλούς χωριάτες στον ύπνο τους και τους είπε να πάνε το πρωί άφοβα στην εκκλησιά. Και πραγματικώς επήγαν. Το λεοντάρι, όταν μαζεύτηκαν στην εκκλησιά, όρμησε κατά πάνω τους να τους φάγει. Αλλά μόλις έφτασε μπροστά στην εκκλησιά, βγήκε από μέσα ο άγιος και το χτύπησε δυνατά και το μαρμάρωσε. Και έτσι μαρμαρωμένο είναι εκεί ως τα τώρα. (Αττική)"

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Νικολοβάρβαρα!

"Νικολίτσι, Βαρβαρίτσι,
Σάββα τ'ήθελες στη μέση;"


Δεύτερος στη σειρά και λιγότερο γνωστός (η παραπάνω παροιμία λέγεται, φυσικά, με την έννοια "τί γυρεύουν οι μικροί ανάμεσα στους μεγάλους;"), μεταξύ του πολυθρύλητου και θαλασσοδαρμένου Άη-Νικόλα (βλ.: Θαλασσινέ μου Άη Νικόλα.. και Του Αϊ Νικόλα, των ναυτικών και του χιονιού) και της προστάτιδας Αγια-Βαρβάρας (βλ.: Η Αγια-Βαρβάρα, η ευλογιά, το μέλι και τα τρίστρατα! και Οι παραδόσεις μας κι η Αγιά Βαρβάρα), γιορτάζεται ο Άγιος Σάββας (βλ. και νεότερη ανάρτησηΟ προστάτης και θαυματουργός Άγιος Σάββας και τα Νικολοβάρβαρα (παραδόσεις κι έθιμα) ). Πρόκειται για τα λεγόμενα "Νικολοβάρβαρα", τρεις μεγάλες γιορτές, στο έμπα του Δεκέμβρη, στο καλωσόρισμα του χειμώνα. Πλήθος δοξασίες, παροιμίες κι έθιμα του λαού μας, σχετίζονται με τις ημερομηνίες τούτες, που συνήθως αντιστοιχούν στα πρώτα κρύα, στις πρώτες παγωνιές και χιονοπτώσεις κι έτσι ήτανε σημαδιακές για τον άνθρωπο της υπαίθρου, τον άνθρωπο που πάλευε καθημερινά με τα στοιχεία της φύσης, που κυριολεκτικά βίωνε τις αλλαγές του κλίματος και τον εποχών. Τούτοι οι άγιοι είναι τόσο συνδεδεμένοι με τον ερχομό της βαρυχειμωνιάς, που πλήθος σχετικές παροιμίες έπλασε ο λαός μας:

"Απ'τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει κι ο χειμώνας!"


"Τ'άη-Νικολοβάρβαρα κι οι τοίχοι αποξυλώσανε!"

"Νικολίτσα, Βαρβαρίτσα μπρος οπίσω ο χειμώνας."

"Τ'άη Νικολοβάρβαρα κάνει νερά και χιόνια!"

"Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απλοήθη:
Μαζώχτε ξύλα κι άχερα και σύρτε και στο μύλο
τι Άγιο Νικόλας έρχεται τα χιόνια φορτωμένος!"

"Η Αγιά Βαρβάρα γέννησε κι ο Άη-Σάββας το εδέχθη
κι ο Άη-Νικόλας έτρεξε να πάει να το βαφτίσει" (το χιόνι)

"Τα Νικολοβάρβαρα κατεβασιές και χιόνια,
μπουράσκες και τελώνια!"

"Τα Νικολοβάρβαρα σιμά στο σταύλο!"


Σήμερα, 5 Δεκεμβρίου, λοιπόν, γιορτάζουμε τον Άγιο Σάββα, τον Άγιο Σάββα που "σαβανώνει" καθώς λέει το όνομά του:
"Η Αγιά Βαρβάρα βαρβαρώνει,
ο Άη-Σάββας σαβανώνει
κι ο Άη-Νικόλας παραχώνει."
Αν και τούτοι οι στίχοι, κατά βάση αναφέρονται στο χιονιά, υπάρχει κι η εκδοχή πως ο Άη Σάββας σαβανώνει τους νεκρούς και προσπαθεί να τους δώσει μια "καλύτερη θέση" στον Κάτω Κόσμο, ενώ, από την άλλη, προσπαθεί να απομακρύνει το θάνατο από τους ζωντανούς, ως άγιος προστάτης και θεραπευτής. Τη μέρα τούτη, σε κάποιες περιοχές, συνηθίζουν να φτιάχνουν φάβα στη μνήμη του, όπως καταγράφει και το λαϊκό δίστιχο:
"Του Άη-Σάββα,
τρώνε φάβα!"


Αναφέρει ο Βασίλης Λαμνάτος στο βιβλίο του "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας":
"Την άλλη μέρα απ'τη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας, είναι η γιορτή του Αγίου Σάββα στις 5 του Δεκέμβρη και την επόμενη μέρα η γιορτή του Αγίου Νικολάου στις 6 του μήνα. Γι'αυτό ο λαός μας λέει πως: "Αη-Βαρβάρα γέννησε Σάββα κι Αη-Νικόλα", κι ακόμα "Αγιά Βαρβάρα μίλησε και Σάββας απεκρίθη κι ο Άη-Νικόλας έφτασε με χιόνια φορτωμένος" ή "η Αη-Βαρβάρα βαρβαρώνει, ο Αη-Σάββας σαβανώνει κι ο Άη-Νικόλας παραχώνει."
Και τις τρεις αυτές γιορτές, πού'ρχονται με τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, ο λαός μας τις λέει μ'ένα όνομα: "Νικολοβάρβαρα". "Μπρος πίσω τα Νικολοβάρβαρα, πέφτουν χιόνια Τάρταρα", λένε οι ξωμάχοι μας. Τα Τάρταρα έχουν εδώ μεν τη χάρη της παράχησης, αλλά ο λαός μας έβαλε αυτή τη λέξη (Τάρταρα) για να δώσει πιότερη έμφαση στο παγερό κρύο του Δεκέμβρη."


Τώρα, αν περιμένουμε κρύα και χιόνια, αλλά δεν τα βλέπουμε, τούτες τις μέρες, δε σημαίνει πως τα γνωμικά του λαού μας, που βασίζονται σε αιώνες παρατήρησης και εμπειρίας, έπεσαν έξω ή είναι λαθεμένα, απλά στην εποχή μας, καθώς "τά'παιξε" ο άνθρωπος, "τά'παιξε" και ο καιρός... Τι να κάνει κι αυτή η έρ'μη η Πλάση τόσα που τραβάει με μας που της λάχαμε...!

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Δεκέμβρης


"Δεκέμβρης θα ειπεί χειμώνας και, μάλιστα, βαρύς και τσουχτερός. Είναι μήνας, πέρα για πέρα, χειμωνιάτικος και μήνας που περονιάζει ανθρώπους και ζωντανά με το παγερό του χνώτο. "Βλάχε μου πότε κρύωσες; Αυτού κοντά τ'Άη-Αντριώς, του γέρου Νικολάου". Έτσι λέει η παροιμία για να επισημάνει πιότερο το πολύ κρύο του Δεκέμβρη και για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην εμφάνισή του, που συμπίπτει απόλυτα με το έμπα του χειμώνα.
Έχω δε ακούσει πολλούς ξωμάχους να λένε τον Δεκέμβρη "καρδιά του Χειμώνα".
Κι είναι, πράγματι, ο Δεκέμβρης πιότερο απ'τον Γενάρη, η καρδιά του Χειμώνα, γιατί τα κρύα την εποχή αυτή είναι πολύ πιο αισθητά και παγερά τόσο στις πεδινές περιοχές, όσο και στα νησιά μας. Οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους κι οι υφάντρες κουβεντιάζουν με τους κάρινους αργαλειούς τους στα κατώγια και συχνομιλούν με τις γοργές τους σαϊτες και με τα πλουμιστά κεντήδια των υφαντών. Και θά'ταν η ζωή για τον υπαίθριο λαό μας πολύ μονότονη, αν δεν κουβαλούσε μαζί του τούτος εδώ ο μήνας ένα σωρό γιορτάδες και γιορτάσια, π'αλλάζουν τη μονοτονία και σκορπούν χαρές και γλέντια στα κονάκια των ξωμάχων μας."
(Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")



Καλωσορίζουμε, λοιπόν, το Δεκέμβρη, τον πρώτο μήνα του χειμώνα και τελευταίο του έτους, παρόλο που η ετυμολογία του (δέκα, decem) προδίδει πως κάποτε αριθμούσε τον δέκατο μήνα της χρονιάς, τότε που ως αρχή του έτους λαμβάνανε την εαρινή ισημερία. Αφ'ότου, όμως, ο Ιούλιος Καίσαρας καθόρισε την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, ο Δεκέμβρης μας μπήκε τελευταίος στη σειρά κι ανακηρύχθηκε δωδέκατος!
Όσο για την παλαιότερη ονομασία του, ο Δεκέμβριος υπολογίζεται πως "χονδρικά" αντιστοιχεί στον έκτο μήνα των αρχαίων Ελλήνων, τον καλούμενο Ποσειδεών (ή Αλαλκομένιο των Βοιωτών και Διόσθυο των Λακεδαιμονίων, καθώς η ονομασία των μηνών ποικίλλει ανά τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας).


"Τον Δεκέμβρη οι αρχαίοι μας τον έλεγαν Ποσειδεών κι ήταν ο έκτος μήνας του αθηναϊκού έτους. Το όνομά του το πήρε απ'τις θυσίες που γίνονταν το μήνα αυτό στο θεό της Θάλασσας, τον Ποσειδώνα κι είχαν ως σκοπό οι θυσίες αυτές να καλμάρουν λίγο τα θυμώματα του Πελάγιου θεού." (Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

28η Οκτωβρίου: μέσα απ'τα μάτια μιας γιαγιάς..



"Είμαι 80 χρόνων. Η μέρα που ξημέρωσε είναι η 28η Οκτωβρίου. Οι καμπάνες που χτύπησαν με γύρισαν πίσω πριν 65 χρόνια, τότε που ήμουνα 15 χρονών.
Ήτανε ημέρα Δευτέρα, πρωί, όλοι είχαν ξεκινήσει για δουλειές. Ήταν εποχή που μαζεύαμε τα μήλα. Η μητέρα κι ο πατέρας ετοιμάζονταν για μήλα. Ξαφνικά άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες κάπως παράξενα. Όλοι τρέχανε στους δρόμους και ρωτούσαν τι έγινε. Τηλέφωνα δεν είχαμε, ράδια, τηλεόραση ' τρέχανε στην πλατεία. Η είδηση ήρθε στην αστυνομία. Σε λίγο φώναζαν όλοι "πόλεμος! πόλεμος!". Η Ιταλία είχε μπει μέσα στην Πίνδο. Ο Μεταξάς είπε ένα μεγάλο ΟΧΙ και έγινε επιστράτευση. Όλοι οι άνδρες γύρισαν στα σπίτια τους. Ετοιμάζονταν και τραβούσαν στο σταθμό, για το τραίνο. Άλλο μέσο δεν υπήρχε να φύγουν. Τα ανατολικά χωριά έρχονταν εδώ. Άλλη συγκοινωνία δεν είχε. Μανάδες με τα παιδιά τους, γυναίκες με τους άντρες τους, έρχονταν να τους ξεπροβοδίσουν, να τους αγκαλιάσουν, να τους ευχηθούν να γυρίσουν με το καλό και νικητές. Το τι γινόταν στο σταθμό δεν περιγράφεται. Μανάδες να κρατούν τα παιδιά τους αγκαλιά, να κλαίνε. Μι αγυναίκα κρατούσε ένα μικρό από το χέρι και ήταν έτοιμη να γεννήσει το δεύτερο ' να έχει τον άντρα της αγκαλιά και να κλαίει. Οι άντρες στα παράθυρα του τραίνου να κουνούν τα μαντήλια και να τραγουδούν.[...] Κλάματα, φωνές τραγούδια, σου τρυπούσαν το μυαλό. Στα φορτηγά βαγόνια βάζαν τα καλύτερα άλογα και τραβούσαν για το μέτωπο χωρίς να ξέρουν κι αυτά τι τα περίμενε. Και όταν ξεκηνούσε το τραίνο αγκομαχώντας και σφυρίζοντας σου πάγωνε την ψυχή. Εγώ με την αδελφή μου, πιασμένες από το χέρι, κοιτάζαμε όλα αυτά παγωμένες, γιατί δεν ξέραμε τι θα πει πόλεμος. Τότε που είδαν τα μάτια μου την καταστροφή, το θάνατο, τη φρίκη, τον πόνο, το κλάμα, τότε ένιωσα μέσα μου τι θα πει πόλεμος.



Οι Ιταλοί είχαν μπει μέσα στο ελληνικό έδαφος. Έρχονταν με σκοπό ότι θα τους δεχτούμε, θα τους αφήναμε να περάσουν ' έτσι τους είχαν πει. Αλλά εδώ τα βρήκαν μαύρα. Οι φαντάροι, οι τσολιάδες, η αθάνατη ελληνική ψυχή, τους έμασε το κυνηγητό. Αυτοί δεν αντιστάθηκαν, φεύγανε όσο μπορούσαν, φωνάζοντας οι τσολιάδες "Αέρα". Οι γυναίκες βγήκαν στα βουνά και κουβαλούσαν τροφή και πολεμοφόδια, "οι Σουλιώτισσες" ξαναγεννήθηκαν στα βουνά της Πίνδου. Όταν τους βγάλανε από το ελληνικό έδαφος, τότε άρχισαν να αντιστέκονται, αλλά όχι και πολύ. Και κάθε μέρα χτυπούσαν οι καμπάνες, παίρναμε ένα χωριό ένα ύψωμα. Οι καμπάνες δε σταματούσαν να χτυπούν. Τρέχαμε στους δρόμους, φωνάζαμε, τραγουδούσαμε.

Μια μέρα στη γειτονιά ένας γέρος έκλαιγε, είχε παιδί στο μέτωπο. Του λέγω "Γιατί μπάρμπα-Γιωργάκη κλαις; Πήραμε την Κλεισούρα.", "Αχ! Μαριώ μου", λεει, "για να χτυπούν οι καμπάνες δεν ξέρεις πόσα παιδάκια πέσανε."



Κάθε ημέρα προχωρούσαμε. Όλος ο κόσμος μιλούσε για την Ελλάδα, θρίαμβος! Ένας Άγγλος, ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ, είπε "οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες".
[...]


Κι αφού φτάσαμε στα Τίρανα και φωνάζαμε θα τους πετάξουμε στη θάλασσα, έγινε κάτι που ο κόσμος γύρισε πάνω κάτω. Μεγάλη καταστροφή, ξαναχτυπούσαν οι καμπάνες, οι Γερμανοί μπαίνανε στην Ελλάδα και μας χτυπούσαν πισώπλατα. Εμείς, μια χούφτα άνθρωποι, τί να κάνουμε; Τα εκατομμύρια των Ιταλών να πολεμούμε μπροστά ή τα διπλά των Γερμανών που χτυπούσαν πίσω μας; Ούτε στρατό είχαμεε, ούτε τα καταραμένα όπλα τους. Αναγκάστηκε ο στρατός να οπισθοχωρήσει, πληγωμένος, αλλά με το κεφάλι ψηλά, νικητές, όχι νικημένοι.
[...]


Οι φάλαγγες κατέβηκαν στην Αθήνα, μπήκαν μέσα, ανέβηκαν στην Ακρόπολη, κατέβασαν τη Σημαία μας, ύψωσαν τη δική τους. Ο κόσμος πάγωσε. Και άρχισε η καταστροφή. Πήραν στα χέρια τους τα πάντα και κυβερνούσε ο αγκυλωτός σταυρός.
[...]


Η πείνα θέριζε τους πάντες. Εδώ στα χωριά είχαμε λάδι, μαζεύαμε χόρτα και τρώγαμε. Ψωμί δεν είχαμε. Με ελιές και χόρτα περνούσαμε. Στον κάμπο είχανε ψωμί, δεν είχανε λάδι. Στις πόλεις δεν είχαν τίποτα. Στα πεζοδρόμια και στις πόρτες των σπιτιών έβλεπες σκελετωμένα κορμιά, Μετά άρχισε η μαύρη αγορά, είδος με είδος: μια οκά λάδι - μια οκά αλεύρι, μια οκά λάδι - μια οκά πατάτες, δράμα η κατάσταση. Στις πόλεις δίνανε κουστούμια, χρυσαφικά, για λίγο αλεύρι, λίγο καλαμπόκι. Από αρρώστιες είχε γεμίσει ο κόσμος, φάρμακα πουθενά, πεθαίνανε αβοήθητοι, όπως τα σκυλιά στους δρόμους.

Τότε άρχισε η Αντίσταση. Οι άνδρες που πολέμησαν και οπισθοχώρησαν δεν το άντεξαν αυτό, πήραν τα όπλα και βγήκαν στα βουνά. Όπου περνούσαν Γερμανοί βγαίναν και χτυπούσαν και αν σκότωναν Γερμανό, αυτοί μπαίνανε μέσα στο χωριό, μαζεύαν τους άνδρες, τους εκτελούσαν και το καίγανε. Παντού φωτιά, παντού αίμα. Ήρθαν και στο χωριό μας, βγήκαν έξω από το χωριό και τους χτύπησαν και σκότωσαν ένα αξιωματικό. Αυτοί μπήκαν, μάζεψαν όσους άντρες βρήκαν και τους εκτέλεσαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί τους θάψανε και κάνανε το μνημείο τους. Κάψανε και το χωριό μας. Μέσα στα σπίτια κάψανε τρία άτομα: μια γριούλα στη γειτονιά μας και μια μάνα με το γιο της. Το παιδί ήταν παράλυτο, η μάνα προσπαθούσε να το βγάλει, δε μπορούσε. Αγκάλιασε το παιδί της και κάηκαν μαζί. Τους βρήκαν καμένους αγκαλιασμένους. Τέτοιοι κακούργοι, αιμοβόροι, στην ψυχή τους δεν υπήρχε ίχνος ανθρωπιάς, βάρβαρος λαός.
[...]


Ώσπου έφτασε η ευλογημένη ώρα που οι Γερμανοί θα φεύγαν από τη χώρα μας. Άρχισαν σιγά σιγά να ξεπαστρεύουν τον τόπο μας από τα καταραμένα όπλα τους και να φεύγουν. Φεύγοντας κάναν όσες ζημιές μπορούσαν. Αφού ξεκρέμασαν τη σημαία τους από την Ακρόπολη, υψώσαμε τη δική μας. Τότε, αυτό που έγινε δε μπορεί να το διηγηθεί κανένας. Όλοι με τις Σημαίες στα χέρια τρέχανε στους δρόμους φωνάζοντας, τραγουδώντας. Όλοι βγάλαμε τις Σημαίεες στα παράθυρα. Τρέχω κι εγώ, βγάζω τη Σημαία από το μπαούλο, την παίρνω και τρέχω στο παράθυρο. Το ανοίγω, ο αέρας που φυσούσε μοσχοβολούσε Λευτεριά.Την ύψωσα όσο πιο ψηλά μπορούσα και τραγουδούσα κλαίγοντας: "Σε γνωρίζω από την κόψη...". Η γερμανική μπότα έπαψε να πατά τα άγια χώματά μας, η γη μας ανάσανε και άρχισε να φυτρώνει το καταπράσινο χορταράκι, αγνό και μοσχοβολούσε. Τα πάντα χαμογελούσαν, όλος ο κόσμος μοσχοβολούσε Λευτεριά. Οι αδικοχαμένες αθάνατες ψυχούλες που πέσανε στα δύσκολα αυτά χρόνια πλανιόνταν αθόρυβα ανάμεσά μας και γιόρταζαν και αυτές μαζί μας. Στιγμές αξέχαστες ' ελευθεροι, αγκαλιασμένοι, τρέχαμε στους δρόμους τραγουδώντας. Περασμένα που δεν ξεχνιούνται ποτέ, στιγμές φρίκης, στιγμές χαράς."

Μαρία Γιαννιού, "Αναμνήσεις και εικόνες μιας ζωής"

(*οι πίνακες του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη)

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

απώλειες...

Είναι κάτι νύχτες -και μέρες ενίοτε- που οι εικόνες στο μυαλό χορεύουνε ' κρυμμένες ζωγραφιές ξεπηδούν κάτω από τα σκονισμένα σεντόνια, θαρρείς και κείνο το τζάμι το θολωμένο από την πάχνη του καιρού κι απ'τις πατημασιές του χρόνου κάποιο χέρι κραταιό κι αδάμαστο μ'ένα σφουγγάρι το φανέρωσε...

Είναι κάτι νύχτες που μετράς μονάχα απώλειες. Και λογαριάζεις, σα μπακαλάκος του χωριού, τα νούμερα. Τούτα τα νούμερα που μονάχα νούμερα δεν είναι, γιατί είναι όλη σου η ζωή, όλος ο πλούτος της ψυχής σου κι όλα τα δάκρυα που μούσκεψαν τα χνώτα σου.

Κι αν ξεκινάς από την πέρα όχθη, καταλήγεις σε τούτην εδώ τη στεριά κι ύστερα αναρωτιέσαι τι πιο πολύ πονάει.

Θυμάσαι τι σού'χα πει; Θυμάσαι πόσα λόγια δε σου πρόλαβα; Κατάλαβες; Τίποτα δεν κατάλαβες, στραβάδι! Ανίκανη κι εγώ να προλάβω..

Περνούν οι στιγμές κι οι μνήμες τις χρωματίζουν με σκοτεινή παλέτα. Δειλά χαμόγελα κρυμμένα σε υφάλμυρες πινελιές, μου τραγουδούν για ζωντανούς και πεθαμένους.. Απώλειες...

Ιδιαίτερη νύχτα.. ζοφερή.. Θυμάμαι μια τέτοια νύχτα χρόνια πριν, τότε που ήμουνα σχεδόν παιδί - αν ήμουνα ποτέ παιδί δεν το θυμάμαι... Τότε που χάραξα τη μεγαλύτερη απώλεια... Θυμάμαι και τη νύχτα την περσινή που ξαγρύπνησα ματώνοντας, προσμένοντας έναν ακόμη αποχαιρετισμό, για την πέρα όχθη. Θυμάμαι κι εσένα που τότε ήσουνα εκεί, αλλά τώρα σε έχασα..





Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

φθιν-οπωρ-ινά και άλλα



φθιν-όπωρον: κυρίως το τελευταίον μέρος της οπώρας (άλλως και μετόπωρον δηλ. μετά την οπώραν, το και νυν φθινόπωρον, κοινώς "χινόπωρο"), Ηροδ.4.42, 9.117, Ιππ.Αφ.1244, Θουκ.2.31, Αριστ.π.τα Ζ. Ιστ.8.19, 4, κ.αλλ.
Καθ'Ησύχ.: "φθινόπωρον, ο από της πεντεκαιδεκάτης Αυγούστου μηνός έως της πεντεκαιδεκάτης Δεκεμβρίου. οι δε από της εικοστής δευτέρας Αυγούστου έως πάλιν εικοστής δευτέρας Δεκεμβρίου."

όπου,



οπώρα: το μέρος του έτους μεταξύ της επιτολής του Σειρίου και της του Αρκτούρου (δηλ. από των μέσων Ιουλίου, όλος ο Αύγουστος και το μέρος του Σεπτεμβρίου), τουτέστι το δεύτερον ήμισυ του θέρους ' ούτως ο Αριστοτέλης λέγει "οπωρινή ισημερία", Μετεωρ.3.2, 3.

Ο Όμηρος έχει τα δύο, θέρος και οπώρη, ομού, "θέρος τεθαλυιά τ'οπώρη", Οδ.Λ.191 ' ο Σείριος είναι ο αστήρ της ώρας ταύτης του έτους, Ιλ.Χ.27, πρβλ.οπωρινός.

Παρά τοις μετέπειτα συγγραφεύσιν η λέξης εδήλου ωρισμένην τινά ώραν του έτους, το φθινόπωρον, αλλ'ην έτι εν χρήσει μετά της σημασίας του θέρους, ""αρξάμενος από του ηρινού χρόνου προ οπώρας", Ξεν.Ελλ.3.2, 10, πρβλ.Αριστ.Μετεωρ.1.12,1.

Αυτή ήτο η προσφορωτέρα ώρα του έτους προς πέπανσιν του καρπού των τε αγρών και των δέντρων, "νέας δ'οπώρας ηνίκ' αν ξανθή στάχυς" Αισχύλ. Αποσπ.305.

Η ώρα των σφοδρών θυέλλων, "ήματ'οπωρινώ, ότε λαβρότατον χέει ύδωρ Ζεύς", Ιλ.Π.385, πρβλ.Ησ. Έργ.κ. Ημ.672. Παρ' Ησ. ένθ'ανωτ. αι βροχαί αυταί αποδίδονται εις τον Νότον, όστις λέγεται ότι πνέει περί τα τέλη της ώρας ταύτης του έτους, "οπωρινόν όμβρον και χειμών' επιόντα Νοτοιό τε δεινάς αήτας". Όταν λοιπόν γίνηται λόγος περί βορρά ως του επικρατούντως ανέμου, πρέπει να νοήσωμεν το πρώτον μέρος της ώρας ταύτης, "ως σ'ότ' οπωρινός Βορέης νοαρδέ'αλωήν αίψ'αγξηράνη", Ιλ.Φ 346, πρβλ. Οδ.Ε.
328.



Επειδή αυτή ήτο ώρα των καρπών, κατήντησε να σημαίνει τούτο τον καρπόν, "γλαυκής οπώρας... χυθέντος εις γην Βακχίας απ'άμπελου", Σοφ.Τρ.703.


Μεταφορικά η θερινή ακμή, δηλ. ακμή, άνθος της νεότητος, ως το "ώρα", Πινδ.Ι.2.8., Ν.5.11 ' ώριμος παρθενία, Αισχύλ.Ικ.998, 1015.



("Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης", Liddell - Scott)